Της Κωνσταντίνας– Μαρίας Σούλτη
ΕιρΘεσ 619/2019
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΜΙΚΡΟΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός 619/2019
ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
Οι ενάγοντες ζητούν να γίνει δεκτή η από 12-04-2018 (ΓΑΚ1.EAK./2018) αγωγή τους που απευθύνεται προς το Δικαστήριο αυτό για όσους λόγους επικαλούνται σε αυτή.
Κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από το σχετικό πινάκιο στη σειρά της και κατά τη συζήτησή της στο ακροατήριο, οι διάδικοι ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις που κατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Στις 2.5.1999 υπογράφηκε η Σύμβαση του Μόντρεαλ με σκοπό, αφενός μεν τον εκσυγχρονισμό και την κωδικοποίηση της από 19.1.1930 Συμβάσεως της Βαρσοβίας
«περί ενοποιήσεως διατάξεων σχετικών προς τας διεθνείς μεταφοράς», που κυρώθηκε με τον α.ν. 596/1937, όπως τροποποιήθηκε με το από 28.9.1955 πρωτόκολλο της Χάγης, που κυρώθηκε με το ν.δ. 4395/1964 και συμπληρώθηκε με την από 18.9.1961 σύμβαση της Γουαδαλαχάρας, που κυρώθηκε με το ν.δ. 766/1971, η οποία (Σύμβαση της Βαρσοβίας) εφαρμόζεται σε κάθε διεθνή μεταφορά προσώπων, αποσκευών ή εμπορευμάτων που γίνεται με αεροπλάνο αντί αμοιβής, αφετέρου δε την εξασφάλιση της προστασίας των συμφερόντων των καταναλωτών και της δίκαιης αποζημίωσης με βάση την αρχή της επανόρθωσης.
Κατά το άρθρο 53 παρ. 6 της σύμβασης Μόντρεαλ, αυτή τίθεται σε ισχύ την εξηκοστή ημέρα από την ημερομηνία κατάθεσης της τριακοστής πράξης επικύρωσης, αποδοχής, έγκρισης ή προσχώρησης, στον θεματοφύλακα μεταξύ των κρατών που έχουν καταθέσει την εν λόγω πράξη. Ο όρος αυτός της Σύμβασης εκπληρώθηκε κι έτσι τέθηκε αυτή διεθνώς σε ισχύ την 4.11.2003.
Σημειώνεται ότι οι ρυθμίσεις της Σύμβασης Μόντρεαλ δεν αφίστανται κατά βάση των ρυθμίσεων της Σύμβασης της Βαρσοβίας. Έτσι, κατά το άρθρο 1 της Σύμβασης Μόντρεαλ, η σύμβαση αυτή εφαρμόζεται σε όλες τις επί πληρωμή διεθνείς αεροπορικές μεταφορές επιβατών, αποσκευών και φορτίου. Ο όρος «διεθνής μεταφορά», για τους σκοπούς της σύμβασης αυτής, σημαίνει οιαδήποτε μεταφορά στην οποία, με βάση τη συμφωνία μεταξύ των συμβαλλομένων μερών, ο τόπος αναχώρησης και ο τόπος προορισμού, ανεξαρτήτως αν υπάρχει ή όχι διακοπή της μεταφοράς ή μεταφόρτωση, βρίσκονται είτε εντός των εδαφών δύο συμβαλλομένων κρατών, είτε εντός του εδάφους ενός και μόνο συμβαλλόμενου κράτους, εφόσον έχει συμφωνηθεί ο τόπος ενδιάμεσου σταθμού εντός του εδάφους άλλου κράτους, ακόμη και όταν το κράτος ΠΟΝ αυτό δεν είναι συμβαλλόμενο κράτος. Η μεταφορά που εκτελείται από διαδοχική σειρά αερομεταφορέων θεωρείται αδιαίρετη μεταφορά, εφόσον τα συμβαλλόμενα μέρη την εκλαμβάνουν ως μία και μόνη δραστηριότητα (βλ. ΕφΘεσ 1199/2009, ΤΝΠ Νόμος). Κατά τη διάταξη του άρθρου 17 παρ. 2 της ως άνω Σύμβασης «Ο μεταφορέας είναι υπεύθυνος για την ζημία που προκληθεί σε περίπτωση καταστροφής ή απώλειας ή βλάβης αποσκευών που είχαν περάσει από σχετικό έλεγχο υπό τον μόνο όρο ότι το συμβάν που προκάλεσε την καταστροφή, την απώλεια ή την βλάβη σημειώθηκε επί του αεροσκάφους ή κατά τη διάρκεια οιασδήποτε περιόδου κατά την οποία οι ελεγχθείσες αποσκευές ήταν υπό την ευθύνη του μεταφορέα. Ωστόσο, ο μεταφορέας δεν είναι υπεύθυνος εάν και εφόσον η ζημία προκλήθηκε εξαιτίας ελαττώματος της ποιότητας ή ατέλειας της αποσκευής...». Κατά τις διατάξεις του άρθρου 22 παρ. 1, 2 της ίδιας ανωτέρω Σύμβασης «1. Σε περίπτωση ζημίας που προκληθεί λόγω καθυστέρησης, όπως αυτή προδιαγράφεται στο άρθρο 19 για τη μεταφορά προσώπων, η ευθύνη του μεταφορέα για κάθε επιβάτη περιορίζεται στα 4.150 Ειδικά Τραβηκτικά Δικαιώματα. 2. Όσον αφορά τη μεταφορά αποσκευών, η ευθύνη του μεταφορέα σε περίπτωση καταστροφής, απώλειας, βλάβης ή καθυστέρησης τους περιορίζεται στα 1.000 Ειδικά Τραβηκτικά Δικαιώματα για κάθε επιβάτη, εκτός εάν ο επιβάτης, κατά την παράδοση των ελεγμένων αποσκευών στο μεταφορέα, υποβάλει ειδική δήλωση ασφαλιστικού συμφέροντος για την παράδοση της αποσκευής στον τόπο προορισμού και εφόσον έχει καταβάλει συμπληρωματικό ποσό, όπως το απαιτεί η περίπτωση. Τότε, ο μεταφορέας ευθύνεται για την καταβολή ποσού, το οποίο δεν υπερβαίνει το δηλωθέν ποσό, εκτός εάν αποδείξει ότι το ποσό είναι μεγαλύτερο από το πραγματικό ασφαλιστικό συμφέρον του επιβάτη για την παράδοση της αποσκευής στον τόπο προορισμού», ενώ στην παρ. 5 του ανωτέρω άρθρου 22 ορίζεται ότι «Οι ανωτέρω διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζονται, αν αποδειχθεί ότι η ζημία οφείλεται σε πράξη ή παράλειψη που έγινε με πρόθεση την πρόκληση ζημίας η από αμέλεια ή από βαρεία αμέλεια του μεταφορέα, των ευρισκομένων στην υπηρεσία του ή των πρακτόρων του, υπό τον όρο ότι στην περίπτωση τέτοιας πράξης ή παράλειψης οι ευρισκόμενοι στην υπηρεσία του και οι πράκτορες του μεταφορέα ενεργούν εντός του πλαισίου της σχέσης εργασίας τους». Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 23 της ανωτέρω σύμβασης, «τα ποσά που είναι εκφρασμένα σε Ειδικά Τραβηκτικά Δικαιώματα στην παρούσα σύμβαση θεωρούνται ότι αναφέρονται στα Ειδικά Τραβηκτικά Δικαιώματα, όπως αυτά ορίζονται από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Η μετατροπή των ποσών σε εθνικά νομίσματα, στην περίπτωση δικαστικών διαδικασιών, πραγματοποιείται σύμφωνα με την αξία των νομισμάτων αυτών σε Ειδικά Τραβηκτικά Δικαιώματα κατά την ημερομηνία της εκδίκασης. Η αξία ενός εθνικού νομίσματος, σε Ειδικά Τραβηκτικά Δικαιώματα, ενός συμβαλλόμενου κράτους το οποίο είναι μέλος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου υπολογίζεται σύμφωνα με τη μέθοδο αποτίμησης που εφαρμόζει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, κατά την ημερομηνία εκδίκασης, για τις εργασίες του και τις συναλλαγές του...». Από τις προμνησθείσες διατάξεις της Συμβάσεως του Μόντρεαλ προκύπτει ότι αυτές ορίζουν τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες οι επιβάτες που ισχυρίζονται ότι υπέστησαν ζημία λόγω πράξης ή παράλειψης που έγινε με πρόθεση την πρόκληση ζημίας η από αμέλεια ή από βαρεία αμέλεια του μεταφορέα, των ευρισκομένων στην υπηρεσία του ή των πρακτόρων του, μπορούν να ασκήσουν αγωγές αποζημίωσης κατά των αερομεταφορέων. Οι διατάξεις αυτές θέτουν ως όριο της ευθύνης του μεταφορέα τα εκεί αναφερόμενα ποσά κατά περίπτωση. Το ζήτημα εάν αποζημιώνεται μόνο η περιουσιακή ζημία ή εάν αποζημιώνεται και η ηθική βλάβη αφήνεται στα ουσιαστικά δίκαια των συμβαλλόμενων κρατών (βλ., ανάλογα για τη Σύμβαση της Βαρσοβίας, ΑΠ 1369/2007, ΑΠ 39/2006 δημοσίευση Νόμος, ΕφΘεσ 1199/2009 ό.π.). Έτσι, κατά το ελληνικό δίκαιο, εκτός από την περιουσιακή ζημία, την οποία υπέστη ο επιβάτης λόγω αθέτησης της υποχρέωσης εκ μέρους του μεταφορέα και η οποία αποκαθίσταται, μπορεί να οφείλεται και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, εφόσον η αθέτηση αποτελεί και αδικοπραξία (άρθρο 932 ΑΚ). Από τα άρθρα 914 και 932 ΑΚ συνάγεται ότι για τη γέννηση ευθύνης προς αποζημίωση ή χρηματική ικανοποίηση από αδικοπραξία πρέπει να υπάρχει: α) συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, β) επέλευση ζημίας και γ) αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς του ενός και της ζημίας του άλλου. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που επάγεται προσβολή στα δικαιώματα ή συμφέροντα του άλλου που προστατεύονται από το νόμο. Η παράνομη συμπεριφορά ως όρος της αδικοπραξίας μπορεί να συνίσταται σε θετική πράξη ή σε παράλειψη, εφόσον στην τελευταία περίπτωση υπήρχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση προφυλάξεως του προσβληθέντος δικαιώματος ή συμφέροντος με επιχείρηση της θετικής πράξεως που παραλείφθηκε προς αποτροπή του ζημιογόνου αποτελέσματος. Τέτοια περίπτωση συντρέχει από το νόμο ή από σύμβαση, οπότε μπορεί να συρρέουν αδικοπρακτική και δικαιοπρακτική ευθύνη (βλ. ΑΠ 39/2006 δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου, κατά το άρθρο 20 του Ν. 3006/2002, «εάν ο μεταφορέας αποδείξει ότι η ζημία προκλήθηκε η συνετέλεσε αμέλεια ή άλλη εσφαλμένη πράξη ή παράλειψη του προσώπου που ζητεί αποζημίωση ή του προσώπου από το οποίο απορρέουν τα δικαιώματα αυτού, ο μεταφορέας απαλλάσσεται πλήρως ή εν μέρει από την ευθύνη του έναντι του αιτούντος την αποζημίωση, εφόσον η αμέλεια ή η εσφαλμένη πράξη ή η παράλειψη προκάλεσαν τη ζημία ή συνετέλεσαν σε αυτήν...». (Εφ. ΑΘ 970/2011 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ καθώς και Ειρ Θεσσαλονίκης 7757 /2012 δημοσ. ΝΟΜΟΣ).
Οι ενάγοντες με την κρινόμενη αγωγή τους εκθέτουν ότι συνήψαν με την εναγόμενη σύμβαση αεροπορικής μεταφοράς από Θεσσαλονίκη Μόναχο-Βερολίνο-Τορόντο στις 25 Ιουλίου 2017 μετ’επιστροφής Τορόντο-Φρανκφούρτη-Βιέννη-Θεσσαλονίκη στις 7 Αυγούστου 2017, όπως προκύπτει από την σχετική ηλεκτρονική κράτηση εισιτηρίων μέσω του δικτυακού ταξιδιωτικού πρακτορείου. Ότι κατά τη διάρκεια της πρώτης πιο πάνω μεταφοράς η μοναδική αποσκευή τους με κωδικό δελτίου αποσκευής … δεν είχε αφιχθεί στον τελικό προορισμό τους (Τορόντο) και δεν τους παραδόθηκε καθ' όλη τη διάρκεια παραμονής τους στον Καναδά. Ότι κατά την άφιξή τους στο Τορόντο δήλωσαν την απώλεια της αποσκευής, περιέγραψαν τον τύπο και τα περιεχόμενα αυτής, γνωστοποίησαν την διεύθυνση κατοικίας τους στην Θεσσαλονίκη και την διεύθυνση της προσωρινής διαμονής τους στο Τορόντο του Καναδά με την επισήμανση ότι η τελευταία θα ίσχυε μέχρι τις 7 Αυγούστου 2017 και έλαβαν αποδεικτικό της δήλωσης με κωδικό ... Ότι στις 7 Αυγούστου 2017 κατά την αναχώρηση τους από το ίδιο αεροδρόμιο δεν υπήρχε καμία πληροφορία για την τύχη της αποσκευής. Ότι στις 12.08.2017 ενημερώθηκαν τηλεφωνικά από τον ..., αδελφό της δεύτερης ενάγουσας και κουνιάδο του πρώτου ενάγοντα, ο οποίος τους είχε φιλοξενήσει στο σπίτι του στο Τορόντο, ότι την προηγούμενη μέρα, 11.08.2017, η αποσκευή τους αφέθηκε ασυνόδευτη μπροστά στην αυλή του σπιτιού. Ότι δεν υπήρξε κανονική παράδοση, ούτε πραγματοποιήθηκε ειδοποίηση για την παράδοση της αποσκευής και κανείς δεν υπέγραψε για την παράδοση αυτή της αποσκευής, ούτε παρευρέθηκε για τη βέβαιη και ασφαλή παραλαβή της. Ότι η αποσκευή είχε παραδοθεί σε λάθος διεύθυνση καθότι είχε αναφερθεί στους προστηθέντες της εναγομένης ότι η διεύθυνση στο Τορόντο ήταν έγκυρη μόνον έως τις 07.08.2017. Ότι για τα γεγονότα αυτά είχαν ενημερώσει την εναγομένη με την από 12.08.2017 επιστολή τους που εστάλη μέσω ηλεκτρονικής αλληλογραφίας την ίδια μέρα στην ηλεκτρονική διεύθυνση της εναγομένης, στην οποία την καλούσαν να παραλάβει την αποσκευή από την προσωρινή πιο πάνω διεύθυνση και να την αποστείλει στην διεύθυνση μόνιμης κατοικίας τους στη Θεσσαλονίκη. Ότι στις 9 Σεπτεμβρίου 2017, 46 ημέρες μετά