Της Κατερίνας Παπάζογλου
Ουκρανία κατά Ρωσίας για τα γεγονότα στην Κριμαία
Στο παρόν κείμενο, παρουσιάζονται τα καθοριστικά, για την επιδείνωση των σχέσεων Ρωσίας- Ουκρανίας, γεγονότα στην Κριμαία, η προσφυγή της Ουκρανίας ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου Δικαιοσύνης και οι ενστάσεις της Ρωσίας ως προς το παραδεκτό αυτής. Ποια η κρίση του Δικαστηρίου σχετικά με τις διαδικαστικές προϋποθέσεις της προσφυγής;
Τον Ιανουάριο του 2017, η Ουκρανία κατέθεσε προσφυγή κατά της Ρωσικής Ομοσπονδίας, για παραβιάσεις των υποχρεώσεων της τελευταίας που απορρέουν από τη Σύμβαση για την Καταστολή της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και τη Σύμβαση για την Εξάλειψη όλων των μορφών φυλετικών διακρίσεων. Τον Απρίλιο του ίδιου έτους, το Δικαστήριο υπέδειξε στις ρωσικές αρχές τα εξής προσωρινά μέτρα: αναφορικά με την κατάσταση στην Κριμαία, η Ρωσική Ομοσπονδία οφείλει να αποφύγει τη διατήρηση ή την επιβολή περιορισμών όσον αφορά τη διατήρηση εκ μέρους της κοινότητας των Τατάρων της Κριμαίας των αντιπροσωπευτικών της θεσμών, αλλά και την εξασφάλιση δυνατότητας παροχής εκπαίδευσης στην ουκρανική γλώσσα. Περαιτέρω, το Δικαστήριο προέβλεψε ότι και τα δύο μέρη θα απέχουν από οποιαδήποτε ενέργεια που θα μπορούσε να επιδεινώσει ή να επεκτείνει τη διαφορά ενώπιον του Δικαστηρίου ή να καταστήσει δυσκολότερη την επίλυσή της.
Ως προς το ιστορικό της υπόθεσης, υπογραμμίζεται ότι η διαδικασία κινήθηκε μετά από τα γεγονότα που έλαβαν χώρα στην ανατολική Ουκρανία και την Κριμαία την άνοιξη του 2014. Σημειώνεται ότι η Κριμαία αντιμετωπίζεται και από τα δύο μέρη ως σύμβολο δύναμης και ταυτότητας. Η στρατιωτική επίθεση της Ρωσίας στην Κριμαία το 2014, αποτέλεσε ορόσημο για την επιδείνωση των σχέσεων των δύο χωρών. Η Ρωσία, είχε μια ιστορική αξίωση για την Κριμαία, καθώς αποικίστηκε από την πρώτη στα τέλη του 18ου αιώνα. Με βάση αύτη την αξίωση, ο Πούτιν επέμεινε ότι η Κριμαία ανήκει δικαιωματικά στη Ρωσία και ισχυρίστηκε ότι η προσάρτησή της θα προστατεύσει τους ρωσόφωνους πληθυσμούς εκεί. Η κίνηση αυτή της Ρωσίας, μπορεί να ερμηνευτεί περαιτέρω και ως απάντηση στο αυξημένο ενδεχόμενο προσχώρησης της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ, την οποία αντιμετώπιζε με ιδιαίτερη επιφυλακτικότητα η Ρωσία, θεωρώντας ότι εγκυμονούσε κινδύνους για την ασφάλειά της. [1]
Ζήτημα ανέκυψε λόγω των διαφορετικών απόψεων που εξέφρασαν τα μέρη σχετικά με το αντικείμενο της διαφοράς. Μια πτυχή αυτής, σχετιζόταν με την υποχρέωση ή μη της Ρωσίας να συνεργαστεί με την Ουκρανία για την πρόληψη και την καταστολή της εικαζόμενης χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, στο πλαίσιο των γεγονότων που έλαβαν χώρα στην Ουκρανία και την Κριμαία. Η δεύτερη πτυχή της διαφοράς αφορούσε στην παραβίαση της Σύμβασης για την Εξάλειψη όλων των μορφών φυλετικών διακρίσεων, μέσω της λήψης μέτρων που εισάγουν διακρίσεις κατά της Κοινότητας των Τατάρων και των Ουκρανών στην Κριμαία.
