Της Κωνσταντίνας – Μαρίας Σούλτη
ΜΠρΗρ 512/2020
Περίληψη-τα πραγματικά περιστατικά:
Πρόκειται για μια σύμβαση δανείου, συγκεκριμένα τοκοχρεολυτικού, το οποίο συνήφθη μεταξύ ενός πιστωτικού συνεταιρισμού και μια ομόρρυθμης εταιρίας, όπου και υπέρ της τελευταίας εγγυώνται 5 φυσικά πρόσωπα. Οι τελευταίοι μαζί με την ομόρρυθμη εταιρία ζητούν να γίνει δεκτή η αίτηση ανακοπής επί διαταγής πληρωμής που άσκησαν. Με τη διαταγή αυτή καταδικάζονται να πληρώσουν το ποσό των 36.912,36 ευρώ στον πιστωτικό συνεταιρισμό, πλέον τόκων και εξόδων, λόγω απαίτησης του τελευταίου από το εν λόγω δάνειο. Ζητούν επίσης να υποχρεωθεί ο καθ’ ου ανακοπή να καταβάλλει τα έξοδα των δικαστικών δαπανών, στα οποία προέβησαν.
Συγκεκριμένα στο δικόγραφο της ανακοπής ζητούν να γίνει η ακύρωση της διαταγής πληρωμής λόγω ύπαρξης άκυρων όρων, ως καταχρηστικών ΓΟΣ. Οι τελευταίοι , που εξετάστηκαν από το δικαστήριο, εκθέτονται ως προς το πρώτο σκέλος του δικογράφου του πρώτου λόγου ανακοπής ως εξής : α) οι υπ’ αριθμόν 4.1 και 4.2 όροι που επιτρέπουν στον καθ΄ ου ανακοπή τη μονομερή τροποποίηση του επιτοκίου, χωρίς αυτή να γίνεται γνωστή στους ανακόπτοντες και ειδικά τη μέθοδο και τα κριτήρια ορισμού του. β) ο υπ’ αριθμόν 4.3 όρος που προβλέπει την μετακύλιση της εισφοράς του Ν. 128/75 γ) ο υπ’ αριθμόν 5 όρος που προβλέπει ότι σε περίπτωση καθυστέρησης πληρωμής των δόσεων του δανείου η τράπεζα δικαιούται να καταλογίζει ως τόκο υπερημερίας στο σύνολο της χρεολυτικής δόσης από την πρώτη ημέρα της καθυστέρησης 2,5% υψηλότερο από το συμβατικό επιτόκιο που ισχύει δ) τον υπ’ αριθμόν 15.3 όρο που προβλέπει την παραίτηση του εγγυητή από την ένσταση διζήσεως και διαιρέσεως, ευθυνόμενος ως αυτοφειλέτης.
Ως προς το δεύτερο σκέλος οι ανακόπτοντες, με το ίδιο αίτημα ισχυρίζονται την ύπαρξη δεδικασμένου ως προς τους όρους 20.1, 20.2 και 20.4, ως καταχρηστικούς ΓΟΣ υπερ του συνόλου των καταναλωτών, και το οποίο απορρέει από δικαστικές αποφάσεις που εκδόθηκαν επί συλλογικών αγωγών ενώσεων καταναλωτών εναντίον τραπέζων και της υπ΄αριθμό 1219/2001απόφασης του ΑΠ.
Με το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου ανακοπής ζητείται η ακύρωση διαταγής πληρωμής λόγω ύπαρξης απαίτησης ανεκκαθάριστης και αόριστης και η οποία περιλαμβάνει παράνομα ποσά i) από παράνομο επιτόκιο ανώτερο του νόμιμου εξωτραπεζικού που προβλέπεται από την Τράπεζα της Ελλάδος ii) από παράνομη μετακύλιση της εισφοράς του Ν. 128/75 και παράνομο ανατοκισμό αυτής. Τέλος με τον τέταρτο λόγο ανακοπής οι ανακόπτοντες επικαλούνται την ακυρότητα των ανωτέρω όρων της σύμβασης, τους οποίους και γνώριζε ο καθ΄ ανακοπή, ως συναχθείσα την ακυρότητα της σύμβαση κατ΄ άρθρο 181 ΑΚ, δεδομένου ότι χωρίς το άκυρο μέρος δεν θα είχε επιχειρηθεί η σύναψη της.
Στο δεύτερο λόγο ανακοπής οι ανακόπτοντες, με το ίδιο αίτημα, ισχυρίζονται την καταχρηστικότητα της συμπεριφοράς του καθ΄ανακοπή ενόψει α) της σιωπηρής απόρριψης των υπάλληλων του καθ΄ ου ανακοπή επί των προτάσεων που υπέβαλε η ομόρρυθμη εταιρία για τη ρύθμιση του χρέους εξαιτίας λόγων οικονομικής δυστροπίας και οικονομικής κρίσης β) ως προς την καταγγελία της σύμβασης και γ) της υποβολής αίτησης για έκδοση διαταγής πληρωμής ως αντίθετη ως προς την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη λόγω υπέρβαση των αυτών των ορίων.
