top of page
Writer's picturethelawproject

Αδικοπραξία λόγω εξαπάτησης - ΑΠ 755/2021

Της Αντωνίας Βασιλειάδου


Αδικοπραξία λόγω εξαπάτησης - ΑΠ 755/2021



 

Πότε θεμελιώνεται αξίωση αγωγής από αδικαιολόγητο πλουτισμό; Πώς εξετάζεται η συνδρομή παρανομίας και υπαιτιότητας στην αδικοπραξία; Επιδρά το συντρέχον πταίσμα στην ευθύνη προς αποζημίωση; Πότε υφίσταται καταχρηστική άσκηση δικαιώματος;

 


Περίληψη επίσημου κειμένου


Στην εν λόγω υπόθεση, ο Άρειος Πάγος εξετάζει την αναίρεση της απόφασης 4840/2018 του Εφετείου Αθηνών που έχουν αιτηθεί οι αναιρεσείοντες (Γ, Ε, Β2), έπειτα από την αρχική άσκηση αγωγής της αναιρεσιβλήτου (Β) στις 22.04.2012 και την έκδοση απόφασης 1425/2016 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Στα πλαίσια μελέτης της υπόθεσης ανακύπτει πληθώρα ζητημάτων, συγκεκριμένα η έννοια της αδικοπραξίας και του αδικαιολόγητου πλουτισμού, το συντρέχον πταίσμα, η παραγραφή των αξιώσεων, καθώς και η καταχρηστική άσκηση δικαιώματος.

Πραγματικά περιστατικά


Από την αποδεικτική διαδικασία στο Εφετείο προκύπτει ότι η ενάγουσα το έτος 1996, επιθυμώντας να επενδύσει τα χρήματά της, προσέγγισε τον τέταρτο εναγόμενο, μεσίτη (μη διάδικο πλέον), τον πρώτο εναγόμενο (Γ) και τη σύζυγο του τελευταίου (Ε), οι οποίοι εμφανίστηκαν ως δικαιούχοι συνεταιριστικών μεριδίων στον Οικοδομικό Συνεταιρισμό και επιθυμούσαν να τα μεταβιβάσουν έναντι ανταλλάγματος. Στις 20.11.1996, υπέγραψαν ιδιωτικό συμφωνητικό σύμφωνα με το οποίο εκχωρούσαν τα δύο συνεταιριστικά μερίδια που κατείχαν και αντιστοιχούσαν στην αυτοτελή ιδιοκτησία του Συνεταιρισμού με τίμημα 26.412,32 ευρώ, το οποίο η ενάγουσα κατέβαλε αυθημερόν. Ωστόσο, η εκχώρηση πραγματοποιήθηκε χωρίς οι εκχωρητές να έχουν την ιδιότητα μέλους του συνεταιρισμού, όρος απαραίτητος για την εγκυρότητα της μεταβίβασης, γεγονός που γνώριζαν οι ίδιοι αλλά αγνοούσε η ενάγουσα. Εφόσον οι εκχωρητές δεν κατείχαν την ιδιότητα μέλους του Συνεταιρισμού, ούτε ήταν δικαιούχοι των επίδικων μεριδίων, η ενάγουσα δεν απέκτησε ποτέ την επίδικη ιδιοκτησία.


Η ενάγουσα αγνοώντας τα ανωτέρω υπέβαλε αίτημα εγγραφής στον Συνεταιρισμό και έκτοτε κατέβαλε εισφορές. Όταν, όμως, το έτος 2000 υπέβαλε έγγραφο αίτημα ενημέρωσης για τα οικοπεδικά μερίδια, πληροφορήθηκε ότι είχε ασκηθεί εναντίον της ποινική δίωξη για ηθική αυτουργία σε πλαστογραφία, για την οποία όμως απαλλάχθηκε με βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών. Κατόπιν τούτου, άσκησε η ίδια αγωγή σε βάρος του Συνεταιρισμού το έτος 2006, με την οποία αιτήθηκε την αναγνώριση της ιδιότητάς της ως μέλος του και επικουρικά την υποχρέωση του Συνεταιρισμού να της καταβάλλει αποζημίωση, καθώς και την προσεπίκληση προς τους εναγομένους. Η αγωγή απορρίφθηκε τελεσίδικα με την απόφαση υπ' αριθ. 4476/2010 του Εφετείου Αθηνών και αμετάκλητα με την απόφαση υπ' αριθ. 1565/2014 του Αρείου Πάγου.


