top of page

Υπόθεση Memlika κατά Ελλάδος: Η προστασία του δικαιώματος των παιδιών στην εκπαίδευση...

Της Δήμητρας Καπρούλια


Υπόθεση Memlika κατά Ελλάδος:

Η προστασία του δικαιώματος των παιδιών στην εκπαίδευση

υπό το πρίσμα του ΕΔΔΑ




 

Πως ερμηνεύει το ΕΔΔΑ το δικαίωμα πρόσβασης των παιδιών στην εκπαίδευση και ποια τα άκρα όρια των περιορισμών, που μπορούν να επιβληθούν δυνάμει της αρχής της αναλογικότητας;

 


I. Υπόθεση Memlika κατά Ελλάδος: Τα πραγματικά περιστατικά


Το 2012, 4 Αλβανοί υπήκοοι, διαμένοντες άνω των 10 ετών στην Ελλάδα, κατέθεσαν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου προσφυγή, η οποία στρεφόταν κατά της Ελλάδος, επικαλούμενοι παραβίαση των άρθρων 5 παρ. 1 και 8 της ΕΣΔΑ και του άρθρου 2 του Πρωτοκόλλου 1 της Σύμβασης, συνδυασμένα με το άρθρο 13 αυτής. Συγκεκριμένα, η τετραμελής οικογένεια δαπάνησε αρκετό χρόνο σε νοσοκομεία και ιατρικές εξετάσεις, όταν το Μάιο του 2011 ο πατέρας της οικογένειας διεγνώσθη εσφαλμένα με μεταδοτική ασθένεια, η οποία οδήγησε και σε αποκλεισμό των 2 παιδιών της οικογένειας από το σχολικό περιβάλλον. Ύστερα από 1 μήνα αποχής των παιδιών από το σχολικό περιβάλλον, γνωστοποιήθηκε στην οικογένεια, πως όφειλαν τα μέλη να διενεργούν 1 φορά την εβδομάδα επαναληπτικές εξετάσεις και να αναμένουν γνωμοδότηση της αρμόδιας επιτροπής για τη συνέχιση της εκπαίδευσης των παιδιών.


Η οικογένεια απευθύνθηκε και σε δεύτερο νοσοκομείο και κατόπιν της διενέργειας των απαραίτητων εξετάσεων διεγνώσθη, πως τα μέλη της οικογένειας ουδέποτε έπασχαν από τη συγκεκριμένη μεταδοτική νόσο και ως εκ τούτου διέκοψαν την φαρμακευτική αγωγή που ελάμβαναν μέχρι τότε. Στα μέσα Ιουλίου, η οικογένεια αιτήθηκε στον Προϊστάμενο της Διεύθυνσης Δημόσιας Υγείας της αρμόδιας Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδος την άρση των περιοριστικών μέτρων που είχαν επιβληθεί στα μέλη της και την επανένταξη των παιδιών στην εκπαιδευτική διαδικασία. Η απάντηση που δόθηκε, περιορίστηκε στην άρνηση των αιτημάτων του πατέρα, με την αιτιολογία, πως η αρμόδια επιτροπή, που θα αποφαινόταν περί της επιστροφής των παιδιών στο σχολείο, δεν είχε ακόμα συσταθεί, ώστε να εκδοθεί η σχετική γνωμοδότηση.


