top of page
Writer's picturethelawproject

Υπόθεση Avanesyan κατά Αρμενίας: Η προστασία του δικαιώματος στην ελευθερία σκέψης, συνείδησης...

Της Χρυσάφη Ελένης


Υπόθεση Avanesyan κατά Αρμενίας: Η προστασία του δικαιώματος στην ελευθερία σκέψης, συνείδησης και θρησκείας.


(ΕΔΔΑ 12999/15 – Avanesyan v. Armenia)



 

Το δικαίωμα στην ελευθερία σκέψης συνείδησης και θρησκείας αποτελεί θεμέλιο της δημοκρατικής κοινωνίας και ζωτικό στοιχείο της προσωπικής ταυτότητας όλων των πολιτών.


Τι εμπίπτει στο δικαίωμα αντίρρησης συνείδησης;


Αποτελεί η άρνηση έκτισης στρατιωτικής θητείας έκφανση αυτού του δικαιώματος;


Τίθεται ζήτημα στάθμισης ατομικών ελευθεριών και γενικού κοινωνικού συμφέροντος γύρω από το θέμα αυτό;

 

Τα πραγματικά περιστατικά


Στις 12 Μαΐου 2015, ο Artur Avanesyan κατέθεσε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) προσφυγή κατά της Αρμενίας επικαλούμενος την παραβίαση του άρθρου 9 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Ο προσφεύγων γεννήθηκε το 1995 στην περιοχή Ασκεράν του Ναγκόρνο Καραμπάχ (NKR) και είναι υπήκοος της Αρμενίας από το 2012. Στις 29 Ιανουαρίου 2014, κλήθηκε να εκπληρώσει την υποχρεωτική στρατιωτική θητεία του από το στρατιωτικό επιμελητήριο του Ασκεράν την οποία αρνήθηκε να εκτελέσει λόγω των θρησκευτικών του πεποιθήσεων. Ειδικότερα, ισχυρίστηκε ότι ως μάρτυρας του Ιεχωβά, η συνείδησή του δεν του επιτρέπει να υπηρετήσει στον στρατό. Αντίθετα, ζήτησε να εκτελέσει εναλλακτική πολιτική θητεία στην Αρμενία όπου και μετακόμισε στις 30 Ιανουαρίου 2014. Στις 13 Φεβρουαρίου 2014, ο προσφεύγων κατέθεσε αίτηση για εναλλακτική πολιτική θητεία στο στρατιωτικό επιμελητήριο του Μασίς, η οποία δεν πρόλαβε να ελεγχθεί καθώς στις 17 Φεβρουαρίου η εισαγγελία του Ασκεράν του άσκησε ποινική δίωξη για παραβίαση του άρθρου 347 § 1 του Ποινικού Κώδικα του «NKR» σχετικά με την ανυποταξία. Καθώς ο προσφεύγων δεν προσήλθε για ανάκριση στις αρχές, ανακηρύχτηκε καταζητούμενος και του απαγγέλθηκαν κατηγορίες για την προαναφερόμενη παραβίαση. Στις 14 Ιουλίου 2014, ο προσφεύγων προσήλθε στο αστυνομικό τμήμα «Kentron» του Ερεβάν όπου συνελήφθη και παρεδόθη στις αστυνομικές αρχές του «ΝΚR» για να προφυλακιστεί μέχρι τη δίκη. Το «Πρωτοδικείο Γενικής Δικαιοδοσίας του NKR», έκρινε τον προσφεύγοντα ένοχο για άρνηση στράτευσης και τον καταδίκασε σε φυλάκιση 2 ετών και 6 μηνών. Παρόλο που ο προσφεύγων άσκησε και έφεση και αναίρεση, και οι δύο απορρίφθηκαν από τα αρμόδια δικαστήρια με την αιτιολογία ότι ο νόμος της Αρμενίας για εναλλακτική πολιτική θητεία δεν εφαρμόζεται στην εδαφική επικράτεια του «NKR»[1].