Το έτος 2012 η ενάγουσα άσκησε αγωγή στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών για την απόδοση της ωφέλειας που έλαβαν οι εναγόμενοι, οι οποίοι αποκρύπτοντας την έλλειψη ιδιότητάς τους και παρουσιάζοντας στοιχεία που συνάγουν την ύπαρξη αυτής της ιδιότητας, όπως τον χάρτη της περιοχής που απεικονιζόταν το οικόπεδο και το προδιατυπωμένο έγγραφο συμφωνητικό, τέλεσαν παράνομη και υπαίτια πράξη και ωφελήθηκαν το ποσό των 26.412,32 ευρώ σε βάρος της περιουσίας της ενάγουσας. Ωστόσο, το έτος 1996 η εναγόμενη Ε απεβίωσε και κληρονομήθηκε από τους λοιπούς εναγομένους, των οποίων ο λόγος της κληρονομικής μερίδας ανέρχεται σε 2/8 για τον Γ και 3/8 για καθένα από τους υπόλοιπους. Το δικαστήριο έκανε δεκτή την αγωγή της ενάγουσας και εκδόθηκε απόφαση (1425/2016), με την οποία ο Γ οφείλει το ποσό των 16.505,70 ευρώ, ενώ ο καθένας των λοιπών εναγομένων το ποσό των 4.952,31 ευρώ, με νόμιμο τόκο από τότε που απέκτησαν την ωφέλεια, συνεπώς από την 20.11.1996. Οι εναγόμενοι άσκησαν έφεση κατά της ανωτέρω απόφασης, η οποία όμως απορρίφθηκε από το Εφετείο ως αβάσιμη κι έτσι κατέθεσαν αίτηση αναίρεσης στο δικαστήριο του Αρείου Πάγου, το οποίο εξέδωσε την υπό σχολιασμό απόφαση.

Απόφαση δικαστηρίου


Ο Άρειος Πάγος, αναίρεσε την απόφαση 4848/2018 κατά το κεφάλαιο των τόκων της από 22.04.2012 αγωγής της αναιρεσίβλητης, ενώ παρέπεμψε, όπως ορίζει το άρθρο 580 παράγραφος 3 ΚΠολΔ, την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, συγκροτημένο από άλλους δικαστές.


Αναφυόμενα νομικά ζητήματα


ΚΕΦΑΛΑΙΟ I - Παραδεκτό της αίτησης αναίρεσης


Σύμφωνα με το άρθρο 559 αριθ. 1 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται «αν παραβιάζεται κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών». Τέτοια περίπτωση υφίσταται όταν δεν εφαρμόζεται ο κανόνας δικαίου παρά το γεγονός ότι συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αντιθέτως, όταν εφαρμόζεται ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, ή αν εφαρμόζεται εσφαλμένα (και εκδηλώνεται με ψευδή ερμηνεία) ή αν συντρέχει κακή εφαρμογή (δηλαδή εσφαλμένη υπαγωγή). Παρέχεται, έτσι, η δυνατότητα ελέγχου των πιθανών σφαλμάτων του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών, καθώς και των νομικών σφαλμάτων κατά την εξέταση της ουσίας της διαφοράς. Εξετάζεται, δηλαδή, αν με την απόρριψη ή την αποδοχή της αγωγής ή της ένστασης, παραβιάστηκε κάποιος κανόνας ουσιαστικού δικαίου.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ II – Αδικαιολόγητος Πλουτισμός


