Της Κατερίνας Παπαθεοδώρου
Το δικαίωμα καταγγελίας και υπαναχώρησης του εργοδότη στη σύμβαση έργου (10154/2020 ΜΠΡ ΘΕΣΣΑΛ)
Ο εργοδότης ζητά από την εργολάβο εταιρία την διακοπή των συμβατικών τους σχέσεων και την επιστροφή της αμοιβής που της έχει ήδη καταβάλει.
Δικαιούται να προβεί σε τέτοιο αίτημα και επί τη βάσει ποιων δικαιωμάτων;
Η δήλωσή του συνιστά καταγγελία ή υπαναχώρηση;
Ποιες πρακτικές συνέπειες απορρέουν από την διάκριση αυτή;
Περίληψη της υπόθεσης
Ο ενάγων, επιθυμώντας να κατασκευάσει σελίδα γνωριμιών, συνάπτει σύμβαση έργου με την εναγόμενη εταιρία, στην οποία αναθέτει την κατασκευή της εν λόγω ιστοσελίδας, την παροχή ανάλυσης του ανταγωνισμού δύο παρεμφερών ιστοσελίδων και την παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών για την ανέλιξη της διαδικτυακής αυτής επιχείρησης, με την υποστήριξη ενός «internet business plan», εντός προθεσμίας ενός μήνα από την σύναψη της μεταξύ τους σύμβασης.
Στο πλαίσιο αυτό, η σύμβαση περιλάμβανε, μεταξύ άλλων, τα απαιτούμενα χαρακτηριστικά της επιγενόμενης ιστοσελίδας, καθώς και την πρόβλεψη ποινικής ρήτρας σε περίπτωση υπερημερίας της εταιρίας ως προς την ολοκλήρωση του έργου, ύψους 100 ευρώ για κάθε ημέρα καθυστέρησης. Ύστερα από έλεγχο, δύο μέρες πριν την λήξη της συμφωνηθείσας από τα μέρη προθεσμίας, η οποία είχε ήδη παραταθεί με συμφωνία, ο ενάγων διαπίστωσε τεχνικά σφάλματα και λειτουργικές ελλείψεις, τις οποίες ο τεχνικός υπάλληλος και δεύτερος των εναγομένων, παραδέχθηκε, και ύστερα από την περαιτέρω επιμήκυνση της συμφωνηθείσας προθεσμίας, δήλωσε ότι προέβη στις απαιτούμενες διορθώσεις. Ο ενάγων, διαπιστώνοντας ότι το έργο εξακολουθούσε να πάσχει, επέδωσε εξώδικη δήλωση και στους δύο εναγόμενους, με την οποία υπαναχωρούσε από τη σύμβαση, λόγω, ακριβώς, της σοβαρής καθυστέρησης, των τεχνικών δυσλειτουργιών και της έλλειψης συνομολογημένων ιδιοτήτων του έργου.
Οι εναγόμενοι, ωστόσο, δεν σεβάστηκαν το εν λόγω αίτημα, με αποτέλεσμα την άσκηση εκ μέρους του ενάγοντος της από 22/01/2015 αγωγής του, ενώπιον του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης, το οποίο, αφού διέταξε πραγματογνωμοσύνη, έκανε δεκτή την αγωγή στο μεγαλύτερο μέρος της. Βασίστηκε στη διάταξη της ΑΚ 686, η οποία προβλέπει το δικαίωμα υπαναχώρησης του εργοδότη στην περίπτωση της επιβράδυνσης εκτέλεσης του έργου. Ο εναγόμενος εγγυητής, άσκησε – νόμιμα και παραδεκτά – έφεση επί της απόφασης αυτής, επικαλούμενος εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων από το δικαστήριο. Το Εφετείο απέρριψε την έφεση ως αβάσιμη στο σύνολό της, κρίνοντας την αγωγή του ενάγοντα ως ουσία βάσιμη και επιδίκασε τα δικαστικά έξοδα σε βάρος των εκκαλούντων.
