top of page
Writer's picturethelawproject

Το τεκμήριο αθωότητας στην πολιτική δίκη- ΟλΑΠ 4/2020

Της Δήμητρας Ροδιά


Το τεκμήριο αθωότητας στην πολιτική δίκη- ΟλΑΠ 4/2020




Αποσπάσματα απόφασης


«Απαραίτητη προϋπόθεση εφαρμογής του τεκμηρίου αθωότητας σε μεταγενέστερες μη ποινικές διαδικασίες αποτελεί η ύπαρξη συνάφειας - ουσιαστικού συνδέσμου μεταξύ της ποινικής δίκης και της μεταγενέστερης μη ποινικής δίκης.»

«…δεν καθιερώνεται δεδικασμένο στην αστική δίκη από απόφαση ποινικού δικαστηρίου, ενώ, ούτε και το Σύνταγμα προβλέπει σχετικό δεδικασμένο, αντιθέτως, μάλιστα, προβαίνει σε διάκριση των δικαιοδοσιών

«…η αμετάκλητη αθώωση του κατηγορουμένου από τα ποινικά δικαστήρια είναι προϊόν άλλων (λιγότερο αυστηρών) αποδεικτικών προϋποθέσεων, ενώ η αντίστοιχη κρίση του πολιτικού δικαστηρίου είναι προϊόν πλήρους δικανικής πεποιθήσεως

«…η αυτοτέλεια των αρμοδιοτήτων των δύο δικαιοδοσιών (ποινικής και πολιτικής) έχει την έννοια ότι το πολιτικό δικαστήριο, όταν αποφασίζει περί του αν τελέσθηκε το αστικό και συγχρόνως ποινικό αδίκημα, δε δεσμεύεται από την τυχόν προηγηθείσα σχετική απόφαση ποινικού δικαστηρίου, αθωωτική ή καταδικαστική. Επιβάλλεται όμως να λάβει σοβαρά υπόψη ως ισχυρό τεκμήριο την ποινική κρίση και μπορεί να αφίσταται από αυτήν με απόλυτα αιτιολογημένη απόφαση. Ειδικά επί αθωωτικής αποφάσεως, το τεκμήριο αθωότητας δεν συνεπάγεται αποδεικτική δέσμευση του πολιτικού δικαστηρίου που οδηγεί υποχρεωτικά σε αποδεικτικό πόρισμα σύμφωνο με την αθωωτική ποινική απόφαση και κατ’ ανάγκη σε αποκλεισμό της αστικής αδικοπρακτικής ευθύνης του αθωωθέντος και, συνακόλουθα, σε ουσιαστική απόρριψη της αποζημιωτικής αγωγής.»

«Το τεκμήριο αθωότητας, όμως, σημαίνει ότι το πολιτικό δικαστήριο, όταν αποφασίζει περί του αν τελέστηκε το αστικό και συγχρόνως ποινικό αδίκημα, δεν μπορεί να αδιαφορήσει για την αθώωση του κατηγορουμένου, ούτε επιτρέπεται να χρησιμοποιήσει την αθωωτική απόφαση για να αντλήσει από αυτήν επιχειρήματα για την ενοχή του (κατηγορουμένου). Οι παραδοχές και η εν γένει συλλογιστική της πολιτικής αποφάσεως, τόσο στο αιτιολογικό - σκεπτικό, όσο και στο διατακτικό της, αφού και τα δύο αυτά στοιχεία έχουν το ίδιο δεσμευτικό αποτέλεσμα, δεν πρέπει να θέτουν, άμεσα ή έμμεσα, υπό αμφισβήτηση την ορθότητα της αθωωτικής ποινικής αποφάσεως.»



Περίληψη απόφασης


Η πλήρης Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, ύστερα από παραπομπή της τακτικής ολομέλειας αποφάνθηκε αναφορικά με τη δεσμευτικότητα της αθωωτικής απόφασης ποινικού δικαστηρίου στα πλαίσια της πολιτικής δίκης. Το ζήτημα τέθηκε ενώπιόν της μετά από άσκηση αίτησης αναιρέσεως κατά απόφασης του Εφετείου Πατρών. Ο αναιρεσείων ισχυρίστηκε ότι καταδικάστηκε από το πολιτικό δικαστήριο σε καταβολή χρηματικής ικανοποίησης στον αναιρεσίβλητο, παρά την απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αιγίου, όπου κρίθηκε αμετάκλητα αθώος για το ποινικό αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμησης, ενώ τα πραγματικά περιστατικά των δύο δικών ταυτίζονταν απόλυτα. Η απομάκρυνση του πολιτικού δικαστηρίου από τις κρίσεις του ποινικού κρίθηκε από τον αναιρεσείων ως παραβίαση του υπέρ αυτού τεκμηρίου αθωότητας που θεμελιώνεται στα άρθρα 6 παρ.2 ΕΣΔΑ και 14 παρ.3 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα.