Το δικαστήριο , αφού επέληφθη έρευνας των παραπάνω νομικών ζητημάτων που αναφύονται και τα οποία θα εκτεθούν παρακάτω έκρινες ως εξής. Στο πρώτο λόγο ανακοπής, σκέλος α’,έκριναν απορριπτέο ως απαράδεκτο λόγω αοριστίας , το β΄ σκέλος απορριπτέο ως μη νόμιμο, το γ΄ σκέλος απορριπτέο ως απαράδεκτο λόγω αοριστίας και το δ’ σκέλος απορριπτέο ως μη νόμιμο. Τέλος, απέρριψαν τον δεύτερο λόγο ανακοπής , καίτοι ήταν νόμιμος, ως ουσία αβάσιμο λόγω της έλλειψης υπαγωγής των πραγματικών περιστατικών στην εν λόγω διάταξη περί καταχρηστικότητας , που ισχυρίστηκαν δια μέσω της προσκόμισης των εγγράφων ενώπιον του.
Τούτων των ανωτέρων λαμβανομένων το δικαστήριο δεν προέβη στην ακύρωση της διαταγής πληρωμής, απορρίπτοντας την ανακοπή και επικυρώνοντας την εν λογω διαταγή πληρωμής.
Εισαγωγικές παρατηρήσεις:
Στον παρόν σχολιασμό δικαστικής απόφασης, πρόκειται να εξεταστούν στοιχεία τόσο ουσιαστικού όσο και δικονομικού δικαίου, συναρτώμενα με τη φύση της καταναλωτικής συμπεριφοράς επί τραπεζικών συμβάσεων, εν προκειμένω των δανείων. Οι τελευταίες αποτελούν δηλαδή κατ’ ουσία συμβάσεις προσχώρησης, στις οποίες ο καταναλωτής που «προσχωρεί» βρίσκεται εκ των πραγμάτων σε μειονεκτική θέση έναντι της συμβαλλόμενης με αυτόν τράπεζας, καθώς προβαίνει στην κατάρτιση της σύμβασης στερημένος από δυνατότητες ελεύθερης δικαιοπρακτικής αυτοδιάθεσης ως προς τη διαμόρφωση . Στην πραγματικότητα δηλαδή, τα θεωρητικά ελευθέρως συμβαλλόμενα μέρη έχουν άνιση οικονομική και διαπραγματευτική ελευθερίας. Έτσι και τα ακόλουθα επόμενα αναπτύσσονται, ώστε να διασαφηνιστεί το ιδιαίτερο αντικείμενο έκτασης και εφαρμογής της προστασίας του καταναλωτή, συγκεκριμένα επί διαταγών πληρωμών που διενεργούνται εις βάρος τους, μετά από ληξιπρόθεσμα δάνεια. Συγκεκριμένα η εξέταση τους θα διενεργηθεί στο πλαίσιο του εν λόγω δικογράφου της ανακοπής.
1) Η ιδιότητα του καταναλωτή και η προστασία που τυγχάνει: προϋποθέσεις και νομοθεσία:
α)Γενικά:
Στο πλαίσιο ανάγκης προστασίας του καταναλωτή ως ασθενέστερου μέρους θεσπίστηκε ο νόμος 2251/1994. Κατά τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 4 περ. α’ του παρόντος, όπως ίσχυε πριν από την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 παρ. 5 ν. 3587/2007, ορίζεται ότι καταναλωτής είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο για το οποίο προορίζονται τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που προσφέρονται στην αγορά ή το οποίο κάνει χρήση τέτοιων προϊόντων ή υπηρεσιών, εφόσον αποτελούν τον τελικό αποδέκτη τους. Κατά την ίδια διάταξη, όπως ισχύει μετά την κατά τα ανωτέρω αντικατάστασή της, ως καταναλωτής νοείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή ενώσεις προσώπων, χωρίς νομική προσωπικότητα, για τα οποία προορίζονται τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που προσφέρονται στην αγορά και τα οποία κάνουν χρήση των προϊόντων ή των υπηρεσιών αυτών, εφόσον αποτελούν τον τελικό αποδέκτη τους (ΑΠ 1332/2012, ΑΠ 7/2011). Τέτοιος δε τελικός αποδέκτης, και όχι ενδιάμεσος, είναι εκείνος, που αναλίσκει ή χρησιμοποιεί το πράγμα σύμφωνα με τον προορισμό του, χωρίς να έχει την πρόθεση να το μεταβιβάσει αυτούσιο ή ύστερα από επεξεργασία σε άλλους αγοραστές, καθώς και αυτός που χρησιμοποιεί ο ίδιος την υπηρεσία και δεν τη διοχετεύει σε τρίτους.