Αναφυόμενα νομικά ζητήματα


Ο προσφεύγων, επικαλέστηκε το άρθρο 9 της ΕΣΔΑ το οποίο ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι «παν πρόσωπον δικαιούται εις την ελευθερίαν σκέψεως, συνειδήσεως και θρησκείας», καθώς και ότι «η ελευθερία εκδηλώσεως της θρησκείας ή των πεποιθήσεων δεν επιτρέπεται να αποτελέση αντικείμενον ετέρων περιορισμών πέραν των προβλεπομένων υπό του νόμου και αποτελούντων αναγκαία μέτρα, εν δημοκρατική κοινωνία». Επομένως τα νομικά ζητήματα που προέκυψαν κατά την εκδίκαση της υπόθεσης είναι δύο: το πρώτο σχετίζεται με το κατά πόσο η άρνηση στράτευσης αποτελεί έκφανση της εκδήλωσης των θρησκευτικών πεποιθήσεων του προσφεύγοντος, οπότε και θεμελιώνεται το δικαίωμα αντίρρησης συνείδησης σε μία επιβαρυντική περίσταση, όπως η υποχρεωτική στρατιωτική θητεία. Παρόλα αυτά, το άρθρο 9 στην δεύτερη παράγραφό του ορίζει ότι είναι θεμιτός ο περιορισμός του σχετικού δικαιώματος εφόσον αυτός προβλέπεται από τον νόμο, υπηρετεί έναν ή περισσότερους από τους νόμιμους σκοπούς που αναγράφονται στο άρθρο και είναι αναγκαίος σε μία δημοκρατική κοινωνία. Κρίσιμο επομένως είναι και το αν η σύλληψη και η καταδίκη του προσφεύγοντος από τις αρχές του «ΝΚR» εμπίπτει στο άρθρο 9 § 2. Το δεύτερο νομικό ζήτημα που προκύπτει, είναι το κατά πόσο το κράτος της Αρμενίας έχει δικαιοδοσία, σύμφωνα με το άρθρο 1 της Σύμβασης, στην εδαφική επικράτεια του «ΝΚR» και επομένως θεμελιώνεται τόσο η υπευθυνότητα της Κυβέρνησης για τις πράξεις ή παραλείψεις των αρχών του «ΝΚR» όσο και η υποχρέωσή της στον τομέα αυτό για διαφύλαξη των δικαιωμάτων και των ελευθεριών που προβλέπονται στην ΕΣΔΑ.



Το ζήτημα της εξωεδαφικής δικαιοδοσίας της Αρμενίας


Ο προσφεύγων, ισχυρίστηκε ότι η τυχόν απαλλαγή της Αρμενίας από την ευθύνη για τις πράξεις των αρχών του «ΝΚR» έρχεται σε αντίθεση με παλαιότερη νομολογία του δικαστηρίου. Πιο συγκεκριμένα, στις αποφάσεις «Chiragov και Άλλοι κατά Αρμενίας»[2] και «Zalyan και Άλλοι κατά Αρμενίας», βρίσκεται το νομολογιακό έρεισμα στο οποίο θεμελιώνεται το επιχείρημα ότι η Αρμενία ασκεί αποτελεσματικό έλεγχο επί του Ναγκόρνο Καραμπάχ. Το στοιχείο αυτό, αποτελεί το κριτήριο για τη διαπίστωση της εξωεδαφικής δικαιοδοσίας και επομένως της ευθύνης για προστασία όλων των ουσιαστικών δικαιωμάτων που τυποποιεί η ΕΣΔΑ. Μάλιστα, η ευθύνη αυτή εκτείνεται και στην περίπτωση που η παραβατική πράξη καταλογίζεται στις τοπικές αρχές και δεν μπορεί να αποδοθεί άμεσα στις δυνάμεις κατοχής του κράτους μέλους. Αν ίσχυε το αντίθετο και δεν μπορούσε να θεμελιωθεί η εξωεδαφική εφαρμογή της ΕΣΔΑ, αυτό θα σήμαινε ότι το δικαστήριο αναγνωρίζει το «ΝΚR» ως ανεξάρτητο κράτος.