Ο Άρειος Πάγος κατά την εξέταση της υπόθεσης, παραπέμπει στον Αστικό Κώδικα προκειμένου να επισημάνει τις διαφορές μεταξύ των δύο εννοιών, της αδικοπραξίας και του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Συγκεκριμένα, το άρθρο 904 παράγραφος 1 εδάφιο α’ ΑΚ ορίζει: “όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια”, ενώ το 938 ΑΚ: “όποιος οφείλει αποζημίωση από αδικοπραξία έχει την υποχρέωση, κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, να αποδώσει ό,τι περιήλθε σ’ αυτόν, ακόμη κι αν η απαίτηση από την αδικοπραξία έχει παραγραφεί”. Από τον συνδυασμό των δύο διατάξεων συνάγεται ότι όταν από την τέλεση αδικοπραξίας επέρχεται ζημία σε άλλον και παράλληλη ωφέλεια του αδικοπραγήσαντος, τότε παρά την παραγραφή της αξίωσης από την αδικοπραξία (937 ΑΚ), υφίσταται αξίωση από αδικαιολόγητο πλουτισμό, η οποία ρυθμίζεται κατά τα άρθρα 904επ. ΑΚ, για την απόδοση της ωφέλειας στον ζημιωθέντα. Η ωφέλεια μπορεί να συνίσταται είτε σε θετική αύξηση είτε σε μη ελάττωση της περιουσίας, όπως στην περίπτωση κατά την οποία ο αδικοπραγήσας εξοικονόμησε από την αδικοπραξία δαπάνη στην οποία θα προέβαινε αν δεν τελούσε την δικαιοπραξία. Αυτό συμβαίνει, διότι το άρθρο 938 ΑΚ διασφαλίζει την απόδοση στον αδικηθέντα της ωφέλειας που ο αδικοπραγήσας απέκτησε από την αδικοπραξία, μέχρι το ποσό της ζημίας που υπέστη ο αδικηθείς, ώστε να μην παραμείνει στον αδικοπραγήσαντα η ωφέλεια που απέκτησε εις βάρος του αδικηθέντος. Επομένως, για να εφαρμοστούν οι διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού θα πρέπει σωρευτικά να συντρέχουν οι όροι της αδικοπραξίας, να έχει παραγραφεί η αγωγή εξ αυτής (937 ΑΚ) και να συντρέχουν οι προϋποθέσεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού.


Η έννοια του αδικαιολόγητου πλουτισμού εξειδικεύεται στο άρθρο 904 παρ.1 ΑΚ. Για την θεμελίωση ενιαίας αξίωσης αδικαιολόγητου πλουτισμού απαιτείται: πλουτισμός του υπόχρεου από την περιουσία ή με ζημία του δικαιούχου, ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ πλουτισμού και ζημίας, καθώς και έλλειψη νόμιμης αιτίας. Η έλλειψη νόμιμης αιτία, δηλαδή του όρου που δικαιολογεί την οριστική διατήρηση του πλουτισμού, είναι κρίσιμο στοιχείο για την άσκηση αγωγής προς απόδοση της ωφέλειας. Τούτο συμβαίνει, διότι, όταν δεν υφίσταται νόμιμη αιτία απόκτησης πλουτισμού, εκείνος που προέβη στην παροχή για την αιτία αυτή, έχει δικαίωμα να ζητήσει την ωφέλεια από τον λήπτη, εφόσον αποδείξει ότι πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις, όπως αναφέρθηκαν ανωτέρω. Αντίθετα, όταν υφίσταται νόμιμη αιτία, στηριζόμενη σε ορισμένη διάταξη νόμου ή σε σύμβαση, από την οποία προκύπτει ο πλουτισμός, τότε ο λήπτης δεν είναι υποχρεωμένος να αποδώσει την ωφέλεια και έτσι δεν θεμελιώνεται η σχετική αγωγή. [1]


