top of page

Υπόθεση Filippovy κατά Ρωσίας

Υπόθεση Filippovy κατά Ρωσίας


Της Κατερίνας Παπάζογλου



 

Πώς διαχειρίστηκε το Δικαστήριο την προσφυγή δύο γονέων που επεδίωκαν να καταλογίσουν στις ρωσικές αρχές την ευθύνη για την αυτοχειρία του γιου τους κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας;

 

Πραγματικά Περιστατικά:

Η υπόθεση αφορούσε τον θάνατο του γιου των προσφευγόντων κατά τη διάρκεια της υποχρεωτικής στρατιωτικής του θητείας. Τον Ιούνιο του 2006, ο γιος των προσφευγόντων, Πτε. Υ, ξεκίνησε τη στρατιωτική του θητεία. Τον Οκτώβριο του ίδιου έτους, γρονθοκοπήθηκε από έναν άλλο στρατιώτη. Ο Πτε. Υ κατέθεσε εναντίον του, αλλά λόγω αυτού του περιστατικού, η στάση των υπόλοιπων στρατιωτών απέναντί του σκλήρυνε. Τέθηκε στο περιθώριο και δεχόταν συχνές λεκτικές επιθέσεις από τους συστρατιώτες του. Προκειμένου να βελτιωθούν οι συνθήκες της στρατιωτικής του θητείας, μετατέθηκε σε άλλη στρατιωτική μονάδα. Όμως, οι δύο μονάδες συνδέονταν, και ως εκ τούτου οι λεπτομέρειες της σύγκρουσης μεταξύ των δύο στρατιωτών έγιναν γνωστές και στα μέλη της νέας μονάδας, με συνέπεια την περιθωριοποίηση και τον στιγματισμό του Πτε. Υ, τον οποίον αποκαλούσαν «αρουραίο». Σύμφωνα με μάρτυρες, ακολούθησαν περισσότερα περιστατικά απειλών, εκφοβισμού και ξυλοδαρμών κατά του Πτε. Υ από άλλους στρατιώτες. Ο γιος των προσφευγόντων έπρεπε να υπομένει συνεχείς προσβολές, εκφοβισμούς και ξυλοδαρμούς. Παρά την έκκληση που απηύθυνε στους ανώτερους αξιωματικούς του, ο στρατιώτης δεν μπόρεσε να βρει προστασία.

Τον Απρίλιο του επόμενου έτους, ο Πτε. Υ παραπονέθηκε στην ιατρική πτέρυγα της μονάδας του για τραυματισμό στο πόδι. Η εκδοθείσα ιατρική γνωμάτευση ανέφερε ως αιτία του τραυματισμού την πτώση του από τις σκάλες, ωστόσο ο ίδιος παρουσίασε το περιστατικό ως ξυλοδαρμό.

Στο μεταξύ, ο στρατιώτης κατατάχθηκε σε άλλη μοίρα της ίδιας στρατιωτικής μονάδας με καθήκον την εξασφάλιση της παροχής προμηθειών. Λίγους μήνες μετά, ο Πτε. Υ απουσίασε από την υπηρεσία του χωρίς άδεια. Στην επιστολή που έγραψε στους γονείς του σημείωσε ότι φοβόταν να επιστρέψει στη μονάδα του, καθώς «δεν υπήρχε γι’ αυτόν ζωή εκεί». Ο γιος των προσφευγόντων υπέβαλε αίτηση στην ιατρική μονάδα, ζητώντας να επανεξεταστεί η καταλληλότητά του για εκπλήρωση της στρατιωτικής του θητείας, λόγω του προγενέστερου τραυματισμού του. Την επομένη, ο Πτε. Υ βρέθηκε σε κοιτώνα απαγχονισμένος.

