top of page

Υποθέσεις C-609/17 και C-610/17: Άδειες μετ’ αποδοχών και μεταφορά αυτών σύμφωνα με το ΔΕΕ

Της Σερδάρη Μαρίας


Συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-609/17 και C-610/17: Άδειες μετ’ αποδοχών και μεταφορά αυτών σύμφωνα με το ΔΕΕ



 

Με τις υπό σχολιασμό συνεκδικαζόμενες υποθέσεις το ΔΕΕ θέτει το ζήτημα της κοινωνικής πολιτικής στις εθνικές νομοθεσίες μέσω του δικαιώματος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών διαρκείας τουλάχιστον τεσσάρων εβδομάδων καθώς και τη μεταφορά αυτών των ημερών αδείας λόγω ανικανότητας των εργαζομένων. Αναφερόμενο επίσης, στο άρθρο 31 παράγραφος 2 του ΧΘΔΕΕ και σε ορισμένες Οδηγίες καταλήγει στο αν και πότε εφαρμόζεται το Δίκαιο της ΕΕ και πότε οι εθνικές νομοθεσίες.

 


ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ

Στην πρώτη εκ των συνεκδικαζόμενων υποθέσεων (C-609/17), μια εργαζόμενη της FimlabLaboratoriotOy, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, δικαιούνταν ετήσια άδεια σαράντα δύο (42) εργάσιμων ημερών, ήτοι επτά (7) εβδομάδων έως 31/03/2015. Η εν λόγω εργαζόμενη, έλαβε έξι ημέρες ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών για την περίοδο από 7/09/2015 – 13/09/2015. Εν συνεχεία, ενημέρωσε την εταιρεία στις 10/08/2015 ότι θα λάβει αναρρωτική άδεια από 02/09/2015 – 23/09/2015 και ζήτησε να μεταφερθεί η ετήσια άδειά της. Ωστόσο, η εταιρεία μετέφερε μόνο δύο (2) μέρες της άδειας που έπρεπε να λάβει η ενδιαφερομένη δυνάμει του νόμου περί ετήσιας άδειας, αλλά όχι τις υπόλοιπες τέσσερις ημέρες άδειας τις οποίες δικαιούνταν βάσει της συλλογικής σύμβασης του κλάδου της υγείας, στηριζόμενη στις διατάξεις του άρθρου 16 παράγραφοι 1 και 7 της εν λόγω συλλογικής σύμβασης και του άρθρου 25 παράγραφος 1 του νόμου περί ετήσιας άδειας[1]. Η TSN ως αντιπροσωπευτική οργάνωση των εργαζομένων και υπογράφουσα την προαναφερθείσα συλλογική σύμβαση, άσκησε αγωγή αναφέροντας πως η μη μεταφορά της ετήσιας άδειας αντιβαίνει στο άρθρο 7 παράγραφος 1 της οδηγίας 2003/88[2] και στο άρθρο 31 παράγραφος 2 του Χάρτη[3].


Εν συνεχεία στη δεύτερη εκ των συνεκδικαζόμενων υποθέσεων (C-610/17), ένας εργαζόμενος της εταιρείας KemiShippingOy, βάσει της συλλογικής σύμβασης του κλάδου φορτοεκφορτώσεων πλοίων, δικαιούνταν τριάντα (30) εργάσιμες ημέρες άδειας μετ’ αποδοχών, ήτοι πέντε (5) εβδομάδες. Στις 22/08/2016 του χορηγήθηκε αναρρωτική άδεια έξι (6) εργάσιμων ημερών, έως τις 04/09/2016. Τις συγκεκριμένες ημέρες αρνήθηκε η εταιρεία να τις μεταφέρει βάσει του άρθρου 25 παράγραφος 2 του νόμου περί ετήσιας άδειας[4]. Η ΑΚΤ, ούσα αντιπροσωπευτική οργάνωση των εργαζομένων στον κλάδο των φορτοεκφορτώσεων, άσκησε αναγνωριστική αγωγή με αίτημα τη μη εφαρμογή του προαναφερθέντος άρθρου, καθώς αντιβαίνει στο άρθρο 7 παράγραφος 1 της οδηγίας 2003/88 και στο άρθρο 31 παράγραφος 2 του Χάρτη.