Περιπτώσεις έλλειψης νόμιμης αιτίας αποτελούν η αχρεώστητη παροχή[2] (για την οποία γίνεται λόγος στην υπόθεση που εξετάζουμε), η παροχή για αιτία που έληξε, η παράνομη ή ανήθικη παροχή και η παροχή για αιτία που δεν επακολούθησε. Απαιτείται παράλληλα, ο πλουτισμός του υπόχρεου να προέρχεται από την περιουσία του δικαιούχου είτε με μείωση του ενεργητικού είτε με αύξηση του παθητικού ή να προέρχεται αποκλειστικά από ζημία του δικαιούχου, ήτοι με παρεμπόδιση αύξησης του ενεργητικού ή μείωσης του παθητικού με τη μορφή του διαφυγόντος κέρδους.


Ο ενάγων με την αγωγή του αδικαιολόγητου πλουτισμού δεν απαιτεί την αποκατάσταση της ζημίας αλλά αναζητά την απόδοση της ωφέλειας του λήπτη. Εν αντιθέσει με ό,τι ισχύει στις αδικοπραξίες, για την απαίτηση του αδικαιολόγητου πλουτισμού δεν προϋποτίθεται παράνομη ή υπαίτια πράξη του λήπτη. Σύμφωνα, ακόμη με τη κρατούσα άποψη, η εν λόγω αξίωση δεν έχει επικουρικό χαρακτήρα, αντιθέτως είναι αυτοτελής αξίωση και σε περίπτωση που συντρέχουν οι όροι του πραγματικού κι άλλης διάταξης, προκύπτει συρροή αξιώσεων. Αρκεί βέβαια, η άλλη αξίωση να μην συνιστά νόμιμη αιτία του πλουτισμού, καθώς αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα την αδυναμία εφαρμογής της διάταξης 904 ΑΚ, διότι ο πλουτισμός δεν είναι αδικαιολόγητος. [3]


ΚΕΦΑΛΑΙΟ III – Αδικοπραξία


Κατά τα άρθρα 914επ. του Αστικού Κώδικα, η τέλεση παράνομης και υπαίτιας πράξης (ή/και παράλειψης) συνιστά αδικοπραξία και εφόσον προκύπτει ζημία και υφίσταται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της πράξης και της ζημίας, γεννάται υποχρέωση προς αποζημίωση. Από την ρύθμιση αυτή προκύπτει η αρχή της υπαιτιότητας, υπό την έννοια ότι για την ύπαρξη αδικοπρακτικής ευθύνης απαιτείται πταίσμα του ζημιώσαντος και γι' αυτό η συγκεκριμένη ευθύνη καλείται υποκειμενική.


Οι προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν προκειμένου να θεμελιωθεί η αξίωση από αδικοπραξία είναι οι εξής:


Α) Παράνομη συμπεριφορά: (απαιτείται, καταρχάς, ανθρώπινη συμπεριφορά, διότι μόνο αυτή μπορεί να χαρακτηρισθεί παράνομη, αφού μόνο αυτήν ρυθμίζει ο νόμος.) Ως προς το στοιχείο του παρανόμου έχουν διατυπωθεί δύο θεωρίες. Η υποκειμενική θεωρία, υποστηρίζει ότι παράνομη πράξη είναι κάθε ζημιογόνος ενέργεια που επιχειρείται χωρίς δικαίωμα, ήτοι κάθε ζημία που προκαλείται, χωρίς ο ζημιώσας να δύναται να επικαλεστεί κάποια νόμιμη αιτία που του παρέχει την εξουσία να προβεί στην σχετική πράξη. Με βάση την θεωρία αυτή, η διάταξη του 914 ΑΚ αποτελεί ουσιαστικό κανόνα δικαίου, γεγονός που δεν μπορεί να γίνει δεκτό, καθώς αν συνέβαινε κάτι τέτοιο το στοιχείο του παρανόμου που ρητά αναφέρεται στο άρθρο θα ήταν περιττό και η αναφορά στο στοιχείο του υπαιτίου θα ήταν αρκετή. Συνεπώς, η αποδοχή της υποκειμενικής θεωρίας θα επέφερε υπέρμετρη διεύρυνση της αδικοπρακτικής ευθύνης και ως εκ τούτου δεν υιοθετείται από το δίκαιό μας. Αντίθετα, η αντικειμενική θεωρία ορίζει ως περιεχόμενο της παράνομης πράξης, κάθε συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου. Υπό αυτήν την έννοια, η διάταξη του 914 ΑΚ δεν είναι ουσιαστικός κανόνας δικαίου αλλά «λευκός», διότι δεν ορίζει τι επιτρέπεται ή απαγορεύεται, αλλά παραπέμπει στην εκτίμηση της πράξης με βάση την γενικότερη νομοθεσία (αστική, διοικητική, ποινική κλπ.).


