top of page

Τεκμήριο Αθωότητας: Δεσμεύεται Το Πολιτικό Δικαστήριο Από Την Αθωωτική Απόφαση Ποινικού Δικαστηρίου

Της Άννας Φαφαλιού


Τεκμήριο Αθωότητας: Δεσμεύεται Το Πολιτικό Δικαστήριο Από Την Αθωωτική Απόφαση Ποινικού Δικαστηρίου:

(Α.Π. 1238/2021)



Προεισαγωγικά

Ένα ζήτημα που απασχολεί συχνά τη νομολογία είναι αυτό της εφαρμογής του τεκμηρίου αθωότητας στην αστική δίκη. Αναφερόμαστε στην παρεμφερή αστική δίκη, δηλαδή, που έχει ως αντικείμενο την αστική προέκταση του ποινικού αδικήματος για το οποίο παραπέμφθηκε σε ποινική δίκη ένα άτομο. Αν, επί παραδείγματι, σε περίπτωση αθώωσης από το ποινικό δικαστήριο του εναγομένου σε αγωγή αποζημίωσης λόγω αδικοπραξίας, όπου η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του ταυτίζεται με την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση ποινικού αδικήματος, η αθώωση του υπαιτίου σε συνδυασμό με την έννοια του τεκμηρίου αθωότητας, δεσμεύει ή όχι το πολιτικό δικαστήριο;


Εισαγωγικά

Ήδη από τη γαλλική Διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτη το 1787, ως το πρώτο ελληνικό πολιτικό Σύνταγμα του 1827, την πρώτη ελληνική ποινική δικονομία του 1834, ως και τα περισσότερα φιλελεύθερα και δημοκρατικά Συντάγματα της εποχής μας, η προστασία του τεκμηρίου αθωότητας έχει υπάρξει λυδία λίθος για τις ατομικές ελευθερίες. Με απαρχή τις ιδέες του Διαφωτισμού, η πεποίθηση πως η αξία του ανθρώπου τίθεται στο κέντρο των ατομικών δικαιωμάτων κυριάρχησε. Το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου είναι απόρροια του εξεταστικού συστήματος διεξαγωγής των αποδείξεων στην ποινική δίκη και αποτελεί πυρήνα της αποδεικτικής διαδικασίας. Δεν θέτει στον κατηγορούμενο το βάρος να αποδείξει ο ίδιος την αθωότητά του, παρά την τεκμαίρει δεδομένη ως πλήρους απόδειξης της ενοχής, ή έστω, της αθώωσής του λόγω αμφιβολιών[1]. Στην Ελλάδα, ο νέος Κώδικας Ποινικής Δικονομίας του 2019 τοποθετεί τη ρύθμιση του τεκμηρίου αθωότητας στο άρθρο 71, σύμφωνα με το οποίο «Οι ύποπτοι και οι κατηγορούμενοι τεκμαίρονται αθώοι μέχρι να αποδειχθεί η ενοχή τους σύμφωνα με τον νόμο».


Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 321 ΚπολΔ, «δεδικασμένο στην Πολιτική Δίκη αποτελούν μόνο οι οριστικές και τελεσίδικες αποφάσεις των Πολιτικών Δικαστηρίων». Η νομολογία των δικαστηρίων ουσίας, αλλά και του Αρείου Πάγου αντιμετωπίζει τις αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων, καταδικαστικές ή αθωωτικές, ως ισχυρά δικαστικά τεκμήρια, μη ενδεδυμένα δεδικασμένο.[2]Το Πολιτικό Δικαστήριο ερευνώντας από άποψη αστικής ευθύνης, τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης που άγεται ενώπιον του, με βάση τα προσαγόμενα αποδεικτικά μέσα και συνεπικουρούμενο από τον ορθό λόγο και τα διδάγματα της εμπειρίας, δύναται να αποφασίσει κατά τρόπο διαμετρικά αντίθετο από αυτόν του Ποινικού Δικαστηρίου.[3]