Ακολούθησε ποινική έρευνα για τις συνθήκες θανάτου του γιου των αιτούντων, προκειμένου να εξετασθεί αν στοιχειοθετούνταν το έγκλημα της συμμετοχής σε αυτοκτονία.[1]


Ισχυρισμοί των μερών:

Οι προσφεύγοντες, υποστήριξαν ότι οι κρατικές αρχές είχαν επίγνωση των συνθηκών που επικρατούσαν στις ρωσικές ένοπλες δυνάμεις, και του εκφοβισμού που δεχόταν ο Πτε. Υ., παρ’ όλα αυτά δεν είχαν λάβει τα αναγκαία μέτρα για την προστασία του. Αναφορικά με τη διενεργηθείσα έρευνα των συνθηκών θανάτου του τελευταίου, οι προσφεύγοντες θεώρησαν ότι ήταν αναποτελεσματική, καθώς δεν είχε εξετασθεί άλλη πιθανή εξήγηση για τον θάνατο του στρατιώτη, πέραν της αυτοχειρίας. Οι προσφεύγοντες δεν είχαν λάβει πληροφορίες για την έρευνα, μη έχοντας πρόσβαση στον φάκελο της υπόθεσης. Κατόπιν αιτήσεώς τους, αναγνωρίστηκαν οι ίδιοι ως θύματα, ωστόσο μπόρεσαν να μελετήσουν τη δικογραφία αφού είχε ήδη αυτή προσκομιστεί στο δικαστήριο, κι έτσι δεν είχαν τη δυνατότητα να εισφέρουν πρόσθετα αποδεικτικά στοιχεία ή άλλους μάρτυρες, ή να υποβάλουν ερωτήματα στους ιατροδικαστές κατά το στάδιο της έρευνας.

Από την πλευρά της, η ρωσική κυβέρνηση ισχυρίστηκε ότι δεν ευθύνεται για τον θάνατο του γιου των προσφευγόντων, ως συνέπεια της προσωπικής αποφάσεώς του να αυτοκτονήσει. Επιπρόσθετα, η έρευνα για τον θάνατο του Πτε. Υ. υπήρξε ενδελεχής, γρήγορη και αποδείκνυε ότι ο θάνατος επήλθε από αυτοχειρία. Οι αιτούντες είχαν αναγνωριστεί ως θύματα και είχαν τη δυνατότητα να συμβάλουν στην έρευνα και τη δικαστική διαδικασία. Ακόμη, ο Πτε. Κ. είχε καταδικαστεί για τις παράνομες ενέργειές του, και, κατά συνέπεια, το κράτος είχε εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το άρθρο 2 της Σύμβασης.


Η απόφαση του Δικαστηρίου:

Στη νομοθεσία της Ρωσίας έχει θεσπιστεί ένα σύστημα αξιολόγησης από ψυχολογικής απόψεως των στρατιωτών, το οποίο αποσκοπούσε -μεταξύ άλλων- στον εντοπισμό των ψυχικά νοσούντων και στην πρόληψη πιθανών περιστατικών αυτοχειρίας. Σε περίπτωση ψυχικών διαταραχών πρέπει να τίθενται περιορισμοί και αυστηρά κριτήρια ως προς τη δυνατότητά τους να υπηρετήσουν στο στράτευμα. Εν προκειμένω, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι δεν αποδείχθηκε από τη σχετική εξέταση στην οποία υπεβλήθη ο γιος των προσφευγόντων ότι υφίστατο κίνδυνος αυτοκτονίας αυτού, που θα απαιτούσε την επακόλουθη επίβλεψή του. Επιπρόσθετα, ο Πτε. Υ. δεν ζήτησε ψυχολογική υποστήριξη κι έτσι κρίθηκε ότι το υφιστάμενο σύστημα ψυχολογικού ελέγχου και στήριξης δεν παρουσίασε ελλείψεις που θα μπορούσαν να έχουν συμβάλει στον θάνατο του γιου των προσφευγόντων. Ωστόσο, σημειώνει ότι το εθνικό ρυθμιστικό πλαίσιο δεν περιέχει ειδικές διαδικασίες που να διασφαλίζουν την προστασία των θυμάτων κακοποίησης, ψυχολογικού εκφοβισμού ή άλλων μορφών κακομεταχείρισης στις ένοπλες δυνάμεις.

