top of page

Η ΚΛΟΠΗ – ΔΙΑΚΕΚΡΙΜΕΝΕΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ

Η ΚΛΟΠΗ – ΔΙΑΚΕΚΡΙΜΕΝΕΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ


Της Σταματοπούλου Παναγιώτας





Α. ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ


Στις 23 Ιανουαρίου του 2013 το Μονομελές Εφετείο Κακουργημάτων πραγματεύθηκε μία υπόθεση διακεκριμένης κλοπής (κατ’ εξακολούθηση και κατ’ επάγγελμα) από δύο αλλοδαπούς δράστες. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τα πραγματικά περιστατικά, οι δράστες ενεργώντας από κοινού και με κοινό δόλο, στις 12-04-2012 αφαίρεσαν από την πυλωτή μιας πολυκατοικίας δύο ποδήλατα και επιβιβαζόμενοι σε αυτά τράπηκαν σε φυγή, με σκοπό την παράνομη ιδιοποίησή τους. Ο ιδιοκτήτης των άνω ποδηλάτων αντιλήφθηκε άμεσα την κλοπή αυτή και μετά από αναζήτησή τους στην περιοχή των Βριλησσίων τους εντόπισε να κινούνται με τα ποδήλατα. Όταν τους φώναξε να σταματήσουν, αυτοί επιτάχυναν και τράπηκαν σε φυγή. Ο παθών συνέχισε να τους καταδιώκει και οι κατηγορούμενοι εγκατέλειψαν τα ποδήλατα και άρχισαν να τρέχουν πεζοί, όπου ομάδα ΔΙΑΣ περιπολούσε, τους καταδίωξε και τους συνέλαβε μετ’ ολίγου στο Χαλάνδρι. Σύμφωνα δε με την απολογία των κατηγορουμένων, οι ίδιοι όταν συνειδητοποίησαν πως τους καταδίωκε ο ιδιοκτήτης, εγκατέλειψαν τα ποδήλατα και ζήτησαν συγγνώμη, καθώς είχαν σκοπό να τα επιστρέψουν μετά τη βόλτα τους. Με την ίδια μέθοδο, ήτοι αφαίρεση ποδηλάτων από πυλωτές και αυλές οικιών, οι κατηγορούμενοι στις 24/25-04-2012 αφαίρεσαν από κοινού από τον προαύλιο χώρο μιας δεύτερης οικίας ένα ποδήλατο, στις 06-04-2012 αφαίρεσαν από κοινού δύο ποδήλατα αξίας 1.000 ευρώ το καθένα και στις 08/09-04-2012 αφαίρεσαν ένα ποδήλατο από την αυλή μιας τέταρτης οικίας στην περιοχή αυτή.


Β. ΔΙΑΤΑΚΤΙΚΟ ΤΗΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ


«…Κηρύσσει τους παραπάνω κατηγορούμενους ενόχους του ότι… με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, από κοινού ενεργώντας και με κοινό δόλο και έχοντας ενωθεί για να διαπράττουν κλοπές, δηλαδή κατόπιν συναπόφασης και με κοινό δόλο τέλεσης, αφαίρεσαν ξένα (ολικά) κινητά πράγματα από την κατοχή άλλου, με σκοπό να τα ιδιοποιηθούν παράνομα… διαπράττουν δε κλοπές κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια, αφού από την επανειλημμένη τέλεση της κλοπής, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος και σταθερή ροπή τους προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητάς τους…».



Γ. ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΗ ΚΑΙ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΗ ΥΠΟΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΚΛΟΠΗΣ (ΠΚ 372)


Σύμφωνα με την πρώτη παράγραφο του άρθρου 372 του Ποινικού Κώδικα, «όποιος αφαιρεί ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα από την κατοχή άλλου με σκοπό να το ιδιοποιηθεί παράνομα, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών, και αν το αντικείμενο της κλοπής είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών». Τα ποδήλατα, σύμφωνα με την αρχή της ενότητας της έννομης τάξης, εμπίπτουν στην έννοια του πράγματος, διότι είναι ενσώματα αντικείμενα, αυθύπαρκτα, απρόσωπα και δεκτικά εξουσίασης από τον άνθρωπο[1] . Ταυτόχρονα, είναι πράγματα κινητά, διότι βάσει της πραγματικής θεώρησης, οτιδήποτε μπορεί πράγματι να μετακινηθεί, έστω και με απόσπαση από ένα ακίνητο, θεωρείται κινητό[2] . Τέλος, τα ποδήλατα αυτά είναι ολικά ξένα ως προς τους δράστες που τα αφαίρεσαν, αφού ανήκαν κατά κυριότητα σε άλλους ανθρώπους, τους παθόντες, διότι η έννοια του «ξένου» έχει παρακολουθηματικό χαρακτήρα και ρυθμίζεται βάσει των διατάξεων του αστικού δικαίου[3] . Παράλληλα, με την πράξη της αφαίρεσης επέρχεται κατάλυση της κατοχής των παθόντων επί των ποδηλάτων εν προκειμένω και θεμελίωση νέας κατοχής από τους δράστες, διότι κατά τον τρόπο αυτό η άσκηση της φυσικής εξουσίας δεν μπορεί να γίνει ακώλυτα από τους κατόχους, αλλά προϋποθέτει την υπερνίκηση ενός εμποδίου[4] , δηλαδή την επανάκτηση της κατοχής από τη σφαίρα εξουσίας των δραστών.