Επιπροσθέτως, η απόφαση του ποινικού δικαστηρίου, με την οποία αυτό μετά την καταδικαστική του απόφαση κάνει δεκτούς τους αυτοτελείς ισχυρισμούς του παρισταμένου προς υποστήριξη της κατηγορίας παράγει ενέργεια δεδικασμένου και δεσμεύει το πολιτικό δικαστήριο, στην περίπτωση που ο παριστάμενος εξέθεσε ολόκληρη και όχι τμήμα μόνον της απαίτησής του ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου, επιφυλασσόμενος, ρητά ή σιωπηρά, να επιδιώξει την ικανοποίηση του υπολοίπου τμήματος ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων. Στην περίπτωση αυτή, η ποινική δίκη αποτελεί πρόκριμα, ήτοι προδικαστικό ζήτημα όσον αφορά την πολιτική δίκη. Στην περίπτωση δε αυτή που όντως ο παριστάμενος επιφυλάχθηκε, το πολιτικό δικαστήριο δε δεσμεύεται από την κρίση του ποινικού δικαστηρίου επί του προδικαστικού ζητήματος της έννομης σχέσης, διότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του σχετικού άρθρου 331 ΚπολΔ.: το προδικαστικό ζήτημα δεν καταλαμβάνεται από το δεδικασμένο. Τουτέστιν, εάν μετά την έκδοση απόφασης του ποινικού δικαστηρίου που κάνει δεκτή την παράσταση προς υποστήριξη της κατηγορίας, ασκηθεί αγωγή για περαιτέρω αποζημίωση ή για επί πλέον χρηματική ικανοποίηση στο πολιτικό δικαστήριο, αυτό δεν δεσμεύεται από την ποινική απόφαση ως προς την τέλεση της αδικοπραξίας. Το πολιτικό δικαστήριο θα δικάσει εκ νέου την υπόθεση χωρίς να δεσμεύεται από την απόφαση του ποινικού δικαστηρίου.


Επί αθωωτικής ποινικής απόφασης, ειδικά, εφόσον το τεκμήριο αθωότητας δεν δεσμεύει αποδεικτικά την έκβαση της αστικής δίκης, η αστική ευθύνη του εναγομένου δεν αποκλείεται με μόνη την ύπαρξη μιάς ποινικής αθώωσης υπέρ του. Ανυπόστατος θα ήταν, λοιπόν, ισχυρισμός πως μια ενδεχόμενη ήττα του εναγομένου στην αστική δίκη θα παραβίαζε το τεκμήριο της αθωότητάς του και συνεπακόλουθα το άρθρο 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ,[4] το άρθρο 48 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΧΘΔΕΕ) και το άρθρο 14 παρ. 3 του Διεθνούς συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα. Αντίθετη ερμηνεία δεν μπορεί να συναχθεί ούτε από τις, υπερνομοθετικής ισχύος, διατάξεις της ΕΣΔΑ.[5] Η αναζήτηση ή/και τελικά η συνδρομή αστικής αδικοπρακτικής ευθύνης του εναγομένου, λοιπόν, δεν θέτει υπό αμφισβήτηση την αθωότητα του ιδίου ποινικά. Εγγύηση για την παραδοχή αυτή αποτελεί η αρχή της διάκρισης των τριών δικαστικών κλάδων.


Η διάκριση αυτή κατοχυρώνεται στα άρθρα 93-96 Σ., έχει, δε, ως βασική συνέπεια το δεδικασμένο των αποφάσεων κάθε δικαιοδοτικής λειτουργίας να είναι διακριτό και όχι κοινό. Η μόνη περίπτωση δέσμευσής από δικαστικές αποφάσεις άλλων δικαιοδοτικών κλάδων αφορά στην αποδεικτική διαδικασία και επιτρέπεται μόνον όταν υπάρχει σχετική πρόβλεψη του νόμου[6].