την απώλεια της αποσκευής, ειδοποιήθηκε ο πρώτος ενάγων τηλεφωνικά από το γραφείο απολεσθέντων της εταιρίας διαχείρισης λειτουργιών εδάφους στο αεροδρόμιο Μακεδονία της Θεσσαλονίκης, η οποία είχε προστηθεί από την εναγόμενη και παρέλαβε την αποσκευή από το αεροδρόμιο με επιφύλαξη. Ότι παρέλαβε την αποσκευή με τις βλάβες που περιγράφονται λεπτομερώς στην αγωγή, οι οποίες την καθιστούσαν άχρηστη. Ότι την 10.09.2017 οι ενάγοντες ενημέρωσαν την εναγόμενη μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ότι είχε καταστραφεί η αποσκευή και το περιεχόμενο της και στις 11.09.2017 με συστημένη επιστολή απέστειλαν φωτογραφίες της κατεστραμμένης αποσκευής και του κατεστραμμένου μουχλιασμένου περιεχομένου της, το οποίο περιγράφεται λεπτομερώς κατά είδος μέγεθος, χρώμα , μάρκα, ημερομηνία και πόλη αγοράς, αξία και αν ήταν ανδρικό ή γυναικείο. Ότι η αξία της βαλίτσας ανερχόταν σε 190,00 ευρώ και των ενδυμάτων τους συνολικά σε 3.146,00 ευρώ. Ότι εν τω μεταξύ στις 14.08.2017 είχαν υποβάλλει δήλωση αποσκευής (Baggage Declaration) σε φόρμα της εναγόμενης και έδωσαν αναλυτικές πληροφορίες για το περιεχόμενό της. Ότι εγκαίρως σύμφωνα με το άρθρο 31 παρ. 2 της συνθήκης του Μόντρεαλ έστειλαν στην εναγόμενη στον Καναδά έγγραφη διαμαρτυρία για την καταστροφή και ολική απωλεια της αποσκευής και των προσωπικών τους ειδών και έλαβαν απάντηση με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο ότι θα γίνει επεξεργασία του αιτήματος τους. Ότι κύριος σκοπός του ταξιδιού τους στον Καναδά ήταν να παρευρεθούν σε έναν γάμο στις 29 Ιουλίου στο Τορόντο και επ' ευκαιρία του ταξιδιού στον Καναδά, σχεδίασαν ένα τουριστικό ταξίδι στο Κεμπέκ και για τον λόγο αυτό έπρεπε να αντικαταστήσουν τα ενδύματα τους για τον γάμο και τις σχετικές κοινωνικές εκδηλώσεις, επιπλέον των απλών ενδυμάτων που χρειάζονταν για το υπόλοιπο ταξίδι. Ότι τα είδη που αναγκάστηκαν να αγοράσουν από τον Καναδά εξαιτίας της απώλειας της αποσκευής τους καθ' όλη τη διάρκεια του ταξιδιού τους εκεί κόστισαν συνολικά 1.701,13 Καναδικά Δολάρια, και σε Ευρώ 1.162,47 όπως περιγράφονται στην αγωγή. Ότι συμπεριέλαβαν στις 10.08.2017 ανέφεραν στην εναγόμενη την αγορά των ειδών αυτών σε φόρμα αξίωσης ενδιάμεσων εξόδων (Interim Expense Claim Form) που υπέβαλαν μέσω ΕΛΤΑ. Ότι η αξία των λεπτομερώς αναφερομένων κινητών ανερχόταν συνολικά στο ποσό των 1.744,00 ευρώ για τον πρώτο ενάγοντα και στο ποσό των 1.533,00 ευρώ για την δεύτερη ενάγουσα και επιπλέον υπέστησαν ηθική βλάβη από την συμπεριφορά της ενάγουσας για την αποκατάσταση της οποίας ζητούν ποσό 1.500,00 ευρώ ο καθένας. Ότι η εναγομένη δεν κατέβαλε σε αυτούς αποζημίωση. Με το ιστορικό αυτό επιδιώκουν οι ενάγοντες μετά την μετατροπή μέρους του αιτήματός τους, ως προς όλα τα κονδύλια, σε αναγνωριστικό να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στον κάθε ενάγοντα το ποσό των 1.500,00 ευρώ και να αναγνωρισθεί ότι πρέπει να καταβάλει στον πρώτο ενάγοντα ποσό 2.431,66 ευρώ και στην δεύτερη ενάγουσα ποσό 2.007,81 ως αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφλησή του. Ακόμη ζητείται να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να επιβληθούν σε βάρος της εναγομένης τα δικαστικά έξοδα των εναγόντων. Με τέτοιο περιεχόμενο και αίτημα η αγωγή υπάγεται στην αρμοδιότητα του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 466 ΚΠολΔ όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 του άρθρου δεύτερου του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 και 25 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα σε συνδυασμό με το άρθρο 33 της συνθήκης του Μόντρεαλ) και εκδικάζεται κατά τις διατάξεις των μικροδιαφορών των άρθρων 466 επ. ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκαν με το ν. 4335/2015. Είναι δε επαρκώς ορισμένη απορριπτόμενης της περί του αντιθέτου ένστασης της εναγόμενης και νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων της σύμβασης του Μόντρεαλ που προεκτέθηκαν, η οποία εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ 2 της σύμβασης αυτής, καθόσον πρόκειται για διεθνή κυκλική μεταφορά, στη οποία τόπος αναχώρησης και επιστροφής είναι η Ελλάδα δηλαδή συμβαλλόμενο κράτος και σε εκείνες των άρθρων 914, 932, 297, 298, 299, και 346 ΑΚ και 176 ΚΠολΔ. Το αίτημα περί κηρύξεως της απόφασης προσωρινά εκτελεστής είναι νόμιμο μόνο ως προς το καταψηφιστικό αίτημα κατά τα άρθρα 907 και 908 ΚΠολΔ. Πρέπει, συνεπώς, να ερευνηθεί περαιτέρω κατ' ουσία, δεδομένου ότι προκαταβλήθηκαν στον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο οι απαιτούμενες εισφορές σύμφωνα με το άρθρο 61 παρ. 1 και 4 του Κώδικα περί δικηγόρων όπως τροποποιήθηκε με το Ν.4994/2013 (ΦΕΚ208/2013) και ισχύει σήμερα και το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου (βλ. το με αρ. κωδικού e-παράβολο ...). Η εναγόμενη με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της που καταχωρήθηκε στα πρακτικά (άρθρ. 256 παρ.1δ' Κ.Πολ.Δ) καθώς και με τις νομότυπες προτάσεις της αρνήθηκε την αγωγή και το ύψος των αγωγικών κονδυλίων. Ο εν λόγω ισχυρισμός συνιστά άρνηση της αγωγής. Επίσης πρόβαλε ένσταση περιορισμού της ευθύνης της στα χίλια Τραβηκτικά Δικαιώματα με βάση την συνθήκη του Μόντρεαλ, η οποία προβλήθηκε παραδεκτά και είναι νόμιμη. Πρέπει επομένως να ερευνηθούν και ως προς την ουσιαστική τους βασιμότητα.