Για να διαπιστωθεί ωστόσο παραβίαση και να θεμελιωθεί ευθύνη της Ρωσίας, πρέπει περαιτέρω, το κενό στη νομοθεσία να λειτούργησε σε βάρος του γιου των προσφευγόντων. Η διοίκηση του στρατού είχε μεν λάβει κάποια μέτρα για την προστασία του στρατιώτη από τις επιθετικές συμπεριφορές των συστρατιωτών του, ωστόσο, οι προσφεύγοντες υποστήριξαν (και η κυβέρνηση δεν διαφώνησε) ότι οι στρατιωτικοί που καταγγέλλουν τυχόν περιστατικά βίας ή άλλης κακοποιητικής συμπεριφοράς διατρέχουν υψηλό κίνδυνο αυτοκτονίας. Μάλιστα, το ίδιο το εναγόμενο κράτος είχε αποδείξει- βάσει στατιστικών που είχε στη διάθεσή του- ότι οι παραβιάσεις των κανόνων που διέπουν τις σχέσεις μεταξύ στρατιωτικών ήταν ένας από τους παράγοντες που αυξάνουν τον κίνδυνο αυτοχειρίας. Σύμφωνα με την κρίση του Δικαστηρίου, κάθε επικαλούμενος κίνδυνος για τη ζωή δεν συνεπάγεται και απαίτηση κατά της αρχής για λήψη μέτρων αποτροπής αυτού του κινδύνου, γεγονός που κρίνεται κατά περίπτωση.[2]

Τελικά, το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη την προτροπή του Συμβουλίου της Ευρώπης προς τα κράτη- μέλη να εξασφαλίσουν πραγματική προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των μελών των ενόπλων δυνάμεων, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι κρατικές αρχές γνώριζαν το ζήτημα της κακομεταχείρισης και των υφιστάμενων κινδύνων. Ειδικότερα, οι αρχές, γνώριζαν αναμφίβολα ότι ο γιος των προσφευγόντων είχε καταθέσει ως θύμα σε ποινική υπόθεση εναντίον συστρατιώτη του, όπως και τον εκφοβισμό που δεχόταν από άλλους στρατιώτες. Κατά συνέπεια, γνώριζαν, ή τουλάχιστον όφειλαν να γνωρίζουν ότι ο συγκεκριμένος στρατιώτης ανήκε στην κατηγορία των ευάλωτων στρατιωτών με υψηλό κίνδυνο αυτοκτονίας και, παρ’ όλα αυτά δεν έλαβαν κατάλληλα και επαρκή μέτρα. Η μόνη αντίδραση των αρχών ήταν η εξουσιοδότηση για τη μεταφορά του σε άλλη μονάδα. Ωστόσο, ακόμη κι αυτές οι μεταθέσεις αποδείχθηκαν ελλιπείς, καθώς δεν μπορούσαν να εξασφαλίσουν τον διαχωρισμό του Πτε. Υ από όσους γνώριζαν την εμπλοκή του στην ποινική υπόθεση κατά του συστρατιώτη του, ενώ δεν του είχε παρασχεθεί και η κατάλληλη ψυχολογική υποστήριξη.

Αν και το Δικαστήριο δεν μπορεί να συμπεράνει με βεβαιότητα ότι τα πράγματα θα είχαν εξελιχθεί διαφορετικά, αν οι αρχές είχαν ενεργήσει πιο υπεύθυνα, σημειώνει ότι αυτό που έχει σημασία για την ανάληψη ευθύνης του κράτους είναι ότι τα εύλογα μέτρα που δεν έλαβαν οι εγχώριες αρχές θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε πραγματική προοπτική αλλαγής του αποτελέσματος, ή μετριασμού της ζημίας.[3] Επομένως, διαπιστώνει ότι το κράτος δεν συμμορφώθηκε με την υποχρέωσή του βάσει του άρθρου 2 της Σύμβασης να λάβει τα κατάλληλα μέτρα για τη διασφάλιση της ζωής του γιου των προσφευγόντων.

