Σύμβαση Δικαιόχρησης (franchising)
Εφετείο Αθηνών 2222/2021
Της Χρυσούλας Πετρουλάκη
Τι είναι η σύμβαση δικαιόχρησης και ποιο το περιεχόμενό της;
Πότε υπάρχει υποχρέωση προς αποζημίωση;
Ποια είναι η ισχύς του δεδικασμένου;
Περίληψη Επίσημου Κειμένου
Σύμβαση δικαιόχρησης. Καταγγελία της σύμβασης λόγω σπουδαίου λόγου. Αθέμιτος ανταγωνισμός. Περιουσιακή ζημία. Κριτήρια για τον καθορισμό του ύψους της αποζημίωσης πελατείας. Θετική ζημία. Διαφυγόντα κέρδη. Υπερημερία. Τόκος επιδικίας. Δεδικασμένο. Ένσταση συμψηφισμού. Αοριστία αγωγής. Το γεγονός ότι στην πρώτη αγωγή τα ποσά είχαν συνυπολογισθεί στην αποθετική ζημία και δεν ζητούνταν χωριστά, δεν διαφοροποιεί την ταυτότητα της διαφοράς για την οποία πρόκειται και για την οποία έχει παρασχεθεί δικαστική προστασία διότι προσεγγίζοντας το ιστορικό των δύο αγωγών, δεν καταλείπεται αμφιβολία ως προς το ότι αυτό που ζητήθηκε με την δεύτερη αγωγή ταυτίζεται με εκείνο που είχε ζητηθεί με την πρώτη αγωγή. Συναφώς, η ένδικη υπόθεση αφορά αγωγή με αντικείμενο την επιδίκαση αποζημίωσης λόγω θετικής ζημίας των εναγόντων, την οποία υπέστησαν από την συμπεριφορά της εναγομένης ερειδομένη στην αυτή νομική και ιστορική αιτία, όπως και η πρώτη αγωγή που είχε το ίδιο αντικείμενο και την ίδια κατά τα ουσιώδη στοιχεία νομική και ιστορική αιτία, με τις αναγκαίες όμως διαφοροποιήσεις σε σχέση με την πρώτη αγωγή, με τις οποίες συμπληρώθηκαν οι ασάφειες και οι ελλείψεις της πρώτης αγωγής, που προκάλεσαν την απόρριψη αυτής από το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως αόριστης. Διακοπή της παραγραφής. Ως εκ τούτου η άσκηση της πρώτης αγωγής, πριν την παρέλευση της πενταετίας, διέκοψε την παραγραφή της ένδικης αξίωσης. Κατόπιν αυτών, πρέπει να γίνει δεκτή η παραδεκτώς προκληθείσας αντένσταση διακοπής της παραγραφής, την οποία οι ενάγοντες έχουν προβάλλει καθ` υποφοράν με το δικόγραφο της ένδικης αγωγής τους και την οποία αναλύουν με τις έγγραφες προτάσεις τους ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου. Εξαφανίζει την εκκαλούμενη, με αριθμό 194/2019 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
Περίληψη Απόφασης
Στην παρούσα απόφαση υπ’ αριθμόν 2222/2021 του Εφετείου Αθηνών (Τμήμα 14ο) κεντρικό ζήτημα αποτελεί η σύμβαση δικαιόχρησης, καθώς και η υποχρέωση προς αποζημίωση αλλά και το μέγεθος και το περιεχόμενο αυτής.
Οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες αποτελούνται από δύο φυσικά πρόσωπα και μία τελούσα σε εκκαθάριση ομόρρυθμη εταιρεία. Με την από 02 Νοεμβρίου 2017 αγωγή τους, που απευθύνεται στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονταν σ’ αυτήν. Το Δικαστήριο εκείνο δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, εξέδωσε τη με αριθμό 194/2019 οριστική του απόφαση, με την οποία απέρριψε την αγωγή. Την απόφαση αυτή προσέβαλαν οι ενάγοντες, με την από 24 Ιουλίου 2019 έφεσή τους.
Το Δικαστήριο δέχτηκε τυπικά και κατ’ ουσίαν την από 24.07.2019 έφεση, εξαφάνισε την εκκαλούμενη με αριθμό 194/2019 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κράτησε την υπόθεση και δίκασε την από 02.11.2017 αγωγή, την οποία και δέχτηκε κατά ένα μέρος.