Η έννοια του παρανόμου είναι μια ευρύτερη έννοια που χρήζει περιορισμού. Ο περιορισμός αυτός έγκειται στο γεγονός, ότι για τον χαρακτηρισμό μιας πράξης ως παράνομης δεν αρκεί η παράβαση οποιουδήποτε κανόνα δικαίου, αλλά απαιτείται παράβαση διάταξης που θεσπίζει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος. Υπό το πρίσμα της δέσμευσης αυτής, το παράνομο αποκτά δύο εκφάνσεις: εκδηλώνεται ως προσβολή δικαιώματος, όταν προσβάλλει διάταξη νόμου που θεμελιώνει δικαίωμα και ως προσβολή έννομου συμφέροντος, όταν προσβάλλει διάταξη νόμου που προστατεύει ιδιωτικό συμφέρον.


Εύλογο ερώτημα που ανακύπτει από την εξέταση του παράνομου είναι αν αυτό κρίνεται από την συμπεριφορά ή από το αποτέλεσμά της. Η κρατούσα γνώμη υποστηρίζει το δεύτερο, και συνεπώς παρανομία υφίσταται όταν προκαλείται παράνομη ζημία, με το επιχείρημα ότι παράνομο αποτέλεσμα μπορεί να προκληθεί και από νόμιμη συμπεριφορά του δράστη. Ωστόσο, πλησιέστερο στην αντικειμενική θεωρία είναι να δεχτούμε πως το παράνομο κρίνεται από την συμπεριφορά του δράστη, αρκεί βεβαίως να επέλθει και ζημία. Εφόσον, όμως, η παρανομία χωρίς πρόκληση ζημίας είναι αδιάφορη για το αστικό δίκαιο, καταλήγουμε στην άποψη ότι το παράνομο κρίνεται εν τέλει τόσο από τη συμπεριφορά όσο και το αποτέλεσμά της.


Β) Υπαιτιότητα ζημιώσαντος: η συμπεριφορά του ζημιώσαντος, εκτός από παράνομη, απαιτείται να είναι και υπαίτια. Ο ζημιώσας θα πρέπει να επιδιώκει, ή να αποδέχεται τον παράνομο χαρακτήρα της πράξης του, ή να μην έλαβε τα απαραίτητα μέτρα αποφυγής του. Απαιτείται, δηλαδή να συντρέχει οποιαδήποτε μορφή δόλου ή αμέλειας στο πρόσωπό του. Αδιαμφισβήτητα, για να υπάρχει υπαιτιότητα και αδικοπρακτική ευθύνη απαιτείται, παράλληλα, ικανότητα προς καταλογισμό. Μόνο αν δύναται η παράνομη πράξη να καταλογιστεί στον ζημιώσαντα, είναι εφικτό να αποδοκιμαστεί αυτός για την πράξη του.


