top of page

Συνέπειες ελλιπής χρονολόγησης ιδιόγραφης διαθήκης (ΑΠ 7/2017)

Της Αθανασίας Μαρούλη



Συνέπειες ελλιπής χρονολόγησης ιδιόγραφης διαθήκης (ΑΠ 7/2017)




 

Ποια είδη διαθήκης προβλέπονται στον νόμο; Ποια είναι τα απαραίτητα στοιχεία για την σύνταξη έγκυρης ιδιόγραφης διαθήκης; Η ατελής ή ελλιπής χρονολογία ιδιόγραφης διαθήκης επιφέρει την ακυρότητα της; Η περίπτωση της ελλιπής χρονολογίας είναι συναφής με αυτήν της ψευδής ή εσφαλμένης χρονολογίας οπότε οι δύο περιπτώσεις τυγχάνουν ενιαίας ρύθμισης ή πρόκειται για δύο αυτοτελείς περιπτώσεις;

 

Παράθεση περίληψης του επίσημου κειμένου


Η παρούσα αναίρεση ασκήθηκε κατά της υπ’ αριθ. 4071/2013 έφεσης του Πολυμελούς Εφετείου Αθηνών από τους αναιρεσείοντες προκειμένου να μην καταστεί άκυρη η ιδιόγραφη διαθήκη από την οποία οι αναρεσείοντες, ανεψιοί του διαθέτη, κληρονομούν το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων του. Το κύρος της ιδιόγραφης διαθήκης πρόσέβαλε με αγωγή της η γυναίκα του διαθέτη στην οποία καταλείπεται η διαχείριση και η φροντίδα των ακινήτων, προκειμένου αυτά να αποδίδουν καρπούς, έως ότου ενηλικιωθούν τα ανίψια του. .


Λόγος ακυρότητας της ιδιόγραφης διαθήκης αποτέλεσε η ελλιπής χρονολογία, συγκεκριμένα η ημέρα, στοιχείο απαραίτητο για την τήρηση του νόμιμου τύπου περί έγκυρης σύνταξης ιδιόγραφης διαθήκης σύμφωνα με το ΑΚ1721§1. Το Πρωτοδικείο έκανε δεκτή την αγωγή και το Εφετείο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση που είχε δεχθεί την αγωγή της αναιρεσίβλητης, με την οποία ζητούσε να αναγνωρισθεί άκυρη η επίδικη διαθήκη λόγω ελλιπούς χρονολογίας.

Πραγματικά περιστατικά υποθέσεως


Στις 28/12/2010 η αναιρεσίβλητη άσκησε αγωγή η οποία κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Το τελευταίο έκανε δεκτή την εν λόγω αγωγή της με την υπ’ αριθ. 863/2012 απόφαση την οποία επικύρωσε εν συνεχεία και το Πολυμελές Εφετείο Αθηνών, με την υπ’ αριθμ. 4071/2013 απόφασή του. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες από τονΆρειο Πάγο . Πιο συγκεκριμένα, τα πραγματικά περιστατικά έχουν ως εξής: ο διαθέτης απεβίωσε στις 22/10/2008 ενώ, σε προγενέστερο χρόνο συνέταξε ιδιόγραφη διαθήκη στην οποία καταλείπει όλα τα περιουσιακά του στοιχεία στους τέσσερις ανεψιούς με την ενηλικίωσή τους. Ως εκείνη τη μέρα η επιθυμία του ήταν να παραμείνει η διαχείρηση για απόδοση καρπών της κληρονομίας στη σύζυγο, στους γονείς και στα δύο εξ αίματος αδέρφια του. Μολαταύτα, η ιδιόγραφη διαθήκη είναι ελλιπής ως προς τη χρονολογία σύνταξής της, διότι αναφέρεται ρητά ο μήνας και το έτος αλλά ελλείπει η μέρα. Επομένως, πρέπει να διαπιστωθεί αν η ημέρα αναπληρώνεται μέσω ρητής αναφοράς στην διαθήκη ή μέσω εξωτερικών στοιχείων τα οποία είτε αποδεικνύονται είτε συνάγονται μέσω της διαθήκης. Ρητή χρονική αναφορά στην διαθήκη γίνεται για τον επικείμενο γάμο του διαθέτη με την ενάγουσα, ωστόσο, ούτε μέσω αυτού του στοιχείου μπορεί να αναπληρωθεί η ημέρα σύνταξης της διαθήκης επειδή η εν λόγω αναφορά είναι εξαιρετικά αόριστη και δεν συγκεκριμενοποιείται με κάποιο άλλο στοιχείο της διαθήκης.


