Του Γιάννη Αδαμαντίδη
ΤρΕφΛαρ 120/2017
Πραγματικά περιστατικά και απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου
Ο ενάγων (σε πρωτοβάθμιο επίπεδο) απηύθυνε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λάρισας αγωγή κατά α) της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΙΑ ΛΙΜΙΤΕΔ» και β) της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ», ισχυριζόμενος ότι τον Ιούλιο του 2008 υπάλληλος της πρώτης εναγόμενης τραπεζικής εταιρίας, με την οποία σημειωτέον ότι ο ενάγων είχε αναπτύξει σχέση εμπιστοσύνης, προσήλθε στο ιατρείο του και τον παρότρυνε να προβεί στην αγορά Μετατρέψιμων Χρεογράφων στο πλαίσιο ενός, νέου και κατά τους ισχυρισμούς της εξαιρετικά συμφέροντος για τον ίδιο, καταθετικού προϊόντος με τη μεγαλύτερη δυνατή τοκοφορία και απολύτως εξασφαλισμένη επιστροφή κεφαλαίου, παραπλήσιο προθεσμιακής κατάθεσης, καθώς μετά το πέρας της συμφωνηθείσας πενταετούς διάρκειας η τραπεζική εταιρία ήταν υποχρεωμένη να του αποδώσει το αρχικό κεφάλαιο. Πιο συγκεκριμένα ο ελκυστικός χαρακτήρας αυτών των ομολόγων έγκειτο στο γεγονός ότι προσέφεραν επιτόκιο 6,5% για δύο περιόδους τόκου και ίσο με το επιτόκιο Euribor 6 μηνών που θα ίσχυε στην αρχή κάθε περιόδου τόκου συν περιθώριο 1%.
Ο ενάγων ισχυρίσθηκε επίσης ότι κατά την υπογραφή της σχετικής αιτήσεως δεν του παραδόθηκαν οι όροι έκδοσης και το ενημερωτικό σημείωμα για το προϊόν αυτό, ενώ η ως άνω υπάλληλος τον διαβεβαίωσε ότι επρόκειτο για προϊόν που προσομοίαζε με προθεσμιακή κατάθεση και ήταν ιδιαίτερα ασφαλές. Όντας απολύτως πεπεισμένος για την ορθότητα της επικείμενης απόφασής του, προέβη στην αγορά Μετατρέψιμων Χρεογράφων από την Τράπεζα Κύπρου με τον τίτλο «Μετατρέψιμα Χρεόγραφα 2013/18» αξίας 630.897 ευρώ. Αρχικά το Μάιο, πληροφορήθηκε ότι ελάμβαναν χώρα ραγδαίες εξελίξεις που είχαν ως αποτέλεσμα την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της εναγόμενης τραπεζικής εταιρίας λόγω μετατροπών άλλων προϊόντων της που επηρέαζαν έστω εμμέσως τη δική του επένδυση και την καθιστούσαν επισφαλή.
Εν τέλει τον Απρίλιο του 2013 προς έκπληξή του συνειδητοποίησε ότι το ως άνω προϊόν στο οποίο είχε τοποθετήσει τα χρήματα του δεν ήταν ένα είδος προνομιακής προθεσμιακής κατάθεσης, αλλά επενδυτικό προϊόν υψηλού κινδύνου, για τον οποίο κίνδυνο δεν είχε ενημερωθεί, με συνέπεια να τον αγνοεί κατά το χρόνο αγοράς του προϊόντος. Ο υψηλός κίνδυνος έγκειτο στο ότι το σύνολο της τοποθέτησής του ήταν εξαρτημένο από αστάθμητους και μελλοντικούς παράγοντες, αναφερόμενους στη φερεγγυότητα του τραπεζικού ιδρύματος, αλλά και στην πορεία της κυπριακής οικονομίας, στη γενικότερη αστάθεια που διέπει τις κεφαλαιαγορές κλπ. Επίσης ανέφερε ότι υπέβαλε σχετική αίτηση στην εναγόμενη τράπεζα τον Μάιο του 2013 και μέσω της απάντησης που έλαβε, διαπίστωσε για πρώτη φορά ότι μονομερώς μετατράπηκε εν αγνοία του και χωρίς τη συναίνεσή του το σύνολο του κεφαλαίου του σε μετοχές Δ τάξης και ότι το κεφάλαιο του υπέστη μείωση σε ποσοστό 99%.
