ΔΙΑΚΕΚΡΙΜΕΝΕΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΚΛΟΠΗΣ –κατ’ εξακολούθηση και κατ’ επάγγελμα
Της Ράνιας Σαϊνίδου
Α. ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Στην παρούσα υπόθεση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, εξετάστηκε το έγκλημα της διακεκριμένης κλοπής, τελούμενο κατ’ εξακολούθηση και κατ’ επάγγελμα από δύο συναυτουργούς αλλοδαπής υπηκοότητας. Το κατηγορητήριο αναφέρεται συγκεκριμένα σε κλοπές ποδηλάτων, που πραγματοποιήθηκαν στην περιοχή των Βριλησσίων, στο διάστημα 2 μηνών (03-04/2012) και καταλογίστηκαν στους δύο δράστες. Κατά την κρίση του δικαστηρίου, οι τελευταίοι διενήργησαν πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, αφαιρώντας κατόπιν συναπόφασης και με κοινό δόλο τέλεσης (ολικά) κινητά πράγματα από την κατοχή άλλου με σκοπό παράνομης ιδιοποίησης, ενώ μάλιστα απέβλεπαν με τη δράση τους στον πορισμό εισοδήματος.
Β. ΚΛΟΠΗ
Κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα πραγματικά περιστατικά, τίθεται, κατ’ αρχήν, το νομικό ζήτημα του εγκλήματος της κλοπής. Με βάση το άρθρο 372 του Ποινικού Κώδικα, η κλοπή ορίζεται ως η αφαίρεση από την κατοχή άλλου, ξένου, ολικά ή εν μέρει, κινητού πράγματος με σκοπό παράνομης ιδιοποίησης και τιμωρείται με φυλάκιση έως 3 έτη και χρηματική ποινή. Για να εξετάσουμε, λοιπόν, αν στοιχειοθετείται το συγκεκριμένο έγκλημα, πρέπει να συντρέχουν τα στοιχεία της αντικειμενικής - «πράγμα», «κινητό», «ξένο», «αφαίρεση» - και υποκειμενικής υπόστασης.
Σε πρώτο επίπεδο, ως «πράγμα», εννοούμε ένα ενσώματο αντικείμενο, αυθύπαρκτο και απρόσωπο, δεκτικό εξουσιάσεως από τον άνθρωπο. Ακόμα, απαραίτητο κρίνεται το πράγμα να είναι και κινητό, να μπορεί δηλαδή να μετακινηθεί, έστω και αν χρειασθεί να αποσπαστεί από ένα ακίνητο. Αποφασιστικό κριτήριο για το ζήτημα αυτό είναι η πραγματική θεώρηση, η οποία αποκλείει το πράγμα που κατέστη κινητό το πρώτον με την απόσπασή του από το ακίνητο. Επιπλέον, για την πλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, απαιτείται το κινητό πράγμα να είναι και «ξένο», δηλαδή να ανήκει (ολικά ή μερικά) σε άλλον - δηλαδή όχι στον πράττοντα - σύμφωνα με τους κανόνες του Αστικού Δικαίου.
Βέβαια, καθοριστικό στοιχείο για τη διενέργεια της κλοπής είναι η τελούμενη από τον δράστη αφαίρεση του πράγματος από την κατοχή κάποιου άλλου. Πιο συγκεκριμένα, η έννοια της «κατοχής» προσδιορίζεται με βάση μία πραγματική κατάσταση: την άσκηση στοιχειώδους φυσικής εξουσίας επί του πράγματος με φυσική θέληση εξουσίασής του. Αυτός που ορίζεται ως «κάτοχος» μπορεί να επενεργεί αμέσως στο πράγμα, χωρίς να χρειάζεται να υπερπηδήσει κάποιο εμπόδιο. Η δυνατότητα αυτή κατοχυρώνεται κατ’ αρχήν με τη φυσική επαφή με το πράγμα, ενώ συνάμα οποιοσδήποτε κοινωνός διατηρεί κατοχή επί των κινητών ευρισκόμενα στον χώρο που κατά την φυσική αντίληψη της καθημερινής ζωής ασκεί γενική κυριαρχία. Μάλιστα, σύμφωνα με την κρατούσα κοινωνική γνώμη, υπάρχει φυσική βούληση εξουσίασης σε όλα τα κινητά που βρίσκονται στη σφαίρα κατοχής του προσώπου, ενώ δεν απαιτείται για τη στοιχειοθέτησή της, εναργής, διαρκής και αδιάλειπτη βούληση κατοχής επί όλων των κινητών αυτών. Πρόκειται για μία διαθετική έννοια - όχι μία πραγματική κατάσταση- της οποίας εξακριβώνεται μέσα από απαντήσεις σε υποθετικά ερωτήματα , όπως «αν το επιθυμούσε, μπορούσε να κάνει χρήση του συγκεκριμένου αντικειμένου;» .