Το ιστορικό της υπόθεσης

Τον Οκτώβριο του 2007, ο πρώτος εναγόμενος μεταβίβασε συμβολαιογραφικά κατά κυριότητα, λόγω πώλησης, στην ενάγουσα ένα αγροτεμάχιο. Επίσης, μεταβιβάστηκε στην ενάγουσα κατά κυριότητα, λόγω πώλησης, από τις τρίτη και τέταρτη εναγόμενες, ένα δεύτερο αγροτεμάχιο. Ταυτόχρονα με την υπογραφή των συμβολαίων των μεταβιβάσεων, η ενάγουσα και οι πωλητές – εναγόμενοι συμφώνησαν να της παραδώσουν τη χρήση των μεταβιβασθέντων ακινήτων στις 10-11-2007 και υπό τον όρο μέχρι τότε οι πωλητές να έχουν ολοκληρώσει τη συγκομιδή του ελαιοκάρπου από τα ελαιόδεντρα που υπήρχαν στα ακίνητα. Το ανωτέρω έργο της συγκομιδής οι εναγόμενοι πωλητές, αμέσως μετά την υπογραφή των συμβολαίων, ανέθεσαν στον (πέμπτο εναγόμενο), να προβεί σε υλοτόμηση των ελαιοδέντρων, προκειμένου να εκμεταλλευτούν την ξυλεία τους. Αυτό, ωστόσο, αντέβαινε στα συμπεφωνημένα με την ενάγουσα, στοιχειοθετώντας αδικοπραξία εις βάρος της. Σε υλοτομία προέβει πράγματι ο πέμπτος εναγόμενος, χρησιμοποιώντας ως εργάτες τον (έκτο εναγόμενο) και λοιπά άτομα. Κατελήφθησαν δε επ' αυτοφώρω από την Αστυνομία, ο μεν να προβαίνει σε κοπή ελαιοδέντρων με βενζινοπρίονο, ο δε να στοιβάζει τα κομμένα και τεμαχισμένα δέντρα για αποκομιδή τους. Από τις ως άνω παράνομες ενέργειες των εναγομένων, που έλαβαν χώρα αμέσως μετά την υπογραφή των συμβολαίων και πριν από το συμφωνημένο χρόνο παράδοσης της χρήσης των μεταβιβασθέντων ακινήτων στην ενάγουσα, καταστράφηκαν ολοσχερώς 55 από τα 100 ελαιόδεντρα στο πρώτο ακίνητο και το σύνολο των 50 ελαιοδέντρων στο δεύτερο ακίνητο. Επρόκειτο δε για δέντρα ηλικίας από 30 έως 100 ετών, κάποια εκ των οποίων εκριζώθηκαν πλήρως. Διαπιστώθηκε παραβίαση της περίφραξης και της καγκελόπορτας των ένδικων ακινήτων από τους παράνομους υλοτόμους, που σημαίνει ότι ενεργούσαν χωρίς άδεια ή γνώση της ενάγουσας.


Ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πατρών, η ενάγουσα και ήδη αναιρεσίβλητη ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, μεταξύ των οποίων οι ήδη αναιρεσείοντες, να της καταβάλουν, ο πρώτος, από αυτούς, συνολικό ποσό 974.740 ευρώ, και, η δεύτερη, συνολικό ποσό 622.480 ευρώ. Τα ποσά αυτά αφορούν τόσο αποζημίωση για αποκατάσταση της καταστροφής που οι ως άνω έθεσαν με τις αδικοπρακτικές πράξεις τους, όσο και αποζημίωση προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστει η ενάγουσα-αναιρεσίβλητη. Με την οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πατρών, που εκδικάσθηκε σύμφωνα με την τακτική διαδικασία, έγινε δεκτή εν μέρει ως προς τους εναγόμενους, μεταξύ των οποίων οι ήδη αναιρεσείοντες και υποχρεώθηκαν αυτοί να καταβάλουν στην ήδη αναιρεσίβλητη, ενάγουσα, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης της από αδικοπραξία, έκαστος, ποσό 6.000 ευρώ νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής. Κατά της ανωτέρω απόφασης, οι ήδη αναιρεσείοντες, άσκησαν ενώπιον του Εφετείου Πατρών, αντίστοιχα, εφέσεις, αιτούμενοι να απορριφθεί καθ' ολοκληρίαν η αγωγή και η ήδη αναιρεσίβλητη, ενάγουσα την αντέφεσή της, ζητώντας να γίνει καθ' ολοκληρίαν δεκτό το αίτημα της αγωγής για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής της βλάβης. Το ανωτέρω δευτεροβάθμιο Δικαστήριο με μη οριστική απόφαση του, αφού έκανε τυπικά δεκτές την έφεση και την αντέφεση, διέταξε την επανάληψη της συζήτησης για εμφάνιση των διαδίκων στο ακροατήριό του, προς παροχή διασαφήσεων σχετικά με τα διαλαμβανόμενα στο σκεπτικό προσαγόμενα αποδεικτικά μέσα. Ακολούθως, με οριστική απόφασή του, το ίδιο Δικαστήριο απέρριψε κατ' ουσίαν τόσο τις εφέσεις, όσο και την αντέφεση. Στη συνέχεια, οι εκκαλούντες, εναγόμενοι, μεταξύ των οποίων οι ήδη αναιρεσείοντες άσκησαν, ενώπιον του Αρείου Πάγου, αίτηση αναίρεσης κατά της ανωτέρω εφετειακής απόφασης. Επ' αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 1454/2017 απόφαση του Αρείου Πάγου, με την οποίαν αναιρέθηκε η προαναφερθείσα απόφαση του Εφετείου, ως προς τους ήδη αναιρεσείοντες και η υπόθεση παραπέμφθηκε στο προαναφερθέν Δικαστήριο, προς περαιτέρω εκδίκαση, κατά το μέρος της για το οποίο χώρησε η αναίρεση της απόφασης, ήτοι για τον αναιρετικό λόγο του άρθρου 559 αρ. 11 γ' ΚΠολΔ. Εν προκειμένω, ο αναιρετικός αυτός λόγος συνίσταται στο ότι δεν λήφθηκε υπόψη, ούτε συνεκτιμήθηκε, από το Εφετείο, η αμετάκλητη (σύμφωνα με πιστοποιητικό του Γραμματέως του Πρωτοδικείου Πατρών) απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πατρών, με την οποίαν αυτοί (ήδη αναιρεσείοντες) αθωώθηκαν για την αξιόποινη πράξη της ηθικής αυτουργίας σε αγροτική υπεξαίρεση σε βάρος της ενάγουσας - αναιρεσίβλητης και την οποία είχαν επικαλεσθεί και προσκομίσει αυτοί στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο. Τέλος, με την 137/2019 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πατρών, της οποίας ζητείται η αναίρεση, με την υπό κρίση αίτηση, απορρίφθηκαν κατ' ουσίαν οι ένδικες εφέσεις των αναιρεσειόντων (εναγομένων), και επικυρώθηκε η πρωτόδικη απόφαση, που είχε κρίνει ομοίως, επιδικάζοντας, όπως προαναφέρθηκε, στην αντίδικό τους, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής της βλάβης, το ποσό των 6.000 ευρώ, εις βάρους εκάστου εξ αυτών. Ο Άρειος Πάγος αναιρεί την εν λόγω απόφαση, την διακρατεί και θα προβεί σε εκ νέου εκδίκασή της, ύστερα από κλήση προς συζήτηση από τον επιμελέστερο διάδικο.


