top of page

Τροχαίο ατύχημα εξ’ αμελείας του υπαιτίου - ΑΠ 83/2021

Της Άννας Βασιλοπούλου


Τροχαίο ατύχημα εξ’ αμελείας του υπαιτίου - ΑΠ 83/2021



 

Ποιο το περιεχόμενο της έννοιας της αμέλειας στην αδικοπρακτική ευθύνη;


Συνιστά παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας η επιδίκαση αποζημίωσης παρά την ύπαρξη αθωωτικής απόφασης ποινικού δικαστηρίου;

 

Περίληψη της απόφασης


Στη συγκεκριμένη υπόθεση, ο Άρειος Πάγος εξετάζει την αίτηση αναιρέσεως που υπέβαλε η Ανώνυμη Ασφαλιστική Εταιρία, την οποία βαρύνει παθητική, εις ολόκληρον με τον πελάτη της Ε.Μ., ενοχή, λόγω αδικοπρακτικής ευθύνης του τελευταίου από τροχαίο ατύχημα που αυτός προκάλεσε εξ’αμελείας του. Πιο συγκεκριμένα, τα δικαστήρια που εξέτασαν την εν λόγω υπόθεση σε πρώτο βαθμό, έκριναν τον Ε.Μ. αποκλειστικά υπαίτιο για τη σύγκρουση τριών αυτοκινήτων σε αυτοκινητόδρομο της Θεσσαλονίκης και τον κατέστησαν υπόχρεο αποζημίωσης τόσο λόγω αδικοπρακτικής ευθύνης με το 914ΑΚ, όσο και λόγω πρόκλησης ηθικής βλάβης με το 932 ΑΚ. Κατά την εξέταση των λόγων αναιρέσεως που προβάλει η ασφαλιστική εταιρία, ο Άρειος Πάγος άπτεται του ζητήματος του καθορισμού της αόριστης νομικής έννοιας της αμέλειας, καθώς και της σχέσης του τεκμηρίου αθωότητας με την αδικοπρακτική, αστική, ευθύνη.