Από τα έγγραφα που προσκομίζουν με επίκληση η ενάγοντες (άρθρ. 444 αριθ. 3 και 457 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ) και από όλη τη διαδικασία αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
Οι ενάγοντες, σύζυγοι, συνήψαν με την εναγόμενη σύμβαση αεροπορικής μεταφοράς από Θεσσαλονίκη-Μόναχο-Βερολίνο Τορόντο στις 25 Ιουλίου 2017 μετ' επιστροφής Τορόντο-Φρανκφούρτη Βιέννη-Θεσσαλονίκη στις 7 Αυγούστου 2017, όπως προκύπτει από την σχετική ηλεκτρονική κράτηση εισιτηρίων μέσω του δικτυακού ταξιδιωτικού πρακτορείου…, με κωδικούς εισιτηρίων ... για τον πρώτο και ... Κατά τη διάρκεια της πρώτης πιο πάνω μεταφοράς η μοναδική αποσκευή τους με κωδικό δελτίου αποσκευής
... δεν είχε αφιχθεί στον τελικό προορισμό τους (Τορόντο) και δεν τους παραδόθηκε καθ' όλη τη διάρκεια παραμονής τους στον Καναδά. Κατά την άφιξή τους στο Τορόντο, δήλωσαν την καθυστέρηση αρχικά της αποσκευής με κωδικό δήλωσης ... περιέγραψαν, προφανώς προφορικά, τον τύπο και τα περιεχόμενα αυτής, γνωστοποίησαν την διεύθυνση κατοικίας τους στην Θεσσαλονίκη και την διεύθυνση της προσωρινής διαμονής τους στο Τορόντο του Καναδά με την επισήμανση ότι η τελευταία θα ίσχυε μέχρι τις 7 Αυγούστου. Στις 7 Αυγούστου 2017 κατά την αναχώρηση τους από το ίδιο αεροδρόμιο δεν υπήρχε καμία πληροφορία για την τύχη της αποσκευής. Στις 12.08.2017 ενημερώθηκαν τηλεφωνικά από τον ….., αδελφό της δεύτερης ενάγουσας και κουνιάδο του πρώτου ενάγοντα, ο οποίο ς τους είχε φιλοξενήσει στο σπίτι του στο Τορόντο, ότι την προηγούμενη μέρα, 11.08.2017, η αποσκευή τους αφέθηκε ασυνόδευτη μπροστά στην αυλή του σπιτιού. Ότι δεν υπήρξε κανονική παράδοση, ούτε πραγματοποιήθηκε ειδοποίηση για την παράδοση της αποσκευής και κανείς δεν υπέγραψε για την παράδοση αυτή της αποσκευής, ούτε παρευρέθηκε για τη βέβαιη και ασφαλή παραλαβή της. Δηλαδή η αποσκευή είχε παραδοθεί σε λάθος διεύθυνση καθότι είχε αναφερθεί στους προστηθέντες της εναγόμενης ότι η διεύθυνση στο Τορόντο ήταν έγκυρη μόνον έως τις 07.08.2017. Ότι για τα γεγονότα αυτά είχαν ενημερώσει την εναγόμενη με την από 12.08.2017 επιστολή τους που εστάλη μέσω ηλεκτρονικής αλληλογραφίας την ίδια μέρα στην ηλεκτρονική διεύθυνση της εναγόμενης στην οποία την καλούσαν να παραλάβει την αποσκευή από την προσωρινή πιο πάνω διεύθυνση και να την αποστείλει στην διεύθυνση μόνιμης κατοικίας τους στη Θεσσαλονίκη. Στις 9 Σεπτεμβρίου 2017, 46 ημέρες μετά την απώλεια της αποσκευής και ειδοποιήθηκε ο πρώτος ενάγων τηλεφωνικά από το γραφείο απολεσθέντων της εταιρίας διαχείρισης λειτουργιών εδάφους στο αεροδρόμιο Μακεδονία της Θεσσαλονίκης…, η οποία είχε προστηθεί από την εναγόμενη και παρέλαβε την αποσκευή από το αεροδρόμιο με επιφύλαξη ως προς το περιεχόμενό της, όπως προκύπτει από αντίγραφο της σχετικής δήλωσης, διότι η ίδια η αποσκευή μάρκας...…τύπου ...… διαστάσεων 85χ65x35 με 4 ρόδες και πτυσσόμενα χερούλια έφερε βλάβες (σπασμένη στο εμπρόσθιο τμήμα σε μήκος 30 εκ), οι οποίες την καθιστούσαν άχρηστη. Την 10η.09.2017 οι ενάγοντες ενημέρωσαν την εναγόμενη με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο ότι είχε καταστραφεί η αποσκευή και το περιεχόμενο της και στις 11.09.2017 με συστημένη επιστολή απέστειλαν φωτογραφίες της κατεστραμμένης αποσκευής και του κατεστραμμένου - μουχλιασμένου περιεχομένου της, το οποίο αποτελείται από ενδύματα και υποδήματα και αξεσουάρ που περιγράφονται λεπτομερώς στην αγωγή κατά είδος μέγεθος, χρώμα, μάρκα, ημερομηνία και πόλη αγοράς, αξία και αν ήταν ανδρικό ή γυναικείο. Η αξία της βαλίτσας ανερχόταν σε 190,00 ευρώ κατά το προηγούμενο έτος που αγοράστηκε από κοινού από τους διαδίκους και κατά την κρίση του δικαστηρίου η αξία της ως μεταχειρισμένη ανέρχεται σε ποσό 140,00 ευρώ και επομένως ζημιώθηκε ο καθένας κατά το ποσό των 70,00 ευρώ και των ενδυμάτων τους συνολικά σε ποσό 3.146,00 ευρώ, από το οποίο ποσό 1.649,00 αντιστοιχούσε στην αξία των προσωπικών ειδών του πρώτου ενάγοντα και ποσό 1.438,00 ευρώ στην αξία των προσωπικών ειδών της δεύτερης ενάγουσας προφανώς κατά την αγορά τους, αφού οι ενάγοντες δεν αναφέρουν κάτι διαφορετικό και με αφαίρεση ποσοστού 30% λόγω της χρήσης τους ζημιώθηκε κατά το ποσό των 1.154,30 ευρώ ο πρώτος και 1.006,60 ευρώ η δεύτερη. Εν τω μεταξύ στις 14.08.2017 είχαν υποβάλλει δήλωση αποσκευής (Baggage Declaration) σε φόρμα της εναγόμενης και έδωσαν αναλυτικές πληροφορίες για το περιεχόμενό της, δηλαδή εγκαίρως σύμφωνα με το άρθρο 31 παρ. 2 της συνθήκης του Μόντρεαλ έστειλαν στην εναγόμενη στον Καναδά έγγραφη διαμαρτυρία για την καταστροφή και ολική απώλεια της αποσκευής και των προσωπικών τους ειδών και έλαβαν απάντηση με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο ότι θα γίνει επεξεργασία του αιτήματος τους.