Γ) Επέλευση ζημίας: η ζημία μπορεί να είναι θετική ή/και αποθετική. Η θετική ζημία συνίσταται στη μείωση της υπάρχουσας περιουσίας του ζημιωθέντος, ενώ η αποθετική στην ματαίωση της αύξησης του ενεργητικού ή της μείωσης του παθητικού της περιουσία και θα επερχόταν αν δεν είχε λάβει χώρα το ζημιογόνο γεγονός.


Δ) Αιτιώδης συνάφεια: απαιτείται σχέση αιτίας μεταξύ της παράνομης και υπαίτιας πράξης και της ζημίας. Συντρέχει όταν η πράξη του ζημιώσαντος μπορεί αντικειμενικά κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων να επιφέρει το ζημιογόνο αποτέλεσμα. Μάλιστα, δεν αποκλείεται η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου όταν στο ζημιογόνο αποτέλεσμα συντέλεσε παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά τρίτου προσώπου, εκτός αν η εμπλοκή του οφείλεται σε απρόβλεπτα γεγονότα, στην οποία περίπτωση επέρχεται διακοπή του αιτιώδους συνδέσμου. Το στοιχείο της αιτιώδους συνάφειας δεν ορίζεται ρητά στον νόμο, αλλά προκύπτει από την γενικότερη θεώρηση των διατάξεων για την αδικοπρακτική ευθύνη. [4]


ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV – Συντρέχον πταίσμα


Εν προκειμένω, ο Άρειος Πάγος επισημαίνει το άρθρο 300 ΑΚ, καθώς προτάθηκε η ένσταση συντρέχοντος πταίσματος, με το επιχείρημα ότι η επελθούσα ζημία στο πρόσωπο της ενάγουσας προκλήθηκε από δικές της πράξεις και παραλείψεις, καθώς η ίδια δεν προέβη σε έλεγχο και επιβεβαίωση των πληροφοριών που της παρείχαν οι εναγόμενοι. Οι συμπεριφορές που καταλογίζονται στους τελευταίους και στον συνεταιρισμό δεν θα μπορούσαν να επιφέρουν την επικαλούμενη ζημία στο πρόσωπο της ενάγουσας, αν η ίδια δεν είχε παραλείψει να εξετάσει την εγκυρότητα των ισχυρισμών τους.


Το άρθρο 300 παράγραφος 1α’ ΑΚ ορίζει ότι “αν εκείνος που ζημιώθηκε συντέλεσε από δικό του πταίσμα στην ζημία, το δικαστήριο μπορεί να μην επιδικάσει αποζημίωση ή να μειώσει το ποσό της”. Κατά το εδάφιο β’ της ίδιας διάταξης, το ίδιο ισχύει κι όταν εκείνος που ζημιώθηκε παρέλειψε να αποτρέψει ή να περιορίσει την ζημία, όπως ακριβώς συνέβη στην περίπτωση της αναιρεσείουσας. Προϋποθέσεις για την εφαρμογή του άρθρου 300 ΑΚ είναι η ύπαρξη υποχρέωσης προς αποζημίωση και η συμβολή του ζημιωθέντος στην ζημία ή στην έκτασή της. Η υποχρέωση προς αποζημίωση ενδέχεται να έχει γεννηθεί από αθέτηση προϋφιστάμενης ενοχής, αδικοπραξία ή άλλη αιτία. Γίνεται δεκτό ότι η ένσταση του συντρέχοντος πταίσματος εφαρμόζεται προς απόκρουση ή περιστολή της αξίωσης αποζημίωσης και δεν προτείνεται έναντι αξίωσης για καταδίκη σε εκπλήρωση σύμβασης.