Περιγραφή Πραγματικών Περιστατικών


Την 29η-03-2008, ο Ε. Μ., οδηγώντας το αυτοκίνητο της μητέρας του, το οποίο ήταν ασφαλισμένο, για την έναντι τρίτων από την οδήγηση του αστική ευθύνη, με έγκυρη και ισχυρή σύμβαση ασφάλισης, στην ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία "ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΓΕΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΕΙΩΝ Η ΕΘΝΙΚΗ", εκινείτο στο 13,5° χιλιόμετρο της επαρχιακής οδού Θεσσαλονίκης - Νέας Μηχανιώνας, με κατεύθυνση από τη Νέα Μηχανιώνα προς τη Θεσσαλονίκη. Στο αυτοκίνητο, που οδηγούσε, επέβαινε, καθήμενη στη θέση του συνοδηγού, η φίλη του και συνάδελφος του Μ. Δ. Το ανώτατο επιτρεπόμενο όριο ταχύτητας στο δρόμο αυτόν ορίζεται σε 70 χιλιόμετρα ανά ώρα. Σε συγκεκριμένο χιλιομετρικό σημείο, η εν λόγω οδός διασταυρώνεται κάθετα με την οδό Προφήτη Ηλία, που κατευθύνεται προς το αεροδρόμιο "ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ" της Θεσσαλονίκης και στην οποία το ανώτατο επιτρεπόμενο όριο ταχύτητας ανέρχεται σε 90 χιλιόμετρα ανά ώρα. Στη συμβολή των παραπάνω οδών, η κυκλοφορία των οχημάτων ρυθμίζεται με φωτεινούς σηματοδότες, που υπάρχουν και στις δύο οδούς και οι οποίοι, κατά τον παραπάνω χρόνο, λειτουργούσαν κανονικά. Κατά τον ίδιο ως άνω χρόνο, επί της οδού που κατευθύνεται προς το αεροδρόμιο (οδός Προφήτη Ηλία), από δεξιά προς αριστερά σε σχέση με την πορεία του Ε. Μ., έβαινε ο Γ. Π., οδηγός ταξί το οποίο ήταν ασφαλισμένο, για τις από την κυκλοφορία του προκαλούμενες σε τρίτους ζημίες, σε ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία. Στο εν λόγω αυτοκίνητο, επέβαιναν ο Μ. Κ., η σύζυγος του Τ. Γ. και η Α. Ο. Π., καθήμενοι ο μεν πρώτος στη θέση του συνοδηγού, οι δε λοιπές στα οπίσθια καθίσματα. Πίσω από το πιο πάνω αυτοκινήτου, σε απόσταση 100 - 150 μέτρων, κινούνταν άλλο (ταξί), που οδηγούσε ο Θ. Δ., το οποίο μετέφερε άλλους επιβάτες, συγγενείς και φίλους των πρώτων. Όταν ο οδηγός Γ. Π. έφθασε στη διασταύρωση των παραπάνω οδών και ενώ εκινείτο με ταχύτητα 103 χ/ω, συνέχισε κανονικά την πορεία του, καθώς ο φωτεινός σηματοδότης, πριν από τη συμβολή της με την οδό Θεσσαλονίκης - Ν. Μηχανιώνας και τον οποίον ήλεγξε πριν εισέλθει στη διασταύρωση, έδειχνε πράσινο φως. Κατά τον ίδιο χρόνο, που οδηγούσε, πριν από το σηματοδότη που υπήρχε στην πορεία του, στο σημείο όπου η οδός, στην οποία εκινείτο, διασταυρώνεται με την οδό Προφήτη Ηλία, παραμένοντας σε στάση και περιμένοντας, όπως όφειλε, να ανάψει το πράσινο φως. Αντίθετα, κινούμενος με αυξημένη ταχύτητα 90 περίπου χ/ω, την οποία ουδόλως μείωσε ενόψει της συμβολής των οδών, εισήλθε ανεπίτρεπτα στη διασταύρωση, παραβιάζοντας με την ενέργειά του αυτή τον ερυθρό σηματοδότη της πορείας του και, συνακόλουθα, την προτεραιότητα του εκ δεξιών του ερχομένου αυτοκινήτου, που οδηγούσε ο Γ. Π., το οποίο, κατά τη στιγμή εκείνη, εισήλθε κανονικά και σύννομα (με αναμμένη την πράσινη ένδειξη του σηματοδότη της πορείας του) στη διασταύρωση, με αποτέλεσμα να αποφράξει πλήρως και ολοσχερώς την πορεία του τελευταίου, μη καταλείποντας σε αυτόν ουδεμία δυνατότητα άμεσης, έγκαιρης και αποτελεσματικής αντίδρασης, με επακόλουθο να επιπέσει αυτός (Γ. Π.) με σφοδρότητα με το εμπρόσθιο μέρος του αυτοκινήτου του στο εμπρόσθιο τμήμα της δεξιάς πλευράς του οχήματος που οδηγούσε ο Ε. Μ. Στη συνέχεια, το τελευταίο εξετράπη της πορείας του προς τα αριστερά και, αφού διήνυσε απόσταση 22 μέτρων και προσέκρουσε σε φωτεινό σηματοδότη, που υπήρχε σε παρακείμενη τριγωνική νησίδα, ακινητοποιήθηκε, ενώ το αυτοκίνητο, που οδηγούσε ο Γ. Π. εξετράπη, αφού διήνυσε απόσταση 25 μέτρων, και ο οδηγός, λόγω της σφοδρότητας της σύγκρουσης, εκτινάχθηκε εκτός του αυτοκινήτου και κατέπεσε στο οδόστρωμα. Από τη σύγκρουση των οχημάτων, αυτά υπέστησαν σοβαρές και εκτεταμένες υλικές ζημίες και καταστράφηκαν ολοσχερώς, όλοι δε οι επιβαίνοντες σε αυτά τραυματίσθηκαν σοβαρά.