Πραγματικά Περιστατικά
Οι ενάγοντες με την από 02.11.2017 αγωγή, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ισχυρίστηκαν μεταξύ άλλων τα ακόλουθα: αρχικά, ότι στις 16.12.2004, ο πρώτος και η δεύτερη, πράττοντας ατομικά και ως νόμιμοι εκπρόσωποι της τρίτης ενάγουσας εταιρείας, η οποία τελεί κατά το χρόνο άσκησης της ένδικης αγωγής σε εκκαθάριση, κατάρτισαν με την εταιρεία, που απορροφήθηκε από την εναγόμενη ανώνυμη εταιρεία, δυο συμβάσεις δικαιόχρησης, για χρονικό διάστημα έως την 18η Δεκεμβρίου 2016. Δυνάμει των συμβάσεων αυτών, τους παρασχέθηκε το δικαίωμα χρήσης και εκμετάλλευσης ενός σήματός της, καθώς και το δικαίωμα να πωλούν προϊόντα και υπηρεσίες της δικαιοπάροχου εταιρείας, κατ’ αποκλειστικότητα σε μία συγκεκριμένη περιοχή μέσω δύο καταστημάτων.
Δεύτερον, ισχυρίστηκαν ότι, αν και είχε συμφωνηθεί ότι το ελάχιστο ετήσιο μεικτό εμπορικό ποσοστό κέρδους, που θα αποκόμιζαν αυτοί από την εκμετάλλευση των παραπάνω υπηρεσιών και προϊόντων, θα ανερχόταν σε ποσοστό 43% επί των συνολικά κατ’ έτος αγοραζόμενων από έκαστο κατάστημα προϊόντων (mark up), τελικά δεν είχαν το αναμενόμενο κέρδος, από αποκλειστική υπαιτιότητα της εναγομένης, λόγω των αντισυμβατικών, αντίθετων στα χρηστά ήθη και τους κανόνες του ελεύθερου ανταγωνισμού πρακτικών της.
Στη συνέχεια, επεσήμαναν πως στις 10.12.2004, ενόψει της σύναψης της σύμβασης δικαιόχρησης, κατέβαλαν στην εναγόμενη το ποσό των 132.061,63 ευρώ ως προκαταβολή για αγορά προϊόντων, η οποία θα πιστωνόταν στο λογαριασμό τους και θα αφαιρούταν μελλοντικά από το τίμημα για την αγορά εμπορευμάτων. Παρόλα αυτά, η εναγομένη ουδέποτε το αφαίρεσε από τις οφειλές τους προς αυτήν.
Επιπλέον, ισχυρίστηκαν ότι η εναγομένη τους υποχρέωνε να αγοράζουν ποσότητες εμπορευμάτων μεγαλύτερες από αυτές που παράγγελναν, προκειμένου να εμφανίζεται υψηλός τζίρος στα καταστήματά τους. Περαιτέρω με τη συμπεριφορά της παραβίασε τους αναλυτικά εκτιθέμενους στην αγωγή συμβατικούς όρους, καθόσον σύναψε σύμβαση εμπορικής συνεργασίας με άλλη ατομική επιχείρηση. Εκτός αυτών, στην ίδια ακριβώς περιοχή με την ενάγουσα εταιρεία συνέπραξε με αλυσίδες καταστημάτων πώλησης προϊόντων και παροχής υπηρεσιών, που περιλαμβάνονταν στο πακέτο δικαιόχρησης.
Εκτός αυτών, η εναγόμενη τους υποχρέωσε να μεταστεγάσουν το ένα κατάστημά τους σε μεγαλύτερο χώρο, χωρίς ωστόσο να επωμιστεί τις δαπάνες μεταστέγασης ως όφειλε συμβατικά, αθετώντας παράλληλα την υπόσχεσή της να προχωρήσουν, μετά τη μετεγκατάσταση στο νέο μεγάλο κατάστημα, στη συναινετική διακοπή λειτουργίας του δεύτερου καταστήματος, που ήταν οικονομικά ασύμφορη. Επίσης, τους υποχρέωσε να καταβάλουν όλα τα έξοδα για διαφήμιση - μάρκετινγκ, παρά τη συμβατική πρόβλεψη περί επιβάρυνσής της κατά το ήμισυ ως προς την τοπική διαφήμιση.
Τέλος, οι ενάγοντες ισχυρίστηκαν, ότι τους επέβαλε μη νόμιμους, καταχρηστικούς και αντιβαίνοντες στα χρηστά ήθη και στον ελεύθερο και υγιή ανταγωνισμό όρους.
