Της Θεοδώρας Λαγογιάννη
Σύμβαση Μετόχων ως δικαιοπρακτικό θεμέλιο σύμβασης πώλησης μετοχών
(ΤρΕφΑθ 2805/2021)
Μπορεί να λυθεί μια σύμβαση πώλησης μετοχών λόγω μη τήρησης των όρων της Εξωεταιρικής Συμφωνίας μετόχων;
Επηρεάζει την κρίση του δικαστηρίου ο οικονομικός και επιχειρηματικός σκοπός που κρύβεται πίσω από την Εξωεταιρική Συμφωνία μετόχων;
Περίληψη Απόφασης
Η απόφαση 2805/2021 εκδόθηκε από το Τριμελές Εφετείο Αθηνών ύστερα από 11 χρόνια περιπλάνησης στις δικαστικές αίθουσες, με αφετηρία την αγωγή της εκκαλούσας το 2010 προς το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών και σημαντικότατο σταθμό την ευδοκίμηση της αίτησης αναιρέσεως ενώπιων του Αρείου Πάγου το 2017.
Πραγματικά Περιστατικά
Οι δύο διάδικοι αυτής της πολύκροτης απόφασης είναι από την μία πλευρά η εκκαλούσα Ελβετική Ανώνυμη Εταιρεία (στο εξής ελβετική εταιρεία), η οποία έχει ως αντικείμενο δραστηριότητας την για μακρά χρονικά διαστήματα συμμετοχή της στο κεφάλαιο επιχειρήσεων (κυρίως στο κλάδο της γεωργικής βιομηχανίας τροφίμων) και την διαχείριση των συμμετοχών αυτών. Από την άλλη πλευρά, δύο εφεσίβλητοι (στο εξής εφεσίβλητοι), οι οποία ήταν μέτοχοι μιας ελληνικής Ανώνυμης Εταιρείας με αντικείμενο δραστηριότητας την εκμετάλλευση ελαιοτριβείου, την τυποποίηση ελαιόλαδου και βρωσίμων ελαίων, την αποθήκευση και εμπορία δημητριακών ειδών και ζωοτροφών, την ίδρυση και εκμετάλλευση εγκαταστάσεων για τυποποίηση, επεξεργασία και εμπορία πάσης φύσεως εμπορικών προϊόντων.
Το 2008, οι δύο διάδικες πλευρές κατήρτισαν και υπέγραψαν μεταξύ τους ταυτόχρονα δύο συμβάσεις, οι οποίες παρόλο που καταρτίστηκαν σε ξεχωριστά έγγραφα αποτελούσαν μεταξύ τους μια αδιαίρετη ενότητα. Ειδικότερα, συνήψαν πρώτον σύμβαση πώλησης μετοχών, σύμφωνα με την οποία οι εφεσίβλητοι ανέλαβαν την υποχρέωση να πωλήσουν στην ελβετική εταιρεία συνολικά 461.550 μετοχές, ποσοστό 34% εκ των συνολικών μετοχών της εταιρείας τους έναντι του τιμήματος των 7.820.000 ευρώ και η ελβετική εταιρεία ανέλαβε την υποχρέωση να καταβάλει στους εφεσίβλητους το συμφωνηθέν τίμημα. Δεύτερον, συνήψαν και Εξωεταιρική Συμφωνία (συμφωνητικών μετόχων), στην οποία καθορίσθηκαν οι υποχρεώσεις των εφεσίβλητων έναντι της εκκαλούσας και συγκεκριμένα εξασφάλισαν σε αυτήν το δικαίωμα ισότιμης συμμετοχής της στη διοίκηση και διαχείριση των εταιρικών υποθέσεων.
Ενδεικτικά κάποιοι από τους όρους της Εξωεταιρικής Συμφωνίας ήταν: στο άρθρο 6, ότι, το Δ.Σ. της Εταιρείας θα απαρτιζόταν από επτά μέλη, από τα οποία τρία μέλη θα επιλέγονταν από την εκκαλούσα, στο άρθρο 11, ότι, σε περίπτωση παραιτήσεως, θανάτου ή παύσεως, με οποιονδήποτε τρόπο, μέλους του Δ.Σ., που έχει ορισθεί από τη μία πλευρά, τα συμβαλλόμενα μέρη θα αναλάμβαναν, έναντι αλλήλων, την υποχρέωση και εγγυώντο να ψηφίσουν, ως αντικαταστάτη του παραιτηθέντος ή παυθέντος μέλους, το πρόσωπο εκείνο, που θα υποδεικνυόταν από την πλευρά αυτή, τέλος στο άρθρο 12 ότι, κάποιες εταιρικές υποθέσεις θα λαμβάνονταν με σύμφωνη πάντα γνώμη της ενάγουσας, ήτοι, από τη γενική συνέλευση, με απαρτία και πλειοψηφία των 2/3 και από το Δ.Σ. με πλειοψηφία των 5/7 του συνόλου των μελών του.