Ωστόσο, καταλυτική για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος είναι η πράξη της αφαίρεσης, της κατάλυσης δηλαδή της ξένης κατοχής που υφίσταται σε ξένο πράγμα και της θεμελίωσης νέας κατοχής από τον δράστη. Πιο αναλυτικά, ο δράστης «αφαιρεί», όταν παραβιάζει τη σφαίρα κατοχής του κατόχου, αίροντας τα δυνατότητα φυσικής εξουσίασης του πράγματος, παρά τη θέλησή του, και συνάμα εξασφαλίζει τη δική του κυριαρχία. Κι ενώ για τα μικρά πράγματα, όπως κοσμήματα ή χρήματα, η θεμελίωση της κυριαρχίας του δράστη πληρούται με τη δημιουργία εντονότερης σφαίρας εξουσίας, για παράδειγμα με το να πάρει τα αντικείμενα στα χέρια του και να τα τοποθετήσει σε μία τσάντα, όσον αφορά τα πιο ογκώδη αντικείμενα, εφαρμόζουμε την λεγόμενη θεωρία της ablatio. Το νομολογιακό μας παράδειγμα εμπίπτει στην τελευταία αυτή κατηγορία, καθώς αφορά ποδήλατα, και επομένως, για την ολοκλήρωση της αφαίρεσης, απαραίτητη καθίσταται όχι απλώς η φυσική επαφή με το πράγμα, αλλά και απομάκρυνση –προϋπόθεση που, με πρώτη ματιά, φαίνεται πληρούται από τους δράστες.
Γ. ΔΙΑΚΕΚΡΙΜΕΝΕΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΚΛΟΠΗΣ- κατ’ επάγγελμα και κατ’ εξακολούθηση
Σε αυτό το σημείο, αξίζει να επισημανθεί πως ο νομοθέτης για ορισμένα εγκλήματα, ανάμεσα σε αυτά και η κλοπή, λόγω της σοβαρότητας της απειλούμενης προσβολής του εννόμου αγαθού, ποινικοποιεί αυτοτελώς τις «διακεκριμένες» μορφές τους, που αντιμετωπίζονται αυστηρότερα σε σχέση με την απλή τέλεσή τους. Εν προκειμένω, βαρύνουσας σημασίας κρίνονται οι επιβαρυντικές περιστάσεις, που συντρέχουν κατά την τέλεση της κλοπής και τιμωρούνται με κάθειρξη έως 10 έτη και χρηματική ποινή, σύμφωνα με το άρθρο 374 του Ποινικού Κώδικα, περ. δ και ε. Πράγματι, οι δράστες δεν κατηγορούνται για διενέργεια απλής κλοπής, αλλά διακεκριμένης, τελούμενης, κατόπιν ένωσης μεταξύ 2 ή περισσοτέρων προσώπων, κατ’ εξακολούθηση και κατ’ επάγγελμα.