Επιπρόσθετα, χρονικός προσδιορισμός αποτελεί η ημέρα μίσθωσης θυρίδας (27/12/1991) εντός της οποίας βρέθηκε η ιδιόγραφη διαθήκη. Η ημερομηνία αυτή, ωστόσο, δεν μπορεί να αναπληρώσει το κενό της μέρας αφού δεν βρίσκεται στο κείμενο της διαθήκης και δεν αναφέρεται το γεγονός της φύλαξης της ούτε εμμέσως άρα δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη για την αποσαφήνιση της διαθήκης. Συνεπώς, η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου έκρινε ότι το Εφετείο εφάρμοσε ορθά τις διατάξεις ΑΚ1718 και ΑΚ1721§1 οι οποίες προβλέπουν ότι η έλλειψη πλήρους χρονολογίας επιφέρει την ακυρότητα της ιδιόγραφης διαθήκης και δεν εφάρμοσε αναλογικά την ΑΚ1721§3 διότι η διάταξη αυτή ρυθμίζει την περίπτωση της εσφαλμένης ή ψευδούς χρονολογίας η οποία αποτελεί διαφορετική περίπτωση και δεν εμπίπτει στην προβληματική της παρούσας απόφασης. Εν κατακλείδι, η Ολομέλεια απέρριψε την αναίρεση με την αιτιολογία ότι οι ισχυρισμοί των αναιρεσειόντων είναι αβάσιμοι.


Ανάλυση νομικών εννοιών


Ο Αστικός Κώδικας ρυθμίζει τέσσερις κατηγορίες διαθηκών: την ιδιόγραφη, την δημόσια, την μυστική και την έκτακτη. Για κάθε μια από τις παραπάνω προβλέπει επιμέρους χαρακτηριστικά ώστε να περιορίσει την ακυρότητα λόγω μη τήρησης του νόμου η οποία έχει ως αποτέλεσμα την εφαρμογή των διατάξεων της εξ αδιαθέτου διαδοχής. Πιο συγκεκριμένα, η ιδιόγραφη διαθήκη γράφεται ολόκληρη με το χέρι του διαθέτη, χρονολογείται και υπογράφεται από αυτόν. Από την χρονολογία πρέπει να προκύπτει η ημέρα, ο μήνας και το έτος (ΑΚ1721§1). Είναι ιδιωτικό έγγραφο και δεν υποβάλλεται σε κανέναν άλλο τύπο (ΑΚ1721§2). Μπορεί επίσης, να κατατεθεί σε συμβολαιογράφο και να κηρυχθεί κύρια, δηλαδή γνήσια. Για τη σύνταξη έγκυρης ιδιόγραφης διαθήκης απαιτείται η πλήρωση των γενικών προϋποθέσεων σύνταξης διαθηκών: α) ικανότητα για δικαιοπραξία δηλαδή ενηλικότητα, η οποία υπάρχει κατά τον χρόνο σύνταξης της διαθήκης και διατηρείται σε όλη την διάρκεια της σύνταξης. Η μεταγενέστερη μεταβολή δεν επιφέρει κάποια αλλαγή είτε πρόκειται για εγκυρότητα είτε για ακυρότητα β) όσοι βρίσκονται σε δικαστική συμπαράσταση με πλήρη στέρηση της δικαιοπρακτικής τους ικανότητας ή με ρητή στέρηση της ικανότητας να συντάσσουν διαθήκη (ΑΚ1719 στ΄2). Αντίθετα, αν κάποιος συμπαραστατούμενος έχει αυτήν την ικανότητα, το δικαστήριο δεν μπορεί να εξαρτήσει την ισχύ της διαθήκης από τη συναίνεση του δικαστικού συμπαραστάτη γιατί αυτό αντίκειται στο δίκαιο της διαθήκης (ΑΚ1716, αυτοπρόσωπη σύνταξη) γ) όσοι κατά τον χρόνο σύνταξης δεν έχουν συνείδηση των πράξεών τους (ΑΚ1719 στ΄3) ή όσοι βρίσκονται σε ψυχική ή διανοητική διαταραχή που περιορίζει αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησής τους (ΑΚ1719στ΄3). Έλλειψη συνείδησης υπάρχει όταν ο διαθέτης δεν είναι σε θέση να κατανοήσει την ουσία των πράξεών τους και τις συνέπειές τους χωρίς απαραίτητα να εκλείπουν πλήρως η συνείδηση του εξωτερικού κόσμου, η λειτουργία του νου ή η συναίσθηση ότι συντάσσεται διαθήκη (π.χ. πρόκληση από ασθένεια ή μέθη κλπ.). Η ψυχική ή διανοητική διαταραχή μειώνει σημαντικά την ικανότητα για αντικειμενικό έλεγχο της πραγματικότητας (π.χ. γνήσιες ψυχώσεις, οργανοψυχικές παθήσεις, εγκεφαλικές διαταραχές, καταστάσεις που υπάρχουν διφορούμενες φρένες). Ειδική περιπτωσιολογία ανικανότητας σύνταξης ιδιόγραφης διαθήκης αποτελεί η περίπτωση του ατόμου που αδυνατεί να γράψει εξ αντιδιαστολής της διάταξης ΑΚ1721§1 που απαιτεί να είναι γραμμένη από το χέρι του διαθέτη. Μια επίσης ειδική περίπτωση ανικανότητας απευθύνεται στο άτομο που αδυνατεί να διαβάζει χειρόγραφα όπως ορίζει το ΑΚ1723. Η ιδιόχειρη διαθήκη γράφεται με ποινή ακυρότητας (ΑΚ1718), ολόκληρη με το χέρι του διαθέτη (ΑΚ1721§1 εδ.1).