Ανάλυση κρίσιμων νομικών ζητημάτων


  • Προϋποθέσεις αδικοπρακτικής ευθύνης(914ΑΚ)

Σύμφωνα με το γράμμα του νόμου, «όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει». Η παράνομη πρόκληση ζημίας σε άλλον προϋποθέτει, αρχικά, ανθρώπινη, εκούσια συμπεριφορά, που μπορεί, δηλαδή, να ελεγχθεί από τη βούληση του ανθρώπου και δεν συνιστά προϊόν έλλειψης συνείδησης ή άσκησης σωματικής βίας. Δεν σχετίζεται, λοιπόν, το εκούσιο με το στοιχείο της υπαιτιότητας, της ψυχικής στάσης του προσώπου απέναντι στην γενόμενη πράξη και δε θα μπορούσε βάσιμα να υποστηριχθεί ότι για να είναι μια πράξη εκούσια απαιτείται να καλύπτεται με το υποκειμενικό στοιχείο του δόλου. Μπορεί, δηλαδή να πρόκειται για εκούσια πράξη, που τελείται από ένα πρόσωπο με συνείδηση και ελεγχόμενη βούληση, της οποίας όμως το αποτέλεσμα να επέρχεται από αμέλεια του προσώπου, το οποίο το γνωρίζει μεν ως πιθανό, ελπίζει όμως ή πιστεύει ότι δε θα επέλθει. Επιπλέον, η ευθύνη από το 914ΑΚ προκύπτει από μια παράνομη συμπεριφορά, η οποία, κατά την κρατούσα, αντικειμενική θεωρία, αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, που θεμελιώνει δικαίωμα ή προστατεύει έννομο συμφέρον του ζημιωθέντος. Αναγκαία, στο σημείο αυτό, είναι η διάκριση μεταξύ απόλυτου και σχετικού δικαιώματος. Η προσβολή των απόλυτων δικαιωμάτων, όπως αυτό της προσωπικότητας σε όλες της τις εκφάνσεις και των εμπράγματων δικαιωμάτων (πχ κυριότητα) είναι καθεαυτή παράνομη και θεμελιώνει αδικοπρακτική ευθύνη κατά το 914ΑΚ, ενώ η προσβολή σχετικού δικαιώματος είναι μεν παράνομη, τις συνέπειές της, όμως, ορίζουν οι διατάξεις για την μη εκπλήρωση υφιστάμενης ενοχής. Στην έννομη τάξη, υπάρχουν, και ατομικά συμφέροντα που προστατεύονται μέσω «προστατευτικών νόμων», διατάξεων, δηλαδή, προστατεύουν παράλληλα με το δημόσιο και το ιδιωτικό συμφέρον. Ως τέτοιες θεωρούνται, για παράδειγμα, οι διατάξεις το Κ.Ο.Κ.


Μόνος ο χαρακτηρισμός μιας συμπεριφοράς ως παράνομης δεν είναι, βέβαια, αρκετός για τη θεμελίωση αδικοπρακτικής ευθύνης. Απαιτείται, επιπλέον και υπαιτιότητα, πρέπει, δηλαδή, ο ζημιώσας να στέκεται ψυχικά απέναντι στην πράξη του με τρόπο επιλήψιμο, που αποδοκιμάζεται από το δίκαιο, να γνωρίζει, δηλαδή, και να επιδιώκει ή τουλάχιστον να αποδέχεται το παράνομο αποτέλεσμα της πράξης (δόλος), είτε να μην έχει λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα προς αποφυγήν του (αμέλεια). Ο βαθμός του δόλου ή της αμέλειας που υπάρχει στο πρόσωπο του υπαιτίου δεν ενδιαφέρει. Σύμφωνα με την κρατούσα, για τον προσδιορισμό της αόριστης νομικής έννοιας της αμέλειας, διευρυμένη αντικειμενική θεωρία, η καταβλητέα επιμέλεια κρίνεται μεν αντικειμενικά, με αναφορά όμως όχι στη συμπεριφορά του αφηρημένου μέσου συνετού ανθρώπου, αλλά του μέσου συνετού ανθρώπου του οικονομικού, κοινωνικού ή επαγγελματικού κύκλου του δράστη (ελαφρά αφηρημένη αμέλεια).[1]