Περαιτέρω, αναφορικά με τη διενεργηθείσα έρευνα των συνθηκών θανάτου του Πτε. Υ., το Δικαστήριο επισημαίνει ότι οι αιτούντες, απέκτησαν πρόσβαση στο υλικό της δικογραφίας μόνο σε μεταγενέστερο στάδιο της δικαστικής διαδικασίας, αφού είχε ολοκληρωθεί το στάδιο της ανάκρισης. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι αρχές δεν συμμορφώθηκαν με την απαίτηση του δημοσίου ελέγχου, ούτε και διερεύνησαν διεξοδικά όλες τις συνθήκες θανάτου του Πτε. Υ.

Ως προς την παραβίαση ή μη του άρθρου 3 της Σύμβασης, το Δικαστήριο σημειώνει ότι, για να εμπίπτει η κακομεταχείριση στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 3 της Σύμβασης, πρέπει αυτή να έχει έναν βαθμό σοβαρότητας και συνήθως να περιλαμβάνει πραγματικό σωματικό τραυματισμό ή έντονο σωματικό ή ψυχικό πόνο. Ωστόσο, ακόμη και ελλείψει αυτών των πτυχών, μεταχείριση που ταπεινώνει ή υποβιβάζει ένα άτομο, δείχνοντας έλλειψη σεβασμού ή μειώνοντας την αξιοπρέπειά του ή που προκαλεί συναισθήματα φόβου, αγωνίας ή κατωτερότητας ικανά να κάμψουν την ηθική και σωματική αντίσταση αυτού, μπορεί επίσης να εμπίπτει στην απαγόρευση που ορίζεται στο άρθρο 3.[4] Εν προκειμένω, η πρόκληση σωματικού πόνου και σωματικής βλάβης, όπως και ο φόβος για μελλοντικές κακοποιητικές συμπεριφορές, υποδηλώνει την υπέρβαση του ορίου σοβαρότητας που απαιτεί το άρθρο 3 της Σύμβασης.

Οι υποχρεώσεις του κράτους, οι οποίες απορρέουν από το παραπάνω άρθρο, περιλαμβάνουν την υποχρέωση να θέσουν σε εφαρμογή ένα νομοθετικό και ρυθμιστικό πλαίσιο προστασίας, να λάβουν ειδικά μέτρα για την προστασία συγκεκριμένων ευάλωτων ομάδων, και να διεξάγουν αποτελεσματική έρευνα σε αμφισβητούμενες περιπτώσεις τέτοιας κακομεταχείρισης. Στην παρούσα υπόθεση, το Δικαστήριο διαπίστωσε την παραβίαση του άρθρου 3 της Σύμβασης, δεδομένου ότι: ο γιος των προσφευγόντων αντιμετώπιζε εκβιαστικές και βίαιες συμπεριφορές, χωρίς οι αρμόδιες αρχές να λάβουν επαρκή και αποτελεσματικά μέτρα για την προστασία του, υπήρχε απουσία ειδικών μηχανισμών και διαδικασιών διασφάλισης της προστασίας των θυμάτων. Και από διαδικαστική άποψη, θεμελιώνεται παραβίαση της υποχρέωσης της κυβέρνησης να διεξάγει αποτελεσματική, επίσημη έρευνα. Μάλιστα, σε άλλη υπόθεση το Δικαστήριο επεσήμανε ότι, η έρευνα σχετικά με σοβαρές καταγγελίες για κακομεταχείριση πρέπει να είναι ενδελεχής, πράγμα που σημαίνει ότι οι αρχές πρέπει πάντα να κάνουν μια σοβαρή προσπάθεια για να διαπιστώσουν τι συνέβη και δεν πρέπει να βασίζονται σε βιαστικά ή αβάσιμα συμπεράσματα ως βάση των αποφάσεών τους ή για να κλείσουν την έρευνά τους. Πρέπει να λάβουν όλα τα εύλογα μέτρα, για να συγκεντρώσουν τα αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με το περιστατικό, συμπεριλαμβανομένων, μεταξύ άλλων, μαρτυριών αυτοπτών μαρτύρων, ιατροδικαστικών στοιχείων κ.λπ.[5]

Συνοψίζοντας, το Δικαστήριο έκρινε ότι υπήρξε παραβίαση των άρθρων 3 και 4 της ΕΣΔΑ, εκ μέρους του ρωσικού κράτους, ενώ επιδίκασε και αποζημίωση για ηθική βλάβη των προσφευγόντων.