Η τακτική ολομέλεια παρέπεμψε την εν λόγω υπόθεση στην πλήρη ολομέλεια, καθώς υπήρχαν έντονες διχογνωμίες, με μία μερίδα των αρεοπαγιτών να υποστηρίζει ότι η μη δέσμευση από την αθωωτική απόφαση θα παραβίαζε το τεκμήριο αθωότητας, όπως διασταλτικά το είχε ερμηνεύσει το ΕΔΔΑ, ενώ κάποιοι υποστήριξαν ότι θα έπρεπε ο Άρειος Πάγος να προβεί στη θέση προδικαστικού ερωτήματος στο ΕΔΔΑ αναφορικά με την ερμηνεία του επίμαχου άρθρου.


Τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης έχουν ως εξής. Οι δύο διάδικοι είχαν συστήσει μεταξύ τους μία ομόρρυθμη εταιρεία, στην οποία ο αναιρεσίβλητος είχε τον ρόλο του διαχειριστή και νόμιμου εκπροσώπου, με την εξουσία της συναλλαγής με τρίτους και δέσμευσης της εταιρείας. Μετά από ρήξη μεταξύ τους, ο αναιρεσείων προέβη σε καταγγελία της εταιρίας.


Συγκεκριμένα, ισχυρίστηκε ότι ο εναγόμενος διαχειριστής ήδη από τη σύσταση της εταιρείας, επεδείκνυε αντισυμβατική συμπεριφορά, καθώς ασκούσε πλημμελώς τις διαχειριστικές του πράξεις, με αποτέλεσμα την άγνοια του αναιρεσείοντος για τις οικονομικές υποχρεώσεις της εταιρείας. Οι τελευταίες συνίστανται σε οφειλές στη Δ.Ο.Υ., στο Ι.Κ.Α., και σε εργολάβους. Μάλιστα, ο αναιρεσείων ισχυρίστηκε ότι εξαιτίας αυτής της συμπεριφοράς εμποδίστηκε να υποβάλει εμπρόθεσμα στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. τη φορολογική του δήλωση λόγω της μη προσκόμισης σε αυτόν των απαραίτητων εγγραφών.


Οι παραπάνω ισχυρισμοί αποδείχθηκαν ψευδείς στο δικαστήριο, δεδομένου ότι ο πατέρας του αναιρεσείοντος είχε αναλάβει να τηρεί τα εμπορικά βιβλία της εταιρείας, ο αναιρεσείων λάμβανε γενικά γνώση των διαχειριστικών πράξεων, ενώ δεν είχε διαμαρτυρηθεί ποτέ εγγράφως για πλημμέλειες. Επιπλέον, οι οφειλές αφενός τις οποίες επικαλέστηκε, πέραν ότι δεν ήταν σημαντικές, δεν οφείλονταν σε πλημμελή διαχείριση, και αφετέρου αποδείχτηκε ότι δεν υπήρξε ποτέ παρακώλυση από την πλευρά του διαχειριστή στην υποβολή της φορολογικής δήλωσης του ετέρου διαδίκου.


Η απόδειξη του ψεύδους των ισχυρισμών και η αδιαφορία εκ μέρους του ενάγοντος, όχι μόνο για τις δυσμενείς συνέπειες στην ίδια την εταιρεία, αλλά και για την παρουσίαση του εταίρου ως κακού διαχειριστή, με επιπτώσεις στο προσωπικό και επαγγελματικό του status θεμελίωσαν αστικές αξιώσεις για προσβολή της προσωπικότητας, καθώς και ποινική δίωξη για το πλημμέλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης.


Στην ποινική δίκη, στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αιγίου, ο κατηγορούμενος αθωώθηκε, γεγονός που χρησιμοποίησε ως βάση για την υποβολή αναίρεσης αναφορικά με την υποχρέωσή του για ικανοποίηση της ηθικής βλάβης του διαχειριστή, ισχυριζόμενος ότι η απόφαση παραβίασε το τεκμήριο αθωότητάς του.