Αναφυόμενα νομικά ζητήματα
Από δικονομικής σκοπιάς, τίθεται το ζήτημα της νομότυπης άσκησης της έφεσης, η συμπερίληψη, δηλαδή, εντός του δικογράφου της έφεσης, όλων των απαραίτητων κατά την 520 ΚΠολΔ στοιχείων. Πέραν των στοιχείων που εμπεριέχονται υποχρεωτικά σε κάθε δικόγραφο (118 – 120 ΚΠολΔ), η προαναφερθείσα διάταξη επιβάλλει τη συμπερίληψη, εντός του εφετηρίου, του αιτήματος και των λόγων έφεσης, υπακούοντας στις επιταγές της αρχής της διάθεσης (106 ΚΠολΔ) και της ιδιωτικής αυτονομίας της βούλησης, όπως καθιερώνεται από το Σύνταγμα. Ειδικότερη έκφανση των αρχών αυτών, άλλωστε, αποτελεί και η πρόβλεψη του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης (522 ΚΠολΔ), με την επικράτηση του κανόνα «tantumdevolutum, quantumappelatum» («Τόσο μεταβιβάζεται, όσο εκκαλείται»). Τα στοιχεία, επομένως, αυτά, προσδιορίζουν το εύρος της εξουσίας του δικαστηρίου, το οποίο οφείλει να δράσει αυστηρά εντός των ορίων που χαράσσονται βάσει αυτών.
Λόγους έφεσης συνιστούν τα σφάλματα της απόφασης εκείνα, τα οποία μπορούν να οδηγήσουν στην εξαφάνιση ή μεταρρύθμιση της εκκαλουμένης, τα οποία μπορεί να είναι πραγματικά ή νομικά, να αναφέρονται εν γένει σε οποιαδήποτε παραδρομή του δικαστηρίου. Απαιτείται, επομένως, λυσιτέλεια των λόγων έφεσης, να είναι δηλαδή σε θέση να ωφελήσουν τον εκκαλούντα, επηρεάζοντας το διατακτικό της απόφασης. Αν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο αποκλίνει μόνο ως προς το αιτιολογικό μέρος της απόφασης, χωρεί αντικατάσταση της αιτιολογίας και απορρίπτει την έφεση (534 ΚΠολΔ). Για το παραδεκτό των λόγων έφεσης, απαιτείται επίσης το σαφές και το ορισμένο αυτών. Μπορεί να ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή κανόνων του ουσιαστικού δικαίου, σε δικονομικής φύσης παραβάσεις, σε πλημμελή εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων ή σε πλήρη παράλειψη εκδίκασης ορισμένης αίτησης.
Κατ’ εξαίρεση, γίνεται δεκτό στη νομολογία, ότι στον ισχυρισμό περί πλημμελούς εκτίμησης των αποδείξεων, δεν απαιτείται ο σαφής καθορισμός του σφάλματος, ούτε η εξειδίκευση του συγκεκριμένου αποδεικτικού μέσου, το οποίο, κατά την κρίση του εκκαλούντος, εκτιμήθηκε πλημμελώς. Αρκεί οι διάδικοι να αναφέρουν στο δικόγραφο της έφεσης ότι το διατακτικό της απόφασης είναι εσφαλμένο, εξαιτίας της κακής εκτίμησης των αποδείξεων από το δικαστήριο, η οποία οδήγησε το τελευταίο σε σαθρό συμπέρασμα. Εξάλλου, το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης, επιβάλλει την επανεκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης από την αρχή και την κρίση της ορθότητας του διατακτικού. Δικαιολογητική βάση της ρύθμισης συνιστά η τάση των δικαστηρίων να μην προβαίνουν σε καμία αναφορά, σχετικά με τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία οδήγησαν σε ένα συγκεκριμένο πόρισμα. Δεν θα ήταν, επομένως, λογικό και επιεικές, τα δικαστήρια, τα οποία δεν διατυπώνουν καμία σχετική διευκρίνιση, αναφορικά με το συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο που οδήγησε στον σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης ως προς ένα ζήτημα, να αξιώνουν από τον διάδικο να το κάνει, προκειμένου να διαμαρτυρηθεί για αυτή. Στην περίπτωση, λοιπόν, επίκλησης από τον εκκαλούντα του ισχυρισμού περί εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων, το δικαστήριο επανεκτιμά τα αποδεικτικά στοιχεία που έχουν επικαλεστεί ενώπιόν του οι διάδικοι, χωρίς εστίαση στα ειδικά παράπονα του εκκαλούντος, προκειμένου να κρίνει την ορθότητα του διατακτικού της απόφασης, εντός των ορίων πάντα του μεταβιβαστικού αποτελέσματος του ενδίκου μέσου της έφεσης (522 ΚΠολΔ).