Σε πρώτο επίπεδο, αυστηρότερης ποινικής μεταχείρισης τυγχάνει η κλοπή που τελέστηκε από δύο ή περισσότερους, οι οποίοι είχαν ενωθεί για να διαπράττουν κλοπές ή ληστείες (ΠΚ 374 δ’), λόγω της ιδιαίτερης επικινδυνότητας τόσο των δραστών όσο και της ίδιας της πράξης για την ιδιοκτησία και ευρύτερα τη δημόσια τάξη. Για τη στοιχειοθέτηση της συγκεκριμένης επιβαρυντικής περίστασης, αρκεί οι δράστες να ενωθούν για να διαπράττουν, κατόπιν συναπόφασης, περισσότερες απλές κλοπές. Είναι προδήλως φανερό πως το στοιχείο της ένωσης και της διάρκειας της δράσης - δεν αρκεί απλώς η ένωση για τη διάπραξη μίας κλοπής - προσδίδουν την αυξημένη απαξία, καθώς συνιστούν εντονότερη απειλή για τα έννομα αγαθά.
Εξίσου βαριά αντιμετώπιση επιφυλάσσεται και για την κλοπή που τελέστηκε από πρόσωπο που διαπράττει κλοπές ή ληστείες, κατ’ επάγγελμα ή κατά συνήθεια, όπως περιγράφεται στην περίπτωση ε’ του άρθρου 374. Αναλυτικότερα, με βάση τον νομολογιακό ορισμό αυτής της διακεκριμένης περίπτωσης της κλοπής, «κατ’ επάγγελμα» τέλεση του εγκλήματος συντρέχει όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Ωστόσο, αποφασιστικό κριτήριο για τη στοιχειοθέτηση της εντονότερα αποδοκιμαστέας μορφής της κλοπής δε συνιστά απλώς η επανειλημμένη τέλεση, που παραπέμπει απλώς στην «κατ’ εξακολούθηση» τέλεση και συνεπώς σε μία ηπιότερη ποινική μεταχείριση. Πράγματι, βαρύτερα αντιμετωπίζεται η διενέργεια μίας μόνο εγκληματικής πράξης κλοπής, με πρόθεση όμως επανειλημμένης διάπραξης και κάλυψης, μέσω αυτής, βιοποριστικών αναγκών. Η ιδιάζουσα απαξία της πράξης έγκειται στο σοβαρό κίνδυνο που προκύπτει για την έννομη τάξη από την οργάνωση μίας συστηματικής προσπάθειας από τον δράστη, σε συνδυασμό με την πρόθεση τέλεσης του εγκλήματος όχι ευκαιριακά, στηριζόμενος στην τύχη, αλλά μεθοδικά, αναπτύσσοντας ειδικές γνώσεις και δεξιότητες για την αποτελεσματική του τέλεση. Ο επαγγελματισμός και η οργανωμένη ετοιμότητα του δράστη προς διάπραξη παρόμοιων πράξεων πιθανό να διαφαίνονται και από μία μόνο πράξη, εφόσον υπάρχει η δέουσα υλικοτεχνική υποδομή, η γνώση του αντικειμένου και η οργάνωση που συνηγορούν στην ύπαρξη της απαιτούμενης μεθοδικότητας και σκοπιμότητας. Μάλιστα, ως βασικό χαρακτηριστικό της κατ’ επάγγελμα τέλεσης θεωρείται η συγκέντρωση αντικειμενικών δεδομένων, που καταδεικνύουν ότι ο δράστης ενσαρκώνει τον αρνητικό τύπου του εγκληματία, ως μία εν τοις πράγμασι εκδήλωση της ετοιμότητας προς επανάληψη της πράξης, με εγκληματική βούληση σταθερή και σε συχνή βάση, χωρίς συνεχή προσπάθεια προς υπερνίκηση αναστολών.
Επιπλέον, σε άμεση συνάφεια με τα προαναφερθέντα τελεί και η αποκαλούμενη «κατά συνήθεια» τέλεση της κλοπής, που περιγράφεται επίσης στο άρθρο 374 ε του Ποινικού Κώδικα. Η επιβαρυντική αυτή περίσταση συντρέχει όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητάς του.
Δ. ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ- ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Ωστόσο, για την επίτευξη της πλήρους υπαγωγής, απαραίτητη είναι η μετά βεβαιότητας διήγηση των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης, όπως προκύπτει από τις μαρτυρίες και τις ομολογίες των κατηγορουμένων.
