Διακεκριμένες κλοπές κατ’ εξακολούθηση και κατ’ επάγγελμα
Της Κατερίνας Γκρέκα
Αριθμός Απόφασης : 131/2013 Μονομελούς Εφετείου Αθηνών
Ι. Ιστορικό
Όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμόν 131/2013 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Κακουργημάτων, μετά από την τήρηση της νόμιμης, ακροαματικής διαδικασίας το δικαστήριο πείστηκε για την ενοχή των κατηγορουμένων αναφορικά με την τέλεση διακεκριμένων κλοπών κατ’ εξακολούθηση και κατ’ επάγγελμα. Ειδικότερα, το ιστορικό της υπόθεσης έχει ως εξής: οι εν λόγω κατηγορούμενοι, έχοντας αφαιρέσει από την κατοχή του ιδιοκτήτη τους δύο ποδήλατα συνελήφθησαν σε απόσταση ενός χιλιομέτρου από το σπίτι αφαίρεσης από τα αρμόδια όργανα της αστυνομίας. Οι ίδιοι, κατά την απολογία τους, υποστήριξαν πως είχαν πράγματι αφαιρέσει τα ποδήλατα εμφορούμενοι, ωστόσο, από σκοπό χρήσης και όχι παράνομης ιδιοποίησης, όπως προϋποτίθεται προκειμένου να πληρούται η ειδική υπόσταση του εγκλήματος της κλοπής, βάσει άρθρου 372 ΠΚ. Την ίδια περίοδο είχαν σημειωθεί και άλλες κλοπές ποδηλάτων, ενώ οι περιγραφές που είχαν γίνει για τους εν λόγω δράστες κατ’ εκτίμηση της αστυνομίας ταίριαζαν με τους κατηγορουμένους της συγκεκριμένης υπόθεσης. Έτσι, το δικαστήριο διαμόρφωσε την δικανική πεποίθηση πως πέρα από τα ποδήλατα για την αφαίρεση των οποίων καταλήφθηκαν επ’ αυτοφώρω, οι δύο κατηγορούμενοι ενέχονταν για τις κλοπές και των άλλων ποδηλάτων, που είχαν λάβει χώρα τις προηγούμενες μέρες. Λαμβάνοντας, λοιπόν, υπόψη το δικαστήριο ότι είχαν σημειωθεί επανειλημμένες κλοπές, πείστηκε ότι οι κατηγορούμενοι είχαν τελέσει την διακεκριμένη μορφή του κατ’ εξακολούθηση και κατ’ επάγγελμα εγκλήματος, γι’ αυτό και τους επέβαλε την αυξημένη ποινή της κάθειρξης οκτώ (8) ετών στον καθένα, από την οποία αφαιρέθηκε ο χρόνος που είχαν κρατηθεί προσωρινά μετά την σύλληψή τους και έως την εκδίκαση της υποθέσεώς τους. Επίσης, λόγω της αλλοδαπότητάς τους διατάχθηκε η απέλασή τους, από την στιγμή που θα εκτίσουν την ποινή τους.
ΙΙ. Κατ’ επάγγελμα- κατά συνήθεια τέλεση ενός εγκλήματος
A. Κατ’ επάγγελμα τέλεση
Ζήτημα το οποίο ανακύπτει από την απόφαση και χρήζει νομικού σχολιασμού, ιδιαίτερα αν λάβει κανείς υπόψη την τροποποίησή του με το νέο νόμο, αποτελεί η κατ’ επάγγελμα τέλεση ενός εγκλήματος και ειδικότερα της κλοπής, όπως προκύπτει από τα άρθρα 13 στ’ και 374 ε’ του Ποινικού Κώδικα. Σύμφωνα με το άρθρο 13 στ’ ΠΚ, όπως ίσχυε πριν την τροποποίηση με τον ν. 4619/2019 «Κατ’ επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Κατά συνήθεια τέλεση του εγκλήματος συντρέχει όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητας του δράστη. ». Συγχρόνως, στο άρθρο 374 ε’ προβλέπεται ότι η κλοπή αποκτά κακουργηματική διάσταση με ποινή κάθειρξης έως δέκα έτη «αν η πράξη τελέστηκε από πρόσωπο που διαπράττει κλοπές ή ληστείες κατ’ επάγγελμα ή κατά συνήθεια.». Γίνεται, λοιπόν, κατανοητό ότι εάν συντρέχει η προϋπόθεση του άρθρου 13 στ’ αυξάνεται το αξιόποινο ενός εγκλήματος, επισύροντας κακουργηματική ποινή στον δράστη του. Κρίσιμο είναι, λοιπόν, να αποσαφηνιστεί η σημασία και οι προϋποθέσεις της κατ’ επάγγελμα ή κατά συνήθεια τέλεσης.