Ύστερα από διάφορες νομικές ενέργειες της οικογένειας, η επιτροπή συστάθηκε αρκετούς μήνες αργότερα και έκρινε, πως τα παιδιά μπορούσαν να επιστρέψουν στο σχολικό περιβάλλον. Αρχές Δεκεμβρίου του 2011, η μητέρα των 2 τέκνων τα έφερε στο σχολείο, ο διευθυντής όμως αυτού αρνήθηκε την είσοδό τους, διότι, όπως ενημέρωσε τη μητέρα, δεν του είχε αποσταλεί το σχετικό αντίγραφο της γνωμοδότησης της επιτροπής. Η επιστροφή τους στο σχολείο έγινε προς τα μέσα Δεκέμβρη, ενώ εν τω μεταξύ οι γονείς των παιδιών αντιμετώπιζαν σοβαρές οικονομικές δυσκολίες, λόγω του στιγματισμού της οικογένειας, τόσο στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, όσο και στoν τόπο κατοικίας τους. Ο στιγματισμός αυτός της οικογένειας, είχε οδηγήσει σε απώλεια της εργασίας των γονέων και σε προσβολή της τιμής και της αξιοπρέπειάς τους. Το 2015, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο επιδίκασε στην οικογένεια αποζημίωση για ηθική βλάβη[1].



II. Οι ισχυρισμοί των προσφευγόντων και τα νομικά ζητήματα


Οι προσφεύγοντες ισχυρίστηκαν, πως κατεγράφησαν 4 παραβιάσεις της ΕΣΔΑ. Πρώτον επικαλέστηκαν παραβίαση του άρθρου 5 της Σύμβασης, το οποίο προβλέπει το δικαίωμα στην προσωπική ελευθερία και ασφάλεια και ορίζει, πως κανένας δεν επιτρέπεται να στερηθεί την ελευθερία του, παρά μόνο σύμφωνα με την καθορισμένη εκ του νόμου διαδικασία, για λόγους περιοριστικά αναφερόμενους σε αυτό. Μεταξύ των λόγων αυτών συγκαταλέγεται και ο περιορισμός της προσωπικής ελευθερίας λόγω μεταδοτικής νόσου, που δικαιολογεί την κράτηση του ατόμου, με σκοπό την προστασία του κοινωνικού συνόλου. Αντίστοιχα, στην ελληνική έννομη τάξη κατοχυρώνεται η προσωπική ελευθερία στο άρθρο 5 παράγραφος 3, έκφανση του οποίου αποτελεί η ελευθερία κίνησης του ατόμου[2]. Περιορισμοί του εν λόγω δικαιώματος είναι επιτρεπτοί μόνο, όταν και όπως ο νόμος ορίζει. Απαιτείται δηλαδή νόμος, ο οποίος θέτει περιορισμούς υπό το πρίσμα της αναλογικότητας και κατ' επιταγή του πνεύματος του Συντάγματος. Εν προκειμένω, οι προσφεύγοντες ισχυρίστηκαν, πως η κράτησή τους επιβλήθηκε χωρίς την απαιτούμενη αιτιολογημένη διάγνωση και την απαραίτητη εκτελεστή διοικητική πράξη, την οποία θα εδικαιούντο να προσβάλλουν δια ειδικής προσφυγής.


Παράλληλα, επικαλέστηκαν παραβίαση του άρθρου 8 της Σύμβασης, το οποίο και αφορά το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής. Και σε αυτή την περίπτωση, το δικαίωμα επιδέχεται περιορισμούς, κυρίως για λόγους δημοσίας τάξεως και προστασίας της υγείας, της ζωής και των δικαιωμάτων των λοιπών ατόμων. Στην ελληνική έννομη τάξη, το άρθρο 9 παράγραφος 1 εδάφιο 2 προσφέρει το απαραίτητο προστατευτικό πλαίσιο, ώστε να αποφεύγονται παραβιάσεις της ιδιωτικής σφαίρας του ατόμου, που οδηγούν σε δημοσιοποίηση ευαίσθητων στοιχείων του και κοινωνικό στιγματισμό του[3]. Οι προσφεύγοντες υποστήριξαν, πως η κατάσταση της υγείας τους αποτέλεσε αντικείμενο δημοσιοποίησης στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, με αποτέλεσμα την κοινωνική απομόνωσή τους και τη διατάραξη των κοινωνικών σχέσεών τους, λόγω των χαρακτηρισμών, που συνόδευαν την κατάσταση της υγείας τους (ήτοι “λεπροί”). Ο κοινωνικός τους στιγματισμός είχε ως συνέπεια την περαιτέρω απομόνωσή τους, με την απώλεια της εργασίας τους, λόγω της εσφαλμένης διάγνωσης της ασθένειάς τους.