Προκειμένου να προσδιοριστεί η σημασία της «αμέλειας» και ο βαθμός της σε κάθε περίπτωση, το δικαστήριο καλείται να ερμηνεύσει μια αόριστη νομική έννοια. Σύμφωνα με την αρχή της διαθέσεως (αρ. 106 ΚΠολΔ), που συνιστά το δικονομικό συμπλήρωμα της αυτονομίας της ιδιωτικής βούλησης, η δικαστική προστασία παρέχεται μόνο αν ζητείται, στην έκταση που ζητείται και εφόσον εξακολουθεί να ζητείται. Με αυτή την έννοια, «το δικαστήριο ενεργεί ύστερα από αίτηση του διαδίκου και αποφαίνεται με βάση τις υποβαλλόμενες από τους διαδίκους αιτήσεις». Έτσι, κατά το άρθρο 224 του ΚΠολΔ, απαγορεύεται να μεταβληθεί η ιστορική βάση της αγωγής, των πραγματικών περιστατικών που τη θεμελιώνουν και χωρίς τα οποία θα ήταν ανέφικτη η διάγνωση της επίδικης σχέσης, η προσθήκη, δηλαδή, με τις προτάσεις, νέας αγωγικής ή επικουρικής βάσης.[2] Κατά πάγια νομολογία του Αρείου Πάγου, η συγκεκριμενοποίηση της έννοιας της αμέλειας γίνεται με βάση τα διευκρινιστικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, ακόμα και εάν αυτά δε συμπίπτουν πλήρως με τα εκτιθέμενα στην αγωγή. Αναγκαίο, ωστόσο, είναι να μην μεταβάλλεται ριζικά η έννοια της αμέλειας και να μην προσδίδεται σ’αυτήν εντελώς διαφορετικό, από αυτό της αγωγής, περιεχόμενο.


Μία επιπρόσθετη προϋπόθεση για τη γέννηση αδικοπρακτικής ευθύνης είναι η επέλευση ζημίας, δυσμενούς, δηλαδή, μεταβολής στα έννομα αγαθά ενός προσώπου. Η περιουσιακή ζημία μπορεί να είναι είτε θετική, με την έννοια της μείωσης της υπάρχουσας περιουσίας του ζημιωθέντος, είτε αποθετική, ματαίωση, δηλαδή, αύξησης του ενεργητικού ή μείωσης του παθητικού που θα επερχόταν κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, εάν δεν είχε μεσολαβήσει το ζημιογόνο γεγονός. Εάν η ζημία αφορά αγαθά του προσώπου μη αποτιμητά σε χρήμα, τότε γίνεται λόγος για ηθική βλάβη. Σύμφωνα με το άρθρο 931ΑΚ, «η αναπηρία ή παραμόρφωση που υπέστη ο παθών λαμβάνεται ιδιαίτερα υπόψη κατά την επιδίκαση της αποζημίωσης, αν επιδρά στο μέλλον του». Η συγκεκριμένη διάταξη δεν θεμελιώνει αυτοτελή αξίωση για αποζημίωση, (εκτός αν συντρέχουν πραγματικά περιστατικά πέραν αυτών των 929 και 932, αλλά αφορά στον καθορισμό του ύψους της οφειλόμενης αποζημίωσης για υλική ζημία. Κατά την πρόσφατη νομολογία του ΑΠ, η χρηματική παροχή της ΑΚ931 δε συναρτάται με συγκεκριμένη περιουσιακή ζημία, αλλά αποτελεί εύλογη αποζημίωση που παρέχεται για το γεγονός και μόνο της αναπηρίας ή της παραμόρφωσης.[3]


Απαραίτητο, τέλος, στοιχείο αποτελεί η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας, σχέσης δηλαδή αιτίας και αποτελέσματος, μεταξύ της συμπεριφοράς του ζημιώσαντος και της επελθούσης ζημίας, σύμφωνα με το κριτήριο των τυπικών κινδύνων. Αιτιώδης, δηλαδή, συνάφεια υπάρχει όταν η πράξη ή η παράλειψη του δράστη μπορούσε αντικειμενικά, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει το ζημιογόνο αποτέλεσμα.