Διχογνωμία επικρατεί μεταξύ θεωρίας και νομολογίας ως προς την τύχη της έφεσης στην περίπτωση που το σύνολο των λόγων έφεσης προβληθούν απαραδέκτως. Η μεν πρώτη, θέλει την κρίση της έφεσης ως αβάσιμη, ενώ η νομολογία θεωρεί τους απαράδεκτους λόγους ως εξαρχής ανύπαρκτους, απορρίπτοντας την έφεση ως απαράδεκτη στο σύνολό της. Σε κάθε, πάντως, περίπτωση, τυχόν αοριστία του εφετήριου δικογράφου, δεν δύναται να συμπληρωθεί με τις προτάσεις, ούτε με το δικόγραφο των προσθέτων λόγων, το οποίο συμπαρασύρεται σε κρίση ως απαραδέκτου, ακόμα και αν οι περιληφθέντες σε αυτό λόγοι θέλουν κριθούν παραδεκτοί.
Προχωρώντας στην ουσία της διαφοράς, επίκεντρο της παρούσας προβληματικής συνιστά ο σχηματισμός μιας σφαιρικής εικόνας, αναφορικά με την σύμβαση έργου, με έμφαση στην ανώμαλη τροπή αυτής, προερχόμενη από τον εργολάβο. Από το γράμμα του νόμου (ΑΚ 681) προκύπτει, ότι κύρια υποχρέωση του εργολάβου αποτελεί η εκτέλεση του συμφωνηθέντος έργου. Εννοείται, βέβαια, η απαίτηση προσήκουσας εκτέλεσης αυτού, η οποία συμφωνεί με τους όρους της σύμβασης αφενός, καθώς και με τις επιταγές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών (ΑΚ 200, 288). Πρέπει, δηλαδή, το παραδοθέν έργο να ανταποκρίνεται στη φύση, τον προορισμό και την χρήση του πράγματος, καθώς και στον σκοπό που του έχει προσδώσει ο εργοδότης, με συμπερίληψη κάθε ιδιότητας, η οποία έχει τυχόν συμφωνηθεί ειδικά από τα μέρη. Δεν πρόκειται για προσήκουσα εκτέλεση, αν ενυπάρχουν στο έργο ελαττώματα – πραγματικά ή νομικά, όπως συνάγεται από την ΑΚ 687. Επιπλέον, ο εργολάβος υποχρεούται να ξεκινήσει εγκαίρως την εκτέλεση, χωρίς περιττή επιβράδυνση, όντας, σε κάθε περίπτωση, έτοιμος να το παραδώσει κατάλληλα στον εργοδότη, κατά τον τυχόν συμφωνηθέντα χρόνο. Όταν, λοιπόν, ο εργολάβος παραδώσει προσηκόντως το έργο, αποσβήνεται η ενοχική του υποχρέωση, ενώ τυχόν άρνηση αποδοχής από τον εργοδότη, περιάγει τον τελευταίο σε υπερημερία.