Το δικαστήριο, δεν έκανε δεκτό το αίτημά του αυτό, δεχόμενο ότι η αθωωτική απόφαση ποινικού δικαστηρίου, δεν μπορεί να δεσμεύσει, υπό τη μορφή ενός ιδιάζοντος δεδικασμένου το πολιτικό δικαστήριο στην επιδίκαση ή μη αποζημίωσης λόγω αδικοπρακτικής ευθύνης, μπορεί ωστόσο, να συνεκτιμηθεί ως δικαστικό τεκμήριο.


Η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου έκρινε ότι το δικαστήριο που εκδίκασε την έφεση, δεν παρέβλεψε μεν την αθωωτική απόφαση του ποινικού δικαστηρίου, ούτε και δεσμεύτηκε από αυτήν, αλλά την συνεκτίμησε στην κρίση του, οπότε δε θεμελιώνεται λόγος αναίρεσης.



Ανάλυση απόφασης


Το τεκμήριο αθωότητας θεσπίζεται ρητά στο άρθρο 6 παρ.2 της ΕΣΔΑ, στο οποίο κατοχυρώνεται ως διαδικαστική εγγύηση και εξειδίκευση της έννοιας της «δίκαιης δίκης» που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του ίδιου άρθρου. Συγκεκριμένα, το τεκμήριο αθωότητας επιβάλλει σε πρώτη φάση κάθε κατηγορούμενος σε δίκη της ποινικής δικαιοδοσίας να τεκμαίρεται ως αθώος μέχρι την απόδειξη του αντιθέτου με πλήρη βεβαιότητα.


Το τεκμήριο αυτό, αφορά καταρχήν την ποινική δίκη και προκύπτει από τη θεμελιώδη αρχή της in dubio pro reo, σύμφωνα με την οποία καταδικαστική απόφαση θα πρέπει να επέλθει μόνο στην περίπτωση πλήρους απόδειξης της ενοχής του δράστη. Όταν, αντίθετα, υφίστανται αμφιβολίες, ο κατηγορούμενος θα πρέπει να αθωωθεί. Οι συνέπειες της αρχής αυτής καθρεφτίζονται και όσον αφορά την αιτιολογία των διαφορετικών ειδών των αποφάσεων. Έτσι, προκειμένου μία αθωωτική απόφαση να ευθυγραμμίζεται με το άρθρο 93 παρ.3 του Συντάγματος, που επιτάσσει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των αποφάσεων, αρκεί να εκτίθενται τα πραγματικά περιστατικά που δημιουργούν αμφιβολίες για την πραγμάτωση της ειδικής υπόστασης του εγκλήματος, και όχι απαραίτητα αυτά που οδήγησαν στην πλήρη πεποίθηση περί αθωότητας. Αντιθέτως, η καταδικαστική απόφαση πρέπει να περιέχει σαφώς και με συγκεκριμένη αναφορά όλα τα στοιχεία που οδηγούν στην πλήρη πεποίθηση της ενοχής.


Μία ακόμα έκφανση του τεκμηρίου της αθωότητας αποτελεί ο μετά το πέρας της ποινικής δίκης σεβασμός της ενδεχόμενης αθωωτικής απόφασης. Παραβίασή του, έτσι, μπορεί να προκύψει με την έκφραση αμφισβήτησης της αθωότητάς του, από την πλευρά ενός κρατικού οργάνου, στα οποία φυσικά συγκαταλέγονται και οι δικαστικές αρχές. Ο σεβασμός του, επομένως, πριν, κατά τη διάρκεια, όσο και μετά τη δίκη, αποτελεί ανεξάρτητη υποχρέωση της Πολιτείας.


Η θεμελιώδης, λοιπόν, αυτή αρχή της ποινικής δίκης έχει εγγυητική αυτοτέλεια, υπό την έννοια ότι και μόνο η παραβίασή της αρκεί για να αναιρεθεί ο δίκαιος χαρακτήρας όλης της δίκης. Συνάμα, όμως, το τεκμήριο της αθωότητας συνιστά και στοιχείο της προσωπικότητας του κατηγορουμένου, στενά συνυφασμένο με την τιμή και την υπόληψή του. Το στοιχείο αυτό, μάλιστα, απ’ τη στιγμή της αμετάκλητης αθώωσης του κατηγορουμένου, ακολουθεί το πρόσωπο ισόβια, δεδομένης άλλωστε και της εφαρμογής της αρχής ne bis in idem. Σύμφωνα με την τελευταία (άρθρο 4 του 7ου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ) απαγορεύεται η δίωξη ή καταδίκη του ίδιου προσώπου για δεύτερη φορά με αντικείμενο την ίδια επίδικη συμπεριφορά και στο πλαίσιο της ίδιας έννομης τάξης. Το γεγονός, μάλιστα, πως πέραν από την καταδίκη, απαγορεύεται και η ίδια η δίωξη, διευρύνει τα όρια της ερμηνείας και εφαρμογής της αρχής αυτής και στην περίπτωση αθωωτικής απόφασης.