Όσον αφορά στην υποκειμενική υπόσταση, του νόμου μη διακρίνοντος αρκεί να υπάρχει οποιαδήποτε μορφή δόλου εκ μέρους των δραστών, άρα αρκεί και ενδεχόμενος δόλος (ΠΚ 18 εδ. β’, 26 παρ.1, 27). Παράλληλα, η κλοπή, ως έγκλημα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση, απαιτεί οι δράστες να τελούν την αφαίρεση ξένου κινητού πράγματος έχοντας σκοπό παράνομης ιδιοποίησης αυτού. Επρόκειτο για ένα υποκειμενικό στοιχείο του αδίκου, το οποίο χρησιμοποιείται με σκοπό την εξειδίκευση του αδίκου της πράξης ελλείψει άλλου αντικειμενικού στοιχείου[5] .


Στην εν λόγω υπόθεση, μάλιστα, έχουμε κλοπή κατά συναυτουργία, διότι δύο πρόσωπα αφαίρεσαν από κοινού τα ποδήλατα από την κατοχή άλλων με σκοπό να τα ιδιοποιηθούν παράνομα. Για την κατάφαση της συναυτουργίας απαιτείται συναπόφαση ως προς την από κοινού τέλεση της πράξης και συνεκτέλεση, δηλαδή εν προκειμένω ταυτόχρονη σύμπραξη των κατηγορουμένων αφενός και αφετέρου κοινός δόλος και σκοπός παράνομης ιδιοποίησης[6] .


Γ. ΔΙΑΚΕΚΡΙΜΕΝΕΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΚΛΟΠΗΣ ΚΑΚΟΥΡΓΗΜΑΤΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ – ΤΕΛΕΣΗ ΚΑΤ’ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ Ή ΚΑΤΑ ΣΥΝΗΘΕΙΑ (ΠΚ 374)


Σύμφωνα με το άρθρο 374 ΠΚ περ. ε’, «η κλοπή τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι 10 ετών, αν η πράξη τελέστηκε από πρόσωπο που διαπράττει κλοπές ή ληστείες κατ’ επάγγελμα ή κατά συνήθεια ή αν η συνολική αξία των αντικειμένων της κλοπής υπερβαίνει το ποσό των 120.000 ευρώ». Ταυτόχρονα, στο άρθρο 13 εδ. στ’ ΠΚ «κατ’ επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Κατά συνήθεια τέλεση του εγκλήματος συντρέχει όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείου της προσωπικότητας του δράστη». Έτσι, φαίνεται πως, όταν η κλοπή τελείται είτε κατ’ επάγγελμα είτε κατά συνήθεια, τότε μετατρέπεται από πλημμέλημα σε κακούργημα, λόγω της ιδιαίτερης απαξίας του τρόπου τέλεσης της αξιόποινης αυτής πράξης.


Ειδικότερα, η κατ’ επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος διακρίνεται από την ευκαιριακή και όχι από την εφ’ άπαξ διάπραξη, διότι προαπαιτούμενα στοιχεία για τη θεμελίωση της πρώτης είναι ο επαγγελματισμός, η οργανωμένη ετοιμότητα του δράστη, οι ειδικές γνώσεις του καθώς και η έλλειψη αναστολών σε συνδυασμό με τον σκοπό βιοπορισμού και την πρόθεση επανειλημμένης διάπραξης, στοιχεία που υπερβαίνουν το άδικο της απλώς επανειλημμένης τέλεσης ενός εγκλήματος[7]. Από την άλλη πλευρά, η κατά συνήθεια τέλεση ενός εγκλήματος προϋποθέτει ροπή του δράστη προς διάπραξη ενός συγκεκριμένου εγκλήματος, η οποία πρέπει όχι μόνο να προκύπτει αντικειμενικά από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης, αλλά και να είναι σταθερή, έτσι ώστε να προκύπτει πως ο δράστης έχει συνηθίσει και εξοικειωθεί με την τέλεση του εκάστοτε εγκλήματος[8] .