Νομική ανάλυση του τεκμηρίου αθωότητας

Ο Άρειος Πάγος, με την υπό ανάλυση απόφαση, προβαίνει σε ερμηνεία του τεκμηρίου αθωότητας και της εφαρμογής αυτού από τα πολιτικά δικαστήρια. Το ανώτατο δικαστήριο έκρινε ότι το εφετείο, με τη διατύπωση του σκεπτικού του, αναφορικά με την ποινική αθώωση των ήδη αναιρεσειόντων, δημιούργησε αμφιβολίες για την αθώωση αυτή, αμφισβητώντας την ορθότητα της αμετάκλητης ποινικής απόφασης.


Σύμφωνα με το σκεπτικό του Αρείου Πάγου, η εφαρμογή του τεκμηρίου της αθωότητας εκτείνεται και σε δίκες ενώπιον οποιουδήποτε δικαστηρίου, που καλείται να ερμηνεύσει την αθωωτική ποινική απόφαση, για τις ανάγκες των ενώπιών του δικών. Αυτό συμβαίνει όταν το δικαστήριο αυτό επιλαμβάνεται επί υποθέσεων που συνδέονται με την ήδη ποινικώς κριθείσα, ως προς τα πραγματικά τους περιστατικά. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η μεταγενέστερη πολιτική δίκη προς διεκδίκηση των αστικών αξιώσεων του παθόντος από τον ζημιώσαντα. Η ερμηνεία αυτή δεν είναι επιτρεπτό να γίνεται με τρόπο που να δημιουργεί αμφιβολίες ως προς την προηγούμενη ποινική απαλλαγή του διαδίκου.