Τα προδικαστικά ερωτήματα που ετέθησαν στο ΔΕΕ από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αφορούσαν πρωτίστως στο άρθρο 7 παρ. 1 της Οδηγίας 2003/88 και στην τυχόν απαγόρευση που τίθεται σε εθνική διάταξη, η οποία στερεί από τον εργαζόμενο το δικαίωμά του να μεταφέρει τις ημέρες αναρρωτικής αδείας που έλαβε όταν εκείνες συμπίπτουν με την περίοδο της ετήσιας άδειας. Το επόμενο ερώτημα που τέθηκε, αφορούσε το άρθρο 31 παρ. 2 του Χάρτη και τη φύση των εννόμων αποτελεσμάτων στην εργασιακή σχέση μεταξύ ιδιωτών. Τέλος, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο διερωτήθηκε αν το άρθρο 31 παρ. 2 του Χάρτη υπερισχύει του άρθρου 7 παρ. 1 της Οδηγίας.



ΝΟΜΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ

Αναφορικά με το πρώτο ερώτημα που ετέθη στο ΔΕΕ σχετικά με το άρθρο 7 της Οδηγίας 2003/88/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, το Δικαστήριο αποφάσισε ότι αυτό «δεν αντιτίθεται σε εθνικές νομοθετικές ρυθμίσεις ή σε συλλογικές συμβάσεις που προβλέπουν τη χορήγηση επιπλέον ημερών ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών πέραν της προβλεπόμενης στη διάταξη αυτή ελάχιστης περιόδου τεσσάρων εβδομάδων, αλλά ταυτόχρονα αποκλείουν το ενδεχόμενο μεταφοράς των ημερών αυτών στην περίπτωση ασθένειας.» Το συγκεκριμένο ερώτημα, όπως προεκτίθεται, αφορά στην ερμηνεία του άρθρου 7 παρ. 1 της οδηγίας 2003/88 το οποίο προβλέπει ως ελάχιστη περίοδο ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών στα κράτη μέλη τις τέσσερις εβδομάδες, με δυνατότητα θέσπισης ευνοϊκότερων ρυθμίσεων. Ωστόσο, στη Φινλανδία οι συλλογικές συμβάσεις προβλέπουν συχνά τη χορήγηση ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών μεγαλύτερης διάρκειας σε σχέση με την προβλεπόμενη στον νόμο περί ετήσιας άδειας με τη δυνατότητα μεταφοράς της άδειας ή μέρος αυτής, όταν προκύψει κατά τη διάρκειά της περίπτωση θεραπείας λόγω ασθενείας ή άλλης παρόμοιας περίθαλψης. Βέβαια, η δυνατότητα μεταφοράς αφορά μόνο την ετήσια άδεια που προβλέπεται από το νόμο και όχι την επιπλέον από τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας. Πράγματι το Δικαστήριο, ορθώς παρατήρησε, κατά τη γνώμη της γράφουσας ότι τα κράτη μέλη εξακολουθούν να έχουν τη δυνατότητα να προβλέπουν το δικαίωμα μεταφοράς ή να αρνούνται να το πράξουν και, να καθορίζουν τους όρους της μεταφοράς, υπό την προϋπόθεση ότι το δικαίωμα ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών που απολαύει πραγματικά ο εργαζόμενος, όταν δεν είναι ανίκανος προς εργασία λόγω ασθένειας, ισούται, τουλάχιστον, με την προαναφερθείσα ελάχιστη περίοδο των τεσσάρων εβδομάδων.


Ζήτημα ανακύπτει σε σχέση με τα δύο επόμενα ερωτήματα που αφορούν στο άρθρο 31 του ΧΘΔΕΕ. Καταρχάς, το ΔΕΕ φαίνεται να περιόρισε το προστατευτικό πεδίο του Χάρτη, σε σύγκριση με παλαιότερη νομολογία.