β) Ειδικότερα: Ο δανειολήπτης ως καταναλωτής στις τραπεζικές συμβάσεις
Η θεσπισθείσα με τον άνω νόμο έννοια του καταναλωτή διεύρυνε τον κύκλο των προσώπων στα οποία παρέχεται η προβλεπόμενη από αυτόν προστασία, σε σχέση με τον κύκλο αυτών στα οποία αφορά η Οδηγία 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 5/4/1993. Η τελευταία περιόριζε τα υποκειμενικά όρια εφαρμογής της εν λόγω προστασίας στα πρόσωπα, τα οποία κατά τις συμβάσεις αυτές (αγορά προϊόντων, χρήση υπηρεσιών) ενεργούν για σκοπούς άσχετους με τις επαγγελματικές δραστηριότητες τους. Η διεύρυνση αυτή, ωστόσο δεν είναι αντίθετη προς την παραπάνω οδηγία, δεδομένου ότι το άρθρο 8 αυτής, που ορίζει ότι "Τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν ή διατηρούν, στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία, αυστηρότερες διατάξεις σύμφωνες προς τη συνθήκη, για να εξασφαλίζεται μεγαλύτερη προστασία του καταναλωτή", επιτρέπει στον εθνικό νομοθέτη τη διεύρυνση της έννοιας του καταναλωτή και πάντως δεν απαγορεύει σ' αυτόν τη θέσπιση όμοιας προστασίας κατά των καταχρηστικών ΓΟΣ και υπέρ προσώπων που δεν είναι καταναλωτές κατά την έννοια του άρθρου 2β της άνω οδηγίας.
Έτσι, από το γεγονός ότι ο κοινοτικός νομοθέτης επέλεξε έναν στενότερο ορισμό του καταναλωτή στην παραπάνω, ελάχιστης εναρμόνισης, οδηγία, δεν παραμερίζεται ο ευρύτερος ορισμός της εγχώριας ρύθμισης, αφού πρόθεσή του (κοινοτικού νομοθέτη) ήταν να διατυπώσει με τη συγκεκριμένη οδηγία κατώτατους (ελάχιστους) όρους προστασίας. Περαιτέρω, στο πλαίσιο της ελληνικής έννομης τάξης δεν έχουν θεσπισθεί ειδικές νομοθετικές ρυθμίσεις που να αφορούν αμέσως τις προϋποθέσεις και την έκταση του ελέγχου των ΓΟΣ τραπεζών. Δεδομένης όμως της διαρκούς επέκτασης των μαζικών συναλλαγών με συνέπεια τη συνηθέστατη προσχώρηση του, ασθενέστερου οικονομικά μέρους σε μονομερώς διατυπωμένους όρους πρέπει να γίνει δεκτή η επέκταση της προστασίας του καταναλωτή και στις τραπεζικές συναλλαγές. Και τούτο διότι από την ευρεία, ως ανωτέρω, διατύπωση της διάταξης του άρθρου 1 παρ. 4 περ. α του ν. 2251/1994 δεν συνάγεται οποιαδήποτε πρόθεση του νομοθέτη να αποκλείσει από το πεδίο εφαρμογής του νόμου τις συναλλαγές αυτές.
Σύμφωνα με το γράμμα της παραπάνω διάταξης οι συνήθεις τραπεζικές υπηρεσίες, μεταξύ των οποίων και η χορήγηση δανείων και πιστώσεων, απευθύνονται πάντοτε στον τελικό τους αποδέκτη, διότι αναλώνονται με τη χρήση τους, αποκλείοντας το στάδιο της περαιτέρω μεταβίβασής τους. Υπό την εκδοχή αυτή, οι ως άνω τραπεζικές υπηρεσίες είναι παροχές προς τελικούς αποδέκτες, ακόμη και όταν αυτοί είναι έμποροι ή επαγγελματίες και χρησιμοποιούν αυτές για την ικανοποίηση επιχειρηματικών ή επαγγελματικών τους αναγκών, αναλισκόμενες αμέσως από τους ίδιους στο πλαίσιο τραπεζικής συναλλαγής και όχι ενδιάμεσης προς περαιτέρω μεταβίβασή τους. Έτσι υπάγονται στην προστασία του ν. 2251/1994 όχι μόνο οι τραπεζικές υπηρεσίες, που από τη φύση τους απευθύνονται σε ιδιώτες πελάτες για την εξυπηρέτηση προσωπικών τους αναγκών, αλλά και αυτές που απευθύνονται σε επαγγελματίες, όπως είναι η χορήγηση δανείων και πιστώσεων για την εξυπηρέτηση επαγγελματικών ή επιχειρηματικών αναγκών, χωρίς να αποκλείεται όμως στη συγκεκριμένη περίπτωση η εφαρμογή του άρθρου 281 ΑΚ, μετά από την υποβολή σχετικής ένστασης από την τράπεζα, κάθε φορά που η επίκληση της ιδιότητας του καταναλωτή εμφανίζεται ως καταχρηστική, όπως συμβαίνει, όταν ο δανειολήπτης δεν υφίσταται έλλειμμα αυτοπροστασίας, διότι διαθέτει εμπειρία στο συγκεκριμένο είδος συναλλαγών ή έχει τέτοια οικονομική επιφάνεια και οργανωτική υποδομή, ώστε να μπορεί να διαπραγματευθεί ισότιμα τους όρους της δανειακής του σύμβασης.