Αντιθέτως, δεν υπέχει ο εργοδότης σχετική υποχρέωση αποδοχής του έργου, όταν αυτό παρουσιάζει ελαττώματα ή έλλειψη συνομολογημένων ιδιοτήτων. Διαφέρει, εν προκειμένω, η αντιμετώπιση του νόμου, ανάλογα με το αν πρόκειται για ελάττωμα ουσιώδες ή επουσιώδες. Λόγος για ουσιώδη ελαττώματα γίνεται στην περίπτωση που το πράγμα καθίσταται, εξαιτίας των ελαττωμάτων, παντελώς άχρηστο (ΑΠ 203/2019), ενώ τα ελαττώματα που παραβλέπουν, μεν, τη χρήση του πράγματος, χωρίς πάντως να το αχρηστεύουν, συγκαταλέγονται στα επουσιώδη (ΑΠ 279/72 ΝοΒ 20, σελ. 1031). Στην περίπτωση εμφάνισης επουσιωδών ελαττωμάτων, ο εργοδότης δικαιούται να ζητήσει τη διόρθωση αυτών, εφόσον η διαδικασία δεν απαιτεί την υποβολή του εργολάβου σε δυσανάλογες σε σχέση με το ελάττωμα δαπάνες, εντός εύλογου χρόνου, ή την ανάλογη μείωση της εργολαβικής αμοιβής (ΑΚ 688). Ως προς τα ουσιώδη, πάλι, ελαττώματα και την έλλειψη των συμφωνημένων ιδιοτήτων, η διάκριση έγκειται στην παραχώρηση στον εργοδότη, επιπρόσθετα των παραπάνω, του δικαιώματος να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση (ΑΚ 689). Τα παραπάνω δικαιώματα συρρέουν διαζευκτικά, η άσκηση δηλαδή του ενός, αποκλείει το άλλο. Κατ’ ανάλογη, ωστόσο, εφαρμογή των διατάξεων της πώλησης, στις οποίες παραπέμπει η ΑΚ 689 παρ. 2, καθίσταται σαφές ότι το δικαίωμα υπαναχώρησης διατηρείται ακέραιο, ακόμα και αν προγενέστερα έχει ασκηθεί και κάποιο από τα άλλα δικαιώματα που παραχωρεί ο νόμος στον εργοδότη, εφόσον αργότερα διαπιστώθηκε και άλλο ουσιώδες ελάττωμα ή έλλειψη συμφωνημένης ιδιότητας στο έργο (ΑΚ 541). Η κρατούσα άποψη υποστηρίζει ότι οι ρυθμίσεις αυτές αποκλείουν, ως ειδικότερες, την εφαρμογή των γενικών διατάξεων (ΑΠ 1714/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), εκτός αν παραδόθηκε πράγμα εντελώς διαφορετικό (aliud) από το συμφωνηθέν (ΑΠ 183/2011 ΝοΒ 59, σελ. 1608). Επίταση της ευθύνης του εργολάβου επέρχεται, όταν ο εργολάβος παραδίδει το έργο ελαττωματικό, από ιδία υπαιτιότητα (ΑΚ 690). Σε κάθε περίπτωση, διατηρούνται τα δικαιώματα του εργοδότη από τις διατάξεις της αδικοπραξίας (ΑΚ 914 επ.), καθώς και από την συμφωνία τυχόν ποινικής ρήτρας.