Πιο αναλυτικά, στην υπόθεση Fransson[5] το Δικαστήριο διευρύνει τη δεσμευτικότητα του Χάρτη μέσω μιας διασταλτικής ερμηνείας του άρθρου 51 παρ. 1 εδ. α[6]. Σύμφωνα με αυτό, ένα εθνικό νομοθέτημα πρέπει να ελεγχθεί υπό το φως των θεμελιωδών δικαιωμάτων, επειδή απλώς συνδέεται[7] με το ευρωπαϊκό δίκαιο. Αντιθέτως, η εν λόγω νεότερη νομολογία, φαίνεται να περιορίζει το προστατευτικό πεδίο του Χάρτη. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο αρνήθηκε να ερμηνεύσει το άρθρο 31 παρ. 2 του Χάρτη, αφού κατά τη γνώμη του τα περιστατικά των συνεκδικαζόμενων υποθέσεων δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του. Αυτό συμβαίνει κατά το ΔΕΕ γιατί πρώτον εξαιτίας απλώς και μόνον του γεγονότος ότι ένα μέτρο του εσωτερικού δικαίου εμπίπτει, (όπως εν προκειμένω στον τομέα της κοινωνικής πολιτικής, σύμφωνα με τα άρθρα 4 παρ. 2 και 153 ΣΛΕΕ), σε τομέα στον οποίο η Ένωση διαθέτει αρμοδιότητες, δεν εντάσσεται αυτομάτως στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης και, ως εκ τούτου, δεν συνεπάγεται εφαρμογή του Χάρτη ιδίως όταν απουσιάζει η ρύθμιση μίας συγκεκριμένης πτυχής στον οικείο τομέα. Δεύτερον, το άρθρο 15 της οδηγίας 2003/88, κατά το οποίο αυτή «δεν εμποδίζει» τα κράτη μέλη να εφαρμόζουν ευνοϊκότερες εθνικές διατάξεις για την προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων, δεν παρέχει (στα κράτη μέλη) την ευχέρεια να νομοθετούν δυνάμει του δικαίου της Ένωσης, αλλά αναγνωρίζει απλώς την εξουσία τους να προβλέπουν στο εθνικό δίκαιο ευνοϊκότερες διατάξεις εκτός του πλαισίου του καθεστώτος που θεσπίζει η εν λόγω οδηγία. Τρίτον, η επίμαχη ρύθμιση της συλλογικής σύμβασης εργασίας δεν μπορεί να θίξει ή να περιορίσει την ελάχιστη προστασία που κατοχυρώνει υπέρ των εργαζομένων το άρθρο 7 της οδηγίας[8]. Από τα παραπάνω είναι εμφανής η συσταλτική ερμηνεία του άρθρου 51 παρ. 1 εδ. α, αλλά και η διαφορετική στάση του Δικαστηρίου σε σχέση με υποθέσεις όπως η Fransson. Οι προϋποθέσεις για τη μη εφαρμογή του Χάρτη, όπως τίθενται πλέον στην υπόθεση TSN, είναι η μη ρύθμιση μίας συγκεκριμένης πτυχής ενός τομέα και ταυτόχρονα η απουσία υποχρέωσης δράσης από τη πλευρά των κρατών. Εάν δεν ικανοποιείται μία εξ’ αυτών τότε ο Χάρτη εφαρμόζεται[9].