Το δικαστήριο επεσήμανε ότι η προσωπικότητα του κατηγορουμένου συνοδεύεται από το καθεστώς της ποινικής του κατάστασης, καθιστώντας την αυτοτελές στοιχείο της. Η μη διαπίστωση επαρκών στοιχείων για την ποινική του καταδίκη, πόσο μάλλον μία ομόφωνη και ξεκάθαρη ποινική αθώωση, τον καθιστούν ίσο μεταξύ υπεράνω υποψίας πολιτών. Κάθε δικαστήριο, είτε ποινικό, είτε πολιτικό, είτε διοικητικό,[7] όπως και κάθε κρατική Αρχή εν γένει, υποχρεούνται να σέβονται την υφιστάμενη αθωωτική ποινική αθώωση. Τέτοια δε είναι κάθε απόφαση που εκδίδεται επί ποινικής υπόθεσης και δεν επιβάλλει στον κατηγορούμενο ποινή, όπως εκείνη που διαπιστώνει τελειωτικά τη μη τέλεση του εγκλήματος, π.χ. λόγω έλλειψης στοιχείων της αντικειμενικής ή υποκειμενικής υπόστασης ή απόφαση που απαλλάσσει τον κατηγορούμενο "λόγω αμφιβολιών" ή απόφαση που αναστέλλει την ποινική διαδικασία ή που παύει την ποινική δίωξη με οποιοδήποτε τρόπο και εξ αιτίας θανάτου ή ανακαλεί την εις βάρος του έγκληση ή ακόμα και αντίστοιχου περιεχομένου βούλευμα του δικαστικού συμβουλίου, δηλαδή κάθε περίπτωση "μη διαπιστωμένης ενοχής". Απαραίτητη προϋπόθεση εφαρμογής του τεκμηρίου αθωότητας σε μεταγενέστερες μη ποινικές διαδικασίες αποτελεί η ύπαρξη συνάφειας - ουσιαστικού συνδέσμου μεταξύ των δύο δικών, όπως αυτό συμβαίνει όταν, επί παραδείγματι, ασκείται αγωγή αποζημίωσης λόγω αδικοπραξίας, κατά τις διατάξεις των άρθρων 914 επ. του Α.Κ..


Το πολιτικό δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να εξετάζει και να ερμηνεύει την προηγηθείσα σχετική ποινική δίκη, ούτε να θέτει υπό αμφισβήτηση τα όσα έγιναν δεκτά υπέρ του κατηγορουμένου εντός αυτής. Μάλιστα, αν, ακόμα και ακροθιγώς, διατυπώσει ένα σκεπτικό το οποίο θα ενέχει την κρίση πως ο κατηγορούμενος αθωώθηκε είτε εσφαλμένα, είτε κατόπιν αμφιβολιών, κρίνεται πως παραβιάζει το τεκμήριο αθωότητάς του. Λέξεις ή φράσεις που ερμηνεύουν τα πραγματικά περιστατικά ή το αποδεικτικό υλικό, με τρόπο αντίθετο ή διαφορετικό από ότι το ποινικό δικαστήριο, αντίκεινται επίσης στο τεκμήριο αθωότητας. Πράγματι, το τελευταίο, παρότι δεν ενέχει ισχύ δεδικασμένου για την πολιτική δίκη, νομολογιακά έχει παγιωθεί πως πρέπει να παραμένει «αλόβητο» μετά το πέρας και της πολιτικής δίκης. Επί παραδείγματι, αν ο ποινικά αθωωθείς εναγόμενος καταδικασθεί σε αποζημίωση ή χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης έναντι του ενάγοντος, με την αιτιολογία πως ήταν υπεύθυνος για το αυτοκινητικό ατύχημα για το οποίο είχε κριθεί αθώος ενώπιων του ποινικού δικαστηρίου, η πολιτική απόφαση θα είναι αναιρετικώς ελέγξιμη για παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας. Θα πρέπει δηλαδή το πολιτικό δικαστήριο να αντιμετωπίζει με απόλυτη εμπιστοσύνη την αθωωτική ποινική απόφαση, χωρίς να δίνεται η εντύπωση πως η αθώωση ήταν αντικείμενο διαφωνίας των δικαστών ή, του εισαγγελέα, ή πως υπήρξε προϊόν αμφιβολιών. Περαιτέρω, με προσοχή πρέπει να αντιμετωπίζονται όροι που δεν έχουν αμιγώς ποινικό χαρακτήρα, στην πολιτική απόφαση. Ωστόσο, η διεξαγωγή επιπλέον, νέου αποδεικτικού υλικού, που δεν είχε εξετασθεί ποινικά, θα «δικαιολογούσε» την διαμετρικά αντίθετη αποχή του πολιτικού δικαστηρίου από την ποινική αθώωση.


Παρατηρούμε πως το τεκμήριο της αθωότητας δεν έχει αμιγώς ενδοδιαδικαστικό ποινικό χαρακτήρα. Καταλαμβάνει κάθε δικαιοδοσία και γίνεται ταυτόσημο με την προσωπικότητα του υποκειμένου. Η παραβίασή του θα πρέπει να κρίνεται in concreto.