Ι. Εφαρμογή της Διεθνούς Σύμβασης για την Καταστολή της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας
Η παρούσα Σύμβαση[2] επιβάλλει υποχρεώσεις στα συμβαλλόμενα μέρη σχετικά με αδικήματα που διαπράττονται από ένα πρόσωπο όταν το πρόσωπο αυτό παρέχει ή συλλέγει κεφάλαια με πρόθεση ή γνώση τους ότι θα χρησιμοποιηθούν για την πραγματοποίηση τρομοκρατικών ενεργειών. Η Σύμβαση καλύπτει- σύμφωνα με την ad hoc ερμηνεία του Δικαστηρίου- τόσο πρόσωπα που ενεργούν ως ιδιώτες, όσο και πρόσωπα που αποτελούν πράκτορες του κράτους. Όπως σημείωσε το Δικαστήριο, η κρατική χρηματοδότηση δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της. Ωστόσο, όλα τα κράτη- μέρη της σύμβασης έχουν την υποχρέωση να λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα και να συνεργάζονται για την πρόληψη και την καταστολή τέτοιων αδικημάτων που διαπράττονται από οποιοδήποτε πρόσωπο.
Από την πλευρά της η Ουκρανία υποστήριξε ότι η Ρωσία, προχώρησε σε χρηματοδότηση παράνομων ενόπλων ομάδων που εμπλέκονται σε τρομοκρατικές ενέργειες στα εδάφη της Ουκρανίας, μέσω συνεισφορών σε είδος, παροχής όπλων και εκπαίδευσης, ενώ ταυτόχρονα δεν έλαβε τα αναγκαία μέτρα για την πρόληψη, τον εντοπισμό και την κατάσχεση κεφαλαίων που προορίζονταν να ενισχύσουν τέτοιες παράνομες επιθετικές ενέργειες. Περαιτέρω, η Ουκρανία ισχυρίστηκε ότι οι ρωσικές αρχές δεν διερεύνησαν ούτε μερίμνησαν για τη δίωξη των υπαίτιων δραστών της χρηματοδότησης και, τελικώς, απέτυχαν να παράσχουν τη μέγιστη δυνατή βοήθεια στην Ουκρανία στο ζήτημα των ερευνών και της ποινικής δίωξης.
Έτσι, η Ουκρανία ζήτησε να αναγνωριστεί διεθνής ευθύνη της Ρωσίας, και λόγω της κατάρριψης της πτήσης MH17 της Malaysia Airlines και του βομβαρδισμού εναντίον αμάχων σε πόλεις της Ουκρανίας. Στο πλαίσιο αυτών των εξελίξεων, η ουκρανική πλευρά αιτήθηκε την παύση και την αποτροπή εκ μέρους της Ρωσίας κάθε υποστήριξης σε παράνομες ένοπλες ομάδες που σχετίζονται με τρομοκρατικές ενέργειες και την απόσυρση οποιουδήποτε οπλισμού δόθηκε σε τέτοιες οργανώσεις. Επιπρόσθετα, ζήτησε την παροχή άμεσης βοήθειας στις ουκρανικές αρχές, ιδίως στην έρευνα και τον εντοπισμό των δραστών, ενώ, τέλος, απαίτησε την αποκατάσταση των βλαβών που προκλήθηκαν από τους βομβαρδισμούς των ουκρανικών πόλεων και άμαχων πληθυσμών.[3]
Α) Δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου Δικαιοσύνης στο πλαίσιο της Σύμβασης για την Καταστολή Χρηματοδότησης Τρομοκρατίας και διαδικαστικές προϋποθέσεις της προσφυγής
Επισημαίνεται ότι η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου βασίζεται στη συμφωνία των μερών και περιορίζεται στον βαθμό που αυτά την αποδέχονται. Τον Σεπτέμβριο του 2018, η Ρωσία πρόβαλε ενστάσεις για τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου και το παραδεκτό της προσφυγής της Ουκρανίας, καθώς, κατά την άποψή της, η Ουκρανία δεν είχε προηγουμένως εξαντλήσει τα διαθέσιμα εγχώρια ένδικα μέσα.
