top of page

ΣΩΜΑΤΙΚΗ ΒΛΑΒΗ ΑΠΟ ΑΜΕΛΕΙΑ ΚΑΙ ΥΠΟΧΡΕΟ


Της Ράνιας Σαϊνίδου





Α. ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ


Στην παρούσα απόφαση, το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών εξέτασε την υπόθεση ενός τροχαίου ατυχήματος, και συγκεκριμένα το έγκλημα της εξ αμελείας προκληθείσας σωματικής βλάβης. Ειδικότερα, ένας επαγγελματίας οδηγός, βαίνοντας με φορτηγό στην οδό Μακεδονίας στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας με κατεύθυνση Πειραιώς, χτύπησε από αμέλειά του έναν πεζό που διέσχιζε το οδόστρωμα, παρασύροντάς τον, και προκαλώντας του ακαριαίο ακρωτηριασμό στο γόνατο. Λόγω αυτού, το θύμα, μέσω του νομίμως εξουσιοδοτούμενου δικηγόρου του, δήλωσε παράσταση της πολιτικής αγωγής για λογαριασμό του, κατά του κατηγορουμένου, για το ποσό των 40 ευρώ με επιφύλαξη ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη.


Β. ΣΩΜΑΤΙΚΗ ΒΛΑΒΗ ΕΞ ΑΜΕΛΕΙΑΣ (ΠΚ314)


Κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα πραγματικά περιστατικά, θίγεται το νομικό ζήτημα, που περιγράφεται στο άρθρο 314 του Ποινικού Κώδικα: η σωματική βλάβη από αμέλεια. Σύμφωνα με την διάταξη αυτή, όποιος από αμέλεια προκαλεί σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας άλλου τιμωρείται με παροχή κοινωφελούς εργασία ή χρηματική ποινή ή φυλάκιση μέχρι 2 έτη. Μάλιστα, ενώ για την ποινική δίωξη της πράξης αυτής απαιτείται κατά κανόνα έγκληση, η νομοθεσία προβλέπει αυτεπάγγελτη δίωξη σε περίπτωση που ο υπαίτιος ήταν οδηγός οχήματος ή υπόχρεος λόγω της υπηρεσίας ή του επαγγέλματός του να καταβάλει ιδιαίτερη επιμέλεια και προσοχή. Η διάκριση αυτή αποκτά ιδιαίτερο νόημα, αν συλλογιστούμε πως κύρια αιτία πρόκλησης σωματικών βλαβών (όπως και ανθρωποκτονιών) από αμέλεια είναι η οδική κυκλοφορία. Υπογραμμίζεται δηλαδή πως η οδήγηση οχήματος που εξυπηρετεί τη μεταφορά ανθρώπων ή πραγμάτων για βιοποριστικό σκοπό (πχ: οδηγός ταξί, οδηγός φορτηγού ) φέρει αυξημένη ποινική ευθύνη. Ο οδηγός είναι νομικά υπόχρεος να καταβάλει πρόσθετη προσοχή, καθώς τα όρια της δέουσας επιμέλειας είναι πιο αυστηρά, σε σχέση με τον μέσο κοινωνό.


Γ. ΣΩΜΑΤΙΚΗ ΒΛΑΒΗ


Ειδικότερα, στο σημείο αυτό, είναι σημαντικό να εξετάσουμε το ακριβές περιεχόμενο της έννοιας «σωματική βλάβη» , που εξειδικεύεται στην πρόκληση σωματικής κάκωσης και βλάβης της υγείας. Αρχικά, με τον όρο «σωματική κάκωση», εννοούμε την πρόκληση εξωτερικής επενέργειας στο σώμα, την ανθυγιεινή μεταχείριση της οποίας συνηθέστατο, αλλά όχι απαραίτητο σύμπτωμα είναι ο πόνος (Ν. Ανδρουλάκης). Βέβαια, η μάλλον κρατούσα άποψη προσδίδει ένα περισσότερο ευρύ περιεχόμενο, προσδιορίζοντάς την ως κάθε ανάρμοστη κακομεταχείριση που επηρεάζει την σωματική ακεραιότητα -εξωτερική εμφάνιση- του ατόμου. Ωστόσο, ο ορισμός αυτός φαίνεται πιο αόριστος, καθώς αφήνει περιθώρια για υπαγωγή περιστατικών, όπως το κόψιμο των μαλλιών ή το ράπισμα στην έννοια της «σωματικής κάκωσης», ενώ περισσότερο ταιριάζουν στην «εξύβριση». Στη συνέχεια, ως «βλάβη της υγείας» περιγράφεται η πρόκληση ή η επίταση μιας παθολογικής κατάστασης, η οποία απαραίτητα πρέπει να μην είναι στιγμιαία ή παροδική και ν απαιτεί μία διαδικασία θεραπείας είτε με ιατρική περίθαλψη είτε με τις φυσικές δυνάμεις του οργανισμού (Ν. Ανδρουλάκης).