Με την συνδρομή των δύο αυτών προϋποθέσεων, το δικαστήριο έχει τις εξής δυνατότητες: είτε να απαλλάξει τον ζημιώσαντα, είτε να επιμερίσει τη ζημία, είτε να παράσχει πλήρη αποζημίωση στον ζημιωθέντα. Κρίσιμο στοιχείο για την τελική απόφασή του είναι ο βαθμός πταίσματος του ζημιώσαντος και του ζημιωθέντος, η αντικειμενική συμβολή καθενός στην ζημία, η οικονομική κατάσταση των μερών κλπ.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ V – Καταχρηστική άσκηση δικαιώματος


Περαιτέρω, οι αναιρεσείοντες πρότειναν την ένσταση της καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, με το επιχείρημα ότι η αναιρεσίβλητη έλαβε γνώση των πραγματικών περιστατικών το έτος 2000, οπότε θα μπορούσε από τότε να στραφεί εναντίον τους. Αντ’ αυτού, η ίδια στράφηκε κατά του οικοδομικού συνεταιρισμού, και γι’ αυτό ισχυρίζονται ότι δεν έχει πλέον έννομο συμφέρον να στραφεί εναντίον τους. Ωστόσο, η εν λόγω ένσταση απορρίφθηκε ως μη νόμιμη.


Σύμφωνα με το 281 ΑΚ “η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος”. Τα κριτήρια αυτά καθιερώνονται διαζευκτικά, αρκεί η αντίθεση έστω και σε ένα από αυτά για να χαρακτηριστεί η άσκηση καταχρηστική και δεν απαιτείται πταίσμα αυτού που το ασκεί. Η ανωτέρω διάταξη διασφαλίζει την προστασία από την κακοπιστία και την ανηθικότητα στις συναλλαγές, με αποτέλεσμα κάθε πράξη που υπερβαίνει τα όρια της διάταξης να χαρακτηρίζεται καταχρηστική και μη ανεκτή κατά τις αντιλήψεις περί δικαίου και ηθικής. Συνεπώς, καταχρηστική άσκηση δικαιώματος υφίσταται όταν από προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου έχει δημιουργηθεί εύλογα στον υπόχρεο η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Μάλιστα, οι ενέργειες του υπόχρεου και η κατάσταση των πραγμάτων που διαμορφώθηκε υπέρ αυτού πρέπει να τελούν σε αιτιώδη σχέση με την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου, διαφορετικά δεν θεωρούνται πράξεις απόκρουσης δικαιώματος. Σε μια τέτοια περίπτωση, η επιχειρούμενη από τον δικαιούχο ανατροπή της κατάστασης ζημιώνει τον υπόχρεο και μπορεί να θεμελιωθεί καταχρηστικότητα. Αναμφίβολα, μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική την μεταγενέστερη άσκηση του δικαιώματος. Είναι απαραίτητο να συντρέχουν ειδικές συνθήκες που προκύπτουν από προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου και του υπόχρεου οι οποίες, συνδυαστικά με την αδράνεια του δικαιούχου, οδηγούν στην άσκηση του δικαιώματος με τρόπο που υπερβαίνει τα όρια της διάταξης.


Καταρχάς, ως αντικειμενική καλή πίστη εννοείται η ευθύτητα, εντιμότητα και ειλικρίνεια που πρέπει να τηρεί κανείς στις συναλλαγές και αξιολογεί τις πράξεις και τη συμπεριφορά του ατόμου, ενώ ως χρηστά ήθη καλούνται οι επιταγές της κρατούσας κοινωνικής ηθικής. Η απαγόρευση της καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος (281 ΑΚ), η απαγόρευση δηλαδή άσκησης δικαιώματος όταν αυτή γίνεται ενάντια στη καλή πίστη, εναρμονίζεται προς την αντίστοιχη συνταγματική επιταγή (25 παρ.3 Συντάγματος) και απορρέει από τις σύγχρονες αντιλήψεις περί δικαίου, οι οποίες αποκλείουν τον αμιγώς ατομιστικό χαρακτήρα του δικαιώματος προς όφελος του κοινωνικού συνόλου. Η κατάχρηση του δικαιώματος μπορεί να προκύπτει είτε από άσκηση δικαιώματος, με πράξη, είτε από παράλειψη άσκησης δικαιώματος και θα πρέπει να είναι προφανής με βάση τις κοινωνικές αντιλήψεις. Οι συνέπειες της καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος δεν κατονομάζονται ρητά στον Αστικό Κώδικα, ωστόσο επιβάλλονται in concreto με σκοπό την αποτροπή και την εξουδετέρωση της καταχρηστικότητας. Μάλιστα, αν εκτός από τις προϋποθέσεις του άρθρου 281 ΑΚ συντρέχουν και οι προϋποθέσεις της αδικοπραξίας, τότε η κατάχρηση επιφέρει υποχρέωση αποζημίωσης με βάση τα άρθρα 914 και 919 ΑΚ.