Στην υπόθεση Fransson, αρκούσε η λήψη, σε εθνικό επίπεδο, μέτρων που αφορούν έναν τομέα, για τον οποίο υφίσταται ήδη επαρκής νομοθεσία σε ενωσιακό επίπεδο, ήτοι Κανονισμοί και Οδηγίες, ώστε αυτό το μέτρο να ελεγχθεί. Πράγματι, στον τομέα της κοινωνικής πολιτικής έχει θεσπίσει μέτρα η Ένωση, όπως καταδεικνύει και η οδηγία 2003/88. Πλέον, όμως, απαιτείται η υιοθέτηση νομοθετημάτων τα οποία να ρυθμίζουν εξειδικευμένες περιπτώσεις του οικείου τομέα. Σε αυτό το σημείο βέβαια, πρέπει να επισημανθεί ότι, στην υπόθεση ΕΡΤ το Δικαστήριο δέχτηκε πως οι εξαιρέσεις από την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών χρειάζεται να ερμηνεύονται σύμφωνα με τα θεμελιώδη δικαιώματα, ενώ μπορεί να υποστηριχθεί ότι για τις εξαιρέσεις, η Ε.Ε. δεν είχε καν αρμοδιότητα να λάβει μέτρα[10]. Το γεγονός ότι τα κράτη θεσπίζουν και εφαρμόζουν πιο ευνοϊκές ρυθμίσεις συγκριτικά με τα νομοθετήματα της Ένωσης, δε σημαίνει ότι εκφεύγουν των διατάξεων του ενωσιακού δικαίου[11]. Επιπλέον, η λήψη αντίθετης απόφασης από τα εθνικά δικαστήρια επικροτείται από το ΔΕΕ και αυτό διότι στην υπόθεση Fransson αυτό εξέδωσε μια απλή γνωμοδότηση αναφορικά με το εν λόγω ζήτημα. Ακόμη βέβαια, και στην εν λόγω υπόθεση το κράτος μέλος όφειλε να δράσει όπως επιθυμεί σχετικά με τις κυρώσεις τις οποίες δύναται να υποβάλει[12]. Εξάλλου, η εν λόγω παρατήρηση προκύπτει και από περαιτέρω νομολογία του ΔΕΕ, και αυτό συμβαίνει διότι, η αντίθετη θέση θα οδηγούσε σε υπερβολική δεσμευτικότητα του Χάρτη[13].


Στις υπό κρίση υποθέσεις το Δικαστήριο επιχείρησε, πιθανότατα, να περιορίσει τα «επικίνδυνα» αποτελέσματα που μπορεί να επιφέρει οιαδήποτε κοινωνική πολιτική εντός των εθνικών νομοθεσιών σε περίπτωση υιοθέτησης μιας πιο ελαστικής στάσης. Αν οποιαδήποτε διάταξη εθνικού δικαίου εισάγει ευνοϊκότερους όρους σε σχέση με τον αντίστοιχο ευρωπαϊκό κανόνα δικαίου, δεν χρειάζεται να ελέγχεται παράλληλα και η συμφωνία αυτού με τον Χάρτη, καθώς ένας τέτοιος έλεγχος θα έθετε εμπόδια στην υιοθέτηση προστατευτικών διατάξεων νόμου από τα κράτη μέλη[14].


Επιπροσθέτως, οι σκέψεις του Δικαστηρίου στις εν λόγω υποθέσεις αντικατοπτρίζουν την ιδιότυπη σχέση των κανόνων του ΧΘΔΕΕ με τις ευρωπαϊκές Οδηγίες[15]. Τα δικαιώματα που κατοχυρώνει ο ΧΘΔΕΕ αναλύονται περαιτέρω και προστατεύονται πλήρως από μία οδηγία με αποτέλεσμα να ενεργοποιείται και ο Χάρτης, αφού κατ’ ουσίαν «εφαρμόζεται το δίκαιο της Ένωσης».



ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Από τη μια πλευρά, κατά τη γνώμη της γράφουσας, το τμήμα μείζονος συνθέσεως του Δικαστηρίου, στην απόφασή του στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις, παρείχε τις απαραίτητες διευκρινίσεις αναφορικά με τη σχέση μεταξύ της «ελάχιστης εναρμόνισης» (minimum harmonization) των Οδηγιών της ΕΕ και του Χάρτη. Η ερμηνεία του κριτηρίου της ειδικότητας από το Δικαστήριο είναι αναμφισβήτητα ένα από τα πλέον αξιοσημείωτα στοιχεία των εν θέματι υποθέσεων. Σύμφωνα με το Δικαστήριο, αν οιοδήποτε κράτος-μέλος θεσπίσει νόμο που να υπερβαίνει το ελάχιστο όριο των τεσσάρων εβδομάδων ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών, το οποίο έχει θεσπιστεί από ΕΕ, τότε αυτοί οι νόμοι δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης. Στο πλαίσιο αυτό, η προσέγγιση του Δικαστηρίου δημιουργεί σαφή διαχωρισμό των ορίων μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών της όσον αφορά την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων, ανάλογα με το επίπεδο αυτονομίας που διατηρούν τα κράτη μέλη κατά τη νομοθετική ρύθμιση των τελευταίων, πιο εκτεταμένων εγγυήσεων για την άδεια μετ’ αποδοχών.