Σε αυτό το σημείο αξίζει να σημειωθεί πως διάταξη ΠΚ314 εφαρμόζεται για την πρόκληση οποιουδήποτε βαθμού σωματικής βλάβης από αμέλεια- από πολύ ελαφρά μέχρι και βαριά. Εν προκειμένω, λόγω του σοβαρού ακρωτηριασμού που υπέστη το θύμα κατά την σύγκρουσή του με το ογκώδες όχημα από αμέλεια του οδηγού, στοιχειοθετείται βαριά σωματική βλάβη, που παραπέμπει ευθέως στην εφαρμογή της συγκεκριμένης διάταξης.


Δ. ΑΜΕΛΕΙΑ


Κρίσιμο για την εξέταση της παρούσας υπόθεσης είναι το στοιχείο της εξ αμελείας τέλεσης του εγκλήματος, που περιγράφεται αυτοτελώς στο άρθρο 28 του Ποινικού Κώδικα. Πιο συγκεκριμένα,κάποιος πράττει από αμέλεια όταν από έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει είτε δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του – ασυνείδητη αμέλεια, απροσεξία- είτε το πρόβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όμως πως δε θα επερχόταν-απερισκεψία, έλλειψη σύνεσης. Φαίνεται δηλαδή πως ο νομοθέτης, με τη συγκεκριμένη διάταξη, επιδιώκει να ποινικοποιήσει την αμελή συμπεριφορά, την λεγόμενη «αφροντιστία», ότι ο δράστης δεν επέδειξε την απαιτούμενη επιμέλεια ως προς το έννομο αγαθό. Μάλιστα, η αμέλεια, για να στοιχειοθετηθεί, είναι απαραίτητο να υφίσταται τόσο αντικειμενικά –ο δράστης δεν κατέβαλε την απαιτούμενη επιμέλεια , προκειμένου να αποφευχθεί το τελικά επελθόν αποτέλεσμα, όσο και υποκειμενικά –δεν κατέβαλε την προσοχή ή σύνεση που μπορούσε και όφειλε σύμφωνα με τις ατομικές του ικανότητες να καταβάλει. (: διπλή υπόσταση της αμέλειας).


Σε πρώτο επίπεδο, είναι εύλογο πως για να στοιχειοθετηθεί εξ αμελείας έγκλημα απαιτείται η επέλευση του αποτελέσματος. Αν η αμελής συμπεριφορά δεν έχει ως συνέπεια την προσβολή κάποιου εννόμου αγαθού, τότε σαφώς και δεν υφίσταται κάποιο έγκλημα.


Βασικό στοιχείο, λοιπόν, της αντικειμενικής υπόστασης του εξ αμελείας εγκλήματος είναι η αντικειμενική παραβίαση ενός καθήκοντος επιμέλειας (εξωτερική αμέλεια). Συγκεκριμένα, το δίκαιο και οι κανόνες του αξιώνουν από τους κοινωνούς την επίδειξη μίας επιμελούς συμπεριφοράς, αποσκοπώντας στην προστασία των εννόμων αγαθών. Πράγματι, η έννομη τάξη θα ήταν αδύνατο να απαιτεί την αποφυγή ενός αντικειμενικά απρόβλεπτου και αναπόφευκτου αποτελέσματος, καθώς με αυτή την προσέγγιση, θα αποδεχόμασταν την αντικειμενική ευθύνη για τυχαία γεγονότα. Είναι εύλογο, λοιπόν, πως, ως πολίτες, έχουμε καθήκον να τηρούμε την επιμέλεια, την οποία ο μέσος κοινωνός μπορεί να επιδείξει. Με βάση την παρούσα υπόθεση, ορθολογικά μπορεί κανείς να σκεφτεί πως κατά την οδήγηση ενός ογκώδους οχήματος , όπως μίας νταλίκας σε έναν δρόμο όπου κυκλοφορούν πεζοί, αν δε ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα επιμέλειας, μπορούν να υπάρξουν σοβαροί τραυματισμοί.