Κύριος σκοπός του ταξιδιού των εναγόντων στον Καναδά ήταν να παρευρεθούν σε γάμο στις 29 Ιουλίου στο Τορόντο (βλ. σχετικό προσκλητήριο) και επ' ευκαιρία του ταξιδιού, σχεδίασαν ένα ταξίδι αναψυχής στο Κεμπέκ. Είναι εύλογο ότι έπρεπε να αντικαταστήσουν τα ενδύματα τους για τον γάμο και τις σχετικές κοινωνικές εκδηλώσεις, επιπλέον των απλών ενδυμάτων που χρειάζονταν για το υπόλοιπο ταξίδι. Ότι τα είδη που αναγκάστηκαν να αγοράσουν από τον Καναδά εξαιτίας της απώλειας της αποσκευής τους καθ' όλη τη διάρκεια του ταξιδιού τους εκεί κόστισαν συνολικά 1.701,13 Καναδικά Δολάρια, και σε Ευρώ 1.162,47 όπως περιγράφονται στην αγωγή και ειδικότερα 687,66 ευρώ τα προσωπικά είδη του πρώτου και 474,81 ευρώ τα προσωπικά είδη της δεύτερης. Στις 10.08.2017 ανέφεραν στην εναγόμενη την αγορά των ειδών αυτών σε φόρμα αξίωσης ενδιάμεσων εξόδων (Interim Expense Claim Form) που υπέβαλαν μέσω ΕΛΤΑ και προφανώς συνυπέβαλαν τις σχετικές αποδείξεις αγοράς αφού αυτό ζητά η εναγόμενη στην σχετική φόρμα της. Επομένως οι ενάγοντες ζημιώθηκαν κατά το ποσό των (70,00+1.154,30+687,66=) 1.911,96 ευρώ ο πρώτος και (70,00+1.006,60+474,81=)
1551,41 ευρώ η δεύτερη. Περαιτέρω εξαιτίας της αθέτησης της υποχρέωσης εκ μέρους του μεταφορέα εναγόμενης, η οποία συνίσταται σε παράλειψη, εφόσον στην προκειμένη περίπτωση υπήρχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση προφυλάξεως του προσβληθέντος πράγματος (αποσκευής), οι ενάγοντες υπέστησαν ηθική βλάβη και εφόσον η αθέτηση αποτελεί και αδικοπραξία (άρθρο 932 ΑΚ), οφείλεται στους ενάγοντες και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, εφόσον η αθέτηση αποτελεί και αδικοπραξία (άρθρο 932 ΑΚ). Για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης κρίνεται εύλογο το ποσό των 300,00 ευρώ για κάθε ενάγοντα. Για την καταστροφή της αποσκευής και του περιεχομένου της ευθύνεται, όπως προαναφέρθηκε, η εναγόμενη διότι οι προστηθέντες αυτής επέδειξαν αμέλεια ως προς την προστασία της μεταφερόμενης αποσκευής και επομένως αίρεται ο περιορισμός της ευθύνης του μεταφορέα σύμφωνα με την παράγραφο 5 του άρθρου 22 της Συνθήκης του Μόντρεαλ, δηλαδή πρέπει να απορριφθεί η ένσταση της εναγόμενης περί περιορισμού της ευθύνης της στα 1000 ειδικά τραβηκτικά δικαιώματα. Πρέπει κατά συνέπεια να γίνει δεκτή κατά ένα μέρος η αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στον κάθε ενάγοντα ποσό 1.500,00 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και να αναγνωρισθεί ότι πρέπει να καταβάλει (1.911,96+300,00-1.500,00+) 711,96 ευρώ στον πρώτο και (1551,41+300,00-1.500,00=) 351,41 ευρώ στην δεύτερη. Όσον αφορά το αίτημα περί κηρύξεως της απόφασης προσωρινά εκτελεστής, το Δικαστήριο κρίνει ότι συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι που να επιβάλλουν την προσωρινή εκτελεστότητα και ότι η επιβράδυνση της εκτέλεσης είναι δυνατόν να επιφέρει σημαντική ζημία στους ενάγοντες, γι' αυτό το σχετικό αίτημα πρέπει να γίνει δεκτό ως προς την καταψηφιστική της διάταξη κατά το οποίο κρίθηκε νόμιμο. Τα δικαστικά έξοδα των εναγόντων βαρύνουν κατά ένα μέρος την εναγόμενη (άρθρ 178 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων
ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγομένη να καταβάλει στον κάθε ενάγοντα το ποσό των χιλίων πεντακοσίων ευρώ (1.500,00), με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι η εναγομένη πρέπει να καταβάλει το ποσό των επτακοσίων έντεκα ευρώ και ενενήντα έξι λεπτών (711,96) στον πρώτο ενάγοντα και το ποσό των τριακοσίων πενήντα ενός ευρώ και σαράντα ενός λεπτών (351,41) ευρώ στην δεύτερη
ΚΗΡΥΣΣΕΙ την απόφαση προσωρινά εκτελεστή ως προς την καταψηφιστική της διαταξη.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ στην εναγόμενη τα δικαστικά έξοδα των εναγόντων κατά ένα μέρος, τα οποία ορίζει σε 250, 00 ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 21-3-2019, σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του χωρίς την παρουσία των διαδίκων και της πληρεξούσιας δικηγόρου της ενάγουσας.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΚΗ:
Ύστερα από ανάγνωση του πραγματικού της ανωτέρω υπόθεσης, υπαχθείσας στο Ειρηνοδικείο Θεσσαλονίκης, τα νομικά ζητήματα που αναφύονται έγκεινται στην πλήρωση του πραγματικού ενδοσυμβατικής και αδικοπρακτικής ευθύνης στο πλαίσιο μιας πλημμελούς εκπλήρωσης συμβατικής ενοχής. Θα ελεγχθεί η περιπτωσιολογία της θεμελίωσης τους, ειδικά της αντίστοιχης από αδικοπραξία τόσο από άποψη κρατούσας θεωρίας και στη νομολογία άποψης, όσο και με τα στοιχεία της υπόθεσης αυτής.
Καταρχήν, εξετάζεται μια σύμβαση διεθνούς αεροπορικής μεταφοράς, η οποία έχει συναφθεί μεταξύ των αντιδίκων υπό το πέπλο των κανόνων της Σύμβασης του Μόντρεαλ του 1999 (η κοινοτική νομοθεσία εναρμονίστηκε με τη τελευταία με τον Κανονισμό 889/2002 και αποτελεί δέσμευση για τις εθνικές νομοθεσίες των Κρατών- Μελών), η οποία ρυθμίζει συγκεκριμένα θέματα ευθύνης των αερομεταφορέων στις διεθνείς αεροπορικές μεταφορές. Ιστορικά και προ των πολλών τροποποιήσεων, η πρώτη προσπάθεια θέσπισης ενός καθεστώτος σχετικά με την αναφερθείσα ευθύνη είχε λάβει χώρα με την κατάρτιση της Σύμβασης της Βαρσοβίας. Για πρώτη φορά μετά την απελευθέρωση των αεροπορικών μεταφορών από τον κρατικό παρεμβατισμό, θεμελιώθηκε ένα ομοιόμορφο σύστημα ευθύνης των διεθνών αεροπορικών μεταφορών. Συγκεκριμένα, είναι ιδιόρρυθμο σύστημα νόθου αντικειμενικής ευθύνης. Με αυτό το καθεστώς, επομένως ενισχύεται η προστασία των επιβατών ενόψει περιπτώσεων ατυχημάτων ή ζημιών/ καταστροφής/ απώλειας των αποσκευών ή και καθυστέρησης/ ματαίωσης πτήσης, με την παροχή σε αυτούς της δυνατότητας έγερσης αγωγής έναντι του εκάστοτε αερομεταφορέα με σκοπό την ικανοποίηση των αξιώσεων υπό τις προϋποθέσεις που ορίζει κάθε φορά η σύμβαση του Μόντρεαλ σχετικά με το είδος της ζημιάς και την υπαγωγή της υπόθεσης στο συγκεκριμένο καθεστώς.
ΤΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ- ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΑ:
Ενόψει των πραγματικών γεγονότων που έλαβαν χώρα και όπως αυτά λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο, κρίθηκε οτι επρόκειτο για περίπτωση υπαγόμενη στις ρυθμίσεις των άρθρων 17 παρ. 2 και 19 της Σύμβασης του Μόντρεαλ, εφόσον προκλήθηκε ζημία στους ενάγοντες λόγω βλάβης των αποσκευών και εξαιτίας της καθυστέρησης της αεροπορικής μεταφοράς τους. Το Δικαστήριο έκρινε οτι θεμελιώνεται, επομένως, ευθύνη απορρέουσα από τη σύμβαση, καθώς οι επιβάτες-ζημιωθέντες προέβησαν σε εμπρόθεσμη και γραπτή δήλωση της καθυστερημένης μεταφοράς αλλά και καταστροφής του περιεχομένου των αποσκευών, όπως ορίζει η σύμβαση. Η έγγραφη αυτή διαμαρτυρία αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την εκ μέρους του επιβάτη προβολή αξίωσης αποζημίωσης σε περίπτωση ζημίας στις αποσκευές του, ενώ το εκπρόθεσμό της επιφέρει έκπτωση από την αντίστοιχη προβολή αξίωσης. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το άρθρο 31 § 2 της Σύμβασης του Μόντρεαλ και τον Κανονισμό 2027/1997 (Παράρτημα § 7) σε περίπτωση ζημίας, το πρόσωπο που δικαιούται να παραλάβει τις αποσκευές οφείλει να υποβάλει διαμαρτυρία στο μεταφορέα αμέσως μετά τη διαπίστωση της ζημίας και το αργότερο εντός 7 ημερών από την ημερομηνία παραλαβής των ελεγμένων αποσκευών. Η άνευ διαμαρτυρίας παραλαβή των ελεγμένων αποσκευών από το πρόσωπο που δικαιούται να τις παραλάβει αποτελεί prima facie απόδειξη ότι οι αποσκευές παραδόθηκαν σε καλή κατάσταση (άρθρο 31 §1). Αντίθετα, η εμπρόθεσμη διαμαρτυρία υπέχει, θέση όχλησης του αερομεταφορέα.