Αναπομπή ή ιδία εκδίκαση από τον ΑΠ;

Το άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ ορίζει ότι "Αν ο Άρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση για οποιονδήποτε άλλο λόγο, εκτός από εκείνους που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 (και αφορούν υπέρβαση δικαιοδοσίας και για παράβαση των διατάξεων των σχετικών με την αρμοδιότητα), μπορεί να διακρατήσει την υπόθεση και να την εκδικάσει ο ίδιος, ιδίως αν κατά την (ανέλεγκτη) κρίση του δεν χρειάζεται άλλη διευκρίνιση. Στην αντίθετη περίπτωση παραπέμπει την υπόθεση ... για περαιτέρω εκδίκαση σε άλλο δικαστήριο ισόβαθμο και ομοειδές προς εκείνο το οποίο εξέδωσε την απόφαση που αναιρέθηκε ή στο ίδιο, αν είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές. Αν όμως αναιρεθεί η απόφαση του τελευταίου αυτού δικαστηρίου, δεν γίνεται δεύτερη παραπομπή, αλλά ο Άρειος Πάγος δικάζει αυτός την ουσία της υπόθεσης". Εξάλλου, κατά το άρθρο 579 παρ. 1 ΚΠολΔ, "Αν αναιρεθεί η απόφαση, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε ...", κατά δε το άρθρο 570 παρ. 2 ΚΠολΔ, "Νέοι ισχυρισμοί των διαδίκων και νέα αποδεικτικά μέσα για την ουσιαστική εκδίκαση της υπόθεσης από τον Άρειο Πάγο μετά την αναίρεση υποβάλλονται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για τα δικαστήρια της ουσίας". Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι για την εφαρμογή της πρώτης τούτων (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ) πρέπει πρώτα να γίνεται η συζήτηση και να εκδίδεται απόφαση επί της αίτησης αναίρεσης και εφόσον αυτή γίνει δεκτή, να ακολουθεί δεύτερη συζήτηση ενώπιον του αναιρετικού τμήματος, με κλήση του επιμελέστερου διαδίκου, κατά την οποία θα συζητείται η υπόθεση κατ' ουσίαν και θα εκδίδεται η αντίστοιχη απόφαση. Στην προκειμένη περίπτωση, η προσβαλλόμενη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πατρών εκδόθηκε μετά την απόφαση του Αρείου Πάγου, με την οποία, αφού αναιρέθηκε η απόφαση του ως άνω δικαστηρίου, παραπέμφθηκε η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, αλλά με άλλη σύνθεση.


Εν είδει επιλόγου

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) σε σχετική νομολογία του [8] δέχεται μια διευρυμένη ερμηνεία του τεκμηρίου αθωότητας, σύμφωνα με την οποία, το τεκμήριο αθωότητας μπορεί να γίνει δεκτό και στην περίπτωση μη ποινικών δικών. Η αθώωση, δηλαδή, δεσμεύει κάθε ένδικη διαδικασία που αφορά το συγκεκριμένο πρόσωπο.[9] Περαιτέρω, τα τελευταία χρόνια, έντονη είναι η συζήτηση για διεύρυνση του προστατευτικού πλαισίου για το εν λόγω τεκμήριο. Αρχικά γινόταν δεκτό ότι το τεκμήριο αθωότητας συνιστούσε ένα διαδικαστικό δικαίωμα του κατηγορουμένου, το οποίο αφορούσε κυρίως το βάρος της απόδειξης στην ποινική διαδικασία και δέσμευε μόνο τους φορείς απονομής της δικαιοσύνης (δικαστές). Ωστόσο σταδιακά έγινε δεκτό ότι και τα άλλα κρατικά όργανα έχουν υποχρέωση σεβασμού του τεκμηρίου.[10] Το ΕΔΔΑ απεφάνθη πως η ΕΣΔΑ πρέπει να ερμηνεύεται κατά τρόπο που να θεμελιώνει δικαιώματα πραγματικά και όχι θεωρητικά. Στην υπόθεση Marper v. UK (2008) το ΕΔΔΑ ανέδειξε και τη σχέση μεταξύ προστασίας της πληροφοριακής ιδιωτικότητας και τεκμηρίου αθωότητας. Το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι η συλλογή και τήρηση προσωπικών δεδομένων από δημόσιες αρχές δεν μπορεί να εξομοιωθεί με την απαγγελία υπονοιών αλλά επεσήμανε τον κίνδυνο στιγματισμού των προσώπων τα δεδομένα των οποίων χρησιμοποιούνται με τον ίδιο τρόπο με τα δεδομένα ατόμων που έχουν καταδικαστεί και εγείρουν το αίσθημα ότι τα πρόσωπα αυτά δεν αντιμετωπίζονται ως αθώα. Στην υπόθεση Asan Rushiti v. Austria, (2000) το Δικαστήριο επεσήμανε ότι, κατά την ΕΣΔΑ, το τεκμήριο αθωότητας περιλαμβάνει και τον γενικό κανόνα ότι μετά την αθωωτική απόφαση για ένα πρόσωπο δεν επιτρέπεται να διατυπώνονται υπόνοιες κατά του προσώπου αυτού.