Στη συνέχεια, είναι απαραίτητο το αποτέλεσμα που προκλήθηκε να είναι και αντικειμενικώς προβλεπτό. Αναλυτικότερα, ο κανόνας δικαίου καθιερώνει καθήκον επιμέλειας για την αποφυγή της αντικειμενικά προβλεπτής προσβολής του εκάστοτε εννόμου αγαθού. Δηλαδή, ο μέσος κοινωνός δεσμεύεται να μη διενεργεί πράξεις που είναι κατά αντικειμενική κρίση επικίνδυνες, πράξεις δηλαδή που είναι πρόσφορες να προκαλέσουν το εγκληματικό αποτέλεσμα. (πχ: απλή αιχμή σε κάποιον που είναι αιμοφιλικός, χωρίς όμως να γνωρίζω για την πάθηση του αυτή, προκαλώντας τον θάνατό του -είναι εκτός της αντικειμενικής δυνατότητας πρόβλεψης του αποτελέσματος).


Ακόμα, όπως και σε κάθε έγκλημα, έτσι και στα εξ’ αμελείας τελούμενα, απαραίτητη είναι η ύπαρξη του αντικειμενικού αιτιώδους συνδέσμου. Με άλλα λόγια, πρέπει το εγκληματικό αποτέλεσμα να προέκυψε αιτιωδώς από την πλημμελή συμπεριφορά, από την παραβίαση δηλαδή του καθήκοντος επιμέλειας. Εν προκειμένω, είναι πρόδηλο πως ο τραυματισμός του θύματος προκλήθηκε λόγω της σύγκρουσης με το ογκώδες φορτηγό, χωρίς την παρέμβαση οποιουδήποτε άλλου εξωτερικού παράγοντα.


Τέλος, εξαιρετικά σημαντική για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης του εν λόγω εγκλήματος είναι και η ύπαρξη της συνάφειας κινδύνου. Τί σημαίνει αυτό; Η έννομη τάξη για την επιβολή ποινών απαιτεί το αποτέλεσμα να συνιστά πραγμάτωση ακριβώς εκείνου του κινδύνου που έθεσε ο δράστης με την πλημμελή του συμπεριφορά. Έτσι, αν το απευχόμενο αποτέλεσμα θα επερχόταν έτσι κι αλλιώς, ακόμα και αν ο δράστης είχε εκπληρώσει πλήρως το καθήκον επιμέλειάς του, ήταν δηλαδή αναπόφευκτο, τότε συμπεραίνουμε λογικά πως δεν υφίσταται εξ αμελείας τέλεση κάποιου εγκλήματος.