Η ευθύνη στα άρθρα 17 και 19 της σύμβασης του Μόντρεαλ είναι γνήσια αντικειμενική και την ύπαρξη πταίσματος στο πρόσωπο του μεταφορέα ή των προσώπων που βρίσκονται στην υπηρεσία του ή των πρακτόρων του, οφείλει να αποδείξει ο ζημιωθείς επιβάτης, ως ενάγων. Εν προκειμένω, η προϋπόθεση αυτή πληρούται εφόσον οι ενάγοντες….κατέγραψαν τις αποσκευές και το περιεχόμενό τους στο τμήμα του ελέγχου των αποσκευών, και δήλωσαν την καθυστέρηση παράδοσης τους, ενώ συμφωνήθηκαν ορισμένες ημερομηνίες. Ο λόγος για τον οποίο προβλέπεται αντικειμενική ευθύνη του αεροπορικού μεταφορέα είναι προφανής, καθώς οι καταγεγραμμένες αποσκευές αποξενώνονται από τον επιβάτη και περιέρχονται/περιάγονται στην κατοχή του μεταφορέα, ενώ οι μη ελεγχθείσες αποσκευές ή χειραποσκευές παραμένουν υπό τη φύλαξη και τον έλεγχο του επιβάτη (σφαίρα ελέγχου). Έτσι και το άρθρο 22 παρ. 2 της ιδίας συμβάσης.
Σε οτι αφορά την δυνατότητα άσκησης αγωγής αποζημίωσης για τις ανωτέρω ζημίες που προκύπτουν από την καθυστέρηση και καταστροφή των αποσκευών, η υποχρέωση του αερομεταφορέα προς αποζημίωση μπορεί να θεμελιωθεί τόσο στις διατάξεις που αφορούν την ενδοσυμβατική ευθύνη όσο και στις ΑΚ 914επ. περί αδικοπρακτικής ευθύνης. Από τη διάταξη του άρθρου 29 της Σύμβασης του Μόντρεαλ προκύπτει ότι η ευθύνη του διεθνούς αλλά και του κοινοτικού αερομεταφορέα είτε στηρίζεται στη σύμβαση, είτε σε αδικοπραξία, ρυθμίζεται ομοιόμορφα σύμφωνα με τους όρους και τα όρια ευθύνης που θέτει η Σύμβαση του Μόντρεαλ. Συνακόλουθα, στους όρους και τα όρια ευθύνης της Σύμβασης του Μόντρεαλ θα υπαχθεί ο προσδιορισμός τόσο της περιουσιακής (σε περίπτωση ενδοσυμβατικής ευθύνης), όσο και της μη περιουσιακής ζημίας ή ηθικής βλάβης (σε περίπτωση αδικοπρακτικής ευθύνης), και θα υπολογιστούν με το ίδιο καθεστώς ευθύνης απεριόριστης ή περιορισμένης κατά περίπτωση (Βλ. Απόφαση ΔΕΕ της 6.11.2010, Υπόθεση C-63/09, Walz κατά Clickair, η οποία επιβεβαιώνει το γεγονός ότι ο όρος ζημία περιλαμβάνει τόσο την περιουσιακή ζημία, όσο και την ηθική βλάβη, με αποτέλεσμα το ποσοτικό όριο ευθύνης που θέτει το άρθρο 22 § 2, δηλαδή τα 1.000 ΕΤΔ, να αφορά και τα δύο είδη ζημίας.) .
Η πρόβλεψη του Κανονισμού για παροχή κατ’ αποκοπή αποζημίωσης στους επιβάτες δεν αποκλείει σε καμία περίπτωση τη δυνατότητα του επιβάτη να αξιώσει περαιτέρω αποζημίωση για κάθε άλλη ζημία που υπέστη εξαιτίας της αθέτησης της σύμβασης μεταφοράς, σύμφωνα με το εκάστοτε εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο σε συνδυασμό με τη Σύμβαση του Μόντρεαλ. Η χορηγούμενη, όμως, δυνάμει του Κανονισμού, αποζημίωση μπορεί να εκπίπτει από την τυχόν περαιτέρω αποζημίωση που θα επιδικασθεί στον επιβάτη (άρθρο 12 § 1). Ωστόσο, στην περίπτωση του ελληνικού δικαίου ο επιβάτης έχει δικαίωμα να ζητήσει ανόρθωση της ζημίας που υπέστη με βάση τις γενικές διατάξεις του αστικού δικαίου για την αδυναμία παροχής και ειδικότερα σύμφωνα με τις αρχές των αμφοτεροβαρών συμβάσεων και της μίσθωσης έργου (Βλ. Χατζηνικολάου- Αγγελίδου Ρ., Αεροπορική Μεταφορά Επιβατών, ό.π., σελ. 207). Ως τέτοια χαρακτηρίζεται και η σύμβαση αερομεταφοράς, καθώς σκοπός της είναι η ολοκλήρωση του έργου της μεταφοράς επιβατών και φορτίου.
Σε επίπεδο εθνικό, εφαρμόζονται οι διατάξεις του αστικού μας κώδικα για την πλημμελή εκπλήρωση παροχής. Επομένως, σε περίπτωση αθέτησης υποχρεώσεων από υφισταμένη σύμβαση (εδώ η σύμβαση αεροπορικής μεταφοράς) και ύπαρξης υπαιτιότητας (εδώ η εναγόμενη βαρύνεται με αμέλεια καθώς δεν επέδειξε την απαραίτητη επιμέλεια στις συναλλαγές του κατά ΑΚ 330 εδ. β’) προκύπτει υποχρέωση εκπλήρωσης της ενοχής ή και υποχρέωση καταβολής αποζημίωσης ανάλογα την εξεταζόμενη περίπτωση. Από το συνδυασμό της ΑΚ 681 με εκείνες των άρθρων 374, 687 έως 690 και 694 του ΑΚ προκύπτει ότι αν το έργο που εκτελέστηκε έχει ελλείψεις συμφωνημένων ιδιοτήτων ή πραγματικά ελαττώματα, ο εργοδότης έχει τα προβλεπόμενα από τα άρθρα 687 έως 690 δικαιώματα, μεταξύ των οποίων η κατ` άρθρο 690 ΑΚ αξίωση για αποζημίωση. Η αποζημίωση αυτή περιλαμβάνει κατ` αρχήν τη δαπάνη στην οποία πρέπει να υποβληθεί για να αποκαταστήσει τις ελλείψεις, καθώς και το διαφυγόν κέρδος και κάθε παραπέρα ζημία του εργοδότη που συνδέεται αιτιωδώς με την ύπαρξη των ελλείψεων ( 297 ΑΚ, 298 ΑΚ, 299 ΑΚ). Υπάγοντας λοιπόν τους παραπάνω πραγματικούς ισχυρισμούς στο πραγματικό των διατάξεων αυτών, η ενδοσυμβατική ευθύνη της εναγόμενης αεροπορικής μεταφορικής είναι προφανής.