Από την άλλη πλευρά, η Αρμενία πρόβαλε τον ισχυρισμό ότι η πρότερη νομολογία του δικαστηρίου σχετικά με την εξωεδαφική δικαιοδοσία της δεν μπορεί να εφαρμόζεται αυτόματα σε όλες τις μελλοντικές υποθέσεις. Ειδικότερα υποστήριξε ότι η μόνη υποχρέωση που προκύπτει, δεδομένου της πολιτικής, οικονομικής και στρατιωτικής βοήθειας που η Αρμενία παρέχει στο «ΝΚR», είναι αυτή της άσκησης πίεσης στις τοπικές αρχές με σκοπό την αποτροπή παραβίασης κανόνων του διεθνούς δικαίου. Επιπλέον, διέτεινε ότι εφόσον οι αρχές του «ΝΚR» δεν αποτελούν κρατικά όργανα της Αρμενίας, η απόδοση ευθυνών στην Κυβέρνηση για τις πράξεις των αρχών αυτών αντιβαίνει στην αρχή της διεθνούς ευθύνης των κρατών. Τέλος, η προαναφερόμενη υποχρέωση της Αρμενίας στοιχειοθετείται μόνο αν η φύση της παραβίασης ήταν συστηματική και επαναλαμβανόμενη ώστε να δώσει στις κρατικές αρχές τον απαιτούμενο χρόνο να παρέμβουν, κάτι που στην περίπτωση του προσφεύγοντος δεν ίσχυε.



Η κρίση του δικαστηρίου


Αρχικά, είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι η θεμελίωση ευθύνης του κράτους για διεθνή αδικοπραξία δεν συμπίπτει με τη θεμελίωση ύπαρξης δικαιοδοσίας, όπως την ορίζει το άρθρο 1 της Σύμβασης. Η δικαιοδοσία είναι η προϋπόθεση που μπορεί να στοιχειοθετήσει ευθύνη του κράτους αναφορικά με πράξεις ή παραλείψεις που αποδίδονται σε αυτό και από τις οποίες απορρέουν παραβιάσεις των δικαιωμάτων της Σύμβασης. Το δικαστήριο, ερμηνεύοντας την έννοια της δικαιοδοσίας, επισήμανε ότι αυτή είναι κυρίως εδαφική. Παρόλα αυτά, το δικαστήριο έχει αναγνωρίσει ορισμένες περιστάσεις όπου η δικαιοδοσία μπορεί να λάβει και εξωεδαφική μορφή. Μία από αυτές τις περιστάσεις είναι η άσκηση αποτελεσματικού ελέγχου στην εξωτερική εδαφική επικράτεια από το κράτος μέλος. Ο αποτελεσματικός έλεγχος μπορεί να ασκείται είτε απευθείας μέσω τον στρατιωτικών δυνάμεων του κράτους είτε με την λειτουργία υφιστάμενων αρχών τοπικής αυτοδιοίκησης. Από τον έλεγχο αυτό, απορρέει και η υποχρέωση για διαφύλαξη και προστασία των δικαιωμάτων της Σύμβασης. Έτσι το δικαστήριο, βασιζόμενο και σε πρότερες κρίσεις του, διαπίστωσε ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο της υπόθεσης η Αρμενία ασκούσε αποτελεσματικό έλεγχο στο «ΝΚR» και επομένως θεμελιώνεται η δικαιοδοσία της σχετικά με τα πραγματικά περιστατικά τα οποία καταγγέλλει ο προσφεύγων.



Παραβίαση του δικαιώματος στην ελευθερία σκέψης, συνείδησης και θρησκείας (άρθρο 9 ΕΣΔΑ)


Ο προσφεύγων, ισχυρίστηκε ότι η άρνηση στράτευσης αποτελεί εκδήλωση των θρησκευτικών του πεποιθήσεων, τις οποίες η Αρμενία δεν αμφισβήτησε και κατ’ επέκταση δεν αποτέλεσαν αντικείμενο ελέγχου από το δικαστήριο. Επομένως, η σύλληψη και η καταδίκη του προσφεύγοντος συνιστούν παρεμβάσεις στα δικαιώματα που εγγυάται το άρθρο 9 § 1. Σύμφωνα όμως με την δεύτερη παράγραφο του ίδιου άρθρου, μία τέτοια παρέμβαση θα ήταν νόμιμη αν προβλεπόταν από τον νόμο, εξυπηρετούσε κάποιον από τους νόμιμους σκοπούς που αναφέρονται στην παράγραφο και είναι αναγκαία σε μία δημοκρατική κοινωνία.