γ) Ο εγγυητής του επαγγελματικού δανείου ως καταναλωτής
Επιπροσθέτως, μέχρι την αντικατάσταση του ν. 2251/1994 με το ν. 3587/2007 δεν υπήρχε στην ελληνική έννομη τάξη ρύθμιση προστασίας ως καταναλωτή του εγγυητή γενικώς και ειδικότερα του εγγυητή επαγγελματικού ή επιχειρηματικού δανείου. Ωστόσο, λόγω του παρεπόμενου χαρακτήρα της εγγυητικής σύμβασης έναντι της κύριας οφειλής, κατ' άρθρο 847ΑΚ, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, όταν ο πρωτοφειλέτης-δανειολήπτης επαγγελματικού ή επιχειρηματικού δανείου έχει την ιδιότητα του καταναλωτή ως τελικός αποδέκτης τούτου και τυγχάνει προστασίας του άνω νόμου, της ίδιας προστασίας πρέπει να τυγχάνει και ο εγγυητής αυτού, εφόσον η εγγύηση δεν εντάσσεται στο πλαίσιο της επιχειρηματικής ή επαγγελματικής δραστηριότητας του τελευταίου και τούτο διότι δεν δικαιολογείται δυσμενέστερη αντιμετώπιση του εγγυητή από τον πρωτοφειλέτη.
δ) Οι ΓΟΣ των τραπεζικών συμβάσεων- τα «ψιλά γράμματα»- και οι επιπτώσεις τους στα παραπάνω πρόσωπα
Σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1 του ν. 2251/1994 "προστασία καταναλωτών", όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με το ν. 3587/2007, Γενικοί Όροι Συναλλαγών (ΓΟΣ), είναι οι όροι που έχουν διατυπωθεί εκ των προτέρων για απροσδιόριστο αριθμό μελλοντικών συμβάσεων. Περαιτέρω, στις παρ. 6 και 7 του άρθρου 2 του ίδιου νόμου το μεν διατυπώνεται η γενική ρήτρα απαγόρευσης της συνομολόγησης καταχρηστικών ΓΟΣ, το δε παρατίθεται ένας ενδεικτικός κατάλογος ειδικών καταχρηστικών ΓΟΣ. Οι ρυθμίσεις αυτές αποτελούν εξειδίκευση του βασικού κανόνα της διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ για την απαγόρευση καταχρηστικής άσκησης ενός δικαιώματος ή χρήσης ενός θεσμού (της συμβατικής ελευθερίας). Εν προκειμένω, η απαγορευτική αυτή ρήτρα εφαρμόζεται σε μια τραπεζική σύμβαση, αν οι όροι της έχουν ως αποτέλεσμα την υπέρμετρη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή, όπως είναι και ο πελάτης της τράπεζας, στον οποίο αυτή, χωρίς ουσιαστική διαπραγμάτευση, αλλά με βάση προδιατυπωμένους όρους, χορηγεί, εκτός των άλλων, καταναλωτικά, ή στεγαστικά δάνεια. Ο καταχρηστικός χαρακτήρας τέτοιου γενικού όρου ενσωματωμένου σε σύμβαση κρίνεται, αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψή της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία αυτή εξαρτάται.
Θα πρέπει, όμως να τονιστεί ότι ο όρος “υπέρμετρη διατάραξη” στο πλαίσιο ανάγκης εναρμόνισης της εθνικής νομοθεσίας με την οδηγία να εκληφθεί, διασταλτικά ερμηνευόμενος, ως «ουσιώδη ή σημαντική» διατάραξη. Η ανάγκη αυτή εναρμονισμένης δηλαδή προς την οδηγία ερμηνείας, επιβάλλει να δοθεί η ίδια έννοια μέσω τελολογικής συστολής, στον όρο “διατάραξη” και μετά την απάλειψη του όρου “υπέρμετρη” στην οποία προέβη ο νεότερος νομοθέτης με το άρθρο 10 παρ. 24 στοιχείο β’ του ν. 2741/1999 Επομένως, κατά τον Άρειο Πάγο, επιβάλλεται μετά την τροποποίηση αυτή, να ερμηνεύεται η προϋπόθεση της καταχρηστικότητας κάποιου Γ.Ο.Σ. ως «ουσιώδης ή σημαντική» διατάραξη της συμβατικής ισορροπίας (Ολ ΑΠ 6/2006).