Κατά την εξέταση των ανωτέρω ζητημάτων, εύλογα μπορεί κανείς να αναρωτηθεί ποιο είναι πράγματι το περιεχόμενο αυτής της αντικειμενικά οφειλόμενης «επιμέλειας», την οποία πρέπει να επιδεικνύουμε στις δραστηριότητές μας, ως πολίτες –πώς ορίζεται, ποια είναι τα όριά του; Είναι γεγονός πως το δίκαιο απαιτεί από τους κοινωνούς να συμπεριφέρονται κατά ένα τρόπο, ώστε να αποφεύγεται η προσβολή των εννόμων αγαθών. Πιο αναλυτικά, πρέπει να αναρωτηθούμε: τι θα έπραττε ο μέσος, συνετός κοινωνός σε μία αντίστοιχη κατάσταση και σε τι διαφέρει από τη συμπεριφορά που τελικά επέδειξε ο δράστης; Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα απορρέει από 3 πηγές: τον νόμο (υπάρχει κάποια διάταξη νόμου που να θέτει ένα συγκεκριμένο καθήκον επιμέλειας; –πχ: ΚΟΚ), τους κανόνες της επιστήμης και της τεχνικής (πχ: τηρήθηκαν από τον εν κρίσει γιατρό οι κανόνες, που προβλέπονται κατά τη διενέργεια μίας εγχείρησης; ), καθώς και τις περιστάσεις (το απαιτούμενο καθήκον επιμέλειας απορρέει από τη συνήθη κατά την πορεία των πραγμάτων πείρα και λογική; ). Εν προκειμένω, αναφερόμαστε στην τήρηση των κανόνων επιμελούς οδήγησης, που προβλέπονται από τον ΚΟΚ, καθώς και ευρύτερα στην γενική αρχή σεβασμού των εννόμων αγαθών – και ειδικά ,της σωματικής ακεραιότητας.


Βέβαια, πρέπει να αναφερθούμε και σε ορισμένους συμπληρωματικούς κανόνες της επιμέλειας και ιδιαίτερα στην αρχή της εμπιστοσύνης, η οποία προβλέπει πως ο κάθε επιμελώς πράττων κοινωνός δικαιούται να έχει εμπιστοσύνη ότι και οι λοιποί πράττουν εξ ίσου επιμελώς. Κατά τον κανόνα αυτό του ποινικού δικαίου, που διέπει κατά κύριο λόγο τις κυκλοφοριακές παραβάσεις, ο επιμελής οδηγός δικαιούται να πιστεύει ότι και οι άλλοι συμμετέχοντες στην οδική κυκλοφορία σέβονται τους κανόνες αυτής και δεν πράττει αμελώς αν δεν υπολογίσει με σφάλματα και τροχαίες παραβάσεις των άλλων, εκτός βεβαίως αν το σφάλμα του άλλου που τελείται ή επίκειται είναι τόσο προφανές, ώστε για αυτό τον λόγο να μπορούσε να το υπολογίσει. Εν προκειμένω, μπορούσε ο κατηγορούμενος, ως επαγγελματίας οδηγός, να υπολογίσει πως σε έναν πολυσύχναστο δρόμο, είναι προδήλως πιθανό οι πεζοί να διασχίσουν το οδόστρωμα εκτός διαβάσεως; Αυτό είναι και το ερώτημα, που απασχολεί το δικαστήριο.