Με βάση αυτά τα πραγματικά περιστατικά οι ενάγοντες ζήτησαν να αναγνωρισθεί ότι η εναγόμενη υποχρεούται να τους καταβάλει α) το ποσό των 132.061,00 ευρώ, ως αχρεωστήτως καταβληθέν, β) το ποσό των 699.478,30 ευρώ, ή εναλλακτικά των 418.837,72 ευρώ, ως αποζημίωση για τη ζημία (θετική και αποθετική) που υπέστησαν κατά το χρόνο λειτουργίας των επίδικων συμβάσεων μέχρι την καταγγελία αυτών, γ) το ποσό των 1.275.487,50 ευρώ, ή εναλλακτικά των 686.142,45 ευρώ, ως αποζημίωση για τη ζημία (αποθετική) που υπέστησαν κατά το χρονικό διάστημα από την καταγγελία των επίδικων συμβάσεων μέχρι τη συμβατική λήξη αυτών και δ) το ποσό των 44.116,37 ευρώ, ως αποζημίωση πελατείας. Όλα τα ως άνω ποσά οφείλουν να καταβληθούν με το νόμιμο τόκο από την καταγγελία της σύμβασης ή από την επίδοση της αγωγής και να καταδικασθεί η εναγομένη στα δικαστικά τους έξοδα.
Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, εξέδωσε την εκκαλούμενη οριστική απόφαση, με την οποία απέρριψε την αγωγή μεταξύ άλλων, α) ως απαράδεκτη ελλείψει ενεργητικής νομιμοποίησης ως προς τους πρώτο και δεύτερη των εναγόντων για το σύνολο των αιτημάτων, β) ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας των κύριων και επικουρικών αιτημάτων που αφορούν στην αποθετική ζημία της ενάγουσας λόγω απώλειας διαφυγόντων κερδών, γ) ως μη νόμιμη κατά το αίτημα επιδίκασης αποζημίωσης. Στη συνέχεια, αφού έκρινε ως ορισμένη και νόμιμη την αγωγή κατά το αίτημά της περί επιδίκασης αποζημίωσης πελατείας, απέρριψε κατά τούτο την αγωγή ως αβάσιμη κατ` ουσίαν.
Κατά της άνω απόφασης στρέφονται οι ενάγοντες, με την από 24.07.2019 κρινόμενη έφεσή τους, για τους αναφερόμενους σ` αυτή λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνισή της, ώστε, να γίνει δεκτή στο σύνολό της, η αγωγή ως προς αυτούς.
Ανάλυση Νομικών Ζητημάτων
Υποχρέωση προς αποζημίωση - Διαφέρον
Σύμφωνα με το άρθρο 298 ΑΚ η αποζημίωση περιλαμβάνει τη μείωση της περιουσίας του δανειστή (θετική ζημία), καθώς και το διαφυγόν κέρδος, εκείνο δηλαδή που προσδοκά κανείς με πιθανότητα, σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις και ιδίως τα προπαρασκευαστικά μέτρα που έχουν ληφθεί. Το διαφυγόν κέρδος είναι η αποθετική ζημία της περιουσίας του ζημιωθέντος, η οποία εισέρχεται, με την παρακώλυση απόκτησης ενός αγαθού, το οποίο με πιθανότητα αναμενόταν προς επαύξηση της περιουσίας του ζημιωθέντος. Η αποζημίωση περιλαμβάνει τη διαφορά μεταξύ της παρούσας περιουσιακής κατάστασης του ζημιωθέντος και εκείνης που θα βρίσκονταν αν δεν συνέβαινε το ζημιογόνο γεγονός.
Τα περιστατικά που προσδιορίζουν την προσδοκία ορισμένου κέρδους, με βάση την κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων πιθανότητα, καθώς και οι ειδικές περιστάσεις και τα ληφθέντα προπαρασκευαστικά μέτρα, πρέπει, κατά το άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ να εκτίθενται στην αγωγή. Πρέπει δηλαδή να γίνεται μνεία των συγκεκριμένων περιστατικών, περιστάσεων και μέτρων που καθιστούν πιθανό το κέρδος, καθώς και επίκληση του σχετικού κονδυλίου. Δεν αρκεί η απλή επανάληψη των εκφράσεων του άρθρου 298 ΑΚ, ούτε η αναφορά του διαφυγόντος κέρδους, αλλά απαιτείται η εξειδικευμένη κατά περίπτωση μνεία των συγκεκριμένων περιστάσεων και μέτρων, τα οποία καθιστούν πιθανό το κέρδος, ως προς τα επί μέρους κονδύλια, ως και η επίκληση των κονδυλίων αυτών, ώστε να καταστούν αντικείμενο αποδείξεως.