ε) Τραπεζικά επιτόκια και η μετακύλιση σε αυτά της εισφοράς του Ν. 128/1975 στο πλαίσιο της λειτουργίας τους ως ΓΟΣ
Τα ελληνικά δικαστήρια, εξετάζοντας αγωγές που φέρονται ενώπιον τους, προβαίνουν στον έλεγχο της καταχρηστικότητας ΓΟΣ σε δανειακές συμβάσεις τραπεζών, οι οποίοι διαταράσσουν σημαντικά και σε βάρος του καταναλωτή την ισορροπία δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απορρέουν από αυτές, κυρίως λόγω παραβάσεων των υποχρεώσεων σαφήνειας και διαφάνειας ως προς τις επαγόμενες για τον καταναλωτή οικονομικές επιβαρύνσεις, οι οποίες επιβάλλονται δίχως τον εκ των προτέρων καθορισμό ειδικών και ευλόγων για τον καταναλωτή κριτηρίων (ΑΠ 1219/2001). Αποτέλεσμα του προαναφερόμενου ελέγχου είναι η κήρυξη των όρων αυτών ως καταχρηστικών και άκυρων. Ως προς τα τραπεζικά επιτόκια και τον ανατοκισμό των τόκων, ωστόσο πρέπει να διευκρινισθούν συγκεκριμένα σημεία ως προς την ύπαρξη ή μη καταχρηστικότητας τους ως ΓΟΣ.
Συγκεκριμένα ως προς τα επιτόκια, ανέκαθεν ίσχυσαν νομικώς δύο παράλληλες ανεξάρτητες και διακριτές μεταξύ τους ρυθμίσεις, που αναφέρονται η μεν μία στα επιτόκια των τραπεζικών συναλλαγών (τραπεζικά επιτόκια) με αρμόδιο για τη ρύθμιση τον Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος (και παλαιότερα τη Νομισματική Επιτροπή), η δε άλλη στα επιτόκια όλων των άλλων, πλην των τραπεζικών, συναλλαγών (εξωτραπεζικά επιτόκια), με αρμόδιο για τη ρύθμιση το Υπουργικό Συμβούλιο. Οι μετά την απελευθέρωση των επιτοκίων συναπτόμενες συμφωνίες τραπεζικών επιτοκίων, στις οποίες συνομολογείται επιτόκιο, που τυχόν υπερβαίνει το εκάστοτε οριζόμενο για τα εξωτραπεζικά επιτόκια ανώτατο όριο, δεν είναι αθέμιτες για το λόγο αυτό. Η παράλειψη της Τράπεζας της Ελλάδος δεν δημιουργεί (νομοθετικό) κενό, αλλά ηθελημένη άσκηση νόμιμης εξουσίας και αρμοδιότητας, η οποία συνίσταται στη ρητή απόφαση του να καθορίζουν οι τράπεζες ελεύθερα τα επιτόκια χορηγήσεων. (ΑΠ 2037/2014). Η εξουσία αυτή δεν είναι απεριόριστη, αφετέρου, διότι περιορίζεται από τη στάθμιση των εκτιμώμενων κατά περίπτωση κινδύνων, των εκάστοτε συνθηκών των χρηματοπιστωτικών αγορών, καθώς και των εν γένει υποχρεώσεων των τραπεζών που απορρέουν από τις διατάξεις που διέπουν τη λειτουργία τους και όχι από τη δεσμεύση τους, κατά τον καθορισμό των επιτοκίων, από το ύψος των δικαιοπρακτικών (εξωτραπεζικών) επιτοκίων (ΑΠ 2037/2014). Δηλαδή, η επίκληση ειδικών συνθηκών και περιστάσεων από τα ασθενή μέρη μπορεί να δικαιολογήσει την καταχρηστικότητα τους στα πλαίσια των 281 ΑΚ και 388 ΑΚ και του άρθρου 2 του ν. 2251/1994. Συνεπώς, μια ενδεχόμενη περίπτωση ύπαρξης τραπεζικού επιτοκίου μεγαλύτερου από το ορισθέν δικαιοπρακτικό δε θεμελιώνει το παράνομο στοιχείο ή καταχρηστικότητα κατά τη νομοθεσία περί προστασίας καταναλωτών, ώστε να καθίσταται άκυρος ο όρος αυτός και συνακόλουθα η δικαιοπραξία ως άκυρη κατά 181 ΑΚ.
Σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 1 του Ν. 128/1975 "επιβάλλεται από το έτος 1976 εισφορά, βαρύνουσα τα πάσης φύσεως εν Ελλάδι λειτουργούντα πιστωτικά ιδρύματα, περιλαμβανομένης και της Τραπέζης της Ελλάδος, υπέρ του εν τη παραγράφω 1 του παρόντος άρθρου λογαριασμού, ανερχομένη εις ποσοστόν ένα (1) επί τοις χιλίοις ετησίως επί του ετησίου ύψους εντός εκάστου ημερολογιακού έτους μηνιαίων υπολοίπων των χορηγουμένων υπ' αυτών πάσης φύσεως δανείων ή πιστώσεων, περιλαμβανόμενων και των δυνάμει της από 19 Μαρτίου 1962 μεταξύ των Τραπεζών συμβάσεως, ως αύτη ετροποποιήθη και συνεπληρώθη μεταγενεστέρως, συμφωνηθεισών εισφορών". Από τη γραμματική διατύπωση της δεν προκύπτει η θέσπιση απαγορευτικού, με την παραπάνω έννοια, κανόνα δικαίου, αφού ο νόμος ορίζει την επιβολή της εισφοράς και το υπόχρεο να την καταβάλει πρόσωπο, χωρίς όμως να ορίζει ούτε την υποχρεωτική μετακύλισή του ούτε όμως και την απαγόρευση μετακύλισής του. Μια απαγόρευση μετακύλισης θα εξαρτιόταν από το εάν θα αναφερόταν ή όχι στη σύμβαση ο τρόπος υπολογισμού του επιτοκίου και, συνεπώς, η εν λόγω εισφορά (τήρησης αρχής διαφάνειας). Αλλά και εάν η μετακύλιση της εν λόγω εισφοράς έχει, εν όψει και της διατάξεως του άρθρου 293 ΑΚ, ως συνέπεια την κατά το ποσοστό της εισφοράς αύξηση του συμβατικά καθοριζομένου επιτοκίου πέραν του προβλεπόμενου ανώτατου ορίου, και τότε η απαγόρευση δεν θα προέκυπτε από τον Ν. 128/1975, αλλά από τη διάταξη που θα όριζε ανώτατο όριο τραπεζικού επιτοκίου. Συμπερασματικά, εν όψει των προαναφερθέντων, προκύπτει ότι από το Ν. 128/1975 δεν απαγορεύεται η συμβατική μετακύλιση της εισφοράς που θεσπίζεται με το νόμο αυτό, με βάση την αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας και εφόσον δεν απαγορεύεται από άλλη διάταξη, ως τέτοιας νοουμένης της θεσπίσεως ανωτέρου ορίου επιτοκίου.
2) Στην πράξη: Το δικόγραφο ανακοπής επί διαταγής πληρωμής υπό την επισκόπηση της παρούσας απόφασης
Κατά το άρθρο 632 ΚΠολΔ η ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής, η οποία αποτελεί ειδική μορφή της ανακοπής των άρθρων 583 επ. του ίδιου κώδικα και έχει ως αντικείμενο τον έλεγχο της κατά νόμο ορθότητας της έκδοσης της διαταγής πληρωμής, ασκείται όπως και η αγωγή και πρέπει στο δικόγραφό της να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο όλοι οι λόγοι κατά του κύρους της διαταγής πληρωμής (ΑΠ 245/2016, ΑΠ 1652/2014). Μόνο το περιεχόμενο της ανακοπής και εκείνο των τυχόν ασκηθέντων πρόσθετων λόγων της οριοθετεί το αντικείμενο της δίκης επί της ανακοπής και δεν επιτρέπεται συμπλήρωση ή μεταβολή της ιστορικής βάσης των λόγων της ανακοπής με τις προτάσεις ή την έφεση (ΑΠ 1/2017, ΑΠ 991/2007, ΑΠ 339/2006), βάσει δε της ισχύουσας και στη δίκη της ανακοπής αρχής της συζητήσεως, το δικαστήριο δεν δικαιούται να εξετάσει αυτεπαγγέλτως πλημμέλειες της διαταγής πληρωμής που δεν προτάθηκαν παραδεκτά με κύριο ή πρόσθετο λόγο ανακοπής (ΑΠ 370/2012). Με την ανακοπή από το ανωτέρω άρθρο ο ανακόπτων οφειλέτης μπορεί να επικαλεσθεί ως λόγους ακύρωσης της εις βάρος του διαταγής πληρωμής, είτε την έλλειψη των διαδικαστικών (τυπικών) προϋποθέσεων που απαιτούνται για την έκδοση διαταγής πληρωμής, είτε ενστάσεις κατά της απαίτησης, ήτοι τη βασιμότητα ή το ύψος αυτής (ΑΠ 1443/2017, ΑΠ 259/2002).