Από τον Ιανουάριο του 2010 όμως ξεκίνησε μία περίοδος τριγμών μεταξύ των συμβαλλομένων με αποτέλεσμα κάποιες ενέργειες των εφεσίβλητων να οδηγήσουν «στον εξοβελισμό και την αποβολή της ελβετικής εταιρείας από την ελληνική εταιρεία, αποδυναμώνοντας την επιρροή της στο ελάχιστο». Αποκορύφωμα των ενεργειών αυτών ήταν δύο αποφάσεις ΔΣ, ειδικότερα με την από 27.1.2010 απόφαση ΔΣ, αποφασίστηκε με πλειοψηφία μόνο 4/7 η ανάθεση της εκπροσώπησης και διαχείρισης των εταιρικών υποθέσεων στους εφεσίβλητους και παράλληλα στον πρώτο εξ αυτών αποκλειστικώς η αγορά και πώληση όλων των προϊόντων που εμπορεύεται η εταιρεία. Επίσης, με την από 23.4.2010 απόφαση του ΔΣ, οι εφεσίβλητοι ανέδειξαν μέλος του ΔΣ πρόσωπο της αρεσκείας τους ως αντικαταστάτη παραιτηθέντος προσώπου που είχε αρχικώς υποδείξει η εκκαλούσα και έτσι είχαν πλέον πλειοψηφία 5/7 στο ΔΣ.
Οι δύο προαναφερθείσες αποφάσεις του ΔΣ αποτέλεσαν την αιτία για να υποβάλει η ελβετική εταιρεία γραπτή δήλωση υπαναχώρησής της από την σύμβασης πώλησης μετοχών, επικαλούμενη την αθέτηση εκ μέρους των εφεσίβλητων των υποχρεώσεων που ανέλαβαν με την Εξωεταιρική Συμφωνία. Άσκησε επίσης αναγνωριστική αγωγή με αίτημα να αναγνωριστεί ότι καθείς εκ των εφεσίβλητων της οφείλει εις ολόκληρον το ποσό των 7.820.000 ευρώ, καθώς ύστερα από την υπαναχώρησή της είχαν καταστεί αδικαιολογήτως πλουσιότεροι κατά αυτό το ποσό.
Κρίση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών
Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, ύστερα από την παραπομπή που έκανε σε αυτό ο Άρειος Πάγος, δίκασε την υπόθεση με διαφορετική δικαστική σύνθεση και ερμήνευσε τις δύο συμβάσεις σύμφωνα με την πραγματική βούληση των μερών, την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη (173, 200 ΑΚ) καταλήγοντας στην κρίση ότι οι δύο συμβάσεις αποτελούν ένα ενιαίο σύνολο, σε σημείο που η μία δεν έχει λόγο ύπαρξης χωρίς την άλλη.
Αρωγοί στην κρίση του αυτή αποτέλεσαν τα εξής στοιχεία: Κατ’ αρχάς ότι οι δύο συμβάσεις υπογράφηκαν ταυτόχρονα, ότι στην σύμβαση πώλησης μετοχών υπήρχε όσος σύμφωνα με τον οποίο η ελβετική εταιρεία θα κατέβαλε το 85% του τιμήματος στους εφεσίβλητους υπό ορισμένες προϋποθέσεις, μία εκ των οποίων ήταν η υπογραφή της Εξωεταιρικής Συμφωνίας. Ακόμη, στην συγκεκριμένη περίπτωση επρόκειτο για μια καθολική Εξωεταιρική Συμφωνία, δηλαδή συμφωνία που έχει υπογραφεί από όλους τους μετόχους της εταιρείας, όπου σύμφωνα και με σχετική αναφορά στο έργο του Γ. Μιχαλόπουλου, η καθολική Εξωεταιρική Συμφωνία συνηγορεί υπέρ της ώσμωσης της συμφωνίας αυτής με την κύρια συμφωνία, αλλά και με την καταστατική συμφωνία. Ακόμα, στην κρίση του έπαιξε σημαντικότατο ρόλο η διεθνής πρακτική καθώς «είθισται σε διεθνές επίπεδο να συνάπτονται συμβάσεις μετόχων στενά συνδεδεμένες εσωτερικά με συμβάσεις αγοράς μετοχών, οπότε, ο πυρήνας του συμβατικού συμπλέγματος είναι, βασικά, μία σχέση οικονομικής συναλλαγής. Ιδιαίτερα, κάτι τέτοιο συνηθίζεται στις περιπτώσεις, κατά τις οποίες, ο νέος μέτοχος αποκτά μειοψηφικό πακέτο μετοχών, που δεν του προσδίδει, τυπικώς, δικαιώματα ισότιμης συμμετοχής στη διοίκηση και διαχείριση της εταιρείας, πλην, όμως, βούληση και των δύο συμβαλλόμενων μερών (αγοραστή και πωλητή των μετοχών) είναι η συμφωνία, ο νέος μέτοχος, παρά το μειοψηφικό πακέτο μετοχών, που αγοράζει, να αποκτά ισότιμη συμμετοχή στη διοίκηση και διαχείριση της εταιρείας, διαφορετικά, δεν θα υπήρχε ανάγκη συνάψεως τέτοιας Εξωεταιρικής Συμφωνίας. Η παραβίαση, δε, της συμβάσεως μετόχων, που καταρτίσθηκε από όλους τους μετόχους, «λειτουργεί ως παραβίαση υποχρεώσεως εμπιστοσύνης, που είτε τερματίζει τα αποτελέσματα των αλληλοεξαρτώμενων πράξεων, συγκεκριμένα της μεταβιβάσεως των μετοχών, είτε δίνει το δικαίωμα να θεωρηθεί η σύμβαση πωλήσεως καταργηθείσα, καθώς δικαιολογείται υπαναχώρηση του αγοραστή από τη σύμβαση αγοράς των μετοχών.».