Με βάση την, λοιπόν, το πραγματικό της παρούσας υπόθεσης είναι σαφές πως τίθεται το νομικό ζήτημα της εξ αμελείας πρόκλησης εγκλήματος – εν προκειμένω, της σωματικής βλάβης. Στο σημείο αυτό, είναι εξαιρετικά σημαντικό να αναφερθούμε και στις μαρτυρίες που εκτέθηκαν κατά τη διάρκεια της δίκης και συνθέτουν μια πιο λεπτομερή εικόνα σχετικά με το είδος και την ποιότητα της φερόμενης «αφροντιστίας» που υπέδειξε ο οδηγός. Ολόκληρη η υπερασπιστική πορεία του κατηγορουμένου στηρίζεται στο μη αποφευκτό του αποτελέσματος, παρά την λήψη όλων των μέτρων επιμέλειας, που εξαλείφει την έννοια της αμέλειας και συνεπώς το αξιόποινο της συμπεριφοράς. Ένα βασικό στοιχείο, που επιβεβαιώνεται από όλες τις μαρτυρίες και πρέπει να ληφθεί υπόψη, είναι πως ο κατηγορούμενος είχε περιορισμένη ορατότητα στον δρόμο, αφού η θέση του οδηγού σε τόσο ογκώδη οχήματα βρίσκεται περίπου στα 2,5-3 μέτρα, ενώ το θύμα είχε ύψος μόλις 1.60. Ακόμα στην υπεράσπιση του κατηγορουμένου και στη στοιχειοθέτηση της «νόμιμης εναλλακτικής συμπεριφοράς» συνηγορεί το γεγονός, όπως εξιστορείται από τους μάρτυρες, ότι το θύμα διέσχισε το οδόστρωμα , εκτός διάβασης πεζών, ξαφνικά και απρόβλεπτα, ενώ το φανάρι ήταν κόκκινο για τους πεζούς και πράσινο για τα οχήματα. Υποστηρίζεται δηλαδή κατ’ αυτόν τον τρόπο πως ο οδηγός κινούνταν μέσα στα όρια της «αρχής της εμπιστοσύνης», ότι δηλαδή δε θα μπορούσε να προβλέψει την πλημμελή δράση του πεζού – κίνηση εκτός της διάβασης, όταν ο φωτεινός σηματοδότης είναι κόκκινος για τους πεζούς. Επιπρόσθετα, αξίζει να σημειωθεί πως ο οδηγός πήρε τα απαραίτητα μέτρα, προσπάθησε δηλαδή αν φρενάρει την πορεία του οχήματος, αλλά, σύμφωνα με τις μαρτυρίες, και πάλι δε θα μπορούσε να έχει αποφύγει τον πεζό. Πιο συγκεκριμένα, όπως περιγράφεται στις καταθέσεις, λόγω του μεγάλου του όγκου, το όχημα με το φρενάρισμα δε σταματά επί τόπου, αλλά χρειάζονται κάποια μέτρα προκειμένου να ανακοπεί πλήρως η πορεία του. Τέλος, οι μάρτυρες σκιαγραφούν με ενδελεχή τρόπο και το χαρακτήρα του κατηγορουμένου, ενός έμπειρου οδηγού, επαγγελματία, που δεν έχει εμπλακεί ποτέ σε παρόμοιο ατύχημα, ενισχύοντας περαιτέρω την πεποίθηση πως ο τελευταίος πράγματι έκανε ό, τι μπορούσε για την αποφυγή του ατυχούς συμβάντος.


Όπως προαναφέρθηκε, όσον αφορά το άρθρο ΠΚ28, γίνεται αναφορά και στην υποκειμενική υπόσταση της αμέλειας, την λεγόμενη εσωτερική αμέλεια. Αρχικά, η πρώτη περίπτωση, που περιγράφεται από τον νομοθέτη είναι η άνευ συνειδήσεως αμέλεια: μπορεί να διαγνώσει το αντικειμενικά οφειλόμενο καθήκον επιμέλειας, που θα όφειλε δηλαδή να επιδείξει ο μέσος, ενσυνείδητος κοινωνός, να συμμορφωθεί προς αυτό, καθώς και να προβλέψει το αποτέλεσμα που τελικά προκλήθηκε. Στη συνέχεια, αναφέρεται στον ενσυνείδητη αμέλεια, ο υπό κρίσει δράστης δηλαδή προβλέπει το αποτέλεσμα ως δυνατό, χωρίς να το αποδέχεται αλλά πιστεύει από απερισκεψία του πως θα το αποφύγει.


Ωστόσο, σε αυτό το σημείο, πρέπει να εξετάσουμε και το αν ο δράστης με βάση τις προσωπικές του ικανότητες και γνώσεις ήταν σε θέση να επιδείξει την αντικειμενικά οφειλόμενη επιμέλεια, δηλαδή την επιμέλεια που θα μπορούσε να επιδείξει ο οποιοσδήποτε κοινωνός. Δηλαδή, υπάρχει το ενδεχόμενο αποκλεισμού της υποκειμενικής παραβίασης του καθήκοντος επιμέλειας, σε περίπτωση που, για παράδειγμα, κάποιος λόγω γεροντικής άνοιας ή σοβαρής απειρίας δεν αναπτύσσει καλά αντανακλαστικά και δε μπορεί να φρενάρει εγκαίρως. Όμως, κάτι τέτοιο δεν υφίσταται σε καμία περίπτωση εν προκειμένω, καθώς, όπως επιβεβαιώνεται πολλαπλώς από τις μαρτυρίες, ο συγκεκριμένος οδηγός είναι επαγγελματίας, είχε πραγματοποιήσει ξανά το εν λόγω δρομολόγιο, εκείνη την ημέρα ήταν ξεκούραστος- άρα, πληρούσε όλες τις προδιαγραφές και με βάση τα υποκειμενικά κριτήρια για την επίδειξη της προσδοκώμενης προσοχής.