Εν όψει των παραπάνω αιτήθηκε την ακύρωση της δικαιοπραξίας με την οποία προέβη στην αγορά των ομολόγων λόγω εξαπάτησής του από την υπάλληλο της τραπεζικής εταιρίας, της δόλιας παρασιώπησης των κινδύνων που ενείχε η αγορά αυτού του επενδυτικού πακέτου και λόγω της παραβίασης εκ μέρους της τράπεζας της υποχρέωσης ενημέρωσης και διαφώτισης των αντισυμβαλλομένων της. Παράλληλα επικαλέσθηκε εις ολόκληρον ευθύνη της πρώτης εναγόμενης «ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΙΑ ΛΙΜΙΤΕΔ» και της δεύτερης εναγόμενης «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ», με το σκεπτικό ότι η δεύτερη ανέλαβε την 26.3.2013 όλα τα υποκαταστήματα, τους υπαλλήλους, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της πρώτης. Ο ενάγων ζήτησε να του καταβάλλουν οι εναγόμενες εταιρίες το ποσό των 718.836 ευρώ, το οποίο περιλάμβανε την αξία των χρεογράφων κατά τη στιγμή της αγοράς τους, τους τόκους που απώλεσε -δεδομένου ότι αυτοί ήταν ίσοι με το επιτόκιο Euribor-, καθώς και χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη. Το Πολυμελές Πρωτοδικείο Λάρισας, με την υπ' αριθμ. 35/2015 απόφασή του, α) απέρριψε την αγωγή, ως προς τη δεύτερη εναγομένη και β) έκαμε εν μέρει δεκτή την αγωγή ως προς την πρώτη εναγομένη, ήτοι ακύρωσε τη σύμβαση αγοραπωλησίας των 630.897 Μετατρέψιμων Χρεογράφων, που καταρτίστηκε μεταξύ ενάγοντος και πρώτης εναγόμενης και υποχρέωσε την τελευταία να καταβάλει στον ενάγοντα 640.897 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από 22.7.2013, με τον όρο της ταυτόχρονης παράδοσης - μεταβίβασης από τον ενάγοντα στην ηττηθείσα των κατεχομένων υπό αυτού τίτλων.
Η εκκαλούσα πλέον προσβάλλει την πρωτοβάθμια απόφαση με έφεση προβάλλοντας ως λόγο εφέσεως την αοριστία της ένδικης αγωγής επειδή δεν αναφέρονται στο δικόγραφο αυτής, α) ποιοι ήταν οι υπάλληλοι της που ενημέρωσαν τον ενάγοντα και πότε ακριβώς συνέβη αυτό, β) αν η κρίσιμη συναλλαγή, έλαβε χώρα εντός μιας ή περισσότερων ημερών, γ) ως προς το προϊόν που του παρουσιάστηκε αν αφορούσε σε προθεσμιακή κατάθεση ή ομόλογο και δ) ο χρόνος που δήθεν συνειδητοποίησε ο ενάγων ότι η επένδυσή του, υπόκειτο σε κινδύνους. Επίσης επανέφερε ως λόγο εφέσεως τον επικουρικά προβαλλόμενο ισχυρισμό περί συντρέχοντος πταίσματος καθώς ο ενάγων είχε, κατά τα λεγόμενα της εκκαλούσας, πληροφορηθεί εναργώς και ποικιλοτρόπως τη μείωση της αξίας του κεφαλαίου του και δεν προέβη σε κάποια ενέργεια προκειμένου να περιορίσει τη ζημία του. Τέλος, αναφορικά με τις αιτιάσεις για τη στοιχειοθέτηση αδικοπραξίας η εναγόμενη προβάλλει ως λόγο εφέσεως την έλλειψη της αιτιώδους συνάφειας για να στοιχειοθετηθεί το παράνομο, καθώς η ανωτέρω ζημία του ενάγοντος οφείλεται σε γεγονός ανωτέρας βίας και δη στον νόμο 17/2013 περί εξυγίανσης τραπεζικών ιδρυμάτων και άλλων ιδρυμάτων και των συνακόλουθων διαταγμάτων για το κούρεμα των τραπεζικών καταθέσεων σε ποσοστό 47,5% για ποσά άνω των 100.000 ευρώ , που επιβλήθηκε από την Κυπριακή Δημοκρατία.