Αρχικά, όπως προκύπτει από τον νομοθετικό ορισμό του κατ’ επάγγελμα εγκλήματος, ο νομοθέτης για την στοιχειοθέτησή του αξιώνει ένα minimum αντικειμενικών στοιχείων, δηλαδή είτε την επανειλημμένη τέλεση πλειόνων όμοιων πράξεων είτε την δημιουργία επαγγελματικής υποδομής, η οποία να συνοδεύεται αντικειμενικά από πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης. Ειδικότερα, αναφορικά με το πρώτο κριτήριο τέλεσης, επηρεασμένος ο Έλληνας νομοθέτης από τη νομολογία του γερμανικού Ακυρωτικού υιοθέτησε την αντίληψη ότι για το κατ’ επάγγελμα έγκλημα απαιτείται η αξιόποινη πράξη να τελείται με βούληση επαναλήψεως αυτής και πορισμού μιας πηγής εισοδήματος (Einnahmequelle)[1]. Στην συνέχεια, κατέστη αναγκαίο να προσδιοριστεί το περιεχόμενο της έννοιας της επανειλημμένης τέλεσης, προκειμένου να διακρίνεται το κατ’ επάγγελμα έγκλημα από άλλα συναφή, όπως είναι το κατ’ εξακολούθηση έγκλημα, η υποτροπή και η πραγματική συρροή ομοειδών πράξεων. Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, λοιπόν, του κατ’ επάγγελμα εγκλήματος που το διαφοροποιούν από τα παραπάνω μορφώματα είναι τα εξής: αρχικά, στοιχειοθετείται τέτοιο έγκλημα όταν τελούνται περισσότερες αξιόποινες πράξεις του ίδιου είδους, και όχι όταν διαπράττεται οποιοδήποτε κακούργημα ή πλημμέλημα, όπως συμβαίνει στο καθ’ υποτροπή έγκλημα (άρθρο 88 ΠΚ). Επιπλέον, για την στοιχειοθέτηση του κατ’ επάγγελμα εγκλήματος δεν απαιτείται προηγούμενη καταδίκη του δράστη, αλλά κατά την κρατούσα γνώμη αρκεί η τέλεση και μίας μόνο πράξης, εφόσον αυτή συνοδεύεται αντικειμενικά από πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης. Ουσιαστικό δε χαρακτηριστικό του εγκλήματος είναι ότι παρατηρείται μια κοινωνική αποξένωση του δράστη με την έννοια ότι αυτός αντλεί τα προς το ζην αποκλειστικά ή κατά βάση, από την εγκληματική δραστηριότητα, στην οποία προβαίνει. Κατά αυτόν τον τρόπο υιοθετεί τον κοινωνικό ρόλο του «εξ επαγγέλματος εγκληματία», αφού ως επάγγελμα έχει την τέλεση ακριβώς εγκλημάτων[2]. Τέλος, στοιχείο του κατ’ επάγγελμα εγκλήματος είναι ο γενικότερος οικονομικός χαρακτήρας που αυτό έχει. Υποστηρίζεται, δηλαδή ότι δεν αρκεί απλώς η επανειλημμένη τέλεση της πράξης με τον αντίστοιχο σκοπό πορισμού εισοδήματος, αλλά απαιτείται επιπροσθέτως αυτά να συντρέχουν επί τη βάσει ενός σχεδίου απόληψης εισοδήματος, δημιουργώντας, θα λέγαμε, ένα είδος (μικρο-) επιχείρησης[3]. Έτσι, η απαξία του εν λόγω εγκλήματος έγκειται στο ότι δημιουργείται για την έννομη τάξη μία διαρκής απειλή λόγω του επαγγελματισμού και της οργάνωσης του δράστη, ο οποίος δεν αποβλέπει απλώς στην ευκαιριακή τέλεση ενός εγκλήματος, αλλά πολλώ μάλλον στην μεθοδική, συστηματική και με ειδικές γνώσεις οργανωμένη διάπραξη αυτού. Την θεμελίωση αυτή του κατ’ επαγγέλματος εγκλήματος κυρώνει νομολογιακά και ο Άρειος Πάγος, σύμφωνα με τον οποίο κατ’ επάγγελμα τέλεση της εγκληματικής πράξης συντρέχει όταν ο εκάστοτε δράστης προβαίνει σε αυτήν με σκοπό την εξασφάλιση των μέσων διαβίωσης ή τον πορισμό εισοδήματος[4]. Το Ανώτατο Ακυρωτικό, λοιπόν, κατοχυρώνει την άποψη ότι δεν αρκεί, απλώς η επανειλημμένη τέλεση της πράξης αλλά, απαιτείται επιπροσθέτως και ένας περαιτέρω σκοπός, αυτός του πορισμού εισοδήματος, προσδίδοντας στο έγκλημα υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση. Χαρακτηριστικό είναι δε ότι η αντικειμενικά εκδηλούμενη ετοιμότητα προς επανάληψη της πράξης, εμφορούμενη από σκοπό πορισμού εισοδήματος και η σταθερή εγκληματική βούληση του δράστη είναι τα στοιχεία εκείνα που προσδίδουν στην πράξη αυξημένη απαξία, οδηγώντας σε ένα διακεκριμένο έγκλημα[5].