Δικαίωμα υπαναχώρησης παραχωρείται στον εργοδότη και πριν το χρόνο παράδοσης του έργου, εφόσον ο εργολάβος, δεν προβαίνει σε έγκαιρη έναρξη ή επιβραδύνει την εκτέλεση, χωρίς να βαρύνει πταίσμα τον εργοδότη ως προς την καθυστέρηση αυτή, δρώντας αντισυμβατικά, και καθιστώντας αδύνατη την έγκαιρη περάτωση του έργου. Κατά την κρατούσα άποψη, δυνατότητα άσκησης του δικαιώματος της υπαναχώρησης, υπό τις προϋποθέσεις της ΑΚ 686, υπάρχει και μετά τον χρόνο κατά τον οποίον συμφωνήθηκε να παραδοθεί το έργο, στην περίπτωση μη εκπλήρωσης των υποχρεώσεων του εργολάβου, που απορρέουν από την διάταξη αυτή, εφόσον καθίσταται σαφής η επικείμενη αδυναμία έγκαιρης παράδοσης του έργου (ΑΠ 652/2008 ΕφΑΔ 1, σελ. 877). Προϋποθέσεις της άσκησης του δικαιώματος υπαναχώρησης βάσει της ΑΚ 686 συνιστούν η καθυστέρηση της έναρξης ή της πορείας εκτέλεσης του έργου, λόγω αντισυμβατικής συμπεριφοράς του εργολάβου, η οποία να καθιστά ανέφικτη την έγκαιρη περάτωση του έργου. Ως αρνητική προϋπόθεση τίθεται η έλλειψη υπαιτιότητας στο πρόσωπο του εργοδότη, ως προς την εν λόγω επιβράδυνση. Αντιθέτως, η συνδρομή πταίσματος του εργολάβου, ως προς την καθυστέρηση, παραμένει αδιάφορη και δεν εξετάζεται, ενώ μπορεί να οφείλεται σε ανωτέρα βία ή τυχηρό. (ΑΠ 1376/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Σε κάθε περίπτωση, πάντως, πρέπει να περιλαμβάνονται με σαφήνεια οι λόγοι της υπαναχώρησης, για να αποφευχθεί τυχόν σύγχυση με την καταγγελία της σύμβασης (ΑΚ 700).
Τα αποτελέσματα της υπαναχώρησης συνίστανται στην αναδρομική κατάργηση της συναφθείσας σύμβασης και την απόσβεση κάθε υποχρέωσης που απορρέει από αυτή. Παροχές ήδη εκπληρωθείσες, επιστρέφονται στα μέρη, σύμφωνα με τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό (ΑΚ 904 επ.). Στην περίπτωση, ωστόσο, που βαρύνει πταίσμα τον εργολάβο, αυτός περιέρχεται σε υπερημερία, οπότε χωρεί η εφαρμογή της δεύτερης παραγράφου του προαναφερθέντος άρθρου (ΑΚ 686 παρ. 2), βάσει της οποίας παραχωρούνται στον εργοδότη, παράλληλα με το δικαίωμα προς υπαναχώρηση, και τα λοιπά δικαιώματα που πηγάζουν από τις γενικές διατάξεις (ΑΚ 382 επ.). Εφόσον, μάλιστα, έχει συμφωνηθεί η θέση ποινική ρήτρας, αυτή μπορεί να συνδυαστεί με την υπαναχώρηση του εργοδότη, μόνο εφόσον έχει συμφωνηθεί ρητά η κατάπτωσή της ακόμα και στην περίπτωση τυχόν υπαναχώρησης.
Το δικαίωμα υπαναχώρησης των ανωτέρω διατάξεων, σαφώς πρέπει να διακρίνεται από το δικαίωμα του εργοδότη να καταγγείλει τη σύμβαση μέχρι την αποπεράτωση του έργου (ΑΚ 700). Κρίσιμο χρόνο συνιστά η πραγματική εκτέλεση του έργου, όχι ο προκαθορισμένος συμβατικά χρόνος. Ο εργοδότης δικαιούται, αυστηρά κατά τον χρόνο μέχρι την αποπεράτωση του έργου, να δηλώσει μονομερώς, χωρίς ανάγκη προσδιορισμού συγκεκριμένης αιτίας, ρητά ή σιωπηρά, ότι επιθυμεί τη λήξη της σύμβασης έργου και την παύση της για το μέλλον. Ο αναιτιώδης χαρακτήρας της καταγγελίας δικαιολογεί την διάπλαση των αποτελεσμάτων της αποκλειστικά για το μέλλον, χωρίς να θίγει τη σύμβαση ως προς το μέρος που έχει ήδη εκτελεσθεί.