Νομικά ζητήματα
Το πρώτο εδάφιο της ΑΚ 147 αναφέρει ότι όποιος παρασύρθηκε με απάτη σε δήλωση βουλήσεως , έχει δικαίωμα να ζητήσει να ακυρωθεί η δικαιοπραξία. Οι προϋποθέσεις για τη στοιχειοθέτηση της απάτης είναι: α) η παραπλάνηση του δηλούντος. Βασικό στοιχείο της απάτης είναι δηλαδή η πλάνη, είτε αυτή δημιουργείται, είτε ενισχύεται, είτε διατηρείται. Αρκεί και επουσιώδης πλάνη. β) η παραπλάνηση αυτή να είναι δόλια. Με άλλα λόγια απαιτείται δόλος και γνώση του εξαπατήσαντος για το ψευδές των γεγονότων ή για την υποχρέωση του να ανακοινώσει πληροφορίες, τις οποίες εν τέλει απέκρυψε. γ) να υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ παραπλάνησης και δήλωσης βουλήσεως, το οποίο σημαίνει ότι η απάτη πρέπει να υπήρξε το αποφασιστικό αίτιο που οδήγησε τον παραπλανηθέντα στη δήλωση βουλήσεως1.
Η διάταξη 922 του ΑΚ θεμελιώνει την ευθύνη του προστήσαντος για τη ζημία που ο προστηθείς προξένησε σε άλλον παράνομα κατά την υπηρεσία του. Πρώτη προϋπόθεση εφαρμογής της διάταξης είναι να ύπαρχει σχέση πρόστησης, δηλαδή ανάθεση ορισμένης υπηρεσίας από τον προστήσαντα στον προστηθέντα στο πλαίσιο της εξυπηρέτησης των συμφερόντων του πρώτου. Η δεύτερη προϋπόθεση είναι η εξάρτηση, υπό την έννοια ότι ο προστήσας πρέπει να έχει εξουσία παροχής σχετικών οδηγιών και διαταγών στον προστηθέντα, χωρίς βέβαια να αξιώνεται καθεστώς διαρκούς επίβλεψης. Η τρίτη προϋπόθεση είναι η αδικοπραξία του προστηθέντος. Η διάταξη καθιερώνει γνήσια αντικειμενική ευθύνη του προστήσαντος, χωρίς το γεγονός αυτό να μεταβάλλει τις προϋποθέσεις της αδικοπρακτικής ευθύνης που θα πρέπει να συντρέχουν στο πρόσωπο του προστηθέντος. Τέλος απαιτείται η πράξη που γέννησε την αδικοπρακτική ευθύνη να έιναι συναφής με την υπηρεσία, δηλαδή να μην τελείται εκτός του πλαισίου της ανατεθείσας υπόθεσης2.