Β. Κατά συνήθεια τέλεση
Κατά συνήθεια τέλεση ενός εγκλήματος, από την άλλη, στοιχειοθετείται όταν κατά τον ορισμό του νόμου από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης παρατηρείται σταθερή ροπή του δράστη ως στοιχείο της προσωπικότητάς του προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος. Στοιχεία θεμελιωτικά της κατά συνήθεια τέλεσης αποτελούν η επανειλημμένη τέλεση αφενός και η σταθερή ροπή του δράστη αφετέρου. Αναφορικά με το πρώτο στοιχείο, την επανειλημμένη τέλεση, ισχύουν όσο εκτέθηκαν ανωτέρω, ενώ ως προς την έννοια της «ροπής», μπορεί να λεχθεί ότι αυτή συνιστά μια αόριστη έννοια, με ψυχολογικό περιεχόμενο, η οποία κατά τον Ανδρουλάκη ορίζεται ως εξής: ως ροπή νοείται « «ωρισμένην ψυχικήν τάσις προς είδος τι πράξεων και δη τοσούτον ισχυράν, ώστε αι εκ αυτής πηγάζουσαι επί μέρους πράξεις να τελούνται «σχεδόν ασυναισθήτως», «ασυνειδήτως» ή να περιβάλλωνται τον χαρακτήρα ικανοποιήσεως «ανάγκης»[6]. Πρόκειται, δηλαδή, για μία σταθερή και διαρκή ψυχική τάση του δράστη προς την τέλεση συγκεκριμένου είδους εγκλημάτων, η οποία επιτελεί διττό ρόλο, αφενός συμβάλλει στη διαμόρφωση των κινήτρων του δράστη και αφετέρου στην εξασθένηση των ανασχετικών παραγόντων του ατόμου. Ως αποτέλεσμα της τάσης αυτής είναι ότι ο δράστης πράττει χωρίς αναστολές, επιτρέποντας έτσι την διαμόρφωση της εικασίας ότι διαπράττει ευκολότερα, σχεδόν ασυναίσθητα εγκληματικές πράξεις[7].
Επομένως, προκύπτει πως η εγκληματικότητα αποτελεί εγγενές στοιχείο της προσωπικότητας του δράστη, ο οποίος επιδεικνύει εξ αυτού του λόγου μία συνεχή εχθρότητα προς την έννομη τάξη. Ωστόσο, η υιοθέτηση της άποψης αυτής γεννά προβληματισμούς αναφορικά με την δυνατότητα συμμόρφωσης του δράστη προς το δίκαιο και κατ’ επέκταση με την δυνατότητα θεμελίωσης της ενοχής του. Αν δηλαδή, η ροπή προς τέλεση εγκληματικών πράξεων αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της προσωπικότητας του ατόμου, το οποίο μάλιστα προβαίνει σχεδόν ασυναίσθητα στην διάπραξή τους πώς μπορεί να οδηγήσει στην αυστηρότερη τιμώρηση του δράστη, εφόσον το στοιχείο αυτό και μόνο είναι ικανό να αποκλείσει ή να μειώσει το «άλλως δύνασθαι πράττειν»; Είναι ενδεχομένως η παραδοχή της σταθερής ροπής ως στοιχείου επαύξησης του αξιοποίνου αντίθετη με την αρχή της ενοχής που ισχύει στην ελληνική έννομη τάξη;
Γ. Διακεκριμένη κλοπή λόγω κατ’ επάγγελμα ή κατά συνήθεια τέλεσης
Τέλος, στο άρθρο 374 ΠΚ που προβλέπει τις διακεκριμένες μορφές κλοπής, μεταξύ άλλων, ρυθμιζόταν και η περίπτωση της κατ’ επάγγελμα ή κατά συνήθεια τέλεσής της εγκληματικής πράξης, η οποία οδηγούσε σε επαύξηση του αξιοποίνου. Επιβαλλόταν, δηλαδή, κακουργηματική ποινή στον δράστη ο οποίος προέβαινε σε αφαίρεση ξένου, ολικά ή μερικά, κινητού πράγματος από την κατοχή άλλου με σκοπό παράνομης ιδιοποίησης (βασικό έγκλημα άρθρου 372 ΠΚ), εφόσον αυτός τελούσε την πράξη υπό τις προϋποθέσεις που αναλύθηκαν ανωτέρω αναφορικά με το κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια έγκλημα.