  • Εις ολόκληρον ευθύνη – 926 ΑΚ

Με βάση τη διάταξη του άρθρου 926 εδ’α ΑΚ, όταν περισσότερα πρόσωπα ευθύνονται από τον νόμο αυτοτελώς το καθένα για την αποκατάσταση της ίδιας ζημίας, ανεξαρτήτως του υποκειμενικού ή αντικειμενικού χαρακτήρα της ευθύνης τους, δημιουργείται παράλληλη ευθύνη τους. Η ευθύνη αυτή είναι και εις ολόκληρον, ο ζημιωθείς, δηλαδή, δικαιούται να στραφεί για τη διεκδίκηση της αποζημίωσης κατά και των δύο αυτών προσώπων, τα οποία υποχρεούνται να καταβάλλουν ολόκληρο το ποσό, ακόμα και αν, με βάση την αναλογική σχέση που τους συνδέει, ευθύνονται για την καταβολή ενός μέρους της οφειλόμενης χρηματικής παροχής. Ο βαθμός πταίσματος που βαρύνει καθέναν από τους υπόχρεους δεν ενδιαφέρει για τη στοιχειοθέτηση της εις ολόκληρον ευθύνης, παρά μόνο στα πλαίσια του αναγωγικού δικαιώματος μεταξύ των συνοφειλετών όπως καθιερώνει η ΑΚ 927. Χαρακτηριστικό παράδειγμα προσώπων που ευθύνονται παράλληλα είναι η υπό κρίση περίπτωση ήτοι, ο υπαίτιος αυτοκινητιστικού ατυχήματος και ο ασφαλιστής του. [4]


  • Αποκατάσταση της ηθικής βλάβης (932 ΑΚ)

Η ηθική βλάβη είναι η μη αποτιμητή σε χρήμα ζημία που υφίσταται ένα πρόσωπο από την προσβολή έννομων αγαθών του, που αφορούν την ηθική, πνευματική και ψυχική του υπόσταση. Η χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης είναι ανεξάρτητη από την αποκατάσταση της περιουσιακής του ζημίας, αφού έχει ως στόχο την ανακούφιση της ψυχικής του οδύνης και την ηθική του παρηγορία και όχι την επαναφορά της περιουσίας του στην προτέρα κατάσταση. Δικαιούχος προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης είναι μόνο ο άμεσα παθών και η εν λόγω αξίωση δεν εκχωρείται ούτε κληρονομείται. Σε περίπτωση, βέβαια, αποζημίωσης για ψυχική οδύνη, χρηματική ικανοποίηση λαμβάνουν τα πρόσωπα που συνδέονται στενά με τον θανόντα.[5]


  • Τεκμήριο αθωότητας

Ο νόμος 21.1/2.2.1834 περί οργανισμού δικαστηρίων και συμβολαιογράφων καθιέρωσε για πρώτη φορά στην ελληνική έννομη τάξη τη διάκριση μεταξύ πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων. Σε αρκετές, ωστόσο, περιπτώσεις, οι κύκλοι δικαιοδοσίας των δύο δικαστηρίων συναντώνται, αφού μια συμπεριφορά δύναται να εγείρει τόσο αξιώσεις επιβολής ποινής από την Πολιτεία όσο και αξιώσεις αστικού, αποζημιωτικού χαρακτήρα. Ενδέχεται, συνεπώς, οι δύο αυτές αυτοτελείς διαδικασίες να κινούνται παράλληλα χρονικά ή να έχει προηγηθεί η μία της άλλης, και είτε το πολιτικό είτε το ποινικό δικαστήριο να έχει ήδη αποφανθεί για το ίδιο βιοτικό συμβάν, το οποίο αναμένεται να αποτελέσει αντικείμενο διερεύνησης από το άλλο, μη επιληφθέν ακόμη δικαστήριο. Το ζήτημα που τίθεται στην συγκεκριμένη υπόθεση σχετίζεται με την εφαρμογή του τεκμηρίου αθωότητας στην πολιτική δίκη, στο εάν, δηλαδή, και σε ποιόν βαθμό, το πολιτικό δικαστήριο δεσμεύεται από την αθωωτική απόφαση του ποινικού και περιορίζεται στην διαπίστωση αδικοπρακτικής ευθύνης του εναγομένου και κατ’επέκταση στην επιδίκαση εις βάρος του χρηματικής αποζημίωσης. Το τεκμήριο αθωότητας, το οποίο συνιστά αναπόσπαστο στοιχείο της δίκαιης δίκης του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, διέπει θεμελιωδώς την ποινική διαδικασία και έχει διττή σημασία. Αποτελεί, αφενός, δικαίωμα του κατηγορουμένου να τεκμαίρεται ως αθώος μέχρι τη νόμιμη, μέσω της ποινικής δίκης, απόδειξη της ενοχής του και, αφετέρου, επιβάλλει στην πολιτεία να λειτουργήσει εγγυητικά και να λάβει τα αναγκαία μέτρα για τη διαφύλαξή του.