Αδικαιολόγητος πλουτισμός
H διάταξη του άρθρου 904 ΑΚ ορίζει ότι όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια, ιδίως δε στις περιπτώσεις παροχής αχρεώστητης ή παροχής για αιτία που δεν επακολούθησε ή έληξε ή αιτία παράνομη ή ανήθικη. Πρόκειται για περιπτώσεις που η περιουσιακή μετακίνηση που συντελέστηκε εμφανίζεται ως νομικώς αδικαιολόγητη λόγω της ανυπαρξίας αιτίας της καταβολής της παροχής (ή μη επακολούθηση ή λήξη της ή παράνομου ή ανήθικου χαρακτήρας της).
Ειδικότερα αχρεώστητη παροχή είναι η καταβολή για ανύπαρκτο χρέος, αποτελεί δε τυπική και συνήθη περίπτωση πλουτισμού του λήπτη χωρίς αντάλλαγμα, ο οποίος δεν μπορεί να στηριχθεί σε ισχυρή σύμβαση και γενικότερα στη βούληση του ζημιωθέντος δικαιολογούσα τον πλουτισμό, ούτε σε νόμιμη αιτία. Πρόκειται για καταβολή παροχής προς εκπλήρωση υποχρέωσης που δεν υπήρχε, είτε γιατί δεν γεννήθηκε ακόμη όπως στην περίπτωση αίρεσης δικαίου, είτε γιατί ήταν εξ υπαρχής ανύπαρκτη, όπως επί καταβολής ανύπαρκτου χρέους, ακυρότητας σύμβασης κ.λπ. Στη σχέση αδικαιολόγητου πλουτισμού σημασία έχει η ύπαρξη αυτού και ειδικότερα η νόμιμη αιτία διατήρησής του.
Σύμβαση Δικαιόχρησης (Franchising)
Η σύμβαση δικαιόχρησης (ή franchising) είναι μια μέθοδος εμπορικής συνεργασίας μεταξύ μιας μεγάλης επιχείρησης, του δικαιοπάροχου ή δότη (franchisor), και διάφορων μικρότερων επιχειρηματιών, των δικαιοδόχων ή ληπτών (franchisee), με την οποία επιδιώκουν η μεν πρώτη τη δημιουργία ενός όσο το δυνατόν πιο μεγάλου αριθμού σημείων πώλησης των προϊόντων ή υπηρεσιών της, οι δε δεύτεροι την αποκόμιση κερδών από την εμπορική φήμη, την οργάνωση και την τεχνογνωσία εκείνης. Το franchising είναι μια σύμβαση συνεργασίας μεταξύ δύο επιχειρήσεων, βάσει της οποίας η μια επιχείρηση, ο δικαιοπάροχος ή δότης, παραχωρεί στην άλλη, τον δικαιοδόχο ή λήπτη, έναντι άμεσου ή έμμεσου οικονομικού ανταλλάγματος, το δικαίωμα εκμεταλλεύσεως του λεγόμενου «συνόλου» ή «πακέτου» franchising με σκοπό την πώληση συγκεκριμένων τύπων προϊόντων ή και υπηρεσιών σε τελικούς χρήστες. Ως πακέτο δικαιόχρησης (franchise package) ορίζεται το σύνολο των δικαιωμάτων πνευματικής ή βιομηχανικής ιδιοκτησίας (εμπορικά σήματα, επωνυμίες, χαρακτηριστικά σχέδια καταστημάτων ή προϊόντων, πρότυπα χρήσης κλπ.), που θα παραχωρήσει ο franchisor στον franchisee. Το δίκτυο franchise αφορά το σύνολο των καταστημάτων των franchisees, οι οποίοι συνδέονται με ιδιαίτερες συμβάσεις franchising με την επιχείρηση του franchisor. Στο ίδιο δίκτυο ανήκουν και τα καταστήματα του franchisor, εφόσον λειτουργούν με τη μέθοδο του franchise.