Το άρθρο 24 παρ. 1 της Διεθνούς Σύμβασης Καταστολής της Χρηματοδότησης Τρομοκρατίας, προβλέπει ότι «οποιαδήποτε διαφορά μεταξύ δύο ή περισσότερων κρατών- μερών σχετικά με την ερμηνεία ή την εφαρμογή της συγκεκριμένης Σύμβασης, η οποία δεν μπορεί να διευθετηθεί μέσω διαπραγματεύσεων εντός εύλογου χρόνου, θα υποβάλλεται σε διαιτησία, κατόπιν αιτήματος ενός μέρους. Αν, παρ’ όλα αυτά, εντός έξι μηνών τα μέρη δεν είναι σε θέση να συμφωνήσουν για την οργάνωση της διαιτησίας, οποιοδήποτε μέρος μπορεί να παραπέμψει τη διαφορά στο Δικαστήριο, κατόπιν αιτήσεως, σύμφωνα με το Καταστατικό αυτού».
Υπό το φως των ανωτέρω, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν μπορεί να γίνει δεκτή η ένσταση της Ρωσίας.
Το Δικαστήριο, για το παραδεκτό της προσφυγής, εξέτασε αν η εν λόγω διαφορά μπορούσε ή όχι να διευθετηθεί μέσω διαπραγματεύσεων εντός εύλογου χρονικού διαστήματος. Σύμφωνα με τη διαπίστωση του Δικαστηρίου, η Ουκρανία προσκάλεσε τη Ρωσία σε διαπραγματεύσεις, πολυάριθμες επιστολές ανταλλάχθηκαν μεταξύ των δύο μερών, ενώ πραγματοποιήθηκαν συνεδριάσεις, χωρίς όμως, σημαντική πρόοδο. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η διαφορά δεν μπορούσε να διευθετηθεί μέσω διαπραγματεύσεων σε εύλογο χρόνο. Επιπρόσθετα, τα μέρη δεν μπόρεσαν να συμφωνήσουν για την οργάνωση της διαιτησίας, και κατά συνέπεια, οι διαδικαστικές προϋποθέσεις του άρθρου 24 πληρούνταν. Έτσι, το Δικαστήριο ήταν αρμόδιο να επιληφθεί επί των προβαλλόμενων αξιώσεων.
ΙΙ. Εφαρμογή της Διεθνούς Σύμβασης για την Εξάλειψη όλων των μορφών φυλετικών διακρίσεων
Αναφορικά με την παραβίαση της Σύμβασης για την Εξάλειψη όλων των μορφών φυλετικών διακρίσεων[4], η Ουκρανία ισχυρίστηκε ότι η Ρωσική Ομοσπονδία προέβη σε συστηματικές διακρίσεις και κακομεταχείριση της μειονοτικής ομάδας των Τατάρων της Κριμαίας. Συγκεκριμένα, η ουκρανική πλευρά υποστήριξε ότι οι ρωσικές αρχές προχώρησαν στη διεξαγωγή παράνομου δημοψηφίσματος μέσα σε ατμόσφαιρα βίας και εκφοβισμού, στην καταστολή της πολιτικής και πολιτιστικής έκφρασης της ταυτότητας των Τατάρων της Κριμαίας, κυρίως μέσω της δίωξης των ηγετών τους και της παρεμπόδισής τους να τηρήσουν έθιμα και πολιτιστικές τους παραδόσεις. Επιπρόσθετα, η Ρωσία διέκοψε την εκπαίδευση στη γλώσσα των Τατάρων στην περιοχή της Κριμαίας, αλλά και στην ουκρανική γλώσσα και παρεμπόδισε την πληροφόρηση από τα ουκρανικά μέσα ενημέρωσης.
Βάσει των παραπάνω πραγματικών περιστατικών, η Ουκρανία προσέφυγε στο Δικαστήριο ζητώντας τη συμμόρφωση της Ρωσίας με την εν λόγω Σύμβαση, η οποία περιλαμβάνει: τη λήψη όλων των αναγκαίων μέτρων για την ίση προστασία όλων των πληθυσμών στην κατεχόμενη Κριμαία, τόσο των Τατάρων, όσο και των Ουκρανών, την αποκατάσταση των δικαιωμάτων αυτών των ομάδων, και την ομαλή λειτουργία των μέσων ενημέρωσής τους.