Ωστόσο, το δικαστήριο εδώ δέχτηκε και το αίτημα των διαδίκων περί αποζημίωσης λόγω αδικοπραξίας, κρίνοντας πως υπάρχει συρροή της με την ενδοσυμβατική ευθύνη. Στο σημείο αυτό προκύπτει το ζήτημα του κατά πόσο πληρούνται οι προϋποθέσεις θεμελίωσης αδικοπρακτικής ευθύνης κατά τις 914 και 932 ΑΚ, το οποίο θα εξεταστεί κατωτέρω.
ΤΟ ΝΟΜΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ: Η ΑΔΙΚΟΠΡΑΞΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΠΡΟΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΕΝΝΗΣΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΑΠΟ ΑΥΤΗΝ.
Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 914 επ. ΑΚ περί αδικοπραξιών προκύπτει, ότι, για να υπάρξει αδικοπραξία και υποχρέωση του ζημιώσαντος να αποζημιώσει τον παθόντα και περαιτέρω να ικανοποιηθεί η ηθική βλάβη του τελευταίου κατά το άρθρο 932 ΑΚ, προϋποτίθεται, ότι η ζημία (θετική ή αποθετική) προκλήθηκε παρά το νόμο (άρθρο 914 ΑΚ) ή από συμπεριφορά αντίθετη προς τα χρηστά ήθη (άρθρο 919 ΑΚ)
από πράξη ή παράλειψη, η οποία οφείλεται σε πταίσμα του δράστη, ήτοι σε δόλο ή αμέλεια και ότι υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της πράξης ή παράλειψης της πράξης και της ζημίας που επήλθε. Η ζημία είναι παράνομη, όταν με την πράξη ή την παράλειψη του υπαιτίου προσβάλλεται δικαίωμα ή και απλό συμφέρον του παθόντος προστατευμένο από ορισμένη διάταξη νόμου, η οποία παραβιάστηκε, ενώ ως κριτήριο των χρηστών ηθών και συνακόλουθα της αντίθετης προς αυτά συμπεριφοράς, λαμβάνονται υπόψη οι ιδέες, που κατά τη γενική αντίληψη του χρηστώς και εμφρόνως σκεπτόμενου μέσου κοινωνού επικρατούν σε μια δεδομένη χρονική περίοδο.
Γενικά, όμως, η έννοια της αδικοπραξίας αποτελεί τμήμα του θεσμού της αστικής ευθύνης που αποσκοπεί στην εύρυθμη λειτουργία του δικαιικού μας συστήματος και κατ’ επέκταση της ομαλής κοινωνικής συμβίωσης. Ούσα πηγή ευθύνης εκ του νόμου, σκοπεί στην συστηματική αποτύπωση της υποχρέωσης αποκατάστασης της επελθούσας ζημίας μέσω της αποζημιώσεως χωρίς να υφίσταται εκ των προτέρων οποιαδήποτε δικαιοπρακτική δέσμευση μεταξύ των μερών (π.χ. ενοχική σύμβαση όπως εν προκειμένω). Σωρευτικά οι προϋποθέσεις γέννησης της είναι η ανθρώπινη συμπεριφορά, το παράνομο της, η υπαιτιότητα, η επέλευση ζημίας και η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της συμπεριφοράς (πράξης ή παράλειψης) και της ζημίας. Καθεμία από αυτές έχει αναλυθεί και υπαχθεί σε διάφορες ερμηνείες τόσο στη θεωρία όσο και στη νομολογία ανάλογα με την εκάστοτε περίπτωση. Έτσι, στον παρόν σχολιασμό της δικαστικής απόφασης, εξετάσθηκε το παράνομο αλλά όχι αν η ευθύνη αυτή δύναται να θεμελιώνεται/ηδύνατο να θεμελιωθεί, αν δεν υπήρχε η παραβιασθείσα σύμβαση.
Ο παράνομος χαρακτήρας της πράξης στο άρθρο 914 ΑΚ δεν διασαφηνίζεται ως έννοια. Για αυτό και ανέρχεται σε περιπτωσιολογία και το στοιχείο του παρανόμου προκύπτει ευθέως και μόνο από την ίδια διάταξη που προσβάλλεται. Ωστόσο, δυο βασικές θεωρίες έχουν αναπτυχθεί για τον ακριβή προσδιορισμό της έννοιας αυτής. Η υποκειμενική θεωρία η οποία θεωρεί παράνομη ενέργεια αυτή του 914 ΑΚ και απαγορεύει κάθε συμπεριφορά, η οποία έχει αποτέλεσμα την πρόκληση ζημίας σε άλλον, χωρίς εκείνος που προβαίνει στην ζημιογόνο πράξη να έχει το σχετικό δικαίωμα ή εξουσία. Εδώ η έννοια της παρανομίας περιέχει την έννοια της υπαιτιότητας (δόλος και αμέλεια) και δεν επιδέχεται περαιτέρω προϋποθέσεις, δηλαδή δεν υπάρχει ανάγκη παραπομπής σε άλλη διάταξη για την θεμελίωση του παρανόμου. Αποτελεί κανόνα ουσιαστικού δικαίου η 914 ΑΚ, με αυτό το σκεπτικό, διότι η πρόκληση ζημίας είναι πάντα απαγορευμένη από το δίκαιο. Στον αντίποδα, η αντικειμενική θεωρία που είναι και η κρατούσα, υποστηρίζει ότι υπάρχει παραπομπή σε άλλη διάταξη του θετικού δικαίου (επιτακτική ή απαγορευτική), ώστε να διαπιστωθεί ή όχι το παράνομο στοιχείο της ζημιογόνου πράξης. Κατ’αυτή, το άρθρο 914 ΑΚ θεωρείται λευκός κανόνας που αντλεί το στοιχείο του παρανόμου από τους λοιπούς κανόνες δικαίου.
Ακολουθεί και η νομολογία η οποία διευρύνει το περιεχόμενο της αντικειμενικής θεωρίας και κάνει δεκτό ότι η παρανομία μπορεί να συνίσταται όχι μόνο στην παράβαση επιτακτικών ή απαγορευτικών κανόνων δικαίου, αλλά αρκεί και η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξης, οι οποίες εκφράζουν τη γενικότερη θέση και το σκοπό που κυριαρχεί στο δίκαιο. Επομένως, εντάσσονται εδώ και η έννοια της καλής πίστης και των χρηστών ηθών, κανόνες που απονέμουν δικαίωμα ή συμφέρον (εδώ και η 281 ΑΚ) και γενικότεροι κανόνες που επιβάλλουν την υποχρέωση πρόνοιας, ασφάλειας και προστασίας, που απορρέουν από τα παραπάνω στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικά της κοινωνικής δραστηριότητας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων. Λαμβάνοντας υπόψη το διευρυμένο σκεπτικό που ακολουθεί η νομολογία, συναντάται μια πληθώρα αποφάσεων όπου η μορφή της παρανομίας έχει κάθε φορά διαφορετική διατύπωση και ειδικότερα ως αντίθεση στο γενικό καθήκον «του μη ζημιούν άλλον υπαιτίως» (ΑΠ 347/2010., ΑΠ 1768/2009, ΑΠ 1731/2008).