Συμπεράσματα και προσωπική θέση

Τα χρονικά περιθώρια που προβλέπονται ρητά στον νόμο εξυπηρετούν το γενικότερο συμφέρον του ιδιώτη. Ο νομοθέτης έχει μεριμνήσει για την προστασία του δικαιούχου, και γι’ αυτό οριοθετεί το χρονικό διάστημα, εντός του οποίου δύναται να ασκήσει την αξίωσή του. Η παραγραφή επιβάλλεται από το δημόσιο συμφέρον, το οποίο διασφαλίζεται με την εκκαθάριση των αξιώσεων μετά την παρέλευση ενός εύλογου διαστήματος, με σκοπό την αποτροπή των προβλημάτων που επιφέρει η αβεβαιότητα των σχέσεων. Στην ίδια κατεύθυνση, το δικαστήριο εξετάζοντας τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για την παραγραφή των τόκων, ορθά προέβη σε αποδοχή της αναίρεσης για το κεφάλαιο των τόκων, καθώς αποδεικνυόταν με σαφή τρόπο η συνδρομή της περίπτωσης που επιτρέπει την προβολή της εν λόγω ένστασης. Ως προς τους λοιπούς λόγους αναίρεσης, ο Άρειος Πάγος προχώρησε σε ακριβή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στις σχετικές διατάξεις της Πολιτικής Δικονομίας και του Αστικού Κώδικα, οι οποίες ανέδειξαν εν τέλει την έλλειψη του νόμω βάσιμου των προβαλλόμενων λόγων.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Απόστολος Σ. Γεωργιάδης, Εγχειρίδιο Ειδικού Ενοχικού Δικαίου, 2014, Κεφάλαιο Ενδέκατο, Δωδέκατο

Απόστολος Σ. Γεωργιάδης, Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, Έκδοση 5, 2019, Κεφάλαιο Δεύτερο, Παράγραφος 23

Απόστολος Σ. Γεωργιάδης, Εγχειρίδιο Γενικού Ενοχικού Δικαίου, Έκδοση 2, 2015, Μέρος Πρώτο, Κεφάλαιο Δεύτερο, Παράγραφος 11

ΑΠ 93/2014, ΑΠ 719 2012


Αντωνία Βασιλειάδου,

Τεταρτοετής φοιτήτρια της Νομικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης,

Μέλος της ομάδας Σχολιασμού Δικαστικών Αποφάσεων TheLawProject


 

[1] ΑΠ 93/2014 [2] Αχρεώστητη παροχή είναι η παροχή που καταβάλλεται προς εκπλήρωση ορισμένης υποχρέωσης, η οποία δεν υπήρχε κατά τον χρόνο της παροχής είτε επειδή δεν γεννήθηκε ποτέ, είτε επειδή αποσβέστηκε μεταγενέστερα. Η αχρεώστητη παροχή κατά κανόνα αναζητείται. [3] Απόστολος Σ. Γεωργιάδης, Εγχειρίδιο Ειδικού Ενοχικού Δικαίου, 2014, Κεφάλαιο Ενδέκατο [4] ΑΠ 719/2012

49 views0 comments

Comments


bottom of page