Ωστόσο, κρίνεται αναγκαίο στο σημείο αυτό να αναδειχθεί και το εξής ζήτημα: από την απολογία των κατηγορουμένων εκ πρώτης όψεως φαίνεται οι ίδιοι να τέλεσαν όχι το έγκλημα του 374 ΠΚ (κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια τέλεση κλοπής), αλλά το έγκλημα του 374Α ΠΚ (κλοπή χρήσης μεταφορικού μέσου). Σύμφωνα με την 1η παράγραφο του εν λόγω άρθρου, «όποιος αφαιρεί από την κατοχή άλλου ξένο μηχανοκίνητο μεταφορικό μέσο με αποκλειστικό σκοπό να το χρησιμοποιήσει για πολύ μικρό χρονικό διάστημα τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών».

Ωστόσο, η διάταξη αυτή δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής στην προκειμένη περίπτωση για δύο λόγους. Πρώτον, τα ποδήλατα δεν υπάγονται στην κατηγορία των μηχανοκίνητων μέσων, στα οποία περιοριστικά αναφέρεται η διάταξη[9] και, δεύτερον, απουσιάζει το κατ’ επείγον, που απαιτείται. Παράλληλα, σύμφωνα με τις μαρτυρικές καταθέσεις, αλλά και τις απολογίες των κατηγορουμένων, απεδείχθη πλήρως η κλοπή μόνο των δύο πρώτων ποδηλάτων, κάθε ένα εκ των οποίων κόστιζε 50 ευρώ, οπότε κατ’ επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας εκείνοι θα έπρεπε να καταδικαστούν για κλοπή ευτελούς αξίας (ΠΚ 377). Μάλιστα, οι συνήγοροι των κατηγορουμένων ζήτησαν τη μεταβολή αυτή, η οποία όμως απορρίφθηκε, διότι το δικαστήριο έκρινε πως οι κατηγορούμενοι διέπρατταν κατ’ επάγγελμα τις κλοπές αυτές και, άρα, έπρεπε να τιμωρηθούν βάσει της διάταξης του 374 ΠΚ.



Δ. ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΩΝ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΩΝ


Κατά κανόνα, η παραπομπή των κακουργημάτων στο ακροατήριο γίνεται με απλή κλήση, η οποία περιέχει και το παραπεμπτικό βούλευμα του αρμόδιου δικαστικού συμβουλίου (ΚΠΔ 320-321), οπότε θα περίμενε κανείς και στην περίπτωση της κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια τέλεση κλοπής οι κατηγορούμενοι να έχουν παραπεμφθεί με τον ίδιο τρόπο στο ακροατήριο, εφόσον επρόκειτο για κακουργηματική αξιόποινη πράξη. Ωστόσο, στην εν λόγω απόφαση αναφέρεται πως πραγματοποιήθηκε απευθείας παραπομπή των κατηγορουμένων με κλητήριο θέσπισμα. Αυτό συμβαίνει κατ’ εξαίρεση βάσει του άρθρου 309 ΚΠΔ, το οποίο εφαρμόζεται εδώ διότι πληρούνται οι δύο απαιτούμενες προϋποθέσεις, δηλαδή έχουμε το κακούργημα του 374 ΠΚ, το οποίο υπάγεται στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του Μονομελούς Εφετείου.


Επιπλέον, αξίζει να σημειωθεί πως καθ’ όλη τη διάρκεια της δίκης τα δικαιώματα των κατηγορουμένων υπήρξαν πλήρως προστατευμένα, όπως ακριβώς προτάσσει ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας. Ειδικότερα, από τη στιγμή που η Πρόεδρος του δικαστηρίου αντιλήφθηκε πως οι δύο κατηγορούμενοι ομιλούν όχι την ελληνική αλλά την αραβική γλώσσα, διόρισε αμέσως διερμηνέα, σύμφωνα με το άρθρο 101 ΚΠΔ (δικαίωμα διερμηνείας και μετάφρασης).