Το προαναφερθέν τεκμήριο εντάσσεται κατ’ αρχήν στο πλαίσιο της ποινικής δικαιοδοσίας, στην οποία κεντρικό ρόλο διαδραματίζει η έννοια του εγκλήματος. Αντικείμενο της πολιτικής δικαιοδοσίας, από την άλλη, μπορεί να αποτελέσει το αστικό αδίκημα. Ως έγκλημα μπορεί σε γενικές γραμμές να οριστεί η άδικη και καταλογιστή στο δράστη πράξη, για την οποία υπάρχει ειδική πρόβλεψη στο νόμο και ορισμένη ποινή. Η τελευταία, ως συνέπεια της εγκληματικής πράξης, αποτελεί και τη βασική ειδοποιό διαφορά του ποινικού από το αστικό αδίκημα, για το οποίο προβλέπεται ευθύνη σε αποζημίωση. Ως ποινή ορίζεται από τον Χ. Μυλωνόπουλο το «κακό που προβλέπεται από το νόμο και επιβάλλεται από τον ποινικό δικαστή σύμφωνα με ορισμένη διαδικασία κατά του δράστη ορισμένης αδικοπραγίας και εξαιτίας αυτής ως εκδήλωση ιδιαίτερης αποδοκιμασίας αυτού από την έννομη τάξη». Γίνεται, λοιπόν, σαφές ότι η ποινή ικανοποιεί ένα δημόσιο συμφέρον, τη γενική και ειδική πρόληψη. Στόχος της αποζημίωσης, από την άλλη, είναι η ικανοποίηση των ιδιωτικών συμφερόντων του ζημιωθέντος, και όχι ο προσωπικός ψόγος του δράστη για την πράξη του. Σκοπείται πρωτευόντως η αποκατάσταση της ζημίας του ζημιωθέντος, και όχι η τιμωρία του ζημιώσαντα, γι’ αυτό μάλιστα παρά την προϋπόθεση της υπαιτιότητας στην ευθύνη προς αποζημίωση, συνήθως είναι αδιάφορος ο βαθμός του πταίσματος, όπως επισημαίνει ο Μ. Σταθόπουλος. Προβλέπονται, μάλιστα, και περιπτώσεις αντικειμενικής ευθύνης, για τις οποίες δεν απαιτείται καν πταίσμα. Για τον λόγο ακριβώς αυτό, η υποχρέωση προς αποζημίωση μπορεί να κληρονομηθεί και να μεταβιβαστεί, κάτι που δεν ισχύει στην προσωποπαγή ενοχή του ποινικού δικαίου.


Πέραν των παραπάνω διαφορών, το πεδίο εφαρμογής ποινικής και αστικής ευθύνης δεν τέμνεται πάντα. Το αστικό αδίκημα, και λόγω της ίδιας της φύσης του κανόνα του ΑΚ 914 (στον οποίο προβλέπεται η αδικοπρακτική ευθύνη) ως λευκού, που παραπέμπει στο σύνολο της εννόμου τάξεως για την έννοια του παρανόμου, έχει ευρύτερη έκταση, για την κάλυψη και περιπτώσεων που δεν προβλέπονται ειδικά στο ποινικό νόμο, όπως επιβάλει η αρχή nullum crimen, nulla poena sine lege. Επιπλέον, πρέπει να επισημανθεί ότι ο κανόνας στο ποινικό δίκαιο είναι η πρόβλεψη ποινής για πράξεις με δόλο τελούμενες, και μόνο κατ’ εξαίρεση η πρόβλεψη εγκλημάτων εξ αμελείας. Εν αντιθέσει, δεύτερη προϋπόθεση του άρθρου 914 εκτός του παρανόμου, είναι η ύπαρξη υπαιτιότητας, η οποία περιλαμβάνει και την αμέλεια.