Σκοπός της ρύθμισης είναι η εξασφάλιση της γνησιότητας της διαθήκης, δηλαδή η απόδειξη ότι αυτή προέρχεται από τον διαθέτη. Για αυτό και είναι επιτρεπτό να γραφεί με οποιαδήποτε μορφή, σε οποιοδήποτε υλικό, με οποιοδήποτε γραφικό μέσο και σε οποιαδήποτε γλώσσα. Εκτός από την ιδιόχειρη γραφή ένα ακόμα στοιχείο της ιδιόγραφης διαθήκης του οποίου η ανυπαρξία απειλείται με ποινή ακυρότητας είναι η πλήρης χρονολογία (ΑΚ1721§1 εδ. 1, ΑΚ1718). Η χρονολογία γράφεται ολόκληρη από το χέρι του διαθέτη και από αυτήν πρέπει να προκύπτει η ημέρα, ο μήνας και το έτος. Η χρονολογία μπορεί να μπει σε οποιοδήποτε μέρος της διαθήκης ακόμα και στον φάκελο που την περιλαμβάνει, εφόσον συνάγεται ότι βρίσκεται σε μια ενότητα με αυτήν. Όταν λείπει εντελώς ή κατά ένα μέρος η χρονολογία επιτρέπεται να αναπληρωθεί η έλλειψη αυτή είτε από στοιχεία που αναφέρονται στην ίδια τη διαθήκη είτε από εξωτερικά στοιχεία στα οποία όμως γίνεται κάποια αναφορά σε αυτήν έτσι ώστε να συνάγονται λογικά. Η παντελής ή ελλιπής χρονολογία αποτελεί μια διαφορετική περίπτωση από την ψευδή ή εσφαλμένη χρονολογία, που ρυθμίζεται στο άρθρο1721§3 του ΑΚ. Στην τελευταία η ακυρότητα δεν επέρχεται εκ μόνου αυτού του λόγου αλλά πρέπει να συνδυάζεται και με κάποιον άλλο αυτοτελή λόγο ακυρότητας.