Σύμφωνα με το δικόγραφο της ανακοπής της παρούσας υπόθεσης, συγκεκριμένα των εκτεθειμένων λόγων της, το δικαστήριο δε διαπίστωσε, με βάση τα προσκομισθέντα έγγραφα και τους ισχυρισμούς των ανακόπτοντων λόγους, που ενδεχομένως θα οδηγούσαν στην ακύρωση της διαταγής πληρωμής. Ειδικά, στο πρώτο και τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου ανακοπής, το δικαστήριο διέγνωσε αοριστία του, καθώς θεώρησε αναγκαία την επίκληση της ιδιότητας του καταναλωτή από τους ανακόπτοντες (α΄ σκέλος) και ενόψει του βάρους αποδείξεως (γ΄σκέλος) που επιβαρύνει τους τελευταίους, αυτοί δεν πρόσβαλαν συγκεκριμένο κονδύλιο ώστε να γίνει δυνατός ένας λογιστικός έλεγχος από το δικαστήριο ενόψει του οριοθετημένου αντικειμένου δίκης μέσω του δικογράφου των λόγων ανακοπής. Αξίζει εδώ να αναφερθεί σχετικά με το πρώτο λόγο ότι νομολογιακά είχε κριθεί ότι «η επίκληση (της ιδιότητας του καταναλωτή εκ μέρους) ιδιωτών επενδυτών, οι οποίοι, με γνώση και εμπειρία της αγοράς και σημαντική οικονομική επιφάνεια, ασχολούνται συστηματικά με συναλλαγές υψηλής οικονομικής αξίας, αποβαίνει καταχρηστική, (διότι) οι ανωτέρω υπερβαίνουν κατά πολύ το πρότυπο του μέσου αποταμιευτή ή επενδυτή και εμφανίζονται ως γνώστες του οικείου συναλλακτικού κύκλου» (βλ. ΕφΑθ 1309/2012, ΕλλΔνη 2012, 818· ΕφΑθ 1159/2012, ΔΕΕ 2012, 676· ΕφΘεσ 312/2012, ΕλλΔνη 2012, 1376· ΕφΛάρ 806/2010, ΕπισκΕΔ 2011, 461). Συνεπώς, η επίκληση της ιδιότητα αυτής είναι αναγκαία ώστε να ελεγχθεί η έκταση και εφαρμογή του πεδίου προστασίας για τους καταναλωτές εν προκειμένω.
Στο δεύτερο και τέταρτο σκέλος, οι όροι χαρακτηρίστηκαν ως μη νόμιμοι. Στο δεύτερο σκέλος περί δεδικασμένου από απόφαση επί συλλογικών αγωγών καταναλωτών ενάντι τραπεζών δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις δεδικασμένου (324 και 325 ΚΠολδ.) και ούτε ταυτότητα διαδίκων και ιστορικής αιτίας. Επίσης τονίζεται ότι επί συλλογικής αγωγής, το επίδικο συμφέρον αυτό είναι συμφέρον της ίδιας της ενώσεως, δηλαδή συλλογικό συμφέρον που έχει ως φορέα του την ένωση, και δεν πρόκειται για δικαίωμα ή ατομική αξίωση ατομικά ορισμένων καταναλωτών- μελών της ένωσης ( ΠολΠρωτΑθ 2438/1997, ΕλλΔνη1998.938, ΠολΠρωτΑθ2411/1997, ΕλλΔνη39(1998).936 ). Πρόκειται επομένως για συμφέρον αυτοτελές και ανεξάρτητο από το ατομικό συμφέρον του ζημιωθέντος καταναλωτή και από τα ατομικά συμφέροντα των κατ΄ιδίαν φυσικών προσώπων που είναι μέλη της ενώσεως. Έτσι, επί του τελευταίου, το ευνοϊκό αποτέλεσμα της απόφασης συλλογικών αγωγών, μπορεί μόνο να γίνει αντικείμενο επίκλησης εδώ από τους ανακόπτοντες, χωρίς την δεσμευτική ενέργεια του δεδικασμένου. Όσον αφορά το τέταρτο σκέλος του λόγου της ανακοπής, η επίκληση της 181 ΑΚ είναι μη νόμιμη, διότι για την εφαρμογή της απαιτείται τα δυο μέρη της σύμβασης να βρίσκονταν σε καθεστώς άγνοιας της ακυρότητας των ορών της τελευταίας. Ωστόσο κατά τους ανακόπτοντες, ο καθ΄ ανακοπή ήταν το μόνο διάδικο μέρος που τελούσε επ΄άγνοιας. Επομένως, κατά τον δικανικό συλλογισμό δεν συντρέχει η νομιμότητα αυτού του λόγου.
Στο δεύτερο λόγο ανακοπής, νόμιμα οι διάδικοι επικαλούνται την καταχρηστικότητα της συμπεριφοράς του καθ’ ου ανακοπή, όμως τα πραγματικά περιστατικά που επικαλούνται με τα προσκομισθέντα νομίμως έγγραφα αποδεικνύεται το αντίθετο της καταχρηστικότητας που επικαλείται. Σύμφωνα με τα τελευταία ο καθ΄ου ανακοπή ενήργησε μέσα στα όρια της καλής πίστης και των χρηστών ηθών, καθώς ανέχτηκε την εν τέλει διαρκή και μόνιμη οικονομική αδράνεια της ανακόπτουσας εταιρίας, παρατείνοντας τις προθεσμίες για την αποπληρωμή δόσεων του δανείου, διαπραγματεύτηκε μαζί της επανειλημμένως, με αποτυχία ωστόσο, όποτε δικαιωματικά κατήγγειλε τη σύμβαση και είχε έννομο συμφέρον για έκδοση διαταγής πληρωμής μέσα στα όρια που καθορίζει ο κοινωνικός και οικονομικός σκόπος του δικαιώματος του. Με τα παραπάνω, το δικαστήριο απέρριψε το λόγο ως ουσία αβάσιμο.