Όσον αφορά τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου στο πλαίσιο της Σύμβασης για την Εξάλειψη όλων των μορφών φυλετικών διακρίσεων, η Ρωσική Ομοσπονδία υποστηρίζει ότι το Δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας βάσει της συγκεκριμένης Σύμβασης, και ότι δεν πληρούνται οι απαιτούμενες διαδικαστικές προϋποθέσεις. Επιπλέον, πρόβαλε το απαράδεκτο της προσφυγής της Ουκρανίας, με τον ισχυρισμό ότι δεν είχαν προηγουμένως εξαντληθεί τα εγχώρια ένδικα μέσα (δεδομένου ότι τα εθνικά ένδικα μέσα πρέπει να έχουν εξαντληθεί πριν την προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο Δικαιοσύνης).[5]
Εν συνεχεία, το άρθρο 22 τη Σύμβασης για την Εξάλειψη όλων των μορφών φυλετικών διακρίσεων ορίζει ότι: «Οποιαδήποτε διαφορά μεταξύ δύο κρατών- μερών, σχετικά με την ερμηνεία ή την εφαρμογή της εν λόγω Σύμβασης, η οποία δεν επιλύεται με διαπραγματεύσεις ή με διαδικασίες που ρητά προβλέπει η Σύμβαση, θα πρέπει, κατόπιν αιτήματος ενός εκ των μερών, να παραπεμφθεί στο Δικαστήριο, εκτός αν οι διαφωνούντες συμφωνήσουν σε άλλον τρόπο διευθέτησης».
Ως προς τις ενστάσεις αυτές, το Δικαστήριο προχώρησε σε διαδοχική εξέτασή τους και σημείωσε τα ακόλουθα: αμφότερα τα μέρη συμφωνούν ότι η κοινότητα των Τατάρων και των Ουκρανών στην Κριμαία συνιστούν εθνοτικές ομάδες που προστατεύονται βάσει της Σύμβασης για την Εξάλειψη όλων των μορφών Φυλετικών Διακρίσεων, ενώ ακόμη, η εν λόγω σύμβαση προβλέπει συγκεκριμένες υποχρεώσεις των μερών για την εξάλειψη των φυλετικών διακρίσεων. Έτσι, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι συμπεριφορές για τις οποίες καταγγέλλει η Ουκρανία τη Ρωσία μπορούν να έχουν σοβαρές επιπτώσεις στην απόλαυση ορισμένων δικαιωμάτων που προστατεύονται στο πλαίσιο της Σύμβασης.
Αναφορικά με τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου, το άρθρο 22 προβλέπει ότι το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφασίζει για μια διαφορά επί της Σύμβασης, υπό τον όρο ότι αυτή δεν επιλύεται με διαπραγματεύσεις ή άλλες διαδικασίες που προβλέπονται στη Σύμβαση. Όπως προκύπτει από το προοίμιο και τις ουσιαστικές διατάξεις της Σύμβασης, βασική επιδίωξή της αποτελεί η υιοθέτηση άμεσων και αποτελεσματικών μέτρων με στόχο τη γρήγορη καταπολέμηση των προκαταλήψεων και των φυλετικών διακρίσεων εν γένει. Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι, τόσο μέσω διπλωματικής αλληλογραφίας, όσο και μέσω κατ’ ιδίαν συναντήσεων μεταξύ των δύο μερών, καταβλήθηκε πραγματική προσπάθεια διαπραγμάτευσης από την ουκρανική πλευρά. Επομένως, το Δικαστήριο είχε δικαιοδοσία να εξετάσει τις αξιώσεις της Ουκρανίας στο πλαίσιο της εν λόγω Σύμβασης. Τέλος, το Δικαστήριο σημείωσε ότι ο κανόνας της προηγούμενης εξάντλησης των εθνικών ένδικων μέσων δεν εφαρμόζεται στις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, απορρίπτοντας έτσι και την ένσταση της Ρωσίας για το παραδεκτό της προσφυγής.[6]
ΙΙΙ. Επίλογος