Το τρίτο σημαντικό στοιχείο της ιδιόγραφης διαθήκης είναι η υπογραφή του διαθέτη (ΑΚ1721§1 εδ. 1). Η μονογραφή δεν αρκεί ούτε η υπογραφή με ψευδώνυμο εκτός αν δικαιολογείται από τις περιστάσεις. Η υπογραφή είναι αναγκαίο να περιέχει όλα τα στοιχεία για τον ακριβή προσδιορισμό της ταυτότητας του διαθέτη και να καλύπτει ολόκληρο το κείμενο της τελευταίας βούλησης. Οποιαδήποτε μεταγενέστερη προσθήκη του διαθέτη της ιδιόγραφης διαθήκης θα πρέπει να φέρει την υπογραφή του αλλιώς θεωρείται σαν να μην έχει γραφεί (ΑΚ1721§4 εδ. 1).


Η ιδιόγραφη διαθήκη μπορεί να κατατεθεί από τον διαθέτη σε συμβολαιογράφο για την φύλαξή της (ΑΚ1722). Ο διαθέτης αυτοπροσώπως μπορεί να αναλάβει την διαθήκη που έχει παραδώσει στον συμβολαιογράφο χωρίς με αυτήν του την κίνηση να θεωρηθεί η ιδιόγραφη διαθήκη ανακλειθείσα. Ωφέλιμο κρίνεται να αναφερθούν λίγα λόγια και για τα άλλα τρία είδη διαθηκών εν συντομία. Η δημόσια διαθήκη ρυθμίζεται στα ΑΚ1724επ και συνίσταται στην προφορική δήλωση του διαθέτη ενώπιον συμβολαιογράφου, ενώ είναι παρόντες και τρεις μάρτυρες ή δεύτερος συμβολαιογράφος και ένας μάρτυρας (ΑΚ1724). Η σύνταξη του συγκεκριμένου είδους διαθήκης αφετηριάζει με την προφορική δήλωση του διαθέτη και ολοκληρώνεται με την υπογραφή του (σύνθετη διαδικασία). Αν στο προαναφερθέν χρονικό διάστημα ο διαθέτης αποβιώσει ή κηρυχθεί ανίκανος δεν έχουμε έγκυρη δημόσια διαθήκη. Εν συνεχεία, η μυστική (ΑΚ1738επ.) διαθήκη αποτελεί ένα δισυπόστατο είδος διαθήκης διότι περικλείει χαρακτηριστικά δημόσιας και ιδιόγραφης διαθήκης. Συνίσταται στην εγχείριση του συμβολαιογραφικού εγγράφου και στη σύνταξη από τον συμβολαιογράφο πράξης περί εγχειρήσεως μυστικής διαθήκης. Αυτό το είδος διαθήκης έχει πιο ελεύθερο σχήμα, καθώς επιτρέπει στον διαθέτη τη σύνταξη διαθήκης με οποιοδήποτε τρόπο (π.χ. γραπτή από τον ίδιο ή από τρίτο υπό τις υποδείξεις του διαθέτη, σε ηλεκτρονική ή έγχαρτη μορφή). Σημαντική διάταξη “σωσίβιο” αποτελεί η ΑΚ1747, η οποία για να αποτρέψει την εξ αδιαθέτου διαδοχή διασώζει την ελαττωματική μυστική διαθήκη ως ιδιόγραφη, εφόσον βέβαια πληροί τις προϋποθέσεις της ιδιόγραφης (ιδιόχειρη γραφή, ημερομηνία, υπογραφή). Ο διαθέτης μυστικής διαθήκης πρέπει να είναι ζωντανός και κατά την εγχείριση και κατά την σύνταξη διότι αν δεν είναι κληρονομείται εξ αδιαθέτου (ΑΚ1742).


Τελευταίο είδος διαθήκης, όχι τόσο σύνηθες, είναι οι έκτακτες διαθήκες. Υπάρχουν τρία είδη έκτακτων διαθηκών: η διαθήκη σε πλοίο, σε εκστρατεία και σε αποκλεισμό. Οι έκτακτες διαθήκες είναι numerus clausus και αποκλείεται η δημιουργία άλλων κατηγοριών έκτακτων διαθηκών εκτός των προαναφερθέντων. Η έκτακτη διαθήκη έχει περιορισμένη χρονική ισχύ και θεωρείται ότι δεν έχει συνταχθεί εφόσον συντρέχουν αθροιστικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) Πέρασαν τρεις μήνες, αφότου έπαψαν για τον διαθέτη οι περιστάσεις που δικαιολογούσαν τη σύνταξή της (ΑΚ1758§1), β) Ο διαθέτης ζει ακόμα (ΑΚ1758§2).