Η οικοδόμηση ενός συστήματος προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων εντός του πολυεπίπεδου συνταγματικού πλαισίου της Ένωσης είναι περίπλοκη, όπως προκύπτει από την ύπαρξη τέτοιου είδους υποθέσεων. Ωστόσο, με βάση τις παρατηρήσεις, φαίνεται ότι κατά την εξέταση των συνεπειών της εν λόγω απόφασης σε άλλους ρυθμιστικούς τομείς, θα πρέπει κανείς να είναι επιφυλακτικός. Στο πλαίσιο αυτό, το κριτήριο της ιδιαιτερότητας θα μπορούσε ενδεχομένως να συμβάλει στη διαμόρφωση του συστήματος προστασίας των βασικών δικαιωμάτων που απορρέουν από το δίκαιο της ΕΕ κατά τρόπο που να «σέβεται τη σχέση μεταξύ πολιτικής λογοδοσίας και νομικής υποχρέωσης βάσει του κράτους δικαίου»[16].Είναι αμφίβολο, ωστόσο, ότι η προσέγγιση αυτή θα συμβάλει στην ενίσχυση της προβλεψιμότητας της κατανομής των εξουσιών μεταξύ της ΕΕ και των κρατών μελών της, δεδομένου ότι το να συμπεριλαμβάνεται η διακριτική ευχέρεια των διαφόρων εθνικών αρχών στη νομοθεσία της ΕΕ είναι μια συγκεκριμένη νομοθετική απόφαση που μπορεί να επηρεαστεί από την ανακριβή διατύπωση των παράγωγων νομοθετικών διατάξεων[17].


Από την άλλη πλευρά ωστόσο, το Δικαστήριο παρέβλεψε να αναφερθεί στο Άρθρο 28 του Χάρτη, το οποίο προστατεύει ρητά το δικαίωμα συλλογικής διαπραγμάτευσης και δράσης. Η διάταξη αυτή, υπονομεύεται σαφώς από τη διαπίστωση ότι οι μεγαλύτερες διευκολύνσεις για τους εργαζομένους που διεκδικούνται με συλλογικές συμβάσεις δεν καλύπτονται από τον Χάρτη, είτε επειδή είναι πέραν του πεδίου εφαρμογής του, όπως διαπιστώνει το Δικαστήριο, είτε επειδή δεν καλύπτονται από το περιεχόμενο του άρθρου 31, όπως αναφέρεται και στις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα.



 