Στην συγκεκριμένη υπόθεση που εξετάζουμε οι υπό κρίση δράστες κρίθηκαν ένοχοι για διακεκριμένη μορφή κλοπής, βάσει του άρθρου 374 στ. δ’, που αφορά την από κοινού διάπραξη εγκλημάτων στο πλαίσιο ένωσης των δραστών, και βάσει του στ. ε’. Λαμβάνοντας υπόψη την ανάλυση της συγκεκριμένης διάταξης, όπως αυτή εκτέθηκε προηγουμένως, γεννά προβληματισμό το εάν η υπό κρίση υπόθεση και οι εν λόγω κατηγορούμενοι εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κατ’ επάγγελμα εγκλήματος. Απαραίτητο στοιχείο της μορφής αυτής καθίσταται, όπως προαναφέρθηκε, η ιδιαίτερη επικινδυνότητα του δράστη, ο οποίος δημιουργεί για την έννομη τάξη μία διαρκή απειλή λόγω του οργανωμένου συστήματος βάσει του οποίου δρα, και λόγω της ετοιμότητας να διαπράξει κατά τρόπο μεθοδικό και αποτελεσματικό το σχετικό έγκλημα. Στην συγκεκριμένη περίπτωση, οι κατηγορούμενοι ναι μεν καταλήφθηκαν επ’ αυτοφώρω να έχουν αφαιρέσει δύο ποδήλατα, ωστόσο η επιβολή εις βάρος τους της κατηγορίας του κατ’ επάγγελμα εγκλήματος παρουσιάζεται ενδεχομένως υπερβολική, αν λάβει κανείς υπόψη ότι δεν αποδείχθηκε με βάσιμο τρόπο ότι οι ίδιοι είχαν αφαιρέσει και τα άλλα ποδήλατα. Δεν αποδεικνύεται δηλαδή πλήρως ότι οι δράστες διέπρατταν κλοπές κατ’ επάγγελμα, ώστε να τους επιβληθεί η κακουργηματική ποινή κάθειρξης των οκτώ (8) ετών.
Επιπλέον, η αυστηρή αυτή αντιμετώπιση της εν λόγω περίπτωσης δημιουργεί προβληματισμό ως προς την αντικειμενικότητα και την ορθότητα στην απονομή της δικαιοσύνης, όταν η απόφαση λαμβάνεται από έναν μόνο δικαστικό λειτουργό, χωρίς βεβαίως να αμφισβητείται η κατάρτιση του εκάστοτε δικαστή. Αντίθετα από τα τριμελή δικαστήρια που λαμβάνουν αποφάσεις με πλειοψηφία, όταν κρίνει το μονομελές δικαστήριο ελλείπει η πολυφωνία και η ανταλλαγή απόψεων, που αδιαμφισβήτητα αποτελούν εχέγγυα ορθής δικανικής πεποίθησης. Με βάση αυτό, κρίνεται σαφές ότι ορισμένα εγκλήματα θα πρέπει ενδεχομένως να υπάγονται στην αρμοδιότητα πολυμελών δικαστηρίων, προκειμένου να εξασφαλίζεται η απαιτούμενη αντικειμενικότητα. Στην προκειμένη, μάλιστα περίπτωση εάν η υπόθεση είχε κριθεί από τριμελές δικαστήριο, όπως θα συνέβαινε με το νέο νόμο, ενδεχομένως να υπήρχε διαφορετική απόφαση, λιγότερο αυστηρή.