Προσωπικές σκέψεις γράφουσας


Η κρίση της Ολομέλειας του ΑΠ είναι ορθή διότι ακολούθησε τη γενικότερη φύση των διατάξεων του κληρονομικού δικαίου ως διατάξεων αυστηρής και δεσμευτικής ερμηνείας. Το δικαστήριο δεν εφάρμοσε αναλογική μέθοδο στην ερμηνεία της διάταξης ΑΚ1721§1 με την διάταξη ΑΚ1721§3. Η χρήση της αναλογίας στο δίκαιό μας γίνεται υπό αυστηρές προϋποθέσεις. Πιο συγκεκριμένα, η αναλογία εφαρμόζεται όταν διαπιστώνεται ένα αρρύθμιστο από το θετικό δίκαιο ζήτημα, το οποίο εμφανίζει έντονη αξιολογική συγγένεια με κάποιο άλλο ήδη ρυθμισμένο, με αποτέλεσμα, η απουσία ρύθμισης να οδηγεί σε μια μη ανεκτή αξιολογική αντινομία. Αν δεν εμφανίζεται οποιαδήποτε κενό και το πλέγμα των διατάξεων είναι πλήρες δεν χωρεί έλεγχος περί ύπαρξης κενού. Το υποσύστημα της ελαττωματικής χρονολόγησης της διαθήκης χαρακτηρίζεται από πληρότητα η οποία αποκλείει την αναλογία. Το 1718ΑΚ προβλέπει ότι η διαθήκη πάσχει από ακυρότητα αν δεν τηρήθηκαν οι αναγκαίες προϋποθέσεις. Μια από τις προϋποθέσεις αυτές είναι ότι πρέπει από τη χρονολογία της ιδιόγραφης διαθήκης να συνάγεται η ημέρα, ο μήνας και το έτος (ΑΚ1721§1 εδ β΄). Για να διασωθεί η διαθήκη στην οποία δεν τηρείται η αναγκαστικού δικαίου διάταξη ΑΚ1721§1 εδ β΄ πρέπει το ελλείπον στοιχείο της χρονολογίας να μπορεί να αναπληρωθεί μέσω αναφοράς στο κείμενο της διαθήκης (άμεσος τρόπος) ή από εξωτερικά στοιχεία στα οποία όμως γίνεται αναφορά στο κείμενο της διαθήκης (έμμεσος τρόπος). Ωστόσο, η γενικότητα με την οποία ο διαθέτης στο κείμενο της διαθήκης προσδιορίζει τη τέλεση του γάμου του δε μας δίνει ένα ασφαλές επιχείρημα, ώστε να προσδιορίσουμε την μέρα σύνταξης.