Άρθρο 2 ΕΣΔΑ:

Το άρθρο 2 της ΕΣΔΑ, προστατεύει το δικαίωμα στη ζωή.[6] Αναμφίβολα αναγνωρίζεται ως μια από τις θεμελιωδέστερες διατάξεις της Σύμβασης, μέσω της οποίας κατοχυρώνεται μια από τις βασικές αξίες των δημοκρατικών κρατών που είναι συμβαλλόμενα μέρη στη συγκεκριμένη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης. Στο συγκεκριμένο άρθρο προβλέπονται υποχρεώσεις των κρατών για την προστασία των πολιτών, ενώ εμπεριέχεται η προστασία από αυτοτραυματισμό, ατυχήματα και θανατηφόρα χρήση βίας.

Ειδικά ως προς την προστασία της ζωής στο πλαίσιο κινδύνου αυτοτραυματισμού, νομολογιακά έχει κριθεί ότι απορρέει υποχρέωση για τα κράτη- μέρη να λαμβάνουν προληπτικά μέτρα σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, όταν κρίνεται ότι τα άτομα βρίσκονται σε ευάλωτη θέση. Την τελευταία δεκαετία, έχουν απασχολήσει το δικαστήριο περιπτώσεις κρατουμένων, πολιτών που στρατεύονται, και προκύπτει ευθύνη των κρατικών αρχών όταν εξακριβώνεται ότι το κράτος γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει την ύπαρξη πραγματικού και άμεσου κινδύνου για τη ζωή ενός ατόμου.[7]

Στην προκειμένη περίπτωση, το Δικαστήριο ακολούθησε με συνέπεια την προϋπάρχουσα νομολογία, αναγνωρίζοντας ευθύνη του ρωσικού κράτους για τον θάνατο του στρατιώτη. Δεδομένου ότι διακυβεύεται το σημαντικότερο ανθρώπινο δικαίωμα, δεν νοούνται παρεκκλίσεις από την προστασία του, η οποία οφείλει να είναι κατά το δυνατόν πληρέστερη και πιο αποτελεσματική.


Άρθρο 3 ΕΣΔΑ:

Το άρθρο 3, κατοχυρώνει την απαγόρευση των βασανιστηρίων. Η απαγόρευση της απάνθρωπης ή ταπεινωτικής μεταχείρισης ή τιμωρίας συνδέεται στενά με τον σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Η εν λόγω απαγόρευση είναι απόλυτη, δεν επιτρέπεται καμία παρέκκλιση από αυτήν σύμφωνα με το άρθρο 15 § 2 ακόμη και σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης ή στις πιο δύσκολες συνθήκες, όπως είναι η καταπολέμηση της τρομοκρατίας και του οργανωμένου εγκλήματος ή εισροή των μεταναστών και των αιτούντων άσυλο, ανεξάρτητα από τη συμπεριφορά του ενδιαφερομένου. Έτσι, η συγκεκριμένη διάταξη επιβάλει πρωτίστως την αρνητική υποχρέωση στα κράτη να απέχουν από την πρόκληση σοβαρής βλάβης σε πρόσωπα εντός της δικαιοδοσίας τους, ενώ παράλληλα θεμελιώνεται και μια σειρά θετικών υποχρεώσεων προστασίας.[8]

Όπως προαναφέρθηκε, το Δικαστήριο στη συγκεκριμένη υπόθεση διαπίστωσε την παραβίαση του άρθρου 3 από το ρωσικό κράτος, και πάλι λόγω μη λήψης κατάλληλων και επαρκών μέτρων εκ μέρους των ρωσικών αρχών.