Κρίσιμο είναι να εστιάσουμε, σε πρώτο επίπεδο, στο συμβάν της 12 Απριλίου, κατά το οποίο διενεργήθηκε η κλοπή 2 ποδηλάτων στην περιοχή των Βριλησσίων. Όπως προκύπτει από τις απολογίες των κατηγορουμένων, εκείνοι μετά από μία φιλική επίσκεψη, χάθηκαν, και αφού είδαν τα ποδήλατα λυμένα ,αποφάσισαν να τα χρησιμοποιήσουν για μία σύντομη βόλτα προκειμένου να διαπιστώσουν ποιος οδηγεί καλύτερα στο πλαίσιο ενός στοιχήματος. Ωστόσο, όταν συνελήφθησαν «εν τω πράττεσθαι» από τον ιδιοκτήτη, αφότου απολογήθηκαν για την λανθασμένη τους κρίση, τα εγκατέλειψαν και έφυγαν. Είναι πρόδηλη η μετανοητική τους στάση καθώς και η πρόθεση επιστροφής των ποδηλάτων, η οποία μπορεί να μη στοιχειοθετεί το ελαφρύτερο έγκλημα της «αυθαίρετης χρήσης μεταφορικού μέσου» -καθώς δεν περιλαμβάνεται η χρήση για πραγματοποίηση απλής βόλτας- οριοθετεί στενότερα το στοιχείο της δόλιας αφαίρεσης κατά τη διενέργεια της απλής κλοπής. Μία παρόμοια διήγηση παρουσιάζουν και οι μάρτυρες, οι οποίοι παρουσιάζουν αντίστοιχα την παράνομη απομάκρυνση των δύο ξένων ποδηλάτων και συνάμα εστιάζουν με πιο ξεκάθαρο τρόπο την πρόθεση της ιδιοποίησης. Αναλυτικότερα, αναφέρονται στην πραγματοποίηση μίας καταδίωξης τόσο από τον ίδιο τον ιδιοκτήτη όσο και από τις αστυνομικέ αρχές, με σκοπό την ανάκτηση των ποδηλάτων, που αποκλείει την φερόμενη αυτόβουλη επιστροφή των ποδηλάτων, όπως ισχυρίζονταν οι κατηγορούμενοι.
Με βάση τα προαναφερθέντα, επιβεβαιωμένα περιστατικά, είναι σαφές ότι στις 12/4 διενεργήθηκε η κλοπή 2 ποδηλάτων κατά συναυτουργία από τους δύο κατηγορουμένους, οι οποίοι κατόπιν συναπόφασης, αφαίρεσαν από κοινού τα ξένα κινητά, με σκοπό παράνομης ιδιοποίησης τους.
Ωστόσο, το κατηγορητήριο δεν περιορίζεται αποκλειστικά στο προαναφερθέν συμβάν, καθώς το δικαστήριο φαίνεται πως καταλογίζει στους δράστες τη διενέργεια τριών ακόμα κλοπών (24-25/3, 6/4, 8-9/4) , που έλαβαν χώρα την ίδια χρονική περίοδο στην περιοχή των Βριλησσίων. Επομένως, πηγαία προκύπτει το ερώτημα: πέρα από την κλοπή της 12/4, η οποία αδιαμφισβήτητα διενεργήθηκε από τους δράστες, με ποιο τρόπο δικαιολογείται η επέκταση της ευθύνης και για τα υπόλοιπα εγκλήματα; Μάλιστα, αξίζει να σημειωθεί πως η επίταση αυτή είναι εξαιρετικά σημαντική, καθώς δίνει αυτομάτως τη δυνατότητα για στοιχειοθέτηση διακεκριμένων μορφών κλοπής, που επιφέρουν μία αρκετά βαρύτερη ποινική αντιμετώπιση, συγκεκριμένα, κάθειρξη έως 10 έτη και χρηματική ποινή.