Η δίκαιη απονομή δικαιοσύνης επιτάσσει να μη διακυβεύεται έστω και έμμεσα αυτό το δικαίωμα μέσω της διάδοσης απόψεων και πληροφοριών που αναφέρονται σε εκκρεμούσες ποινικές διαδικασίες. Θα πρέπει να αναρωτηθούμε εάν, ιδίως έναντι των ΜΜΕ και ενόψει του ρόλου και της επιρροής τους, μπορεί να γίνει επίκληση της συνταγματικής επιλογής της τριτενέργιας του δικαιώματος αυτού, άμεσα ή έμμεσα, μέσω του δικαιώματος της προστασίας της προσωπικότητας.



Άννα Φαφαλιού,

Ασκούμενη δικηγόρος

Μέλος της ομάδας σχολιασμού δικαστικών αποφάσεων του The Law Project

 

[1] https://curia.gr/to-tekmirio-athootitas-tou-katigoroumenou/ [2] ενδεικτικά, ΟλΑΠ 4/2020, ΑΠ 1422/2017, ΑΠ 1294/2017, ΑΠ 410/2016, ΑΠ 726/2015, ΑΠ 1699/2014, ΑΠ 215/2013, ΑΠ 1716/2012, ΑΠ1098/2011, ΑΠ 410/2010, ΑΠ 443/2009, ΑΠ 1777/2008, ΑΠ 987/2008, ΑΠ 1447/2007, ΑΠ 580/2001, ΑΠ 867/1996, ΑΠ 182/1995, ΜονΕφΛαρ 141/2017, ΤριμΕφΛαρ 32/2016, ΜονΕφΠειρ 4/2015 [3] Για πρώτη φορά, στην απόφαση-σταθμό της Ολομέλειας του ΑΠ, 4/2020 [4] Άρθρο 6 § 2. Τεκμήριο αθωότητας, Ι. Σαρμάς/Ξ. Κοντιάδης/Χ. Ανθόπουλος (-Ι. Νταλαχάνης), ΕΣΔΑ,Κεφάλαιο 6: Το τεκμήριο της αθωότητας, 2021, σ. 326 [5] ΟλΑΠ 4/2020, ΑΠ 1422/2017 και ΑΠ 215/2013 [6] Όπως λ.χ. στο άρθρο 5 παρ. ΚΔΔ, σύμφωνα με το οποίο τα διοικητικά δικαστήρια δεσμεύονται από τις αμετάκλητες αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων, καταδικαστικές ή αθωωτικές. [7] «Το ζήτημα της δεσμευτικής ιδιότητας του τεκμηρίου της αθωότητας έχει αποτελέσει αντικείμενο διαλόγου στην Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου στο πλαίσιο ποινική-δημοσιονομική δίκη, βλ. ΟλΕλΣυν 705/2019, 271/2019, 741/2018, 124/2017, 2679/2016» Σ. Πανταζόπουλος, Σχέσεις ποινικής και πολιτικής δίκης. Iδίως το τεκμήριο αθωότητας και η πολιτική δίκη, ΕλλΔνη 5/2019. υποσ. 14 [8] Ringvold v. Norway, Y v. Norway, Απόφαση Allenet de Ribemont κατά Γαλλίας της 10.2.1995 [9], βλ. αναλυτικά Καζάκο, Κανονισμοί εργασίας, σ. 68-69. [10] Λ. Μήτρου, Η δημοσιότητα της κύρωσης ή η κύρωση της δημοσιότητας, 2012, σ. 47-51,

43 views0 comments
bottom of page