Οι αντίδικοι, διαφωνούσαν στο κατά πόσο η παρέμβαση αυτή εξυπηρετεί κάποιο νόμιμο σκοπό. Παρόλα αυτά, το δικαστήριο έκρινε ότι δεν είναι απαραίτητο να διαπιστωθεί κάτι τέτοιο, έχοντας υπόψη τα επιχειρήματα που θα αναλυθούν παρακάτω σχετικά με την αναγκαιότητα μίας τέτοιας παρέμβασης σε μια δημοκρατική κοινωνία[3].


Πιο συγκεκριμένα, είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι η ελευθερία σκέψης, συνείδησης και θρησκείας αποτελεί έναν από τους βασικούς πυλώνες του δημοκρατικού πολιτεύματος σύμφωνα με την Σύμβαση. Ειδικά η εκδήλωση των θρησκευτικών πεποιθήσεων αποτελεί συστατικό στοιχείο της ταυτότητας των πιστών, καθώς σχετίζεται άμεσα με την αντίληψή τους για την έννοια της ζωής και την ανάπτυξη της προσωπικότητάς τους. Επομένως, αυτή η εκδήλωση θα πρέπει να μπορεί να γίνεται ελεύθερα, δημόσια ή ακόμα και ιδιωτικά. Σύμφωνα με τη νομολογία, το δικαστήριο δίνει στα κράτη μέλη περιθώριο ώστε να αποφασίσουν την αναγκαιότητα πιθανής παρέμβασης στο προαναφερόμενο δικαίωμα. Το ζήτημα είναι το κατά πόσο αυτή η παρέμβαση είναι δικαιολογημένη και αναλογική. Όσον αφορά την υποχρεωτική στρατιωτική θητεία, καθίσταται σαφές ότι τα κράτη μέλη που δεν έχουν θεσπίσει εναλλακτικές λύσεις, ώστε να αποφευχθεί η σύγκρουση μεταξύ προσωπικών πεποιθήσεων και στρατιωτικών υποχρεώσεων, απολαμβάνουν μικρό περιθώριο παρεμβάσεων στο δικαίωμα του άρθρου 9 και υποχρεούνται να αιτιολογήσουν πειστικά και εμπεριστατωμένα την ύπαρξη επιτακτικής κοινωνικής ανάγκης για αυτές τις παρεμβάσεις. Και αυτό γιατί, η υποχρεωτική στρατιωτική θητεία από τη φύση της αποτελεί μια επιβαρυντική συνθήκη η οποία δυνητικά επιφέρει σοβαρές επιπτώσεις στους αντιρρησίες συνείδησης. Επομένως, κρίνεται απαραίτητη η θέσπιση απαλλαγών από την προαναφερόμενη υποχρέωση, προκειμένου να γίνει μία δίκαιη στάθμιση μεταξύ ατομικού και κοινωνικού συμφέροντος[4].