Στο πλαίσιο της καταγγελίας της ΑΚ 700, η συμβατική υποχρέωση του εργοδότη να καταβάλει την συμφωνηθείσα αμοιβή παραμένει άθικτη, υπό την αυτή μάλιστα μορφή. Τυχόν συνδρομή περίστασης περιορισμού της αμοιβής (ΑΚ 700 εδ. β’), προβάλλεται από τον εργοδότη σαν ένσταση. Ο εργολάβος υποχρεούται να παραδώσει στον εργοδότη το μέχρι την καταγγελία ολοκληρωμένο έργο. Συχνά η καταγγελία της ΑΚ 700 συγχέεται με την υπαναχώρηση λόγω καθυστέρησης (ΑΚ 686), με αποτέλεσμα την αναζήτηση της αλήθειας στις διατάξεις για την ερμηνεία των δικαιοπραξιών (ΑΚ 173, 200), ανεξαρτήτως του χαρακτηρισμού στον οποίον προέβη το μέρος, βάσει της αρχής του jura novitcuria. Τυχόν χαρακτηρισμός που δόθηκε από τα μέρη δεν δεσμεύει το δικαστήριο (ΑΠ 1347/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Αντιπαράθεση θεωρίας – νομολογίας
Διάσταση θεωρίας και νομολογίας συναντάται όταν το δικόγραφο της έφεσης περιέχει, μεν, έστω έναν λόγο έφεσης, κανένας όμως δεν προβάλλεται παραδεκτά. Μολονότι η θεωρία εξακολουθεί να εμμένει στην άποψη ότι το σύνολο των απαράδεκτων λόγων έφεσης οδηγούν σε απόρριψη αυτής ως αβάσιμης, έχει παγιωθεί πλέον νομολογιακά, η θεώρηση των απαραδέκτως προβληθέντων λόγων ως εξαρχής ανύπαρκτων (ΑΠ 1574/2014). Το σύνολο, επομένως, των δικαστηρίων, απορρίπτει τις εφέσεις, των οποίων το δικόγραφο περιλαμβάνει μόνο απαράδεκτα ασκηθέντες λόγους έφεσης, ως απαράδεκτη στο σύνολό της (ΑΠ 1722/2006, ΕφΑθ 116/2021). Η εξέταση των στοιχείων αυτών χωρεί αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο (ΑΠ 1574/2014, ΑΠ 403/2019).
Νομολογιακά αξίζει επίσης μια σύντομη εμβάθυνση στο ζήτημα της ερμηνείας της δήλωσης του εργοδότη για καταγγελία ή υπαναχώρηση, προκειμένου να προσδιορισθεί αν πρόκειται για την καταγγελία της ΑΚ 700 ή για υπαναχώρηση, το οποίο ελέγχεται κατά την κρίση του δικαστηρίου και υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο. Όπως φαίνεται σε πληθώρα αποφάσεων (ΑΠ 1393/2012, ΑΠ 962/1996, ΕφΔωδ 27/2012), το δικαστήριο, αναφέρει διεξοδικά τις προϋποθέσεις εφαρμογής καθεμίας εκ των διατάξεων και συντρέχει στην εφαρμογή της υπαναχώρησης, μόνο εφόσον κάτι τέτοιο προκύπτει και αποδεικνύεται στα αναφερθέντα στην δήλωση παύσης της σύμβασης. Κατά την ΕφΔωδ 27/2012, δεν αποτελεί καταγγελία, αλλά υπαναχώρηση, δήλωση του εργοδότη που τείνει στη λύση της σύμβασης, όταν επικαλείται αντισυμβατική συμπεριφορά του εργολάβου. Έχει υποστηριχθεί ότι εφόσον η σύμβαση λύνεται με καταγγελία μόνο για το μέλλον, ενώ διατηρείται ισχυρή για τον προηγούμενο χρόνο, διατηρούνται τα τυχόν δικαιώματα του εργοδότη από τις ΑΚ 688-690, αναφορικά με το μέρος του έργου που εκτελέσθηκε μέχρι την καταγγελία της σύμβασης. (ΑΠ 256/2021, ΑΠ 1229/2017, ΑΠ 762/2006).