Β. Τροποποίηση της κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια τέλεσης εγκλήματος με τον Ν. 4619/2019
Νομικό ενδιαφέρον παρουσιάζει, επίσης, η τροποποίηση των ανωτέρω αναλυθέντος άρθρου 13 ΠΚ το οποίο έχει διαμορφωθεί ως εξής ως προς τα στοιχεία που εξετάζουμε : «Κατ’ επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο υπαίτιος με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης προκύπτει σκοπός του υπαιτίου για πορισμό εισοδήματος.». Από τη νέα αυτή διάταξη προκύπτει πως καταργείται πλέον η έννοια της κατά συνήθεια τέλεσης ενός εγκλήματος με την αιτιολογία ότι η «σταθερή ροπή», η οποία αποτελούσε το στοιχείο θεμελίωσης της διακεκριμένης αυτής μορφής αξιόποινης πράξης, υποδεικνύει μείωση των δυνατοτήτων αντίστασης του δράστη ως προς την τέλεση μιας ποινικά κολάσιμης πράξης και γι’ αυτόν τον λόγο θα πρέπει να οδηγεί σε μείωση και όχι στην επαύξηση του αξιοποίνου[8]. Έτσι, γίνεται ταύτιση των εννοιών της κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια τέλεσης ενός εγκλήματος, μορφώματα που ήταν σαφώς διακριτά στην ελληνική έννομη τάξη έχοντας διαφορετικό περιεχόμενο το καθένα.
Συγχρόνως, με το νέο νόμο καταργήθηκε από το άρθρο 374 ΠΚ, το οποίο απαριθμεί τις διακεκριμένες μορφές κλοπής, το στοιχείο ε’, που θεμελίωνε την περίπτωση της διακεκριμένης κλοπής ή ληστείας στην βάση της κατ’ επάγγελμα ή κατά συνήθεια τέλεσης. Το γεγονός αυτό έχει προκαλέσει ποικίλες αντιδράσεις από τον νομικό χώρο, με το επιχείρημα ότι μία τέτοια κατάργηση ενέχει σημαντικούς κινδύνους, διότι δράστες που προβαίνουν σε κλοπές συστηματικά καταλήγουν πλέον να τιμωρούνται με την βασική μορφή του άρθρου 372 ΠΚ, δίχως να συλλαμβάνεται το πλήρες άδικο της πράξης τους. Είναι δε γεγονός ότι έχει σημειωθεί κατακόρυφη αύξηση της εγκληματικότητας στο πεδίο των κλοπών/διαρρήξεων[9], ενώ πλέον όχι μόνο δεν προφυλακίζονται οι δράστες αυτών των εγκλημάτων αλλά συγχρόνως υπάρχει και σωρεία αποφυλακίσεων όσων είχαν καταδικασθεί με το προηγούμενο καθεστώς. Θετική, ωστόσο, εξέλιξη αποτέλεσε η καθιέρωση της αρμοδιότητας του τριμελούς δικαστηρίου για τα εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας, εξασφαλίζοντας με τον τρόπο αυτό την αντικειμενικότερη κρίση επί των εγκλημάτων αυτών.
Γ. Συμπεράσματα
Με βάση όσα έχουν ήδη λεχθεί, δημιουργείται προβληματισμός αναφορικά με την ορθότητα της κατάργησης της κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια τέλεσης κλοπής καθώς δίχως τα μορφώματα αυτά αμφισβητείται αν αναγνωρίζεται νομικά το πλήρες άδικο των επανειλημμένων εγκληματικών πράξεων, ενώ άξιο παρατήρησης είναι και το γεγονός ότι αναλόγως του ισχύοντος νομοθετικού καθεστώτος, δράστες του ίδιου εγκλήματος απολαμβάνουν σημαντικά διαφορετική νομική αντιμετώπιση. Στην συγκεκριμένη περίπτωση, εάν η αφαίρεση των ποδηλάτων είχε λάβει χώρα μετά την τροποποίηση του Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, οι δράστες θα αντιμετωπίζονταν αφενός με βάση το βασικό έγκλημα της κλοπής (άρθρο 372 ΠΚ) και όχι με την διακεκριμένη μορφή αυτού και αφετέρου το έγκλημα θα ενέπιπτε στην αρμοδιότητα του Τριμελούς Εφετείου (άρθρο 111 ΚΠΔ), καθώς στρέφεται κατά της ιδιοκτησίας. Η ποινή, δηλαδή, που θα τους απειλούνταν θα ήταν πλημμεληματική, ενώ είναι ενδεχόμενο να αντιμετωπιζόταν η περίπτωση αυτή και ως κλοπή μικρής αξίας, βάσει του άρθρου 377 ΠΚ.