Σχόλια- Συμπεράσματα:

Στην παραπάνω απόφαση, το κύριο ζήτημα που εξετάστηκε αφορούσε μια πράξη αυτοχειρίας, η οποία, ως πράξη αυτοπροσβολής, είναι κατ’ αρχήν ποινικά αδιάφορη. Εντούτοις, το Δικαστήριο βρέθηκε αντιμέτωπο με την έρευνα των συνθηκών, των αιτίων και των παραγόντων που οδήγησαν στον θάνατο του στρατιώτη.

Σε κάθε περίπτωση, το Δικαστήριο κλήθηκε να εξετάσει την εφαρμογή δύο εξαιρετικά κρίσιμων άρθρων της ΕΣΔΑ, που αφορούν στη ζωή και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Όταν θίγονται τέτοιας βαρύτητας δικαιώματα, το δικαστήριο οφείλει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικό, να αποδίδει τις ανάλογες ευθύνες στους υπαιτίους, προκειμένου να μην θίγεται ο πυρήνας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ειδικά όταν γίνεται λόγος για τις συνθήκες διαβίωσης στο στρατό. Εάν το Δικαστήριο κατέληγε σε διαφορετική κρίση, απαλλάσσοντας το κράτος από πιθανές ευθύνες για τον θάνατο του γιου των προσφευγόντων, πιθανότατα θα εγείρονταν αντιρρήσεις και αντιδράσεις σχετικά με την αξία που εμπράκτως αποδίδεται στο αγαθό της ζωής και της ασφάλειας των ατόμων εν γένει. Έτσι, με την εν λόγω, πρόσφατη, απόφαση, το Δικαστήριο υπενθυμίζει στα κράτη- μέρη της Σύμβασης τις υποχρεώσεις τους να προστατεύουν με κάθε πρόσφορο και δυνατό μέτρο τα δικαιώματα των πολιτών.



Κατερίνα Παπάζογλου

Τριτοετής φοιτήτρια Νομικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης

Μέλος της ομάδας Σχολιασμού Δικαστικών Αποφάσεων του The Law Project



 

[1] Filippovy κατά Ρωσίας, αρ. 19355/09, 22 Μαρτίου 2022, διαθέσιμη στο: https://hudoc.echr.coe.int/eng#{%22tabview%22:[%22document%22],%22itemid%22:[%22001-216628%22]} [2]Malik Babayev κατά Αζερμπαϊτζάν, αρ. 30500/11, § 66, 1 Ιουνίου 2017, διαθέσιμη στο: https://hudoc.echr.coe.int/fre#{%22itemid%22:[%22001-158612%22]} [3]Bljakaj και λοιποί κατά Κροατίας, αρ.41295/19, § 124, 25 Νοεμβρίου 2021, διαθέσιμη στο: https://hudoc.echr.coe.int/fre#%7B%22tabview%22:[%22document%22],%22itemid%22:[%22001-213855%22]%7D [4]Bouyid κατά Βελγίου, αρ. 23380/09, §§ 86-87, 28 Σεπτεμβρίου 2015, διαθέσιμη στο: https://hudoc.echr.coe.int/fre#%7B%22itemid%22:[%22001-157670%22]%7D [5]Chamber κατά Ρωσίας, αρ. 7188/03, § 61, 2008. [6]Αναλυτικά το κείμενο της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, διαθέσιμο στο: https://www.echr.coe.int/documents/convention_ell.pdf [7]Guide on Article 2 of the European Convention on Human Rights- Right to life, Updated on 31 August 2022, διαθέσιμο στο: https://www.echr.coe.int/Documents/Guide_Art_2_ENG.pdf [8] Guide on Article 14 of the European Convention on Human Rights and on Article 1 of Protocol No. 12 to the Convention, Prohibition of Discrimination, 31 August 2022, διαθέσιμο στο: https://www.echr.coe.int/Documents/Guide_Art_14_Art_1_Protocol_12_ENG.pdf

44 views0 comments
bottom of page