Η ΑΚ 914 καθιερώνει την αδικοπρακτική ευθύνη, η οποία αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα ενοχής εκ του νόμου. Προϋποθέτει ανθρώπινη συμπεριφορά, εκούσια και εξωτερική. Επίσης απαιτείται υπαιτιότητα, δηλαδή δόλος ή αμέλεια του δράστη. Πέρα από υπαίτια, η πράξη πρέπει να είναι και παράνομη, που σημαίνει ότι η συμπεριφορά -σύμφωνα με την κρατούσα αντικειμενική θεωρία- αντίκειται σε επιτακτικό ή απαγορευτικό κανόνα δικαίου. Σημειωτέον ότι στην έννοια του παρανόμου υπάγονται πλέον περιπτώσεις στις οποίες δεν παραβιάζεται κάποιος συγκεκριμένος κανόνας δικαίου αλλά αρκεί η αντίθεση της πράξης -ή παράλειψης- στο πνεύμα του δικαίου εν γένει. Σε αυτή την κατηγορία εμπίπτει ιδίως η παράβαση της γενικής υποχρέωσης πρόνοιας, ασφάλειας και προστασίας των άλλων και των εννόμων αγαθών τους. Υπο αυτή την ερμηνεία, όπως γίνεται αντιληπτό, η ΑΚ 914 συνδέεται με τις διατάξεις της καλης πίστης και των χρηστών ηθών -281 και 288-, οι οποίες πρέπει να διαπνέουν τις συναλλαγές καθώς επιβάλλουν υποχρεώσεις, που παρότι είναι απαραίτητες για την ομαλή απόσβεση των ενοχών, δεν προβλέπονται ρητώς3. Ακόμη ένας σημαντικός όρος για την εφαρμογή της ΑΚ 914 είναι η επέλευση-περιουσιακής ή μη- ζημίας. Τελευταία προϋπόθεση είναι ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παράνομης και υπαίτιας πράξης και της ζημίας.4
Το κύριο περιεχόμενο της αδικοπρακτικής ευθύνης είναι η υποχρέωση για καταβολή αποζημίωσης, η έκταση της οποίας εξαρτάται από την έκταση της ζημίας. Σύμφωνα με την ΑΚ 298 αποκαθίσταται κατ’ αρχήν ολόκληρη η ζημία, θετική και αποθετική, καθώς και η μέλλουσα, δηλαδή αυτή που προβλέπεται ότι θα επέλθει κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων στο μέλλον ως συνέπεια του ζημιογόνου γεγονότος. Κρίσιμος χρόνος για τον υπολογισμό της ζημίας είναι η παροχή έννομης προστασίας και ειδικότερα η συζήτηση της αγωγής στο ακροατήριο. Η ΑΚ 297 ορίζει ότι κατά κανόνα η αποζημίωση παρέχεται σε χρήμα. Η ΑΚ 299 αναφέρει ότι χρηματική ικανοποίηση για μη περιουσιακή ζημία οφείλεται μόνο όπου ορίζεται ρητά στο νόμο. Μία τέτοια περίπτωση αποτελεί και η 932 του ΑΚ που καθιερώνει την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, ήτοι της ζημίας που υφίσταται το πρόσωπο, η οποία δεν μπορεί να αποτιμηθεί σε χρήμα. Το δικαστήριο ,κατά την ορθότερη γνώμη, έχει υποχρέωση και όχι απλώς δυνατότητα να επιδικάσει εύλογη χρηματική ικανοποίηση όταν έχει τελεσθεί αδικοπραξία και παράλληλα έχει προκληθεί ηθική βλάβη -σε περίπτωση λχ. προσβολής της τιμής, της υγείας, της αγνείας κλπ.-.5
Λόγο περιοριστικό της ευθύνης και κατ΄επέκταση της αποζημίωσης εισάγει η ΑΚ 300 που αναφέρεται στο συντρέχον πταίσμα. Για να εφαρμοσθεί πρέπει να υφίσταται πρώτον ευθύνη προς αποζημίωση και δεύτερον ο ζημιωθείς να συνέβαλε με δικό του πταίσμα στη ζημία ή την έκτασή της. Στις περιπτώσεις που ο ζημιωθείς έχει πταισματική συνευθύνη απαραίτητο είναι και το στοιχείο του καταλογισμού. Το δικαστήριο εφόσον συντρέχουν αυτές οι προϋποθέσεις έχει διακριτική ευχέρεια -και όχι δέσμια αρμοδιότητα- να απαλλάξει πλήρως τον ζημιώσαντα ή να μειώσει την ευθύνη του. Δηλαδή έχει τη δυνατότητα παρά το γεγονός ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις της ΑΚ 300 να κρίνει ότι ο ζημιώσας φέρει πλήρη ευθύνη. Σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν σε αυτή τη διαδικασία αντικειμενικά κριτήρια όπως η βαρύτητα και ο βαθμός του πταίσματος, η αντικειμενική συμβολή των μερών στην έκταση της ζημίας, οι κρατούσες κοινωνικές αντιλήψεις, τα χρηστά ήθη.
Απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου
Το τριμελές Εφετείο Λάρισας κατέληξε στα κατωτέρω πορίσματα κάνοντας κυρίως χρήση των μαρτύρων και των εγγράφων, ως αποδεικτικών μέσων. Το δικαστήριο εφαρμόζει χωρίς κάποια ερμηνευτική δυσκολία τη διάταξη 922 του ΑΚ περί πρόστησης αφού συντρέχουν προδήλως οι προϋποθέσεις της. Κατόπιν, το δικαστήριο, αντιμέτωπο με τη διευθέτηση του κύριου ζητήματος της υπόθεσης, ακολουθεί την πορεία σκέψης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και συνδυάζει την εφαρμογή της ΑΚ 147, 149 περί ακυρώσεως της δικαιοπραξίας συνεπεία απάτης με την θεμελιώδη διάταξη 914 του ΑΚ περί αδικοπρακτικής ευθύνης. Το δικαστήριο επικεντρώθηκε στην ανάλυση κυρίως της 914 ΑΚ και όχι τόσο των πρώτων δύο προαναφερθεισών διατάξεων, γιατί οι προβαλλόμενοι λόγοι εφέσεως εκ μέρους της εκκαλούσας σχετίζονταν κυρίως με την 914 και όχι με τις 147, 149. Στο πλαίσιο αυτό, η παρανομία εκ μέρους της Τράπεζας συνίσταται στην παραβίαση του άρθρου 8 του Ν. 2251/1994 που αναφέρει μεταξύ άλλων: «Ο παρέχων υπηρεσίες ευθύνεται για κάθε ζημία που προκάλεσε υπαιτίως κατά την παροχή των υπηρεσιών». Επίσης η τρίτη παράγραφος του άρθρου 1 του ιδίου νόμου αίρει κάθε αμφιβολία περί δυνατότητας εφαρμογής του νόμου αυτού στην υπό κρίση περίπτωση καθώς διατυπώνει πανηγυρικά ότι ο αντισυμβαλλόμενος της τράπεζας θεωρείται καταναλωτής. Εκτός από αυτό το νόμο, μέσω της συμπεριφοράς της εκκαλούσας καταστρατηγείται και η ΑΚ 288 που καθιερώνει την καλόπιστη εκπλήρωση της παροχής. Ειδικότερα η τράπεζα αντιβαίνει στο καθήκον επιμέλειας και πρόνοιας που φέρει, καθότι όχι μόνο παρέλειψε να επιστήσει την προσοχή του αντισυμβαλλομένου της στους κινδύνους που εγκυμονούν, αλλά επίσης συνέτεινε στην περιέλευση του τελευταίου σε κατάσταση πλάνης με τη χρήση αθέμιτων πρακτικών. Αναφορικά με την προϋπόθεση του αιτιώδους συνδέσμου, που κατά τους ισχυρισμούς της εναγόμενης ελλείπει, το δικαστήριο απεφάνθη ότι η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της εναγόμενης συνδέεται αιτιωδώς με την επέλευση της ζημίας. Δηλαδή ούτε η πορεία της Κυπριακής οικονομίας, ούτε η εφαρμογή του Νόμου 17/2013 ήταν αποφασιστικοί παράγοντες για την επέλευση της ζημίας. Η αντισυναλλακτική συμπεριφορά της Τράπεζας ήταν ικανή κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων να οδηγήσει σε ζημία τέτοιου μεγέθους. Έτσι απέρριψε τον ισχυρισμό της εναγόμενης περί έλλειψεως του απαιτούμενου αιτιώδους συνδέσμου λόγω ανωτέρας βίας.