Καθίσταται, λοιπόν, σαφές και είναι άξιο ενδιαφέροντος, ότι η τροποποίηση των νομοθετημάτων, με σκοπό να ανταποκρίνονται στις εκάστοτε κοινωνικές επιταγές, επηρεάζει σημαντικά την νομική αντιμετώπιση όμοιων κατά περιεχόμενο εγκληματικών πράξεων, οι οποίες τελέστηκαν σε διαφορετική χρονική στιγμή, προσδίδοντας σε αυτές μεγαλύτερη ή μικρότερη κοινωνικοηθική απαξία αναλόγως των συνθηκών που επικρατούν και βάσει των οποίων διαμορφώνονται οι νόμοι.
Βιβλιογραφία
1. Ανδρουλάκης Ν., Περί συρροής εγκλημάτων, τ. α’, Δογματική Θεμελίωσις, Αθήναι 1996
2. Αιτιολογική Έκθεση στο Σχέδιο Νόμου «Κύρωση του Ποινικού Κώδικα», 2019
3. Αιτιολογική Έκθεση στο σχέδιο νόμου «Τροποποιήσεις Ποινικού Κώδικα, Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και συναφείς διατάξεις», https://www.hellenicparliament.gr/UserFiles/2f026f42-950c-4efc-b950-340c4fb76a24/poinikos-kodikas-synolo.pdf
4. Λίβος Ν, Η κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια τέλεση του εγκλήματος (άρθρο 13 περ. στ’ ΠΚ) ΠοινΧρ 1996
5. Μυλωνόπουλος Χ., Ποινικό Δίκαιο- Ειδικό μέρος, 2016
6. Στυλιανίδου Χ.-Α., Η κατά συνήθεια τέλεση του εγκλήματος και η έννοια του επικίνδυνου δράστη, Αθήνα
7. Συμεωνίδου-Καστανίδου Ε., Η έννοια του κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια εγκλήματος, Θεσσαλονίκη: Εκδ. Σάκκουλα, 1990
[1] Λίβος Ν, Η κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια τέλεση του εγκλήματος (άρθρο 13 περ. στ’ ΠΚ) ΠοινΧρ 1996, σ.1374 [2] Ανδρουλάκης Ν., Περί συρροής εγκλημάτων, τόμος Α΄, Αθήναι 1966, σ. 54 επ. και 68 επ. [3] Συμεωνίδου-Καστανίδου Ε., Η έννοια του κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια εγκλήματος, Θεσσαλονίκη: Εκδ. Σάκκουλα, 1990, σελ. 169 επ. [4] Μυλωνόπουλος Χ., Ποινικό Δίκαιο- Ειδικό μέρος, 2016, σ.94 [5] Μυλωνόπουλος Χ., Ποινικό Δίκαιο- Ειδικό μέρος, 2016, σ.96
[6] Ανδρουλάκης Ν., Περί συρροής εγκλημάτων, τ. α’, Δογματική Θεμελίωσις, Αθήναι 1996, σ.57 [7] Στυλιανίδου Χ.-Α., Η κατά συνήθεια τέλεση του εγκλήματος και η έννοια του επικίνδυνου δράστη, Αθήνα
[8] Αιτιολογική Έκθεση στο Σχέδιο Νόμου «Κύρωση του Ποινικού Κώδικα», 7/6/2019, σ.4 [9] Αιτιολογική Έκθεση στο σχέδιο νόμου «Τροποποιήσεις Ποινικού Κώδικα, Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και συναφείς διατάξεις», https://www.hellenicparliament.gr/UserFiles/2f026f42-950c-4efc-b950-340c4fb76a24/poinikos-kodikas-synolo.pdf
Γκρέκα Κατερίνα,
Προπτυχιακή φοιτήτρια τετάρτου έτους, Νομική Σχολή ΕΚΠΑ,
Μέλος της ομάδας σχολιασμού δικαστικών αποφάσεων του TheLawProject-Τομέας Ποινικού Δικαίου
コメント