Στην περίπτωση μας, πρόκειται για ενοχική σύμβαση και ζημία περιουσιακή, καθώς οι αποσκευές και το περιεχόμενό τους αποτιμώνται χρηματικά. Σε τέτοιες περιπτώσεις δεν αναγνωρίζει το δίκαιο μας δικαίωμα στην περιουσία αλλά μόνο σε επιμέρους στοιχεία της, διότι η αποκατάσταση της ζημίας αυτής μπορεί να επέλθει χωρίς προσβολή κάποιου συγκεκριμένου εννόμου αγαθού του ζημιωθέντος. Διότι σε αντίθετη περίπτωση, δηλαδή σε μια αναγνώριση του δικαιώματος στη περιουσία, θα επεκτεινόταν υπερβολικά η αποζημίωση με συνέπεια την καταβολή υπέρογκων ποσών. Για αυτό και η κρατούσα άποψη δέχεται ότι ο νόμος δεν παρέχει προστασία ή αυτοτελές δικαίωμα στην περιουσία γενικά, δηλαδή στο σύνολο των εμπραγμάτων και ενοχικών δικαιωμάτων ή πραγματικών καταστάσεων και προσδοκιών, αλλά μόνο σε επιμέρους στοιχεία τους. Επομένως, η προσβολή της περιουσίας δεν είναι κατ’ αρχήν παράνομη κατά την κρατούσα άποψη. Ωστόσο, αν άλλοι την αποσυνδέουν από την παρανομία και με αυτοτελή θεμελίωση της, τότε θα συντρέχει περίπτωση αδικοπρακτικής ευθύνης εφόσον πληρείται το πραγματικό των προϋποθέσεων της.
Πρακτικά, αν αποσυνδέσουμε τη ζημία την οποία υπέστησαν οι ενάγοντες δεν υπάρχει κάποιο έρεισμα σε κανόνα δικαίου για τη θεμελίωση αδικοπρακτικής ευθύνης, ειδικά ρητό και σαφές. Η ευθύνη που υπάρχει είναι στενά συνδεδεμένη με τον σκοπό της σύμβασης διεθνούς αεροπορικής μεταφοράς, δηλαδή την επιμελή ολοκλήρωση της. Εξάλλου, η νομολογία σε αντίστοιχες περιπτώσεις πλημμελούς εκπλήρωσης σύμβασης θαλάσσιας μεταφοράς θεωρεί πως η μη λήψη αναγκαίων μέτρων για την προφύλαξη του φορτίου αποτελεί απλή συμβατική παράλειψη. Κατ’ αναλογία, και λαμβανομένου υπόψη του παρόμοιου σκοπού που καλούνται να εκπληρώσουν οι δύο αυτές μορφές συμβάσεων, παρατηρούμε απόκλιση της νομολογίας, εφόσον στην παρούσα απόφαση το Δικαστήριο δέχτηκε την ύπαρξη αδικοπρακτικής ευθύνης σε συρροή με την ενδοσυμβατική.
Εν κατακλείδι, όσον αφορά στο μέρος του αιτιολογικού το οποίο δέχτηκε την ύπαρξη αδικοπρακτικής ευθύνης και ειδικά το παράνομο στοιχείο κατά 914 ΑΚ, η γράφουσα θεωρεί οτι υπάρχει περιθώριο για παραπάνω κριτική. Κατά τη γνώμη της, επικαλούμενοι τις αρχές της αναλογικότητας και της εγγύτητας και προσανατολισμένοι με την επικαιρότητα, μια θεμελίωση ευθύνης κατά το 914 ΑΚ παρέλκει. Διότι μόνη η αθέτηση προϋφιστάμενης ενοχής δεν συνιστά αδικοπραξία. Είναι όμως δυνατόν μια υπαίτια ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται η σύμβαση, να θεμελιώνει και ευθύνη από αδικοπραξία. Τούτο συμβαίνει όταν η ενέργεια αυτή και χωρίς την προϋπάρχουσα συμβατική σχέση θα ήταν παράνομη, ως αντίθετη προς το γενικό καθήκον, που επιβάλλει το άρθρο 914 ΑΚ, να μην προκαλεί κανείς σε άλλον υπαιτίως ζημία ή και πιο γενικά όταν η ενέργεια χωρίς να συνιστά παράβαση συγκεκριμένου απαγορευτικού ή επιτακτικού κανόνα δικαίου, είναι αντίθετη στο γενικότερο πνεύμα του ή στις επιταγές της έννομης τάξης, εφόσον ενέχει παράβαση των γενικών υποχρεώσεων, που επιβάλλουν να μην προσβάλει κανείς το πρόσωπο ή τα προστατευόμενα υλικά ή ηθικά αγαθά του άλλου.
Κατά συνέπεια όταν το πταίσμα που επέφερε τη ζημία ταυτίζεται κατά το πραγματικό αυτού περιεχόμενο με την παραβίαση της σύμβασης κα τη δημιουργία της παρανομίας δεν μπορούν να έχουν εφαρμογή οι διατάξεις περί αδικοπραξίας.
Το ίδιο σκεπτικό ακολουθεί άλλωστε η νομολογία και στην περίπτωση των υπαιτίων ελλείψεων έργου, που συνίστανται στην από αμέλεια του εργολάβου αδόκιμη -από τεχνική άποψη- κατασκευή οικοδομικών εργασιών επισκευής κτίσματος. Συγκεκριμένα, δεν γίνεται λόγος περί συρροής αξιώσεων αποζημίωσης τόσο από τη σύμβαση (άρθρο 690 ΑΚ), όσον και από αδικοπραξία (άρθρο 914 ΑΚ), αφού η ζημιογόνος συμπεριφορά του εργολάβου, που πραγματοποιήθηκε όχι ανεξάρτητα ή απλώς εξ` αφορμής του παραπάνω έργου, αλλά συνιστά πλημμελή εκτέλεση αυτού, προϋποθέτει αναγκαίως την περί τούτου σύμβαση και για το λόγο αυτό η ευθύνη του εργολάβου από την παραπάνω συμπεριφορά διέπεται αποκλειστικά από τις διατάξεις των άρθρων 688 – 693 ΑΚ. (ΕφΠατρ 451/2006 , 156/2014 ΕφΠειρ). Βάσει αυτού, θα ήταν ορθότερο να ακολουθηθεί και για την παρούσα περίπτωση το ανωτέρω σκεπτικό, διότι η σύμβαση αερομεταφοράς εμφανίζει, όπως γίνεται δεκτό από θεωρία και νομολογία, στοιχεία σύμβασης έργου, ώστε να εφαρμοσθούν αναλογικά και οι αντίστοιχες διατάξεις του ΑΚ . Η εν γένει υποχρέωση επιμέλειας, πρόνοιας και ασφάλειας που καλείται να τηρεί ο άνθρωπος με βάση την κάθε δραστηριότητά του είναι ήδη μια έννοια αόριστη τόσο ποιοτικά, όσο και ποσοτικά σχετικά με το όριο της. Είναι εύθραυστο το ζήτημα και υπέχει κίνδυνο αδικαιολόγητης διεύρυνσης των ορίων της αστικής ευθύνης. Σε απλά λόγια, από τη στιγμή που ο μέσος κοινωνός δεν θα έδινε τις αποσκευές του προς φύλαξη και μεταφορά χωρίς την ύπαρξη σύμβασης με σκοπό την εξασφάλιση της προστασίας και των συμφερόντων του, τίθεται το ερώτημα αν μια τυχαία αμέλεια προσβάλει τόσο ουσιωδώς ένα περιουσιακό αγαθό, για το οποίο και ο κατέχων αυτό έχει ήδη μια ευθύνη επιμέλειας.
Κωνσταντίνα – Μαρία Σούλτη
Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Τμήμα Νομικής 4ο έτος
Σχολιασμός δικαστικών αποφάσεων στο πλαίσιο του εγχειρήματος «The Law Project»
Comments