top of page

Σωματική Βλάβη εξ αμελείας παρ’ υποχρέου

Της Γκρέκα Κατερίνας


Σωματική Βλάβη εξ αμελείας παρ’ υποχρέου



Ι. Ιστορικό Σύμφωνα με απόφαση του το Μονομελές Πλημμελειοδικείο που δίκασε με τον προϊσχύσαντα νόμο, κήρυξε ένοχο τον υπό κρίση κατηγορούμενο για σωματική βλάβη εξ αμελείας. Το ιστορικό της υπόθεσης είναι το εξής: ενώ ήταν σταματημένα τα αυτοκίνητα στην οδό Μακεδονίας και το φανάρι για τους πεζούς ήταν κόκκινο, ο παθών που ήταν πεζός, χωρίς να βρίσκεται στην σχετική διάβαση, θεώρησε ότι προλαβαίνει να περάσει και επιχείρησε να διασχίσει τον δρόμο, περνώντας μπροστά από το φορτηγό που οδηγούσε ο κατηγορούμενος, ως επαγγελματίας οδηγός. Ο κατηγορούμενος, με την σειρά του, λόγω του ύψους του οχήματος καθώς και του ύψους του παθόντος, δεν τον είδε να περνάει, ανάμεσα μάλιστα από τα αυτοκίνητα, αλλά ο τελευταίος έγινε αντιληπτός από τον κατηγορούμενο, μόνο μόλις ακούμπησε στην καμπίνα του οχήματος. Το αποτέλεσμα ήταν να προκληθεί στον παθόντα βαριά σωματική βλάβη και συγκεκριμένα ακρωτηριασμός του γόνατός του. ΙΙ. Νομικά Ζητήματα

A. Η έννοια της αμέλειας στην εξ αμελείας σωματική βλάβη και η αυξημένη ευθύνη του επαγγελματία οδηγού Αρχικά το άρθρο 314 ΠΚ, όπως ίσχυε πριν την αλλαγή με το Ν.4619/2019 , που ορίζει την σωματική βλάβη εξ αμελείας προβλέπει τα εξής: «1. Όποιος από αμέλειαπροκαλεί σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας άλλου τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών. Αν η σωματική βλάβη που προκλήθηκε είναι όλως ελαφρά, επιβάλλεταικράτηση έως τρεις (3) μήνες ή με πρόστιμο έως τρεις χιλιάδες (3.000)ευρώ. 2. Η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 302 εφαρμόζεται αναλόγως και στην πράξη της προηγούμενης παραγράφου. Στην περίπτωση αυτήν για την ποινική δίωξη απαιτείται πάντοτε έγκληση και δεν εφαρμόζεται το δεύτερο εδάφιο της πρώτης παραγράφου του επόμενου άρθρου.»


Επιπλέον, το άρθρο 315§1 ΠΚ ορίζει ότι: «Στις περιπτώσεις των άρθρων 308 και 314 η ποινική δίωξη ασκείται μόνο ύστερα από έγκληση. Δεν απαιτείται έγκληση αν ο υπαίτιος της πράξης του άρθρου 314 ήταν υπόχρεος λόγω της υπηρεσίας ή του επαγγέλματός του να καταβάλει ιδιαίτερη επιμέλεια ή προσοχή. Η οδήγηση οχήματος εμπίπτει στο προηγούμενο εδάφιο όταν εξυπηρετεί τη βιοποριστική μεταφορά επιβατών ή πραγμάτων. Στην περίπτωση του άρθρου 314, αν η πράξη τελέστηκε κατά την οδήγηση οχήματος και δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής του δευτέρου εδαφίου του παρόντος, η ποινική δίωξη ασκείται αυτεπαγγέλτως, ο εισαγγελέας όμως με διάταξη του απέχει από την ποινική δίωξη αν ο παθών δηλώσει ότι δεν επιθυμεί την ποινική δίωξη του δράστη. Αν η δήλωση υποβληθεί μετά την άσκηση ποινική δίωξης, το δικαστήριο παύει οριστικά αυτήν.»


Τα παραπάνω άρθρα στοιχειοθετούν το εξ αμελείας έγκλημα της σωματικής βλάβης σε αυτοτελή μάλιστα διάταξη, ενώ υπάρχει και ειδική ρύθμιση για την ποινική δίωξη του εγκλήματος, όταν πρόκειται για υπόχρεο να καταβάλει ιδιαίτερη επιμέλεια λόγω της υπηρεσίας ή του επαγγέλματός του. Συγχρόνως, στο άρθρο 28 ΠΚ θεμελιώνεται η έννοια της αμέλειας στο ποινικό δίκαιο ως εξής: «Από αμέλεια πράττει όποιος από έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει είτε δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του, είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν


Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι για να στοιχειοθετηθεί το έγκλημα της σωματικής βλάβης από αμέλεια απαιτείται να πληρούνται οι εξής προϋποθέσεις: α) να μην κατέβαλε ο δράστης την επιβαλλόμενη κατ’ αντικειμενική κρίση προσοχή, την οποία κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος οφείλει να καταβάλλει υπό τις ίδιες πραγματικές περιστάσεις, σύμφωνα με τους νομικούς κανόνες, τις συνήθειες που επικρατούν στις συναλλαγές και την κοινή, κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων, πείρα και λογική, (εξωτερική αμέλεια) β) να μπορούσε ο δράστης, σύμφωνα με τις προσωπικές του ικανότητες, ιδιότητες, γνώσεις, την εμπειρία του και ιδίως εξ αιτίας της υπηρεσίας ή του επαγγέλματός του, να προβλέψει και να αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα, το οποίο από έλλειψη της προαναφερόμενης προσοχής είτε δεν προέβλεψε (άνευ συνειδήσεως αμέλεια), είτε το προέβλεψε μεν ως δυνατό, πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν (ενσυνείδητη αμέλεια) και γ) να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της πράξης, ενέργειας ή παράλειψης, του δράστη και του αποτελέσματος που επήλθε λόγω έλλειψης της προσοχής του (ΑΠ 708/2019, ΑΠ 202/2020). Σύμφωνα με την θεωρία απαιτείται και ένα πρόσθετο στοιχείο, η ύπαρξη συνάφειας κινδύνου μεταξύ της πλημμελούς συμπεριφοράς του δράστη, δηλαδή της παράβασης ενός καθήκοντος επιμελείας, και του αξιόποινου αποτελέσματος. Απαιτείται, δηλαδή, το αποτέλεσμα να συνιστά πραγμάτωση εκείνου ακριβώς του κινδύνου που έθεσε ο δράστης με την πλημμελή συμπεριφορά του.1 Διαφορετικά, αν το αποτέλεσμα θα επερχόταν ακόμα κι αν επεδείκνυε επιμελή συμπεριφορά ο δράστης, τότε είναι αντικειμενικά αναπόφευκτο και κατά συνέπεια μη καταλογιστό σε αυτόν.


Λαμβανομένου υπόψη ότι το εξ αμελείας έγκλημα συνίσταται στη μη καταβολή της οφειλόμενης αντικειμενικά επιμέλειας, γίνεται δεκτό ότι η παράλειψη ως έννοια είναι εγγενές στοιχείο κάθε είδους αμέλειας, είτε πρόκειται για έγκλημα τελούμενο με ενέργεια είτε με παράλειψη. Στην πρώτη περίπτωση, η παράλειψη συνίσταται στην πλημμέλεια της θετικής συμπεριφοράς του δράστη, το λεγόμενο «σφάλμα της ενέργειας»2, χωρίς όμως αυτό να αρκεί ώστε να στοιχειοθετείται τελικά εξ αμελείας έγκλημα τελούμενο δια παραλείψεως. Όταν, όμως, η πλημμελής συμπεριφορά συνίσταται αποκλειστικά σε παράλειψη, δηλαδή στην μη διενέργεια της επιβεβλημένης συμπεριφοράς, τότε πέρα από τις ανωτέρω αναφερθείσες προϋποθέσεις απαιτείται να συντρέχει και ιδιαίτερη νομική υποχρέωση του υπαιτίου, βάσει του άρθρου 15 ΠΚ. Σύμφωνα με το άρθρο 15 ΠΚ, το οποίο έχει ως εξής «1. Όπου ο νόμος για την ύπαρξη αξιόποινης πράξης απαιτεί να έχει επέλθει ορισμένο αποτέλεσμα, η μη αποτροπή του τιμωρείται όπως η πρόκλησή του με ενέργεια, αν ο υπαίτιος της παράλειψης είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να προβεί σε ενέργεια για την αποτροπή του αποτελέσματος. Η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση πηγάζει από το νόμο, σύμβαση ή προηγούμενη επικίνδυνη ενέργεια του υπαιτίου. 2. Στις περιπτώσεις των εγκλημάτων με παράλειψη ο δικαστής μπορεί να επιβάλει μειωμένη ποινή (άρθρο 83).», ο νόμος θεμελιώνει ευθύνη του δράστη, όταν αυτός βαρύνεται με ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να αποτρέψει ένα αποτέλεσμα και παραλείπει να το κάνει.