Οι διαφορές αυτές, καταδεικνύουν σε ένα ειδικότερο επίπεδο τις διαφορές των δύο δικαιοδοσιών, τον σαφή διαχωρισμό των οποίων προβλέπει το ίδιο το Σύνταγμα στο άρθρο 93 παρ.1. Αποφάσεις, λοιπόν, που λαμβάνονται σε κάθε δικαστήριο δεν θα μπορούσαν να δεσμεύουν κατά τρόπο απόλυτο μία δικαστική κρίση αναφερόμενη σε διαφορετική δικαιοδοσία. Έτσι, θα δημιουργούνταν ένα ιδιότυπο είδος δεδικασμένου ανάμεσα στις δικαιοδοσίες.


Το δεδικασμένο στην πολιτική δίκη αποτελεί τη σπουδαιότερη έννομη συνέπειά της και ταυτόχρονα δικονομικό θεσμό που εξυπηρετεί την ασφάλεια δικαίου και επιτάσσει δεσμευτικότητα του περιεχομένου μίας δικαιοδοτικής κρίσης η οποία έχει τελεσιδικήσει (ΚΠολΔ 321). Διακρίνεται από άποψη συστηματική σε τυπικό και ουσιαστικό. Το πρώτο ταυτίζεται με την ίδια την τελεσιδικία της απόφασης, τη μη δυνατότητα, δηλαδή, προσβολής της αποφάσεως με τα τακτικά ένδικα μέσα της ανακοπής ερημοδικίας και της έφεσης. Το ουσιαστικό δεδικασμένο, από την άλλη, αφορά το αυθεντικό περιεχόμενο της δικαστικής κρίσης, το οποίο και είναι δεσμευτικό.


Αναφορικά με τη φύση του έχουν αναπτυχθεί δύο βασικές θεωρίες, μία εκ των οποίων, και παλιότερα επικρατούσα, είναι η ουσιαστική. Σύμφωνα με την τελευταία, το δεδικασμένο έχει άμεση επίδραση στην ουσιαστική σχέση των διαδίκων, στη περίπτωση δε που η απόφαση περιέχει σφάλμα, μπορεί να την επηρεάσει δημιουργώντας ακόμα και μη υφιστάμενα δικαιώματα. Η δριμεία κριτική που ασκήθηκε στην εν λόγω άποψη οδήγησε στην επικράτηση της θεωρίας της δικονομικής φύσης του δεδικασμένου. Η τελευταία υποστηρίζει πως το δεδικασμένο αφορά αποκλειστικά τον μελλοντικό δικαστή που καλείται να αποφασίσει εκ νέου για την ήδη κριθείσα έννομη σχέση, να σεβαστεί την κρίση του προηγούμενου δικαστή και να μην διαφοροποιηθεί από αυτήν.


Το δεδικασμένο, λοιπόν, μπορεί να λειτουργήσει αφενός σαν αρνητική προϋπόθεση για την αποδοχή της αγωγής, επί ποινή απαραδέκτου. Ταυτόχρονα, όμως, μπορεί να επιτελέσει και μία θετική λειτουργία, στην περίπτωση που το αντικείμενο της πρώτης δίκης αποτελεί νομική προϋπόθεση για την εκδίκαση του αντικειμένου της νεοασκηθείσας αγωγής (ΚΠολΔ 331). Το δικαστήριο που καλείται να εκδικάσει την εν λόγω αγωγή, υποχρεούται να θέσει ως βάση για την κρίση του το ζήτημα επί του οποίου υπάρχει η τελεσιδικία.


Ωστόσο, πρέπει να τονιστεί ότι δεσμευτικότητα αποκτά μόνο το πόρισμα της δικαστικής αποφάσεως (το διατακτικό της), δηλαδή η κρίση του δικαστηρίου ως προς τις έννομες συνέπειες, και όχι αυτές που αφορούν νομικές έννοιες, ερμηνευτικά ζητήματα, πραγματικά γεγονότα ή θέματα που κρίθηκαν πλεοναστικά στη δίκη. Μάλιστα, η απόφανση ως προς τα πραγματικά περιστατικά μόνο εμμέσως μπορεί να κατοχυρωθεί, ως προκείμενη του δικανικού συλλογισμού που οδηγεί κατά λογική και νομική αναγκαιότητα στο δεσμευτικό συμπέρασμα. Πρόκειται, κατά τη θεωρία, για το σχετικό δεδικασμένο.