Εξίσου σοβαρή παραβίαση, την οποία επικαλέστηκαν οι προσφεύγοντες, ήταν εκείνη του άρθρου 2 του πρώτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, περί του δικαιώματος στην εκπαίδευση. Σύμφωνα με το ως άνω άρθρο, κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στην εκπαίδευση, ενώ το κράτος οφείλει να σέβεται το δικαίωμα των γονέων να εξασφαλίζουν τη μόρφωση και την εκπαίδευση των παιδιών τους. Εν προκειμένω, η εσφαλμένη διάγνωση των παιδιών με την μεταδοτική νόσο οδήγησε στον αποκλεισμό τους από την εκπαιδευτική διαδικασία για παραπάνω από 6 μήνες, με αποτέλεσμα την κοινωνική απομόνωση τους και την περιθωριοποίηση από το σχολικό περιβάλλον. Το ελληνικό Σύνταγμα κατοχυρώνει στο άρθρο 16 παράγραφος 4, εδάφιο 1, την αξίωση παροχής κρατικής παιδείας (κοινωνικό δικαίωμα), ένα καθολικό δικαίωμα παιδείας. Έκφανση της τελευταίας αποτελεί η ελευθερία πρόσβασης στην εκπαίδευση, η οποία δε δύναται να απαγορευθεί άμεσα ή έμμεσα[4].


Τέλος, οι προσφεύγοντες επικαλέστηκαν παραβίαση του άρθρου 13 της Σύμβασης, το οποίο προβλέπει το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής. Κατά το εν λόγω άρθρο κάθε πρόσωπο δικαιούται, -όταν υφίσταται παραβίαση των δικαιωμάτων και ελευθεριών, που απονέμει η Σύμβαση- να ασκήσει πραγματική προσφυγή ενώπιον εθνικής αρχής, ακόμα και αν η παραβίαση προέρχεται από τη δράση προσώπων, που ασκούν δημόσια καθήκοντα. Θεμελιώδης διάταξη του ελληνικού Συντάγματος, που ανταποκρίνεται στην εν λόγω επιταγή, αποτελεί το άρθρο 20 του Συντάγματος. Η δικαστική προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων αποτελεί ουσιώδη υποχρέωση κάθε έννομης τάξης. Η αποτελεσματική προσφυγή και το δικαίωμα πρόσβασης στην εκάστοτε εθνική αρχή αποτελούν αναπόσπαστα συστατικά ενός κράτους δικαίου, το οποίο οφείλει να διασφαλίζει, πως τα δικαιώματα δεν είναι γράμμα κενό, αλλά ουσιώδεις αξιώσεις του ατόμου, που του επιτρέπουν να αναπτύξει τις απόψεις του και να προστατευθεί από υπέρμετρους ή δυσανάλογους περιορισμούς. Ενόψει των ανωτέρω, οι προσφεύγοντες υποστήριξαν, πως δεν υπήρχε δυνατότητα πραγματικής προσφυγής με βάση το ελληνικό δίκαιο, ώστε να ζητήσουν την άρση των μέτρων ή την αντικατάστασή τους.