Με βάση, λοιπόν τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά και την περιγραφόμενη στην ΠΚ28 ποινική θεωρία, μπορούμε να συμπεράνουμε πως ο κατηγορούμενος οδηγός επέδειξε άνευ συνειδήσεως αμέλεια. Δηλαδή, αν και θα μπορούσε, δεν προέβλεψε το δυστυχές αποτέλεσμα, τον σοβαρό τραυματισμό του θύματος, που τελικά επήλθε από την επίδειξη αμελούς συμπεριφοράς.

Ε. ΔΙΑΤΑΚΤΙΚΟ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ


« … όντας υπόχρεος από το επάγγελμά του, ως οδηγού αυτοκινήτου, σε ιδιαίτερη επιμέλεια και προσοχή κατά την πορεία του αυτοκινήτου του, από αμέλειά του, δηλαδή απ’ την έλλειψη της προσοχής που όφειλε απ’ τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, προξένησε με τ’ όχημά του και κατά την οδήγησή του, σωματική κάκωση και βλάβη της υγείας σ’ άλλον, χωρίς να προβλέψει το αξιόποινο αποτέλεσμα που παράχθηκε από την παρακάτω πράξη του και συγκεκριμένα, οδηγώντας το με αριθ. Κυκλοφορίας **** αυτοκίνητο του και βαίνοντας μ’ αυτό στην οδό Μακεδονίας στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας με κατεύθυνση προς Πειραιώς δεν ασκούσε, όπως όφειλε τον έλεγχο και την εποπτεία του κι έτσι δεν μπόρεσε να εκτελέσει τους αναγκαίους χειρισμούς για να αποφύγει τον πεζό που διέσχιζε κάθετα το οδόστρωμα της πιο πάνω οδού και από δεξιά προς αριστερά εκτός σε σχέση με την πορεία του εκτός διαβάσεως πεζών, αν και αντιλήφθηκε έγκαιρα αυτόν, με αποτέλεσμα να τον παρασύρει και να του προξενήσει τραυματικό ακρωτηριασμό κάτωθεν του γόνατος …»


Αν και οι κατατεθείσες μαρτυρίες φαίνεται πως συνέτειναν στον αποκλεισμό οποιασδήποτε μορφής υπαιτιότητας, στο μη αξιόποινο της πράξης του οδηγού, το δικαστήριο, με βάση το παραπάνω διατακτικό, έκρινε διαφορετικά και απεφάνθη για την ενοχή του. Έτσι, σε πρώτο επίπεδο, ο κατηγορούμενος καταδικάστηκε για την εξ αμελείας πρόκληση σωματικής βλάβης στο θύμα σε ποινή φυλάκισης 8 μηνών καθώς και στην πληρωμή των εξόδων και τελών της δίκης ποσού 80 ευρώ, ενώ έγινε πλήρως δεκτή η αγωγή για αποζημίωση λόγω ηθικής βλάβης, με καταβολή 40 ευρώ και προσωπική του κράτηση.


Για να αντιληφθούμε πιο ουσιαστικά τη συλλογιστική πορεία του δικαστηρίου, είναι απαραίτητο να επιστρέψουμε στην κύρια διάταξη που περιγράφει το αξιόποινο της εν λόγω υπόθεσης, την ΠΚ314. Όπως προαναφέρθηκε, το συγκεκριμένο άρθρο ποινικοποιεί την τέλεση της σωματικής βλάβης από αμέλεια, η οποία διώκεται αυτεπαγγέλτως, όταν ο δράστης είναι οδηγός οχήματος ή υπόχρεος λόγω της υπηρεσίας ή του επαγγέλματός του να καταβάλει ιδιαίτερη επιμέλεια ή προσοχή. Αντίθετα, όταν το έγκλημα τελείται από οποιονδήποτε άλλο κοινωνό του δικαίου, υποχρεωτική είναι η κατ’ έγκληση δίωξη.