Απαραίτητη προϋπόθεση για την παραγωγή δεδικασμένου είναι μεταξύ άλλων η ταυτότητα διαφοράς, δηλαδή η ταύτιση των υποκειμενικών και αντικειμενικών ορίων της δίκης, όπως ορίζεται στο άρθρο 324 του ΚΠολΔ. Κάνοντας λόγο για το αντικείμενο της δίκης, νοείται το τρίπτυχο του αιτήματος, της ιστορικής και της νομικής αιτίας της διαδικαστικής πράξης, που θα πρέπει να είναι ταυτόσημο στις δύο δίκες. Η ίδια η διαφοροποίηση των δύο δικαιοδοσιών καθιστά εμφανές το πρόβλημα που θα υπήρχε αν η μία μπορούσε να παραγάγει δεδικασμένο απέναντι στην άλλη. Όπως αναλύθηκε και παραπάνω, οι αξιώσεις που απορρέουν από τις δύο δικαιοδοσίες διαφοροποιούνται στα βασικά τους σημεία.


Εξίσου θεμελιώδεις είναι και οι δικονομικές τους διαφορές, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τις αρχές διαθέσεως και συζητήσεως που ισχύουν στην πολιτική δικαιοδοσία. Η πρώτη, καθιερωμένη στο άρθρο 106 του ΚΠολΔ, αναφέρεται στην εξουσία των διαδίκων να προσδιορίζουν τα δικαιώματα που θα αποτελέσουν αντικείμενο της δίκης. Έτσι, τα δικαστήρια αδυνατούν να επιληφθούν αυτεπαγγέλτως μίας διαφοράς καθώς και να λάβουν υπόψη τους πραγματικά γεγονότα που δεν έχουν προταθεί από τους διαδίκους. Η αρχή της συζητήσεως, από την άλλη, απορρέουσα από το αυτό άρθρο, ορίζει ότι το βάρος έκθεσης και απόδειξης πραγματικών γεγονότων φέρουν οι διάδικοι. Παρ’ ότι το άρθρο 107 φαίνεται να αποκλίνει από αυτήν την αρχή, το δικαστήριο μπορεί μεν να διατάξει την διεξαγωγή αποδείξεων με τα κατάλληλα μέσα, αλλά περιορίζεται μόνο στην παραπάνω διαταγή, καθώς η διεξαγωγή και η προσκόμισή τους απαιτούν πρωτοβουλία των διαδίκων.



Τα επιχειρήματα και οι θέσεις του δικαστηρίου


Η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου στην απόφασή της έκρινε αφενός ότι το πολιτικό δικαστήριο δε δεσμεύεται κατ’ αρχήν από ποινική αθωωτική ή καταδικαστική απόφαση. Την κρίση του αυτή στήριξε στα εξής επιχειρήματα.


Σε ένα πρώτο επίπεδο, υποστήριξε ότι για την εφαρμογή του τεκμηρίου αθωότητας σε μεταγενέστερες μη ποινικές δίκες, απαραίτητη προϋπόθεση είναι η ύπαρξη συνάφειας μεταξύ των αντικειμένων των δύο δικών. Ωστόσο, ο όρος αυτός δεν πληρούται εν προκειμένω, ακριβώς λόγω του διαφορετικού σκοπού της ποινικής κύρωσης και της αποζημίωσης, όπως αναλύθηκε παραπάνω.


Μάλιστα, το ίδιο το Σύνταγμα στα άρθρα του 93-96 προβλέποντας τη διάκριση των δικαστηρίων σε τρεις κλάδους, όχι μόνο καθιστά επιτρεπτή τη δημιουργία αστικών και ποινικών διαφορών απορρεουσών από το ίδιο βιοτικό γεγονός, αλλά εφόσον οι δικαιοδοσίες διαθέτουν ισοτιμία και ανεξαρτησία, παράγουν και διαφορετικό δεδικασμένο. Η μόνη περίπτωση αποδεικτικής δέσμευσης από δικαστική απόφαση έτερης δικαιοδοσίας είναι υπό την αίρεση ότι αυτό προβλέπεται ρητώς σε ουσιαστικό νόμο. Για την εξεταζόμενη υπόθεση, ωστόσο, τέτοια νομοθετική πρόβλεψη ελλείπει.


Άλλωστε, όπως επισημαίνεται, η έννομη τάξη δεν είναι ενιαία. Στην παραπάνω παραδοχή συντελούν τρία στοιχεία. Πρώτον, τα ποινικά δικαστήρια δεν δεσμεύονται από τις αμετάκλητες αποφάσεις πολιτικών δικαστηρίων (ΚΠΔ 62). Δεύτερον, οι καταδικαστικές αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων εκτιμώνται ελεύθερα στην πολιτική δίκη ως τεκμήρια. Τρίτον, το πολιτικό δικαστήριο έχει τη δυνατότητα και όχι την υποχρέωση να αναβάλει τη λήψη της απόφασής του, μέχρι την αντίστοιχη του ποινικού δικαστηρίου (ΚΠολΔ 250).