Προσωπικές απόψεις γράφουσας
Ύστερα από διεξοδική εξέταση των προϋποθέσεων που χαράσσουν τα άρθρα 686, 689 και 700 του Αστικού Κώδικα, έχει επιτευχθεί η διαμόρφωση μίας πλήρους εικόνας ως προς την διάκριση μεταξύ τους. Κρίσιμο στοιχείο, εν προκειμένω, για να διαφωτιστεί σε ποια διάταξη εμπίπτει η δήλωση του ενάγοντα για την παύση των αποτελεσμάτων της σύμβασης έργου, συνιστά η κρίση περί του αν έχει αποπερατωθεί και παραδοθεί το έργο από το εργολάβο στον εργοδότη. Στην, μεν, περίπτωση, που το έργο δεν έχει αποπερατωθεί, η δήλωση του εργοδότη εμπίπτει είτε στις διατάξεις περί υπαναχώρησης της ΑΚ 686 ή σε αυτές περί καταγγελίας (ΑΚ 700). Όταν, πάλι, παραδίδεται το έργο κατά τον συμφωνηθέντα χρόνο, η παράδοση όμως δεν είναι κατάλληλη, λόγω του εντοπισμού ουσιωδών ελαττωμάτων ή της έλλειψης συνομολογημένων ιδιοτήτων, ασκούνται τα δικαιώματα της ΑΚ 689.
Εν προκειμένω, θα μπορούσε, αμέσως, να αποκλειστεί η ένταξη της δήλωσης του ενάγοντος στο πεδίο εφαρμογής της ΑΚ 700, καθόσον, μάλιστα, προκύπτει από το ιστορικό και από το ίδιο το περιεχόμενο της δήλωσης του εργοδότη, ότι ο τελευταίος δεν σκόπευε ούτε επιθυμούσε να λύσει τη σύμβαση, πριν την ολοκλήρωση του έργου. Οι λόγοι που τον ώθησαν στην εξωτερίκευση βούλησης παύσης της σύμβασης, τους οποίους μνημονεύει ρητά στη δήλωση του, έγκεινται στην αντισυμβατική συμπεριφορά του εργολάβου (ΕφΔωδ 27/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), όπως εκδηλώθηκε με την υπέρμετρη καθυστέρηση ολοκλήρωσης του έργου, παρατείνοντας, μάλιστα, δύο φορές την συμφωνηθείσα προθεσμία και την διαπίστωση τεχνικών ελλείψεων στο πράγμα, μολονότι είχε ζητηθεί προηγουμένως διόρθωση αυτών. Όταν ο εργοδότης, ύστερα από επίδειξη επιείκειας στην καθυστέρηση από τον εργολάβο, με την χορήγηση διευρυμένης προθεσμίας δις, αλλά και την αίτηση διόρθωσης σφαλμάτων που εντόπισε πριν την παράδοση του έργου, εξακολουθούσε να μην παραλαμβάνει το απαιτούμενο αποτέλεσμα, απευθύνθηκε στην αντισυμβαλλόμενη εναγόμενη εταιρία και στον εναγόμενο – και τώρα εκκαλών – εγγυητή, αξιώνοντας τα χρηματικά ποσά που είχε καταβάλει. Δεν προκύπτει, συνεπώς, βούληση για μελλοντική παύση των εργασιών, αλλά αντιθέτως φανερώνεται βούληση αναδρομικής κατάργησης της σχέσης, για λόγους που μνημονεύονται ρητά.