Στη συγκεκριμένη υπόθεση ο προσφεύγων, ως μάρτυρας του Ιεχωβά, ζήτησε απαλλαγή από την υποχρεωτική στρατιωτική θητεία όχι για την εκπλήρωση προσωπικών του συμφερόντων αλλά λόγω της θρησκευτικής του συνείδησης, κάτι το οποίο δεν αμφισβητήθηκε από τα 2 μέρη. Στη συνέχεια ο προσφεύγων κατέθεσε αίτηση για εναλλακτική πολιτική θητεία η οποία ήταν νόμιμη στην Αρμενία κατά τον κρίσιμο χρόνο της υπόθεσης. Ο προσφεύγων όμως, δεν επωφελήθηκε ποτέ από αυτήν την δυνατότητα, καθώς θεωρήθηκε εσφαλμένα πολίτης του «ΝΚR», όπου και το δικαίωμα αντίρρησης συνείδησης δεν αναγνωρίζεται. Τελικά, όμως αποδείχθηκε από το φάκελο της υπόθεσης ότι ο προσφεύγων ήταν υπήκοος της Αρμενίας από το 2012, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να δικαιολογηθεί από την Κυβέρνηση η παρεμπόδιση στην άσκηση του δικαιώματος αντίρρησης συνείδησης το οποίο αναγνωρίζεται στην αρμενική έννομη τάξη. Κρίσιμο είναι όμως να αναφέρουμε ότι ακόμα και αν ο προσφεύγων ήταν πολίτης του «ΝΚR», με βάση τα επιχειρήματα που αναλύθηκαν παραπάνω σχετικά με την εξωεδαφική δικαιοδοσία, η Αρμενία θα συνέχιζε να έχει υποχρέωση για διαφύλαξη των δικαιωμάτων και των ελευθεριών που εγγυάται η Σύμβαση και θα ήταν και πάλι υπεύθυνη για πράξεις ή παραλείψεις των αρχών του «ΝΚR» που συνιστούν παραβίαση αυτής. Επομένως, το επιχείρημα ότι ο Εναλλακτικός Νόμος Στρατιωτικής Θητείας δεν εφαρμόζεται στην επικράτεια του «ΝΚR», δεν είναι βάσιμο στη συγκεκριμένη υπόθεση. Με βάση όλα όσα αναφέρθηκαν παραπάνω κρίνεται ότι, το γεγονός πως ο προσφεύγων παρεμποδίστηκε να εκτίσει εναλλακτική πολιτική θητεία και αντί αυτού υπέστη ποινικές κυρώσεις λόγω της άρνησής του για υποχρεωτική στράτευση δεν συνιστά αναγκαία παρέμβαση σε μία δημοκρατική κοινωνία, όπως την ορίζει το άρθρο 9 § 2. Κατά συνέπεια, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 9 και επιδίκασε στον προσφεύγοντα το ποσό των 9000 ευρώ για ηθική βλάβη και το ποσό των 1.500 ευρώ για έξοδα και δαπάνες.



Επίλογος


Συμπερασματικά, η παραπάνω απόφαση υπήρξε σύμφωνη με την προηγούμενη νομολογία του ΕΔΔΑ σε παρόμοιες υποθέσεις. Πράγματι η εξωεδαφική δικαιοδοσία της Αρμενίας ερείδεται στο γεγονός ότι ασκεί αποτελεσματικό έλεγχο στην περιοχή του Ναγκόρνο Καραμπάχ. Ο αποτελεσματικός έλεγχος στοιχειοθετείται από την παρουσία των στρατιωτικών δυνάμεων της Αρμενίας αλλά και την οικονομική, πολιτική, νομική και διακυβερνητική επιρροή που αυτή ασκούσε στην περιοχή κατά τον κρίσιμο χρόνο της υπόθεσης. Έτσι, θεμελιώνεται και η υποχρέωση της Αρμενίας να προστατεύει τα δικαιώματα του προσφεύγοντος που απορρέουν από την Σύμβαση, τα οποία σαφώς παραβιάστηκαν από τις αστυνομικές και δικαστικές αρχές του «ΝΚR», λόγω της σύλληψης και καταδίκης του.


 

[1]Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (2021) Case of Avanesyan v. Armenia. 20 Ιουλίου: διαθέσιμη εδώ [2]Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (2015) Chiragov and Others v. Armenia. 15 Ιουνίου: διαθέσιμη εδώ [3]Merilin Kiviorg, “Religious Autonomy in the ECHR”, ACADEMIA, 2009: διαθέσιμο εδώ [4]Katayoun Alidadi, “Reasonable Accommodations for Religion and Belief: Adding Value to Article 9 ECHR and the European Union’s Anti-Discrimination Approach to Employment?”, European Law Review Issue 6, 2012: διαθέσιμο εδώ


 

Βιβλιογραφία

Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (2021) Case of Avanesyan v. Armenia. 20 Ιουλίου: διαθέσιμη εδώ

Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (2015) Chiragov and Others v. Armenia. 15 Ιουνίου: διαθέσιμη εδώ

Katayoun Alidadi, “Reasonable Accommodations for Religion and Belief: Adding Value to Article 9 ECHR and the European Union’s Anti-Discrimination Approach to Employment?”, European Law Review Issue 6, 2012: διαθέσιμο εδώ

Merilin Kiviorg, “Religious Autonomy in the ECHR”, ACADEMIA, 2009: διαθέσιμο εδώ


Χρυσάφη Ελένη,

Τριτοετής φοιτήτρια της Νομικής Σχολής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης,

Μέλος της ομάδας σχολιασμού δικαστικών αποφάσεων του «The Law Project»


55 views0 comments

Comments


bottom of page