III. Οι ισχυρισμοί της Ελληνικής Πολιτείας και οι προβλέψεις της ελληνικής έννομης τάξης


Βασικό επιχείρημα της ελληνικής έννομης τάξης αποτέλεσε η μη εξάντληση από τους προσφεύγοντες των προβλεπόμενων εσωτερικών ενδίκων μέσων. Αρχικώς, η ελληνική πλευρά παρέθεσε τα ένδικα μέσα, δια των οποίων μπορούσαν οι προσφεύγοντες να αιτηθούν δικαστικής προστασίας στην προκειμένη περίπτωση. Η εσφαλμένη διάγνωση της μεταδοτικής νόσου αποτέλεσε αντικείμενο δημοσιοποίησης και συζήτησης στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, με αποτέλεσμα το στιγματισμό της οικογένειας και την περιέλευσή της σε δυσμενή κοινωνική και οικονομική κατάσταση. Κατά τούτο, νομικό έρεισμα για την άσκηση αγωγής αποζημίωσης μπορούσαν να αποτελέσουν τα άρθρα 57 και 932 του Αστικού Κώδικα, περί προσβολής της προσωπικότητας και της αποζημίωσης λόγω αδικοπραξίας ένεκα της προσβολής της τιμής τους και το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ. Περαιτέρω, προέβαλε, πως προβλέπεται από την ποινική νομοθεσία η δυνατότητα υποβολής μήνυσης προς το σκοπό προστασίας της τιμής και της υπόληψης των προσφευγόντων, αλλά και προς εξακρίβωση της σωματικής βλάβης, την οποία επικαλέστηκαν δυνάμει των παρενεργειών της θεραπείας που εσφαλμένως τους χορηγήθηκε. Τέλος, η ελληνική Πολιτεία ισχυρίστηκε, πως ο νόμος 3172/2003 προέβλεψε το δικαίωμα προσφυγής στην αρμόδια επιτροπή, ώστε να αμφισβητηθεί η διάγνωση, ενώ εξίσου σημαντική έκρινε και την αναφορά στο Συνήγορο του Πολίτη.


Επί των ισχυρισμών αυτών, οι προσφεύγοντες απάντησαν, πως δυνάμει της κράτησης, που τους επεβλήθη, δε δύναται να έρθουν άμεσα σε επαφή με κάποιον δικηγόρο, ώστε να κινήσουν τις απαραίτητες διαδικασίες, ενώ δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα να διορίσουν γιατρό, προκειμένου να τους εκπροσωπήσει στην αρμόδια επιτροπή. Περαιτέρω, επεσήμαναν, πως παρά την ενημέρωση προς τους αρμόδιους υπαλλήλους, ότι ο πατέρας της οικογένειας δεν έπασχε από την μεταδοτική νόσο, δεν έγινε άρση των περιοριστικών μέτρων και δεν δύναται να αξιοποιήσουν κάποιο νομικό βοήθημα, αφού τα μέτρα, που επεβλήθησαν, δε στηρίζονταν σε εκτελεστή διοικητική πράξη, άρα δεν ήταν και επιδεκτικά προσφυγής. Ως εκ τούτου προέβαλαν ζητήματα νομιμότητας, αναδεικνύοντας βασικότατες ελλείψεις ως προς την προστασία θεμελιωδών δικαιωμάτων τους και τη δυνατότητα αμφισβήτησης αυτής ακριβώς της νομιμότητας.