Στο πλαίσιο του δικαίου του ελεύθερου ανταγωνισμού, οι συμφωνίες δικαιόχρησης φέρουν τα χαρακτηριστικά κάθετης συμφωνίας, διότι ρυθμίζουν την πώληση και την αγορά προϊόντων και υπηρεσιών μεταξύ επιχειρήσεων σε διάφορα στάδια της αλυσίδας (πχ χονδρεμπόριο - λιανεμπόριο). Η αρρύθμιστη σύμβαση δικαιόχρησης εμφανίζει γενικότερη λειτουργική συγγένεια με τη ρυθμισμένη από το Π.Δ. 219/1991 σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας, δεδομένου ότι λειτουργούν στο ίδιο κάθετο πεδίο προωθήσεως των προϊόντων και υπηρεσιών, συμβάλλοντας στην επέκταση της επιχειρηματικής δραστηριότητας του αντιπροσωπευόμενου και του δικαιοπάροχου αντιστοίχως, είναι διαρκούς χαρακτήρα και παρουσιάζουν έντονο το στοιχείο της εμπιστοσύνης. Ο δικαιοδόχος, όπως ακριβώς και ο εμπορικός αντιπρόσωπος, ευρίσκεται υπό σχέση έντονης εξαρτήσεως από τον δικαιοπάροχό του, στερούμενος ενός ευρέος πεδίου επιχειρηματικής ευχέρειας, καθώς υποχρεούται να ακολουθεί συνεχώς τις οδηγίες του δικαιοπάροχου, ώστε να εξασφαλίζεται η εντύπωση προς τον πελάτη πως πρόκειται περί μίας ενιαίας επιχειρήσεως. Κύρια διαφοροποίηση των δύο αυτών διαρκών συμβάσεων διαμεσολαβήσεως είναι η εξής. Ο εμπορικός αντιπρόσωπος, ως ανεξάρτητος μεσολαβητής, αναλαμβάνει σε μόνιμη βάση (για ορισμένο ή αόριστο χρόνο) έναντι αμοιβής (προμήθειας) και συνήθως για συγκεκριμένη περιοχή είτε να διαπραγματεύεται για λογαριασμό άλλου, δηλαδή του αντιπροσωπευόμενου, την πώληση ή την αγορά εμπορευμάτων, είτε να διαπραγματεύεται και να συνάπτει τις συμβάσεις αυτές για λογαριασμό, αλλά και στο όνομα του αντιπροσωπευόμενου. Από την άλλη, ο δικαιοδόχος είναι μεν ενταγμένος στο σύστημα διανομής του δότη, αλλά συμβάλλεται με τους τρίτους πάντοτε στο δικό του όνομα, για δικό του λογαριασμό και με δικό του κίνδυνο. Ο μεγαλύτερο επιχειρηματικός κίνδυνος σε σχέση με τον εμπορικό αντιπρόσωπο εξηγείται, διότι ο δικαιοδόχος αγοράζει τα προς διάθεση προϊόντα, ενώ υποχρεούται να προβαίνει σε σημαντικές επενδύσεις απαραίτητες για τη λειτουργία και την οργάνωση της επιχειρήσεώς του, σύμφωνα με τους όρους και τις προδιαγραφές, τις οποίες του θέτει ο δικαιοπάροχος. Επιπλέον, οι σχετικοί με την οργάνωση της επιχειρήσεως του δικαιοδόχου όροι είναι σαφώς αυστηρότεροι και δεσμευτικότεροι για τον δικαιοδόχο, καθώς η συμβατική σχέση δικαιόχρησης εμπεριέχει ακριβώς την προώθηση σημάτων και διακριτικών γνωρισμάτων, τα οποία ενσωματώνουν σημαντικό μέρος της υπεραξίας (goodwill) της επιχείρησης του δικαιοπάροχου.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο νομοθέτης εισήγαγε με το Π.Δ. 219/1991 τις ρυθμίσεις της Οδηγίας 86/653/ΕΟΚ στο εσωτερικό δίκαιο. Με δεδομένο, ότι η σύμβαση δικαιόχρησης παρουσιάζει, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, μεγάλη λειτουργική ομοιότητα με τη σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας, λόγω ακριβώς της κατά κανόνα στενότερης εντάξεως του δικαιοδόχου στην εμπορική οργάνωση του δικαιοπάροχού του, (σε αντίθεση πχ με τη σύμβαση αποκλειστικής διανομής), πρέπει για την ταυτότητα του νομικού λόγου, σε συνδυασμό και με τις αρχές τις ισότητας και της καλής πίστης, να γίνει δεκτό ότι οι διατάξεις του Π.Δ. 219/1991 εφαρμόζονται υπό προϋποθέσεις αναλόγως και στις συμβάσεις δικαιόχρησης.