Πρόσθετο στοιχείο διαφοροποίησης στο επίπεδο του ουσιαστικού δικαίου για τους δύο κλάδους, που εντοπίζει το δικαστήριο, αποτελεί το μέτρο επιμέλειας. Στο αστικό δίκαιο η αμέλεια κρίνεται κατά κανόνα από ένα αντικειμενικό μέτρο, της επιμέλειας που δείχνει σε ομοειδείς υποθέσεις με την υπό κρίση ο μέσος, συνετός συναλλασσόμενος της κατηγορίας στην οποία ανήκει ο εναγόμενος. Αντίθετα, στο ποινικό δίκαιο, ενδιαφέρει η ενδιάθετη στάση του δράστη απέναντι στην πράξη του, η οποία δεν μπορεί παρά να είναι υποκειμενική.


Διαφορετικοί είναι και οι κανόνες κατανομής του βάρους απόδειξης. Στην ποινική δίκη ισχύει η αρχή του ανακριτικού συστήματος και της αυτεπάγγελτης εξέτασης από την πλευρά των δικαστικών λειτουργών όλων των αποδεικτικών μέσων, χωρίς να χρειάζεται η πρωτοβουλία του κατηγορουμένου για τη συλλογή τους (αρχή της ηθικής απόδειξης, ΚΠΔ 177). Στην πολιτική δίκη, από την άλλη, εφαρμόζεται η αρχή της συζητήσεως και της διαθέσεως και συνεπώς ο εναγόμενος φέρει το βάρος να απαντήσει στην αγωγή (ΚΠολΔ 338). Μάλιστα, ακόμα κι αν έχει υπάρξει αθωωτική ποινική απόφαση, η ομολογία ή ερημοδικία του πολιτικώς εναγομένου δεσμεύουν το δικαστήριο στην αποδοχή της αγωγής ως κατ’ ουσίαν βάσιμης (ΚΠολΔ 352 παρ.1 και 271 παρ.3 αντίστοιχα).


Επιπροσθέτως, ο πολιτικός δικαστής υποχρεούται σε πλήρη δικανική πεποίθηση, σε αντιδιαστολή με τον ποινικό όπου η κρίση του μπορεί να στηρίζεται σε λιγότερο αυστηρές αποδεικτικές προϋποθέσεις για την αθώωση του κατηγορουμένου. Το πολιτικό δικαστήριο, όταν αποφασίζει σχετικά με την τέλεση του αστικού και συγχρόνως ποινικού αδικήματος δε δεσμεύεται μεν από την τυχόν προηγηθείσα σχετική απόφαση ποινικού δικαστηρίου, αλλά πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψη ως ισχυρό τεκμήριο την ποινική κρίση και δύναται να αφίσταται από αυτήν με απόλυτα αιτιολογημένη απόφαση.


Η αποδοχή της δεσμευτικότητας της απόφασης του ποινικού δικαστηρίου θα είχε επιπλέον ως αποτέλεσμα για την γένεση αδικοπρακτικής ευθύνης την ερμηνευτική προσθήκη της αρνητικής προϋπόθεσης της αθωωτικής απόφασης, το οποίο στην ουσία του δεν διαφοροποιείται από την έννοια ενός ιδιάζοντος δεδικασμένου, η προβληματικότητα του οποίου υπογραμμίστηκε παραπάνω.


Όπως δέχεται και το ΕΔΔΑ, η ταύτιση ποινικών και αστικών αξιώσεων θα παραβίαζε το κατοχυρωμένο στην ΕΣΔΑ, το ΧΘΔΕΕ και το Σύνταγμα δικαίωμα παροχής αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας και πρόσβασης. Έτσι, όχι μόνο θα επρόκειτο για έναν αυθαίρετο και δυσανάλογο περιορισμό του σχετικού δικαιώματος του παθόντος, αλλά θα αποδιδόταν και σε εκείνον που τέλεσε την αδικοπραξία ένα αθέμιτο όφελος, καθώς θα απέκλειε κάθε ευθύνη του, παρά το ότι δεν απαιτείται ως προϋπόθεση για την αδικοπραξία, η προηγούμενη ποινική βεβαίωση της ενοχής του κατηγορουμένου.