[1]Άρθρο 25 παρ. 1 νόμου περί ετήσιας άδειας: «Εάν ο εργαζόμενος, κατά την έναρξη ή κατά τη διάρκεια της ετήσιας άδειάς του, είναι ανίκανος προς εργασία λόγω τοκετού, ασθένειας ή ατυχήματος, η άδεια μεταφέρεται, εφόσον το ζητήσει, σε μεταγενέστερο χρόνο. Ο εργαζόμενος δικαιούται επίσης, κατόπιν σχετικού αιτήματος, να μεταφέρει την άδεια ή μέρος αυτής, εφόσον αποδεικνύεται ότι, κατά τη διάρκεια της άδειάς του, υποβλήθηκε σε θεραπεία λόγω ασθενείας ή έτυχε άλλης παρόμοιας περίθαλψης, κατά τη διάρκεια της οποίας ήταν ανίκανος προς εργασία». [2]Άρθρο 7 Οδηγία 2003/88: «1. Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να παρέχεται σε όλους τους εργαζομένους ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών διάρκειας τουλάχιστον τεσσάρων εβδομάδων, σύμφωνα με τους όρους που προβλέπουν οι εθνικές νομοθεσίες και/ή πρακτικές για την απόκτηση του σχετικού δικαιώματος και τη χορήγηση της άδειας. 2. Η ελάχιστη περίοδος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών μπορεί να αντικαθίσταται από χρηματική αποζημίωση μόνον σε περίπτωση τερματισμού της εργασιακής σχέσης». [3]Άρθρο 31 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης: «1. Κάθε εργαζόμενος έχει δικαίωμα σε συνθήκες εργασίας οι οποίες σέβονται την υγεία, την ασφάλεια και την αξιοπρέπειά του». 2. Κάθε εργαζόμενος έχει δικαίωμα σε ένα όριο μέγιστης διάρκειας εργασίας, σε ημερήσιες και εβδομαδιαίες περιόδους ανάπαυσης καθώς και σε ετήσια περίοδο αμειβόμενων διακοπών». [4]Άρθρο 25 παρ. 2 νόμου περί ετήσιας άδειας: «Εάν ο εργαζόμενος καθίσταται ανίκανος προς εργασία λόγω τοκετού, ασθένειας ή ατυχήματος κατά τη διάρκεια της ετήσιας άδειας ή μέρους αυτής, έχει το δικαίωμα, κατόπιν σχετικού αιτήματος, να μεταφέρει τις ημέρες ανικανότητας προς εργασία οι οποίες συμπίπτουν με την περίοδο της ετήσιας άδειας, εφόσον αυτές υπερβαίνουν τις έξι ημέρες άδειας. Ο χρόνος αυτός αναμονής δεν πρέπει όμως να περιορίζει το δικαίωμα του εργαζομένου για ετήσια άδεια τεσσάρων εβδομάδων». [5]ΔΕΕ, 26.2.2013, Åklagarenκατά Hans ÅkerbergFransson, C- 617/10, σκ. 24, 28, 29 ˙ Schütze Robert, European Union Law, εκδ.CambridgeUniversityPress, 2015, σελ. 462. [6]Άρθρο 51 παρ. 1 εδ. α’:«Οι διατάξεις του παρόντος Χάρτη απευθύνονται στα θεσμικά και λοιπά όργανα της Ένωσης,[…] καθώς και στα κράτη μέλη, μόνο όταν εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης». [7]Μαργαρίτης Κωνσταντίνος, Η προστασία των Θεμελιωδών δικαιωμάτων στην ΕΕ & η Συνθήκη της Λισαβόνας, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, 2016, σελ. 172. [8]Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-609/17 και C-610/17, σκ. 46, 49, 51. [9]Sarmiento Daniel, Charter Applicability Under More Favourable Provisions of National Law. The TSN Judgment and the Future of Article 51.1 of the Charter. Ανακτήθηκε απόCharter Applicability Under More Favourable Provisions of National Law. The TSN Judgment and the Future of Article 51.1 of the Charter – The EU Law Live Blog στις 23/4/2022. [10]ΔΕΚ, 18.6.1991, ΕΡΤ και ΔΕΠ, C-260/89, σκ. 43. [11]Frantziou Eleni, Paid Annual Leave and Collective Agreements after the TSN Judgment (C-609/17 and C-610/17). Ανακτήθηκε από Paid Annual Leave and Collective Agreements after the TSN Judgment (C-609/17 and C-610/17) – The EU Law Live Blog στις 30/04/2022. [12]ΔΕΕ, 26.2.2013, Åklagaren κατά Hans Åkerberg Fransson, C- 617/10, σκ. 34. [13]Περάκης Μανώλης, Η δικαστική προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων στην Ευρωπαϊκή Ένωση, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, 2015, σελ. 134. [14]Sarmiento Daniel, Charter Applicability Under More Favourable Provisions of National Law. The TSN Judgment and the Future of Article 51.1 of the Charter. Ανακτήθηκε από Charter Applicability Under More Favourable Provisions of National Law. The TSN Judgment and the Future of Article 51.1 of the Charter – The EU Law Live Blogστις 30/04/2022. [15]Rossi L.S., The relationship between the EU Charter of Fundamental Rights and Directives in horizontal situations, 25.2.2019. Ανακτήθηκε από EU Law Analysis: The relationship between the EU Charter of Fundamental Rights and Directives in horizontal situations στις 30/04/2022. [16]J. Masing, ‘Unity and Diversity of European Fundamental Rights Protection’, 41(4) E.L. Review (2016) p. 508. [17]Van den Brink, ‘Refining the Division of Competences in the EU: National Discretion in EU Legislation’, p. 263.


Σερδάρη Μαρία,

Τμήμα Νομικής, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών,

Μεταπτυχιακή Φοιτήτρια,

Μέλος της ομάδας σχολιασμού δικαστικών αποφάσεων του The Law Project.

56 views0 comments
bottom of page