IV. Η κρίση του Δικαστηρίου


Το Δικαστήριο απέρριψε τους ισχυρισμούς της ελληνικής Πολιτείας περί της μη εξάντλησης των ενδίκων μέσων από τους προσφεύγοντες, ερμηνεύοντας τελεολογικά το άρθρο 35 της Σύμβασης. Κατά το σκεπτικό του δικαστηρίου, εξάντληση των ενδίκων μέσων χωρεί στην περίπτωση, που το κράτος έχει εν τοις πράγμασι και όχι απλώς θεωρητικά, προβλέψει τα κατάλληλα ένδικα μέσα για την εκάστοτε περίπτωση, τα οποία πρέπει να είναι επαρκή και αποτελεσματικά. Εν προκειμένω, ορθώς έκρινε το Δικαστήριο, πως τα προβλεπόμενα από το ελληνικό δίκαιο ένδικα μέσα δεν είναι επαρκή και αποτελεσματικά, αφού δεν ήταν σε θέση να οδηγήσουν στην άμεσα επανένταξη των παιδιών στην εκπαιδευτική διαδικασία. Πράγματι, η κίνηση της ποινικής διαδικασίας ή η προσφυγή σε πολιτικό δικαστήριο εκ μέρους των προσφευγόντων θα απέβαινε ιδιαιτέρως χρονοβόρα και δυσβάσταχτη για την οικογένεια, καθότι θα έπρεπε να αναμείνουν μήνες ή και έτη για την ουσιαστική εκδίκαση της υπόθεσής τους, ώστε η κατάσταση με τα παιδιά θα έμενε για μεγάλο χρονικό διάστημα μετέωρη. Κατά τούτο, ορθώς κρίθηκε, πως τα μέσα αυτά είναι αναποτελεσματικά και δεν εξασφαλίζουν την απαραίτητη εν προκειμένω προστασία των προσφευγόντων.


Περαιτέρω επεσήμανε, πως οι προσφεύγοντες εκμεταλλεύθηκαν τα εργαλεία, που προσέφερε ο νόμος 1137/1981, προκειμένου να αμφισβητήσουν τα μέτρα, που τους επεβλήθησαν, ασκώντας προσφυγή σε κάθε αρμόδια υπηρεσία. Αντιθέτως, η ελληνική διοίκηση ήταν αυτή, που αδράνησε και δεν απάντησε επί της προσφυγής, χρονοτρίβησε στη διαδικασία σύστασης της επιτροπής, ώστε να εξεταστεί η επιστροφή των παιδιών στο σχολείο, οι δε γονείς τους ενημερώθηκαν πολύ αργότερα, πως δεν υφίσταται καμία επίσημη απόφαση, που να απαγορεύει τη συνέχιση της φοίτησης των παιδιών. Διαφαίνεται, έτσι, να δημιουργήθηκε από την πλευρά της διοίκησης μία ανασφάλεια δικαίου και μία αργοπορία, που επέτεινε τη δυσμενή κατάσταση των προσφευγόντων και συνέβαλε στην απομόνωση των παιδιών από το σχολικό περιβάλλον για αδικαιολόγητα μεγάλο διάστημα. Συνεπώς, οι προσφεύγοντες παραδεκτώς κατέφυγαν στο Δικαστήριο, δίχως να έχουν προηγουμένως εξαντληθεί τα εσωτερικά ένδικα μέσα, αφού τηρήθηκε η προβλεπόμενη εν προκειμένω προθεσμία των 6 μηνών, όταν τίθεται ζήτημα μη επαρκούς και αποτελεσματικής προστασίας από την εκάστοτε έννομη τάξη.


Μολονότι οι ισχυρισμοί των προσφευγόντων αναφορικά με τις παραβιάσεις των άρθρων 5 και 8 απορρίφθηκαν για λόγους παραδεκτού, το Δικαστήριο έκανε δεκτούς τους λοιπούς ισχυρισμούς τους περί παραβίασης των άρθρων 2 του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ και του άρθρου 13 της Σύμβασης. Αναφορικά με το δικαίωμα στην εκπαίδευση του άρθρου 2 του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου, επεσήμανε, πως παρότι είναι δυνατό να τίθενται περιορισμοί εκ μέρους του κράτους ως προς το εν λόγω δικαίωμα, οι περιορισμοί δεν πρέπει να προσβάλλουν τον πυρήνα του δικαιώματος και να στερούν την αποτελεσματικότητά του. Το Δικαστήριο αναγνώρισε, πως αποτελεί πρωταρχική υποχρέωση του κράτους να προστατεύσει την υγεία των πολιτών του, ειδικά σε περίπτωση μεταδοτικής νόσου, επιβάλλοντας περιορισμούς, ωστόσο οι περιορισμοί αυτοί οφείλουν να είναι σύμφωνοι με την αρχή της αναλογικότητας.