Στο στάδιο ελέγχου του παραδεκτού της προσφυγής, το Δικαστήριο απέρριψε το σύνολο των ενστάσεων που προβλήθηκαν από τη ρωσική πλευρά. Όπως είναι εμφανές, λόγω της εμπόλεμης κατάστασης στην Ουκρανία, εκκρεμεί η επί της ουσίας κρίση του Δικαστηρίου σχετικά με τη θεμελίωση ή μη διεθνούς ευθύνης της Ρωσίας. Αποτελεί ελπιδοφόρα εξέλιξη το γεγονός ότι η Ουκρανία έχει προσφύγει στη δικαιοσύνη για τα γεγονότα στην Κριμαία ωστόσο, τα σημερινά δεδομένα σηματοδοτούν μια μακρά, χρονοβόρα διαδικασία, αμφίβολης αποτελεσματικότητας και νοήματος. Οι παρατάσεις που έχουν δοθεί και στα δύο μέρη για την υποβολή των απαραίτητων στοιχείων, αρχικά λόγω της πανδημίας και εν συνεχεία λόγω της έκρυθμης κατάστασης, έχουν αναστείλει τη διαδικασία εξέτασης της υπόθεσης. Οι διαρκείς εξελίξεις αποδεικνύουν τη δυσκολία ρύθμισης των διεθνών σχέσεων μέσω του νόμου. Αποδεικνύεται ότι ο δρόμος των ειρηνικών διαπραγματεύσεων και της διπλωματίας δεν είναι πάντοτε ικανός και επαρκής για την επίλυση των διαφορών μεταξύ κρατών. Το βέβαιο είναι ότι οι σχέσεις Ρωσίας- Ουκρανίας χαρακτηρίζονται από ιστορικότητα. Ένα από τα θεμελιώδη προβλήματα των διεθνών σχέσεων γενικώς, αλλά και της Ρωσίας- Ουκρανίας ειδικά, είναι η διαφορετική ερμηνεία που αποδίδουν τα εμπλεκόμενα κράτη στις Συμβάσεις των οποίων αποτελούν μέρη, και στις απορρέουσες απ’ αυτές υποχρεώσεις τους. Διαφωνίες ανακύπτουν, περαιτέρω, ως προς τον τρόπο επίλυσης των διαφορών και την αναγνώριση δικαιοδοσίας διεθνών θεσμών. Στην περίπτωση του ρωσοουκρανικού ζητήματος, αυτή η δυσαρμονία και η αδυναμία σύγκλισης εντοπίζεται σε μεγάλο βαθμό, και, ως εκ τούτου, η εύρεση αποτελεσματικών, συμβιβαστικών λύσεων καθίσταται δυσχερέστατη. Ακόμη κι αν, μετά από χρόνια, η απόφαση του Δικαστηρίου είναι υπέρ της Ουκρανίας, μικρή πρακτική αποτελεσματικότητα θα έχει, αφού δύσκολα θα μπορεί να εφαρμοστεί και να αποκατασταθεί η δικαιοσύνη, δεδομένων των αιματηρών εξελίξεων.[7]
Κατερίνα Παπάζογλου
Τριτοετής φοιτήτρια Νομικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
Μέλος της ομάδας Σχολιασμού Δικαστικών Αποφάσεων του The Law Project
[1]“Why Crimea is so important in the Russia-Ukraine war”, the Washington Post, by Annabelle Timsit, Sammy Westfall, Adam Taylor and Ellen Francis, 2022, διαθέσιμο στο: https://www.washingtonpost.com/world/2022/08/18/crimea-russia-ukraine-war/
[2]To κείμενο της Σύμβασης για την Καταστολή της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας στα αγγλικά αλλά και στα ελληνικά, διαθέσιμο στο: https://www.refworld.org/cgi-bin/texis/vtx/rwmain/opendocpdf.pdf?reldoc=y&docid=4cb6acd42
[3]Application of the International Convention for the Suppression of the Financing of Terrorism and of the International Convention on the Elimination of all forms of Racial Discrimination (Ukraine V. Russian Federation) preliminary objections judgment of 8 November 2019, διαθέσιμη στο: https://www.icj-cij.org/public/files/case-related/166/166-20191108-JUD-01-00-EN.pdf
[4]Το κείμενο της Σύμβασης για την Εξάλειψη όλων των μορφών φυλετικών Διακρίσεων διαθέσιμο στο: https://www.refworld.org/cgi-bin/texis/vtx/rwmain/opendocpdf.pdf?reldoc=y&docid=4c2aff2b2
[5]The International Court of Justice- Handbook, διαθέσιμο στο: https://www.icj-cij.org/public/files/publications/handbook-of-the-court-en.pdf
[6]Application of the International Convention for the Suppression of the Financing of Terrorism and of the International Convention on the Elimination of All Forms of Racial Discrimination (Ukraine v. Russian Federation) Summary of the Judgment of 8 November 2019, διαθέσιμη στο: https://www.icj-cij.org/public/files/case-related/166/166-20191108-SUM-01-00-EN.pdf
[7]“Ukraine and Russia clash over Crimea at the ICJ”, by Jan van der Made, διαθέσιμο στο: https://www.rfi.fr/en/20190607-ukraine-and-russia-clash-over-crimea-icj
Comments