Δεύτερον, διόρισε αυτεπαγγέλτως συνήγορο υπεράσπισης στον ένα εκ των κατηγορουμένων βάσει του άρθρου 340 παρ.1 εδ. β’ ΚΠΔ, διότι ο ίδιος δήλωσε πως δεν έχει συνήγορο να τον υπερασπιστεί. Μάλιστα, ενώ κατά κανόνα είναι προαιρετική η υπεράσπιση του κατηγορουμένου από συνήγορο, βλέπει κανείς εδώ πως υπάρχει υποχρεωτικά αυτεπάγγελτος διορισμός λόγω της σοβαρότητας της αξιόποινης πράξης για την οποία οι δράστες κατηγορούνται[10]. Τέλος, το άρθρο 340 παρ.1 εδ. ε’ ΚΠΔ ορίζει πως «οι υποθέσεις στις οποίες διορίζεται συνήγορος κατά τα παραπάνω, εκδικάζονται υποχρεωτικά σε συνεδρίαση μετά από διακοπή, προκειμένου να προετοιμαστεί κατάλληλα ο διορισθείς συνήγορος». Η διακοπή αντιδιαστέλλεται της αναβολής, διότι η πρώτη διαρκεί για ελάχιστο χρονικό διάστημα (στη συγκεκριμένη περίπτωση 1 ώρα με αποκλειστικό σκοπό την προετοιμασία του συνηγόρου υπεράσπισης) και έπειτα το δικαστήριο συνεχίζει την εκδίκαση της υποθέσεως με την ίδια σύνθεση από το σημείο από το οποίο είχε διακοπεί, ενώ με την αναβολή αρχίζει εκ νέου η ποινική διαδικασία με διαφορετική σύνθεση του δικαστηρίου[11] .



Ε. Η ΚΡΙΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ


Με βάση τα ανωτέρω, οι κατηγορούμενοι κρίθηκαν τελικά ένοχοι για κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια τέλεση κλοπών (ΠΚ 374) και καταδικάστηκαν σε ποινή κάθειρξης 8 ετών ο καθένας, όταν το ανώτατο προβλεπόμενο όριο της εν λόγω αξιόποινης πράξης είναι 10 έτη. Σύμφωνα, μάλιστα, με το αιτιολογικό της απόφασης προκύπτει πως οι κατηγορούμενοι τελούσαν κλοπές κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια, διότι «τις ανωτέρω κλοπές τέλεσαν με τη μέθοδο αφαίρεσης ποδηλάτων από πυλωτές και αυλές σπιτιών κατά τις νυκτερινές ώρες, σε συγκεκριμένη περιοχή και με οργανωμένη ετοιμότητα με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως, από τα οποία προκύπτει σκοπός τους προς πορισμό εισοδήματος για βιοπορισμό τους, καθόσον τυγχάνουν άνεργοι…και κατά συνήθεια, αφού από την επανειλημμένη τέλεση των πράξεων αυτών, προκύπτει σταθερή ροπή τους προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητάς τους… Ως προς το αίτημα περί μετατροπής σε ευτελούς αξίας των αντικειμένων της κλοπής, κρίνεται απορριπτέο καθόσον επί κατ’ εξακολούθηση κλοπή λαμβάνεται υπόψιν το σύνολο των κλοπιμαίων και στη συγκεκριμένη υπόθεση τα ποδήλατα που έκλεψαν οι ως άνω κατηγορούμενοι…έχουν αξία που υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 2.000 ευρώ».


ΣΤ. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ


Ενώ, λοιπόν, στο δικονομικό σκέλος τα δικαιώματα των κατηγορούμενων διαφυλάχθηκαν στο μέγιστο δυνατό βαθμό, ακριβώς όπως ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας ορίζει, ως προς το ουσιαστικό σκέλος μπορεί εύλογα να διακρίνει κανείς πως ο δικαστής της συγκεκριμένης υποθέσεως αποφάσισε να εξαντλήσει την αυστηρότητά του έναντι των κατηγορουμένων και όχι απλώς δεν αναγνώρισε κανενός είδους ελαφρυντικό υπέρ των τελευταίων, αλλά αρνήθηκε – όχι πλήρως τεκμηριωμένα – και την μεταβολή της κατηγορίας σε κλοπές ευτελούς αξίας (αφού κατά βάση από τα πραγματικά περιστατικά απεδείχθησαν μόνο οι πρώτες κλοπές, που έλαβαν χώρα στις 12-04-2012).


Στο σημείο αυτό φαίνεται εξάλλου και το μειονέκτημα των μονομελών δικαστηρίων στην ελληνική έννομη τάξη, καθώς σε περιπτώσεις όπως στη συγκεκριμένη ο δικαστής έχει την ευχέρεια να προβεί σε νομικές αυθαιρεσίες, διότι ναι μεν η ποινή που επιβλήθηκε στους κατηγορουμένους ήταν νόμιμη (αφού το πλαίσιο ποινής για την κατ' επάγγελμα τέλεση κλοπής είναι κάθειρξη ως 10 έτη), αλλά από την άλλη δεν είναι καθ’ όλα αντικειμενική, γεγονός αναπόφευκτο, αφού σε αντίθεση με τα πολυμελή δικαστήρια, εδώ ο δικαστής ναι μεν φέρει μεγαλύτερο βάρος ευθύνης, αλλά ταυτόχρονα εκλείπει η πολυφωνία με αποτέλεσμα η απόφαση να περιέχει – έστω και έμμεσα υποκειμενικά στοιχεία.