Η έκθεση των αντιρρήσεων στο δικόγραφο ανακοπής, όπως προαναφέραμε αποτελούν το οριοθετημένο αντικείμενο των όσων το δικαστήριο θα προέβη σε εξέταση ως προς τα παραδεκτά και νόμιμα στοιχεία τους, όπως ανέλυθη παραπάνω. Ωστόσο, η σύμβαση δανείου εν προκειμένω είναι ιδιαίτερης φύσεως ως προς την ισορροπία των συμβαλλομένων μερών, καθώς γίνεται δεκτό, ότι το πιστωτικό ίδρυμα θα ενέχει θέση υπερέχουσα κάθε φορά. Αυτό συνεπάγεται αυτόματα, παρά την επέκταση του πλαισίου προστασίας την κατάλληλη ενημέρωση του καταναλωτή-δανειοληπτή προκειμένου ο ίδιος να καταλήξει συνειδητά στην επιλογή του. Επομένως, εκτός από μια ουσιαστική συγκριτική έρευνα αγοράς και αναλυτική μελέτη των βασικών χαρακτηριστικών ενός δανείου (επιτόκιο, διάρκεια), πρέπει παράλληλα να λάβει υπόψη του αφενός μεν το συνολικό κόστος της πίστωσης, δηλαδή το σύνολο των επιβαρύνσεων (συμπεριλαμβανομένων των τόκων και των λοιπών εξόδων, όπως είναι τα έξοδα φακέλου, τα έξοδα τροποποίησης σύμβασης, το ύψος αποζημίωσης λόγω πρόωρης εξόφλησης δανείου), τις οποίες καλείται να πληρώσει ο καταναλωτής για την χορηγούμενη πίστωση προς αυτόν, αφετέρου δε τη σκοπιμότητα ανάληψης ενός οποιουδήποτε δανείου. Θα πρέπει δηλαδή να εκτιμήσει το κατά πόσο η ωφέλεια που θα αποκομίσει από την εκταμίευση του δανείου υπερβαίνει τις υποχρεώσεις που αναλαμβάνει στη συνέχεια με αυτό.
Παρατηρείται, επίσης, πως το δικαστήριο, ενδεχομένως, όπως ρητά αναφέρει στο αιτιολογικό της απόφασης, πως θα καταλόγιζε τα παράνομα ποσά ώστε να προβεί στην κήρυξη κάποιων ορών ως ΓΟΣ, αν είχαν γίνει συγκεκριμένες επικλήσεις και σαφείς ισχυρισμοί όπως αυτή της ιδιότητας του καταναλωτή και της προσβολής των παρανόμων κονδυλίων ως προς το υπερβάλον. Η λεπτομέρεια του δικογράφου της ανακοπής, όπως και κάθε άλλου κρίνεται ιδιάζουσης σημασίας καθώς, θα από αυτό θα εξαρτηθεί η πορεία της δίκης. Ωστόσο, παραθέτω έναν προσωπικό προβληματισμό μου, σχετικά με την ιδιαιτερότητα της ανακοπής επί διαταγής πληρωμής, συγκεκριμένα ανάμεσα σε ιδιώτη και τράπεζα. Γίνεται δεκτό, πως η έκδοση της τελευταίας δεν πραγματοποιείται ύστερα από ενδελεχή έρευνα της ολόκληρης σύμβασης και ούτε ύστερα από ακρόαση του οικονομικά ασθενέστερου μέρους. Η τελευταία δίνεται στον οφειλέτη μέσω του ενδίκου βοηθήματος της ανακοπής, ωστόσο. Παρά την ύπαρξη, πράγματι φυσικών προσώπων που στο πλαίσιο της επαγγελματικής δραστηριότητας είναι γνώστες του κινδύνου που αναλαμβάνουν με την προσχώρηση τους στις τραπεζικές συμβάσεις, η ύπαρξη φυσικών προσώπων που δεν κατέχουν αυτή την «ευχέρεια» , θα έπρεπε να χρήζει περαιτέρω προστασίας και επιεικείας. Από την άλλη μια αυτεπάγγελτη έρευνα εκ μέρους του δικαστηρίου , κατ΄απόκλιση των κανόνων του οριοθετημένου αντικειμένου δίκης θα επέφερε περαιτέρω φόρτο εργασίας και σε χρόνο ή ενδεχομένως θα οδηγούσε σε καταχρήσεις. Στην τελική, το περιεχόμενο της αρχής της διαφάνειας που διέπει τους όρους και εν γένει τη τραπεζική σύμβαση θα πρέπει να επεκτείνεται μέχρι και την εξασφάλιση της αντίληψης της πραγματικής θέσης του καταναλωτή. Δεν γίνεται λόγος για αποθάρρυνση σύναψης από τον τελευταίο συμφωνιών, αλλά για ενθάρρυνση αύξησης της προσωπικής του επιμέλειας σε αυτές τις αυξημένου κινδύνου υποθέσεις.
Κωνσταντίνα – Μαρία Σούλτη
Τμήμα Νομικής ΕΚΠΑ, 4ο έτος
Μέλος της ομάδας σχολιασμού δικαστικών αποφάσεων του The Law Project
Comments