Το δικαστήριο, στο αιτιολογικό της αποφάσεώς του, αναφέρει ορισμένα δικαιολογητικά στοιχεία, που συνηγορούν στη σοβαρή αυτή διεύρυνση του πεδίου ευθύνης των δραστών. Κατά κύριο λόγο, έμφαση δίνεται στο στοιχείο της «μεθοδολογίας», της ύπαρξης μίας «επιχείρησης» για την από κοινού και κατ’ εξακολούθηση διενέργεια κλοπών, που παραπέμπει ευθέως στο έγκλημα της ΠΚ 374δ/ε. Πιο συγκεκριμένα, αναφέρεται πως οι κλοπές στο σύνολό τους φαίνεται πως πραγματοποιήθηκαν κατά τον ίδιο τρόπο: αρχικά με διάρρηξη σε πυλωτή πολυκατοικίας κατά τις βραδινές ώρες, στη συνέχεια με αφαίρεση και απομάκρυνση των κινητών. Επιπλέον, το δικαστήριο κρίνει ως κρίσιμο το γεγονός ότι μετά τη σύλληψη τους, διεκόπησαν οι κλοπές ποδηλάτων στην περιοχή των Βριλησσίων, και συνάμα στηρίζει το διατακτικό του στις καταθέσεις δύο αστυνομικών, οι οποίοι, με βάση περιγραφές που συνελέχθησαν στο τμήμα, ταυτοποίησαν τους δράστες.
Ωστόσο, για να κρίνουμε την πειστικότητα, τη βασιμότητα των δικαιολογητικών αυτών λόγων, είναι απαραίτητο να αξιολογήσουμε και τη σημασία τους για την ποινική αντιμετώπιση των κατηγορουμένων. Πρέπει να επισημανθεί πως αν η καταδίκη περιοριζόταν αποκλειστικά στο συμβάν της 12/4, θα ήταν αρκετά πιθανή η μεταβολή της κατηγορίας σε ελαφρύτερο έγκλημα, και συγκεκριμένα στην κλοπή ευτελούς αξίας, όπως προτάθηκε από την υπεράσπιση των κατηγορουμένων. Πράγματι, το δικαστήριο, καταλογίζοντας την ευθύνη και για τις υπόλοιπες κλοπές ποδηλάτων στους δράστες, κατά την λήψη της απόφασης υπολόγισε αθροιστικά τις τιμές των ποδηλάτων, οι οποίες υπερέβαιναν τα 2.000 ευρώ, γεγονός που απέκλειε την συνδρομή της ελαφρυντικής αυτής περίστασης. Μάλιστα, όσον αφορά και την επιβολή ποινής, το ΠΚ377, που περιγράφει την κλοπή κινητών, των οποίων η αξία αξιολογείται ως «μικρή» με βάση τα συναλλακτικά ήθη, προβλέπει τιμώρηση με χρηματική ποινή ή φυλάκιση μέχρι 6 μήνες, ενώ μάλιστα η ποινική δίωξη γίνεται με έγκληση- σε αντίθεση με την απλή κλοπή, για την οποία προβλέπεται φυλάκιση έως 3 έτη και χρηματική ποινή. Συνάμα, πέρα από τον αποκλεισμό της διεκδίκησης της ελαφρυντικής περίστασης, η διεύρυνση της ευθύνης των δραστών και για τα υπόλοιπα περιστατικά κλοπών, προσέδωσε το στοιχείο του «κατ’ εξακολούθηση» και της μεθοδολογίας, που συνηγορούν στη στοιχειοθέτηση διακεκριμένων περιπτώσεων κλοπής, και άρα στην επιδίκαση ακόμα βαρύτερης ποινής.