Άλλα στοιχεία που επίσης συμπεριέλαβε στην κρίση του ήταν ότι ο βαθύτερος στόχος των δύο μερών ήταν μια επιχειρηματική συνεργασία μεταξύ τους με σκοπό την επέκταση των δραστηριοτήτων της ελληνικής εταιρείας τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Αυτό ήταν μάλιστα και το κύριο μοντέλο δράσης της ελβετικής εταιρείας, η οποία δεν αποσκοπούσε απλώς σε ετήσια απολαβή ενός ποσοστού κερδών αλλά στην ενεργή της συμμετοχή με στόχο την επέκταση της εταιρείας και την εξασφάλιση της βιωσιμότητας της επένδυσής της. Αυτό καθίσταται φανερό και από το γεγονός πως ενώ όταν αγόρασε τις μετοχές της ελληνικής εταιρείας το 2008 το συνολικό μετοχικό κεφάλαιο της ελληνικής ανερχόταν στο ποσό των 5.430.000 ευρώ, η ελβετική εταιρεία έδωσε 7.820.000 ευρώ μόνο για το 34% των μετοχών, δηλαδή ποσό τετραπλάσιο της ονομαστικής αξίας των μετοχών. Τέλος, σύμφωνα με την συνολική θεώρηση όλων των προαναφερθέντων, η ελβετική εταιρεία δεν θα είχε κανένα λόγο να επενδύσει στην ελληνική αν δεν υπογραφόταν η Εξωεταιρική Συμφωνία καθώς και το επιχειρηματικό μοντέλο της ελβετικής εταιρείας αλλά και ο οικονομικός σκοπός πίσω από την συμφωνία των μερών συνηγορούσαν ξεκάθαρα στην ενεργή συμμετοχή της εκκαλούσας στις εταιρικές αποφάσεις.
Αντίθεση θεωρίας
Η προπαρατεθείσα δικαστική απόφαση πέρα του ότι έρχεται σε αντίθεση με προγενέστερες δικαστικές αποφάσεις έρχεται σε αντίθεση και με το μεγαλύτερο μέρος της θεωρίας.
Ειδικότερα, οι περισσότεροι θεωρητικοί μελετητές υποστηρίζουν ότι οι Εξωεταιρικές Συμφωνίες είναι ενοχικής και όχι εταιρικής φύσεως συμφωνίες, παρεπόμενες της εταιρικής σύμβασης, οι οποίες συμπληρώνουν τις ρυθμίσεις της και δεν ρυθμίζουν την εταιρική συμπεριφορά των συμβαλλομένων. Δεν αποκτούν δηλαδή τον κανονιστικό χαρακτήρα του καταστατικού ακόμα και όταν συμπεριλαμβάνονται στο ίδιο συμβολαιογραφικό έγγραφο με αυτό. Η ενοχική τους φύση δεσμεύει μόνο τους συμβληθέντες σε αυτή και έχουν ως συνέπεια μόνο την γέννηση υποχρέωσης προς αποζημίωσης. Άρα, σύμφωνα με την μόλις εκτεθείσα άποψη, οι συμφωνίες αυτές δεν γεννούν αξίωση προς εκτέλεση, όχι μόνο όταν αντίκεινται στις γενικές διατάξεις των δικαιοπραξιών αλλά και όταν αντίκεινται στις αναγκαστικού δικαίου διατάξεις του καταστατικού και του νόμου 4548/2018 των Ανώνυμων Εταιρειών.
Η προεκτεθείσα μικρή αναφορά στην θεωρία καθιστά την απόφαση 2805/2021 ακόμα σημαντικότερη, διότι για πρώτη φορά το δικαστήριο ακολούθησε στο συγκεκριμένο ζήτημα την επιχειρηματική και οικονομική πραγματικότητα και δεν παρέμενε προσηλωμένο αυστηρά στις θεωρητικές μελέτες και σε παλιότερες δικαστικές αποφάσεις.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Μάρκου, Ι. Π., (2013), Το δίκαιο της ΑΕ, 1η έκδοση, Αθήνα: Π.Ν. Σάκκουλας Α.Ε.Ε.Ε
Ρόκας, Ν. Κ., (2019), Εμπορικές Εταιρείες, 9η έκδοση, Αθήνα: Εκδόσεις Σάκκουλα
Θεοδώρα Λαγογιάννη
Νομική Σχολή – Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, 5ο Έτος
Μέλος της ομάδας σχολιασμού δικαστικών αποφάσεων του The Law Project
Comments