Η στήριξη της υπαναχώρησης στη διάταξη της ΑΚ 686 ή σε αυτή της ΑΚ 689, οδηγεί στο ίδιο αποτέλεσμα, αυτό της αναδρομικής λύσης της σύμβασης και απόδοσης των παραδοθέντων σύμφωνα με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Η ειδοποιός διαφορά εφαρμογής των δύο διατάξεων έγκειται στις προϋποθέσεις επίκλησής τους, όπως εκτέθηκαν παραπάνω. Εν προκειμένω, πράγματι, η εναγόμενη εταιρία έδρασε αντισυμβατικά, καθυστερώντας την εκτέλεση του έργου, με αποτέλεσμα να παραταθεί ο χρόνος παράδοσης συνολικά πάνω από δύο μήνες. Η παράταση αυτή, ωστόσο, συμφωνήθηκε ρητά από τα μέρη. Αν, έτσι, ο εργοδότης, είχε αποφασίσει να υπαναχωρήσει κατά το διάστημα αυτό, της παρέλευσης της προθεσμίας, ενώ η εταιρία είχε περιέλθει, προφανώς, σε αδυναμία έγκαιρης και προσήκουσας εκτέλεσης, θα επρόκειτο για την υπαναχώρηση της ΑΚ 686. Η κρινόμενη περίπτωση, όμως διαφέρει. Ο εργοδότης, όταν διαπίστωσε, κατά την διεξαγωγή ελέγχου, πριν την πάροδο της μεταγενέστερα τεθείσας από τα μέρη προθεσμίας, τις ελλείψεις και τα ελαττώματα του έργου, τα επεσήμανε στον εναγόμενο εγγυητή, ο οποίος δεσμεύθηκε να τα διορθώσει. Έπειτα από περαιτέρω επέκταση του συμφωνηθέντος χρόνου, ο τελευταίος δήλωσε στον εργοδότη ότι του προσφέρει την παροχή, έχοντας διορθώσει τυχόν ελαττώματα και έχοντας συμπεριλάβει κάθε ιδιότητα που συμφώνησαν τα μέρη στο έργο. Δεν φαίνεται, λοιπόν να πληρούται, εν προκειμένω, η προϋπόθεση της ΑΚ 686, περί αδυναμίας έγκαιρης περάτωσης, καθόσον ο εργολάβος δηλώνει και υποστηρίζει ότι το έργο δεν πάσχει, ότι έχει περατωθεί προσηκόντως.
Πληρούται, αντιθέτως, το σύνολο των όρων της ΑΚ 689, όπως δέχθηκε και το Εφετείο. Τα στοιχεία, τα οποία έλλειπαν, όπως μνημονεύονται στην απόφαση, συνίστανται σε ουσιώδεις ελλείψεις, καθώς και σε μη περίληψη ιδιοτήτων, οι οποίες είχαν συμφωνηθεί ρητά, δυσχεραίνοντας σημαντικά την χρήση του έργου από τον εργοδότη. Η έλλειψη συμφωνημένων ιδιοτήτων ισοδυναμεί με ουσιώδες ελάττωμα άνευ ετέρου, χωρίς την εξέταση δηλαδή του ουσιώδους χαρακτήρα τους, προσδίδοντας στον εργοδότη τα αντίστοιχα δικαιώματα. Οι απαιτήσεις του εργοδότη απέβλεπαν στην τελειοποίηση του έργου, την οποία δικαιολογημένα προσδοκούσε, καθόσον επρόκειτο για την αφετηρία ενός επαγγελματικού του βήματος, με την κατασκευή της επίδικης πλατφόρμας, την οποία για αυτόν τον λόγο, άλλωστε, ανέθεσε στην εναγόμενη εταιρία, η οποία εξειδικεύεται σε αυτό.
Ορθά, επομένως, προέβη το Εφετείο σε αντικατάσταση του αιτιολογικού της απόφασης, βασίζοντας το διατακτικό του στις διατάξεις περί ουσιωδών ελαττωμάτων στο έργο. Ορθά, επίσης, επιδίκασε το ύψος της αποζημίωσης να ανέρχεται στο σύνολο των αιτηθέντων, με την καταβολή του νόμιμου τόκου από την υπαναχώρηση του εργοδότη και την έκπτωση, συνεπώς, της κύριας οφειλής.
Βιβλιογραφία
Απόστολος Σ. Γεωργιάδης, Εγχειρίδιο Ειδικού Ενοχικού Δικαίου, Εκδόσεις Π.Ν. Σάκκουλας 2014
Απόστολος Σ. Γεωργιάδης, Ενοχικό Δίκαιο Γενικό Μέρος, Εκδόσεις Π.Ν. Σάκκουλας 2015
Νικόλαος Θ. Νίκας, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, Εκδόσεις Π.Ν. Σάκκουλας, 2018
Κατερίνα Παπαθεοδώρου, Νομική Σχολή Αθηνών, 4ο έτος,
Μέλος της ομάδας σχολιασμού δικαστικών αποφάσεων του Law Project
Comments