Σε αντίθεση με το προϊσχύσαν δίκαιο, ο ισχύων κώδικας Πολιτικής δικονομίας ορίζει ότι το δεδικασμένο από τις αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων δε δεσμεύει τα πολιτικά δικαστήρια, τα οποία μπορούν, όμως, παραδεκτά να τις λάβουν υπόψη για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων.[6] Σύμφωνα, όμως, με τη σύγχρονη νομολογιακή θέση του ΕΔΔΑ σχετικά με την εφαρμογή του τεκμηρίου αθωότητας στην πολιτική δίκη, «δικαστικές αποφάσεις, οι οποίες, μετά την αμετάκλητη αθώωση του κατηγορουμένου για οποιονδήποτε λόγο, υποδηλώνουν, άμεσα ή έμμεσα, από τον τρόπο ενέργειάς τους, από την αιτιολογία τους ή από την χρησιμοποιούμενη γλώσσα τους, την ενοχή του ή παραγνωρίζουν την αθώωσή του, προσβάλλουν ευθέως το τεκμήριο αθωότητάς του». Λόγω της εξέλιξης αυτής στη νομολογία του ΕΔΔΑ, ο Άρειος Πάγος πραγματοποίησε μια στροφή στη νομολογία του και διατύπωσε την άποψη ότι «η απόφαση του πολιτικού δικαστηρίου που καταδικάζει τον εναγόμενο σε αποζημίωση, παρά το γεγονός ότι αυτός έχει αθωωθεί αμετάκλητα από το ποινικό δικαστήριο για αξιόποινη πράξη που στηρίζεται ακριβώς στο ίδιο βιοτικό συμβάν, δημιουργεί αμφιβολίες ως προς την προηγούμενη αθώωσή του και παραβιάζει, συνεπώς, το τεκμήριο αθωότητάς του».[7] Τη θέση αυτή ενίσχυσαν και οι ΑΠ 715/2017 και ΑΠ 822/2018, σύμφωνα με τις οποίες «το τεκμήριο αθωότητας δεν περιορίζεται μόνο στις περιπτώσεις εκείνες, στις οποίες ο διάδικος έχει την ιδιότητα του κατηγορουμένου στο πλαίσιο μιας ποινικής δίκης, αλλά έχει εφαρμογή και ενώπιον άλλου δικαστηρίου το οποίο επιλαμβάνεται μεταγενεστέρως επί των αστικών αξιώσεων του παθόντος, όταν αυτό, για τις ανάγκες της δίκης, ερμηνεύει την ποινική αθωωτική απόφαση, η οποία στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά με εκείνα τα οποία εισάγονται ενώπιον του, κατά τρόπο που δημιουργεί αμφιβολίες ως προς την προηγουμένη απαλλαγή του διαδίκου».


Διαμορφώθηκε, ωστόσο, και η αντίθετη νομολογιακή θέση,[8] σύμφωνα με την οποία «το τεκμήριο αθωότητας δεν συνεπάγεται αποδεικτική δέσμευση του πολιτικού δικαστηρίου που οδηγεί κατ` ανάγκη σε αποκλεισμό της αστικής αδικοπρακτικής ευθύνης του αθωωθέντος με την αιτιολογία ότι διαφορετικά δημιουργούνται αμφιβολίες για την αθώωσή και παραβιάζεται η αρχή του άρθρου 6§2 ΕΣΔΑ και 14§3 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα. Μία τέτοια θεώρηση αλλά προσκρούει και στο Σύνταγμα, αφού δημιουργείται ένα είδος "αποδεικτικής δέσμευσης", ένα νέο είδος "δεδικασμένου", μη προβλεπόμενο από τον ισχύοντα ΚΠολΔ ή από άλλη ουσιαστική διάταξη, άρα ασύμβατο με τη συνταγματική διάκριση των δικαστικών δικαιοδοσιών, από τις οποίες πηγάζει η δικονομική αρχή για τη μη δέσμευση των πολιτικών δικαστηρίων από τις αποφάσεις των ποινικών»[9]