Επιπλέον, η τοποθέτηση της διαθήκης στη θυρίδα της τράπεζας δεν μπορεί να θεωρηθεί ως τέτοιο εξωτερικό στοιχείο, καθώς, αφενός, δεν υπάρχει έρεισμα στο κείμενο της διαθήκης και αφετέρου, δεν προκύπτει μετά βεβαιότητας ότι η ημέρα κατάθεσης ήταν η ημέρα σύνταξης αυτής. Αλλιώς θα ήταν τα πράγματα αν είχε εγχειριστεί το έγγραφο της διαθήκης σε κάποιον συμβολαιογράφο. Το ΑΚ1721§3 ρυθμίζει μια διαφορετική περίπτωση, την ύπαρξη μεν πλήρους χρονολογίας η οποία όμως είναι ψευδής ή εσφαλμένη. Η έννομη συνέπεια της περίπτωσης αυτής δεν είναι η ακυρότητα εκτός αν συνδυάζεται το ελάττωμα αυτό με κάποιον αυτοτελή λόγο ακυρότητας. Στην περίπτωση αυτή η χρονολογία δεν πάσχει από εξωτερικά ελαττώματα αλλά αναζητούμε ένα υποκειμενικό στοιχείο, έναν αυτοτελή λόγο ακυρότητας, ο οποίος πρέπει να αποδειχθεί από αυτόν που τον επικαλείται για να επέλθει ακυρότητα. Άρα, εδώ η ακυρότητα προκύπτει από ελάττωμα στη βούληση του διαθέτη. Συμπερασματικά, δεν χωρεί αναλογική εφαρμογή του ΑΚ1721§3 διότι το ΑΚ1721§1 δεν είναι ελλιπής διάταξη όπου υπάρχει ανάγκη αναλογίας αλλά η έννομη συνέπειά της προβλέπεται ρητά στην διάταξη ΑΚ1718. Το ακυρωτικό έλεγξε την ύπαρξη κενού και έτσι απέκλεισε κάθε ομοιότητα της ΑΚ1721§1 με την ΑΚ1721§3. Στο συμπέρασμα αυτό έφτασε λόγω του διαφορετικού πραγματικού των δύο παραγράφων, στις οποίες ρυθμίζονται ανόμοιες και αυτοτελείς περιπτώσεις ακυρότητας. Επιπροσθέτως, η αυστηρότητα του τύπου υπερισχύει της ελαστικής ερμηνείας και της πραγμάτωσης της βούλησης του διαθέτη. Η αρχή της τυπικότητας των διαθηκών δεν είναι δυνατό να παραβιάζεται διότι ο νομοθέτης έχει θεσπίσει ένα τόσο αυστηρό σύστημα τυπικότητας ώστε να μπορεί να διαπιστωθεί η ικανότητα του διαθέτη για σύνταξη διαθήκης καθώς και η εξεύρεση της προγενέστερης από τις πλείονες συντρέχουσες διαθήκες. Επιπλέον, ούτε η περίπτωση του ΑΚ1784, πλάνη στα παραγωγικά αίτια, τυγχάνει εφαρμογής στην παρούσα υπόθεση, επειδή ο διαθέτης φαίνεται να γνωρίζει πλήρως την πραγματικότητα και τις έννομες συνέπειες όπου αυτή επάγεται χωρίς να κατευθύνεται από πεπλανημένα γεγονότα. Άρα, ούτε περίπτωση πλάνης περί τα παραγωγικά αίτια της βούλησης μπορεί να στοιχειοθετηθεί.


Εν κατακλείδι, η θέση του ΑΠ είναι πλήρης και εμπεριστατωμένη, σεβόμενη το γράμμα και το σκοπό του νόμου και αποτυπώνοντας το πνεύμα των κανόνων του κληρονομικού δικαίου ως κανόνων αυστηρής και τυπικής ερμηνείας. Ωστόσο, υπάρχει και η αντίθετη άποψη σύμφωνα με την οποία, είναι επιτρεπτή αναλογική εφαρμογή του έννομου αποτελέσματος της ΑΚ 1721§3 στην ΑΚ1721§1. Στην αναλογική εφαρμογή, όμως, υπάρχουν όρια και αυτά τίθενται με βάση την θεμελίωση του επιδιωκόμενου από τον νομοθέτη τεκμηρίου ως προς τον χρόνο σύνταξης της διαθήκης, έστω και αν το τεκμήριο αφορά όχι συγκεκριμένη μέρα αλλά ένα, λόγω του ελαττώματος ως προς τη χρονολόγηση, μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Αντίθετα όταν η φύση του ελαττώματος είναι τέτοια που δεν επιτρέπει τη δημιουργία οποιουδήποτε τεκμηρίου για τον χρόνο σύνταξης, η αναλογική εφαρμογή αποκλείεται.



 

Βιβλιογραφία


§Παύλου Χρ. Φίλιου & Χρίστου Π. Φίλιου, Κληρονομικό Δίκαιο, Εκδόσεις Σάκκουλα, 8η έκδοση, 2011

§Ελληνική Δικαιοσύνη, Χρίστος Π. Φίλιος, 6/2017

§Χρονικά Ιδιωτικού Δικαίου, Νεζερίτη Ευαγγελία

§Εφαρμογές Αστικού Δικαίου και Πολιτικής Δικονομίας, έτος 2018/τεύχος 8-9, Αντώνης Παπαδημητρόπουλος



86 views0 comments
bottom of page