Δεδικασμένο
Κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 321, 322 και 324 του ΚΠολΔ, η τελεσίδικη απόφαση αποτελεί δεδικασμένο που δεν επιτρέπει να αμφισβητηθεί. Ομοίως, δεν επιτρέπεται να καταστεί αντικείμενο νέας δίκης το δικαίωμα που κρίθηκε και η δικαιολογητική σχέση από την οποία αυτό έχει παραχθεί. Η απαγόρευση αυτή ενεργεί τόσο θετικά όσο και αρνητικά: θετικά, με την έννοια ότι το δικαστήριο, ενώπιον του οποίου ανακύπτει εξ αφορμής άλλης δίκης, είτε ως κύριο είτε ως προδικαστικό ζήτημα, το δικαίωμα που κρίθηκε με τελεσίδικη απόφαση, οφείλει να θέσει ως βάση της απόφασής του το δεδικασμένο που προκύπτει από την απόφαση αυτή, λαμβάνοντάς το ως αμάχητη αλήθεια. Αρνητικά λειτουργεί με την έννοια ότι απαγορεύεται η συζήτηση νέας αγωγής για το ίδιο δικαίωμα, για την ύπαρξη ή μη του οποίου υπάρχει δεδικασμένο. Το δεδικασμένο αυτό εκτείνεται στο ουσιαστικό ζήτημα για την έννομη σχέση που προβλήθηκε με αγωγή, ανταγωγή, κύρια παρέμβαση ή ένσταση συμψηφισμού. Έννομη σχέση κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, είναι το σύνολο των εννόμων συνεπειών που κρίθηκαν τελεσίδικα και όχι τα επί μέρους πραγματικά γεγονότα που γέννησαν ή απόσβησαν τις έννομες συνέπειες. Το δεδικασμένο εκτείνεται και επί του δικονομικού ζητήματος που κρίθηκε οριστικά. Ως τέτοιο, νοείται, κυρίως, η απόρριψη της αγωγής, ως απαράδεκτης, λόγω έλλειψης μιας ή περισσοτέρων διαδικαστικών προϋποθέσεων, που αναφέρονται είτε στους διαδίκους (ικανότητα να είναι διάδικος ή να παρίσταται στο δικαστήριο), είτε στο δικαστήριο (αρμοδιότητα), είτε στο αντικείμενο της δίκης (εκκρεμοδικία, δεδικασμένο), είτε στο εισαγωγικό έγγραφο της δίκης (ορισμένο της αγωγής). Ειδικότερα, η απόφαση, που απορρίπτει την αγωγή ως απαράδεκτη, λόγω αοριστίας, δεν λύνει το ζήτημα της ύπαρξης ή όχι του ουσιαστικού δικαιώματος, του οποίου έγινε επίκληση. Έτσι, το δικαίωμα αυτό εξακολουθεί να είναι νομικά αμφισβητήσιμο και μετά την κατά τα άνω απόρριψη της αγωγής.
Προϋποθέσεις εγκυρότητας έφεσης
Η κρινόμενη έφεση των εκκαλούντων εναγόντων, κατά της με αριθμό 194/2019 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ασκήθηκε σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και εμπρόθεσμα, καθώς από τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται τέτοια επίδοση. Επίσης, δεν έχει επέλθει διετία από την δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης στις 18.01.2019 έως την κατάθεση του δικογράφου της έφεσης ενώπιον του Γραμματέα του αρμοδίου Πρωτοδικείου Αθηνών στις 29.07.2019. Επιπλέον, για το παραδεκτό της, προκαταβλήθηκε από τους εκκαλούντες, κατά την κατάθεσή της, το οριζόμενο από το άρθρο 495 παρ. 3, εδ. 1γ KΠολΔ, παράβολο, ποσού εκατόν πενήντα (150,00) ευρώ. Επομένως, η έφεση έγινε τυπικά δεκτή και ερευνήθηκε περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της.
Βιβλιογραφία
§ Γεωργιάδης Α.Σ., Ενοχικό Δίκαιο – Γενικό Μέρος, Εκδόσεις Π.Ν. Σάκκουλας, 2η Έκδοση, 2015
§ Γεωργιάδης Α.Σ., Νέες Μορφές Συμβάσεων της Σύγχρονης Οικονομίας, Εκδόσεις Αντ.Ν. Σάκκουλας, 2008
§ ΑΠ 420/2020
§ ΑΠ 565/2016
§ Ολ. ΑΠ 7/2013
Χρυσούλα Πετρουλάκη
Νομική Σχολή – Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, 3ο Έτος
Μέλος της ομάδας σχολιασμού δικαστικών αποφάσεων του The Law Project
コメント