Το Εφετείο απέρριψε επίσης το επιχείρημα που προβλήθηκε από την εκκαλούσα σχετικά με το συντρέχον πταίσμα του εφεσίβλητου. Προέβη σε αυτή την απόφαση, καθώς οι ισχυρισμοί της τράπεζας περί ρητής ενημέρωσης του αντισυμβαλλομένου της για την απότομη μείωση της αξίας του κεφαλαίου του και γενικώς του κινδύνου που συνέτρεχε, δεν αποδείχθηκαν. Ακόμη το επιχείρημα της εκκαλούσας ότι η ευθύνη που φέρει είναι μειωμένη λόγω του ότι ο αντισυμβαλλόμενός της είχε την απαιτούμενη εμπειρία να σταθμίσει τους παράγοντες, να αφουγκραστεί τους επικείμενους κινδύνους και κατόπιν να προβεί στη σωστή ενέργεια, δεν ευσταθεί καθώς ο τελευταίος, ιατρός στο επάγγελμα δεν είχε τις απαιτούμενες ειδικές γνώσεις, ούτε διέθετε οποιασδήποτε μορφής ειδική εκπαίδευση που θα του επέτρεπε να επιλέγει ο ίδιος τις μορφές τοποθετήσεως του κεφαλαίου του, αφού η μοναδική προηγούμενη συνεργασία του με την τράπεζα ήταν η κατάθεση χρημάτων του σε προθεσμιακή κατάθεση.
Αναφορικά με την ηθική βλάβη του εφεσίβλητου το δικαστήριο έκρινε ότι αυτή αδιαμφισβήτητα υφίσταται λόγω της ψυχικής ταλαιπωρίας, στενοχώριας, άγχους και απελπισίας που αυτός ένιωσε εκ μόνου του γεγονότος ότι το κεφάλαιο του εξανεμίστηκε. Συνεπώς υπό το πρίσμα των ανωτέρω διατάξεων 297, 298, 932, 930 παρ. 3 το δικαστήριο επιδίκασε την καταβολή εκ μέρους της εκκαλούσας 640.897 (630.897€, ως αρνητικό διαφέρον/διαφέρον εμπιστοσύνης + 10.000€ ως αποζημίωση για ηθική βλάβη) και ταυτόχρονη επιστροφή των αγορασθέντων ομολόγων από τον εφεσίβλητο. Ήτοι απέρριψε κάθε λόγο εφέσεως της εκκαλούσας ως ουσία αβάσιμο, μολονότι αυτοί ασκήθηκαν παραδεκτώς.