Η απόφαση του Αρείου Πάγου που εξετάζεται στον παρόντα σχολιασμό υιοθετεί την τελευταία αυτή νομολογική θέση και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η απαλλαγή από την ποινική ευθύνη δε συνεπάγεται αναγκαστικά και απαλλαγή και από την αδικοπρακτική ευθύνη, ακόμα και όταν υπάρχει ταυτότητα πραγματικών περιστατικών. Ο σεβασμός του τεκμηρίου αθωότητας επιτάσσει, όμως, στο πολιτικό δικαστήριο να μην αντλεί από την αθωωτική απόφαση του ποινικού δικαστηρίου επιχειρήματα για την θεμελίωση της ενοχής του εναγομένου, καθώς και να περιορίζει την κρίση του εντός των ορίων της πολιτικής δίκης, ώστε να μην δίνεται η εντύπωση ότι διερευνά και την τέλεση του ποινικού αδικήματος, καταλογίζοντας ενοχή στον αμετακλήτως αθωωθέντα.


Συμπεράσματα-Προσωπικές θέσεις γράφουσας


Στην καθημερινή πραγματικότητα καταγράφεται πληθώρα αυτοκινητιστικών δυστυχημάτων, με θύματα, δυστυχώς συχνά, και ανθρώπινες ζωές. Η πρόκληση ενός τέτοιου ατυχήματος θεμελιώνει τόσο αδικοπρακτική ευθύνη του υπαιτίου, αφού παράνομα προκαλεί σε άλλο πρόσωπο ζημία, είτε υλική είτε ηθική, όσο και ποινική του ευθύνη λόγω πρόκλησης σωματικής βλάβης ή, βαρύτερα, ανθρωποκτονίας. Μια υπόθεση μπορεί, συνεπώς, να δικαστεί τόσο από το πολιτικό όσο και από το ποινικό δικαστήριο. Ωστόσο, τα δύο δικαστήρια εξετάζουν με διαφορετικά κριτήρια και διαφορετικά μεγέθη και η κρίση του ενός δε θα ήταν λογικό να δεσμεύει, με τρόπο απόλυτο, την κρίση του άλλου. Συνεπώς, είναι ορθή η θέση στην οποία καταλήγει το δικαστήριο στην εξεταζόμενη υπόθεση, ότι, δηλαδή, η αθώωση ενός προσώπου από το ποινικό δικαστήριο δεν συνεπάγεται αυτοδικαίως την αδυναμία θεμελίωσης αδικοπρακτικής του ευθύνης.



Άννα Βασιλοπούλου, 3ο έτος Νομικής Σχολής Θεσσαλονίκης,

Μέλος της ομάδας σχολιασμού δικαστικών αποφάσεων αστικού δικαίου του The Law Project.



 

[1] Απόστολος Σ. Γεωργιάδης, Εγχειρίδιο Ειδικού Ενοχικού Δικαίου, Π.Ν. Σάκκουλας, σ.650 [2] Νικόλαος Θ. Νίκας, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, Γ’ έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα [3] Ενδεικτικά ΑΠ 72/2012, ΑΠ 1214/2011. [4] Απόστολος Σ. Γεωργιάδης, Εγχειρίδιο Ειδικού Ενοχικού Δικαίου, Π.Ν. Σάκκουλας, σ.715-722 [5] Απόστολος Σ. Γεωργιάδης, Εγχειρίδιο Ειδικού Ενοχικού Δικαίου, Π.Ν. Σάκκουλας, σ.661-667 [6] (ΑΠ 777/2018). [7] (ΑΠ 1652/2013). [8] (ΑΠ 1422/2017). [9] Χρυσούλα Πλατιά, Εφέτης «Το τεκμήριο αθωότητας και η εφαρμογή του στην πολιτική δίκη μετά το πέρας της ποινικής διαδικασίας », εισήγηση στο σεμινάριο της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών με θέμα «Σχέση πολιτικής, ποινικής, διοικητικής δίκης, Κομοτηνή 9-10 Μαΐου 2019

48 views0 comments
bottom of page