Εξετάζοντας, λοιπόν, περισσότερο επισταμένα, τους δικαιολογητικούς λόγους, που επεσήμανε το δικαστήριο, σε συνάρτηση με τα υπάρχοντα πραγματικά περιστατικά, γεννώνται βάσιμες αμφιβολίες ως προς την πειστικότητά τους. Λαμβάνοντας υπόψη και την σημαντική διαφορά στην επιβολή της τελικής ποινής, πηγαία προκύπτει το ερώτημα: αρκεί για τον καταλογισμό 3 άλλων περιστατικών κλοπής ποδηλάτων στον δήμο Βριλησσίων, απλώς η διακοπή των κλοπών στην περιοχή, μετά τη σύλληψη των δραστών; Αντίστοιχα, πώς κρίνεται η αποδεικτική ισχύς των καταθέσεων των αστυνομικών, που ταυτοποίησαν τους δράστες με βάση περιγραφές, που συνελέχθησαν στο τμήμα, τη στιγμή που ο ίδιος ο ιδιοκτήτης κλαπέντων ποδηλάτων αναφέρει στην μαρτυρία του πως δεν αναγνωρίζει τους κατηγορουμένους; Σε οποιαδήποτε περίπτωση, είναι πρόδηλο πως, όταν αναφερόμαστε σε τόσο βαρύνουσες διαφορές στην ποινική αντιμετώπιση, ο μέσος, ενσυνείδητος κοινωνός θα ανέμενε την προσκόμιση περισσότερων, ουσιωδών –και όχι περιστασιακών- αποδεικτικών στοιχείων, που να δικαιολογούν τη σύνδεση των δραστών με τη διενέργεια και των υπολοίπων εγκλημάτων κλοπής. Φαίνεται δηλαδή πως μία τέτοια ανεπιείκια υπερβαίνει τα όρια της απλής υποκειμενικότητας, που είναι αδύνατο να αποκλειστεί εντελώς από το δικαστικό σύστημα, και δημιουργεί υποψίες για ύπαρξη προκατάληψης, ή ακόμα και ακραίων αντιλήψεων, οι οποίες όμως έρχονται σε πλήρη αντίθεση με το λειτούργημα του δικαστή.
Ε. ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΠΑΛΙΟΥ- ΝΕΟΥ ΠΚ
Εν όψει της πρόσφατης τροποποίησης του Ποινικού Κώδικα, σε αυτό το σημείο της ανάλυσής μας, θα ήταν ωφέλιμο να εξετάσουμε την διαφορετική αντιμετώπιση της συγκεκριμένης υπόθεσης, πριν και μετά τη δημοσίευση του ν. Ν. 4637/2019.
Σε πρώτο επίπεδο, εξαιρετικά σημαντική είναι η μεταβολή που επήλθε στο άρθρο 374, η οποία αφορά τις διακεκριμένες περιπτώσεις κλοπής, και περιορίζεται -σε συνάρτηση με τις συνθήκες της υπόθεσής μας- στην κλοπή ιδιαίτερης μεγάλης αξίας (πάνω από 120.000 ευρώ) και στην ένωση 2 ή περισσοτέρων για τη διάπραξη περισσοτέρων κλοπών. Προβαίνοντας δηλαδή σε μία απλή υπαγωγή, μπορούμε να διαπιστώσουμε πως, αν δεχτούμε τον καταλογισμό αποκλειστικά του περιστατικού της 12/4, προκύπτει ένας σοβαρός περιορισμός της ευθύνης, που ανάγεται στο πλημμεληματικο επιπεδο. Πράγματι, με βάση τον νέο Ποινικό Κώδικα (ΠΚ18), η απλή κλοπή κατατάσσεται πλέον στα πλημμελήματα, γεγονός που παραπέμπει σε μια εν γενει ηπιότερη ποινική αντιμετώπιση. Από την άλλη, με βάση την αρκετά -και κατα την προηγηθείσα ανάλυση, αδικαιολόγητα- αυστηρή απόφαση του δικαστηρίου, που καταλογίζει και τα άλλα 3 περιστατικά κλοπής στους δράστες, μπορούμε να διαπιστώσουμε πως υπάγεται στην επιβαρυντική περίσταση του ΠΚ374δ, αλλά με ακόμα μεγαλύτερη δυσκολία. Ο αποκλεισμός δηλαδή της διακεκριμένης μορφής της κλοπής, που σχετίζεται με την κατ’ επάγγελμα τέλεση εγκλήματος με σκοπό βιοπορισμού, περιορίζει ακόμα περισσότερο το πεδίο ευθύνης των δραστών και δυσχεραίνει τη στοιχειοθέτηση της επίτασης του.
Ράνια Σαϊνίδου,
Δευτεροετής φοιτήτρια της Νομικής Σχολής Αθηνών,
Μέλος της ομάδας σχολιασμού δικαστικών αποφάσεων του The Law Project.
Comentarios