Τελική κρίση
Τα χρηστά ήθη και η αντικειμενική καλή πίστη -288,281-, ήτοι η ευθύτητα και η εντιμότητα στις συναλλαγές είναι επιβεβλημένο να διέπουν το αστικό δίκαιο και την ιδιωτική οικονομία. Ειδικότερα στο ιδιωτικό τραπεζικό δίκαιο οι προαναφερθείσες γενικές ρήτρες μεταφράζονται σε καθήκον πρόνοιας και επιμέλειας εκ μέρους της τράπεζας των συμφερόντων του αντισυμβαλλόμενού τους. Εκφάνσεις αυτού του καθήκοντος είναι η υποχρέωση διαφώτισης και ενημέρωσης που φέρει η τράπεζα κυρίως όσον αφορά στον τομέα των επενδύσεων και εν γένει της κεφαλαιαγοράς, όπου είναι έντονο το στοιχείο της πληροφοριακής ασσυμετρίας. Κρίσιμο συνεπώς πολλές φορές, όπως και στην εν λόγω περίπτωση, δεν είναι το αν η επενδυτική απόφαση ήταν ορθή ή εσφαλμένη αλλά εάν η απόφαση αυτή ελήφθη βάσει πλήρους και έγκυρης ενημέρωσης6. Ορθώς λοιπόν το Εφετείο Λάρισας εν προκειμένω, απέρριψε την έφεση ως ουσία αβάσιμη και επικύρωσε με αυτό τον τρόπο την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. Σωστά κήρυξε την ακύρωση της δικαιοπραξίας λόγω απάτης -147- και σωστά συνέδεσε αυτή την ακύρωση με την αδικοπρακτική ευθύνη της 914 ΑΚ αφού η απάτη σχεδόν απαρέγκλιτα συνιστά συνάμα και αδικοπραξία. Είχε όμως και τη δυνατότητα να δεχθεί συρροή νομικών βάσεων της αξίωσης, δηλαδή της αδικοπρακτικής και της ενδοσυμβατικής ευθύνης, αφού είναι προφανές ότι εκτός από τη αδικοπραξία, η τράπεζα φέρει ευθύνη από προϊφιστάμενη ενοχή λόγω αθέτησης της σύμβασης. Αυτό βέβαια δεν θα είχε ιδιαίτερη πρακτική σημασία αφού σύμφωνα με την κρατούσα άποψη ο δανειστής θα ικανοποιηθεί μόνο μία φορά, αλλά συνάδει περισσότερο με την σύγχρονη, και μάλλον αρμόζουσα στην εν λόγω περίπτωση, δικονομική θεωρία για το ουσιαστικό αντικείμενο της δίκης7. Αυτό σημαίνει ότι το αντικείμενο της δίκης είναι ενιαίο , αφού πρόκειται για κοινό βιοτικό συμβάν, που μπορεί να υπαχθεί στο πραγματικό τόσο των διατάξεων περί δικαιοπραξίας όσο και των διατάξεων περί αδικοπραξίας8.
Σε αδρές γραμμές πάντως, η απόφαση του δικαστηρίου κρίνεται δίκαιη και επαρκώς αιτιολογημένη και η συλλογιστική πορεία των δικαστών χαρακτηρίζεται από συνοχή, πληρότητα και συνέπεια.
1 Α. Γεωργιάδης, Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, 2012, σ. 578
2 Α. Γεωργιάδης, Εγχειρίδιο Ειδικού Ενοχικού Δικαίου, 2014, σ. 678
3 Μιχ. Π. Σταθόπουλος, Επιτομή Γενικού Ενοχικού Δικαίου, 2016, σ. 92
4 Α. Γεωργιάδης, Εγχειρίδιο Ειδικού Ενοχικού Δικαίου, 2014, σ. 640
5 Α. Γεωργιάδης, Εγχειρίδιο Ειδικού Ενοχικού Δικαίου, 2014, σ. 656
6 Ν. Κ. Ρόκας, Α. Π. Μικρουλέα, Χ. Κ. Λίβαδά, Στοιχεία Τραπεζικού Δικαίου, Ιδιωτικό Τραπεζικό Δίκαιο,2016, σ. 484
7 Α. Γεωργιάδης, Εγχειρίδιο Ειδικού Ενοχικού Δικαίου, 2014, σ. 656
8 Νικόλαος Θ. Νίκας, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, 2018, σ. 197
Γιάννης Αδαμαντίδης
Τεταρτοετής Φοιτητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ
Μέλος του τμήματος σχολιασμού δικαστικών αποφάσεων του TheLawProject.
Comments