Τέλος, η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου τονίζει ότι «το πολιτικό δικαστήριο, όταν αποφασίζει περί του αν τελέστηκε το αστικό και συγχρόνως ποινικό αδίκημα, δεν μπορεί να αδιαφορήσει για την αθώωση του κατηγορουμένου, ούτε επιτρέπεται να χρησιμοποιήσει την αθωωτική απόφαση για να αντλήσει από αυτήν επιχειρήματα για την ενοχή του (κατηγορουμένου)». Αυτό που απαγορεύεται, μάλιστα, είναι οι παραδοχές και η εν γένει συλλογιστική της πολιτικής αποφάσεως να θέτουν, άμεσα ή έμμεσα, υπό αμφισβήτηση την ορθότητα της αθωωτικής ποινικής αποφάσεως.


Θα πρέπει, λοιπόν, το πολιτικό δικαστήριο να παραμείνει εντός των ορίων της οικείας δικαιοδοσίας, αποφεύγοντας χαρακτηρισμούς και κρίσεις που σχετίζονται με το ποινικό αδίκημα, εφόσον δεν άπτονται του αντικειμένου της συναφούς πολιτικής δίκης, ώστε να μη δίνεται η εντύπωση ότι διερευνά και την τέλεση του ποινικού αδικήματος. Οι χρησιμοποιούμενες λέξεις και εκφράσεις θα πρέπει να επιλέγονται με γνώμονα τον σεβασμό στην ορθότητα της αθωωτικής ποινικής αποφάσεως. Επιπλέον, η τυχόν εκτίμηση από το πολιτικό δικαστήριο και νέων αποδείξεων, που δεν είχαν τεθεί υπόψη του ποινικού, καθιστά το διαφορετικό πόρισμα περισσότερο δικαιολογημένο. Εν τέλει, η παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας θα πρέπει να κρίνεται πάντα in concreto, εν όψει των πραγματικών περιστατικών της συγκεκριμένης υποθέσεως και των διατυπώσεων, που θέτουν ενδεχομένως υπό αμφισβήτηση το διατακτικό της αθωωτικής αποφάσεως του ποινικού δικαστηρίου.



Προσωπικές θέσεις γράφουσας


Η παραπάνω απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου είναι εξαιρετικής σημασίας, καθώς για πρώτη φορά σχηματίζεται σαφής θέση της νομολογίας απέναντι στο εριζόμενο ζήτημα της εφαρμογής του τεκμηρίου αθωότητας στην πολιτική δίκη. Το δικαστήριο με πλούσια και μεθοδική επιχειρηματολογία οδηγήθηκε στη μέση λύση της μη δεσμευτικότητας της αθωωτικής ποινικής απόφασης, η οποία δεν πρέπει, όμως, να καταλήγει και σε απόλυτη παράκαμψη αυτής, αλλά στη λήψη της υπόψιν ως ισχυρό τεκμήριο.



Βιβλιογραφία

Βλαχόπουλος Σπύρος, Θεμελιώδη Δικαιώματα, Νομική Βιβλιοθήκη, 2017, σελ. 183-186

Γεωργιάδης Α.Σ., Ενοχικό Δίκαιο Γενικό Μέρος, Π.Ν. Σάκκουλας, 2015, 2η Έκδοση, σελ.646

Κλαμαρής Ν.Κ., Κουσούλης Σ.Ν., Πανταζόπουλος Σ.Σ., Πολιτική Δικονομία, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2016, Γ’ Έκδοση, σελ. 615-623

Μυλωνόπουλος Χρίστος, Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, Τόμος Ι, Εκδόσεις Π.Ν. Σάκκουλας, 2007, σελ. 28-40

Νίκας Ν.Θ., Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2018, Γ’ Έκδοση, σελ. 47-48, 223-232, 551-564

Σταθόπουλος Μ.Π., Επιτομή Γενικού Ενοχικού Δικαίου, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2016, Β’ Έκδοση, σελ. 154-156, 294-296, 300-312

Χρυσογόνος Κώστας, Βλαχόπουλος Σπύρος, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, Νομική Βιβλιοθήκη, 2017, 4η αναθεωρημένη έκδοση, σελ. 500-501


Γράφουσα: Δήμητρα Ροδιά, Νομική Σχολή- Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, 2ο έτος φοίτησης, μέλος ομάδας σχολιασμού δικαστικών αποφάσεων The Law Project


78 views0 comments

Comments


bottom of page