Πλέον, σύμφωνα με τον νέο ΠΚ, το πλαίσιο ποινής για την κλοπή (ΠΚ 372) είναι φυλάκιση έως 3 έτη , ενώ έχει καταργηθεί εντελώς η διακεκριμένη περίπτωση της κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια κλοπής από το άρθρο 374 ΠΚ. Συνεπώς, κατά τη νέα νομοθεσία το έγκλημα της κλοπής τυγχάνει αρκετά ευμενέστερης μεταχείρισης, αφού στους δράστες ως επί το πλείστον επιβάλλεται ποινή λίγων ημερών, η οποία μετατρέπεται σε χρηματική και είναι δυνατόν να εξαγοραστεί, εφόσον υπάρχει το ζητούμενο χρηματικό ποσό. Κατ' επέκταση, περιπτώσεις που κατά τον παλαιό ΠΚ θα διώκονταν ως κακουργήματα (όπως εν προκειμένω η κατ' επάγγελμα τέλεση της κλοπής), πλέον έχουν καταργηθεί και ρυθμίζονται από το βασικό άρθρο του 372 ΠΚ,που είναι πλημμεληματικού χαρακτήρα. Άρα, μπορεί κανείς να συμπεράνει εύλογα πως εγκλήματα όπως η κλοπή εμπεριέχουν μικρότερη κοινωνική απαξία σε σύγκριση με εγκλήματα που περιλαμβάνουν το στοιχείο της βίας (βλ. ληστεία ) και για τον λόγο αυτό αντιμετωπίζονται πιο ευνοϊκά από τον νομοθέτη στον νέο ΠΚ.



 

1 Μυλωνόπουλος Χ., Ποινικό Δίκαιο – Ειδικό μέρος, Π.Ν. Σάκκουλας, 2016, σελ.5. Βλ. και τον ορισμό του άρθρου 947 παρ.1 ΑΚ, όπως αυτός συμπληρώνεται από τη θεωρία, Γεωργιάδης Α., Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο, Π.Ν. Σάκκουλας, 2016, σελ. 78.

2 Η έννοια του κινητού πράγματος στο ποινικό δίκαιο διαφέρει από την αντίστοιχη του αστικού δικαίου. Βλ. και Μυλωνόπουλος Χ., Ποινικό Δίκαιο – Ειδικό μέρος, Π.Ν. Σάκκουλας, 2016, σελ.15-16.

3 Μυλωνόπουλος Χ., Ποινικό Δίκαιο – Ειδικό μέρος, Π.Ν. Σάκκουλας, 2016, σελ.17.

4 Μυλωνόπουλος Χ., Ποινικό Δίκαιο – Ειδικό μέρος, Π.Ν. Σάκκουλας, 2016, σελ.28.

5 Μυλωνόπουλος Χ., Ποινικό Δίκαιο – Ειδικό μέρος, Π.Ν. Σάκκουλας, 2016, σελ.56.

6 Μυλωνόπουλος Χ., Ποινικό Δίκαιο – Ειδικό μέρος, Π.Ν. Σάκκουλας, 2016, σελ.75.

7 Μυλωνόπουλος Χ., Ποινικό Δίκαιο – Γενικό Μέρος, Π.Ν. Σάκκουλας, 2020, σελ.960-962.

8 Μυλωνόπουλος Χ., Ποινικό Δίκαιο – Γενικό Μέρος, Π.Ν. Σάκκουλας, 2020, σελ.965.

9 Μυλωνόπουλος Χ., Ποινικό Δίκαιο – Ειδικό μέρος, Π.Ν. Σάκκουλας, 2016, σελ.122-123.

10 Καραγιαννόπουλος Α., Ποινική Δικονομία, Σάκκουλας ΑΕ, 2020, σελ.86.

11 Ανδρουλάκης Ν., Θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης, Π.Ν. Σάκκουλας, 2020, σελ.167-168


 

Σταματοπούλου Παναγιώτα,

τριτοετής φοιτήτρια Νομικής Σχολής Αθηνών,

Μέλος της ομάδας Σχολιασμού Δικαστικών Αποφάσεων του The Law Project.

264 views0 comments
bottom of page