Η διαφορά αυτή στην ποινική αντιμετώπιση αποκαλύπτει προδήλως πως ,όσον αφορά τα οδικά ατυχήματα και συγκεκριμένα όταν δράστης είναι κάποιος επαγγελματίας οδηγός περιορίζεται κατά πολύ η «αρχή της εμπιστοσύνης». Το αντικειμενικά αναπόφευκτο, όπως επικαλούνται οι μάρτυρες, πρέπει να εξετασθεί με πιο αυστηρά κριτήρια, λόγω της φύσης του επαγγέλματος του δράστη, που επιβάλλει αυξημένη προσοχή. Αρχικά, πρέπει να λάβουμε υπόψη μας τον μεγάλο όγκο και βάρος του οχήματος, που απαιτεί, κατά την κοινή αντίληψη και λογική, ιδιαίτερη λεπτομέρεια και άψογα αντανακλαστικά στους χειρισμούς του. Επιπλέον, ως έμπειρος οδηγός, θα έπρεπε να είναι σε μεγαλύτερη εγρήγορση, όταν κινείται σε πολυσύχναστους δρόμους στο κέντρο της Αθήνας, σε αντίθεση με το αν βρισκόταν σε «ανοιχτό δρόμο» - για παράδειγμα, στην Εθνική Οδό. Πράγματι, γνωρίζοντας πως οποιαδήποτε σύγκρουση του φορτηγού του με κάποιον πεζό θα είναι οπωσδήποτε σοβαρά επιβλαβής για τον τελευταίο, θα έπρεπε να διασφαλίζει με κάποιον τρόπο οπτική επαφή με τον δρόμο, ανά πάσα στιγμή.


Συνάμα, πρέπει να επισημάνουμε πως μία ακόμα επιβαρυντική περίσταση που επιτάσσει το μέτρο ευθύνης του επαγγελματία οδηγού απορρέει από την ΠΚ15, μία διάταξη που χρησιμοποιείται κατά κόρον για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της εξ αμελείας σωματικής βλάβης από υπόχρεο. Πράγματι, αν και το συγκεκριμένο άρθρο παραπέμπει κατ’ αρχήν στα εγκλήματα της γνήσιας παράλειψης, είναι και το μόνο που μπορεί να θεμελιώσει ιδιαίτερη νομική υποχρέωση λόγω επαγγελματικής απασχόλησης του κατηγορουμένου, που επιβάλλει την αποτροπή του επιβλαβούς αποτελέσματος. Βέβαια, το δικαστήριο εν προκειμένω δε στήριξε το διατακτικό του στη συγκεκριμένη διάταξη, πιθανότατα γιατί η «εν αμφιβολία» καταδικαστική απόφαση μπορούσε να επιτευχθεί και μόνο μέσα από την προσφυγή στο άρθρο ΠΚ314.


Όμως, για την πληρότητα της ανάλυσης, θα ήταν ωφέλιμο σε αυτό το σημείο να αναφερθούμε και σε ένα στοιχείο δικονομικό, που σχετίζεται με την ανάμειξη της πολιτικής και της ποινικής δικαιοδοσίας. Κατά κανόνα, με βάση τον ισχύοντα Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, οι αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων δε δεσμεύουν τα πολιτικά δικαστήρια , ενώ και το δεδικασμένο των τελευταίων σχετικά με αξιώσεις ιδιωτικού δικαίου αξιώσεις δε δεσμεύει τα ποινικά δικαστήρια. Επομένως, δεν αποκλείεται με βάση τα ίδια πραγματικά περιστατικά, να κριθεί για παράδειγμα σε ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα, να καταδικασθεί ο υπαίτιος οδηγός στην ποινική δίκη ως υπαίτιος, ενώ αντίθετα να θεωρηθεί ανυπαίτιος και να απορριφθεί η εναντίον του αγωγή στο πολιτικό δικαστήριο. Ωστόσο, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, η ποινική διασταυρώνεται με την πολιτική δικαιοδοσία. Στο ποινικό δικαστήριο εισάγεται η πολιτική αγωγή, που σχετίζεται με αξιώσεις αποζημίωσης ή χρηματική αποζημίωση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, που μπορούν να εκδικασθούν και από τα πολιτικά δικαστήρια, όπως συμβαίνει και με την παρούσα υπόθεση. Η επί της πολιτικής αγωγής απόφαση του ποινικού δικαστηρίου παράγει δεδικασμένο, που δεσμεύει τα πολιτικά δικαστήρια (ΚΠοινΔ67 Ι). Φαίνεται δηλαδή εύλογη η απόφαση του δικαστηρίου για αποδοχή της πολιτικής αγωγής, προκειμένου να «δεσμεύσει» το πολιτικό δικαστήριο, ώστε το θύμα, που υπέστη έναν σοβαρό τραυματισμό, να διεκδικήσει αποζημίωση για την κάλυψη των απαιτούμενων δαπανών για την ανάρρωσή του (πχ: νοσήλια) .