Η θεμελιώδης αρχή της αναλογικότητας, υπό τις επιμέρους εκφάνσεις της, επιτρέπει τον έλεγχο των εκάστοτε περιορισμών, που επιβάλλονται στα δικαιώματα. Συγκεκριμένα, ένα μέτρο, που πρόκειται να επιβληθεί οφείλει να ανταποκρίνεται σε 3 αρχές. Ο περιορισμός οφείλει να είναι αναγκαίος, πρόσφορος και εν στενή εννοία αναλογικός. Το εκάστοτε μέτρο που επιβάλλεται, οφείλει να είναι κατάλληλο να επιτύχει το σκοπό που επιδώκεται, να μην υπάρχει ηπιότερο μέσο για την επίτευξή του και να μην τίθεται ζήτημα δυσαναλογίας σκοπού και μέτρου. Εν προκειμένω, ορθώς κρίθηκε, πως η ελληνική διοίκηση, παρότι επέβαλε την αποχή των παιδιών από την εκπαιδευτική διαδικασία για λόγους δημόσιας υγείας, αδράνησε επί μακρόν και καθυστέρησε να ακολουθήσει τις προβλεπόμενες εκ του νόμου διαδικασίες, ώστε να συγκροτηθεί έγκαιρα η επιτροπή και να επιστρέψουν τα παιδιά στο σχολικό περιβάλλον. Η καθυστέρηση συγκρότησης της επιτροπής δεν ήταν αναλογική με τον επιδιωκόμενο σκοπό και οδήγησε, όχι απλώς σε περιορισμό του δικαιώματος των παιδιών στην εκπαίδευση, αλλά σε πλήρη απομόνωσή τους και αδυναμία άσκησης του δικαιώματος για διάστημα πέραν των 3 μηνών.


Καθίσταται, ως εκ τούτου, σαφές, πως η εν λόγω παραβίαση οδήγησε σε πλήρη αποξένωση των παιδιών από το δικαίωμά τους στη μάθηση, τη μόρφωση και την εν γένει εκπαιδευτική διαδικασία. Ορθώς το Δικαστήριο έκρινε, πως δεν τηρήθηκε η αρχή της αναλογικότητας και καταδίκασε την Ελλάδα για παραβίαση του άρθρου 2 του Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης. Η ελληνική γραφειοκρατία, οι διαρκείς καθυστερήσεις εκ μέρους των διοικητικών οργάνων στη διεκπεραίωση και επίλυση τυπικών ζητημάτων και η αδράνεια της διοίκησης δε συμβαδίζουν με τις αρχές της χρηστής διοικήσεως και του κράτους δικαίου εν γένει. Ως εκ τούτου η ελληνική πολιτεία οφείλει να εξαλείψει τις κάθε είδους παθογένειες, που έχουν ως αποτέλεσμα διαρκείς παραβιάσεις των θεμελιωδών δικαιωμάτων και να ανταποκριθεί στις διεθνείς της υποχρεώσεις.



 

[1] Βλ. ολόκληρη η απόφαση Memlika VS Greece: διαθέσιμη εδώ [2] Βλ. Πρ. Δαγτόγλου, Ατομικά Δικαιώματα, 2012, Αθήνα- Θεσσαλονίκη, Σάκκουλας, σ. 188 επ. [3] Βλ. Σπ. Βλαχόπουλου, Θεμελιώδη Δικαιώματα, 2016, Αθήνα,Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 230 επ. [4] Βλ. Πρ. Δαγτόγλου, Ατομικά Δικαιώματα, 2012, Αθήνα- Θεσσαλονίκη, Σάκκουλας, σ. 563 επ.


Δήμητρα Καπρούλια,

επί πτυχίω φοιτήτρια Νομικής ΕΚΠΑ,

Μέλος της ομάδας σχολιασμού δικαστικών αποφάσεων του The Law Project

61 views0 comments
bottom of page