ΣΤ. ΜΕΙΩΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΝΗΣ

Με βάση την προηγηθείσα ανάλυση, καταλαβαίνουμε ότι το δικαστήριο, ήρθε αντιμέτωπο με ένα δυσχερές δίλημμα: την στάθμιση της αντικειμενικής δυσκολίας αποφυγής του δυστυχούς αποτελέσματος και τον αυξημένο βαθμό ευθύνης του υπόχρεου οδηγού, επιβάλλοντας - ορθά και δίκαια κατ’ εμέ - μία αρκετά μειωμένη ποινή.


Σε πρώτο επίπεδο, το δικαστήριο έκανε δεκτό, από τα προτεινόμενα ελαφρυντικά του άρθρου 84, έγινε μόνο δεκτό αυτό που περιγράφεται στην παράγραφο 2, στοιχείο ε’. Εύλογη κρίνεται, λοιπόν, η κρίση του δικαστηρίου αν λάβουμε υπόψη πως με βάση τον νέο ΠΚ, αρκεί για την μείωση της ποινής αποκλειστικά η συνδρομή ενός ελαφρυντικού, εν προκειμένω της επίδειξης μετάνοιας μετά την τέλεση της αξιόποινης πράξης. Η συγκεκριμένη μετανοητική διάθεση του κατηγορουμένου ,μάλιστα, επιβεβαιώνεται ποικιλοτρόπως μέσα από περιστατικά που αναφέρονται στις μαρτυρίες, με κυρίαρχο τον νευρικό κλονισμό, που υπέστη ο κατηγορούμενος λόγω του ατυχήματος και οδήγησε σε νοσηλεία του. Ακόμα, αναφέρεται πως η εταιρία την οποία εκπροσωπούσε ο οδηγός, και συγκεκριμένα ο Διευθυντής, επισκέφτηκαν το θύμα στο νοσοκομείο, χορηγώντας μάλιστα και αίμα με σκοπό τη βελτίωση της υγείας του. Στη συνέχεια, εξετάσθηκε η πλήρωση των προϋποθέσεων του άρθρου 99 του Ποινικού Κώδικα και έγινε δεκτή η τριετής αναστολή της ποινής.


Το δικαστήριο, λοιπόν, έπραξε κατά την προσωπική μου γνώμη νομίμως και δικαίως, καθώς εξέδωσε μεν μία καταδικαστική απόφαση «εν αμφιβολία» για τον κατηγορούμενο, ώστε και το θύμα να διεκδικήσει, μέσω της πολιτικής δίκης, κάποια χρηματική αποζημίωση για την αποκατάσταση του σοβαρού τραυματισμού του· ενώ συνάμα επέβαλε μία ποινή μειωμένη με αναστολή στον οδηγό, υπογραμμίζοντας το μικρό μερίδιο ευθύνης, που έφερε τελικά για την πρόκληση του ατυχήματος.




ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:

Εγχειρίδιο Γενικού Ποινικού Δικαίου – Χ. Μυλωνόπουλος

Επιτομή Ειδικού Ποινικού Δικαίου- Ν. Κατράμης

Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας – Ν.Θ. Νίκας


Ράνια Σαϊνίδου

2οετής φοιτήτρια της Νομικής Σχολής Αθηνών

Μέλος της ομάδας Σχολιασμού Δικαστικών Αποφάσεων The Law Project


100 views0 comments
bottom of page