Σύμφωνα με νομολογία του Αρείου Πάγου3, πρόκειται για ειδική μορφή εγκλήματος, δεδομένου ότι η αντικειμενική υπόσταση τελείται δια παραλείψεως, η οποία εξομοιώνεται νομικά με την δι’ ενεργείας παραγωγή του αποτελέσματος. Η προϋπόθεση που τίθεται από την διάταξη είναι η ύπαρξη ιδιαίτερης, και όχι γενικής, υποχρέωσης του υπαιτίου για ενέργεια με στόχο την παρεμπόδιση του αποτελέσματος. Η υποχρέωση αυτή μπορεί να πηγάζει από ρητή διάταξη νόμου, από σύμβαση ή από ορισμένη συμπεριφορά του υπαιτίου από την οποία δημιουργήθηκε ο κίνδυνος του εγκληματικού αποτελέσματος. Κρίσιμο καθίσταται, λοιπόν, να διακρίνουμε αν το εκάστοτε εξ αμελείας έγκλημα τελείται με ενέργεια ή παράλειψη, ενώ προτεινόμενο κριτήριο από τον καθηγητή και δικηγόρο κ. Μυλωνόπουλο αποτελεί το εάν ο κανόνας επιμελείας που παραβιάσθηκε είναι απαγορευτικός ή επιτακτικός4. Έτσι, αν είναι απαγορευτικός, η παραβίαση συνίσταται αναγκαστικά σε ενέργεια θεμελιώνοντας έγκλημα ενέργειας, ενώ αν είναι επιτακτικός, περιέχει δηλαδή προσταγή προς τους αποδέκτες να πράξουν κάτι, τότε η παραβίαση του μπορεί να τελεσθεί μόνο με παράλειψη. Σε αυτή την περίπτωση, θα πρέπει να συντρέχουν και οι προϋποθέσεις του άρθρου 15 ΠΚ.


Εν προκειμένω, θα πρέπει να εξετάσουμε αν ο κατηγορούμενος παραβίασε πράγματι κάποιο αντικειμενικό καθήκον επιμελείας, το αποτέλεσμα του οποίου μπορούσε να προβλέψει και, με βάση υποκειμενικά κριτήρια, δηλαδή προσωπικές ικανότητες, γνώσεις, εμπειρία, να αποφύγει, και περαιτέρω αν συντρέχει στο πρόσωπό του κάποιος λόγος, ώστε να βαρύνεται με ιδιαίτερη επιμέλεια και προσοχή. Ειδικότερα, σύμφωνα με τα πραγματικά περιστατικά, ο κατηγορούμενος, που εν προκειμένω είναι επαγγελματίας οδηγός, ήταν σταματημένος με το όχημά του, και περίμενε να ανάψει το φανάρι για να ξεκινήσει. Στο μεταξύ το φανάρι για τους πεζούς ήταν κόκκινο, και παρά ταύτα ο παθών εκ του εγκλήματος, χωρίς, μάλιστα, να βρίσκεται σε διάβαση επιχείρησε να περάσει τον δρόμο. Την ίδια στιγμή ξεκίνησε το φορτηγό, με αποτέλεσμα τον τραυματισμό του παθόντος. Επιπλέον, γεγονός είναι ότι υπήρχε σημαντική διαφορά ύψους μεταξύ του παθόντος και του φορτηγού, κάτι το οποίο προκύπτει και με βάση τις μαρτυρικές καταθέσεις, με συνέπεια να μην είναι εφικτό στον οδηγό να δει τον παθόντα να περνάει, καθώς δεν ήταν αντικειμενικά ορατός από την θέση του οδηγού. Το αποτέλεσμα ήταν να προκληθεί βαριά σωματική βλάβη στον παθόντα και συγκεκριμένα ακρωτηριασμός του γονάτου του (άρθρο 310 ΠΚ).


Σύμφωνα, λοιπόν, με τα πραγματικά περιστατικά, όπως προκύπτουν από τα πρακτικά της ακροαματικής διαδικασίας, ο κατηγορούμενος την υπό κρίση στιγμή συμπεριφερόταν επιμελώς, από την άποψη ότι δεν προκύπτει να παραβιάζει κάποιο αντικειμενικό καθήκον επιμελείας του Κ.Ο.Κ., την στιγμή που ο παθών φαίνεται να πετάχτηκε αιφνιδίως μπροστά στο φορτηγό, επιχειρώντας να διασχίσει τον δρόμο, ενώ το φανάρι ήταν για τους πεζούς κόκκινο και ενώ δεν βρισκόταν σε διάβαση πεζών. Έτσι, η έγκαιρη πέδηση φαίνεται να ήταν ανθρωπίνως αδύνατη και άρα η προσβολή του εννόμου αγαθού αντικειμενικά αναπόφευκτη για τον μέσο συνετό και ευσυνείδητο άνθρωπο υπό τις ίδιες πραγματικές περιστάσεις. Στις περιπτώσεις, μάλιστα, υποθέσεων με αυτοκινητιστικά ατυχήματα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και η αρχή της εμπιστοσύνης που ισχύει μεταξύ των οδηγών, δηλαδή η αρχή ότι ο επιμελής οδηγός δικαιούται να πιστεύει ότι και οι άλλοι συμμετέχοντες στην οδική κυκλοφορία σέβονται τους κανόνες που την διέπουν5. Περαιτέρω συνέπεια της αρχής αυτής είναι η παραδοχή ότι δεν πράττει πλημμελώς ο οδηγός που δεν υπολόγισε τυχόν σφάλμα, παρανομία ή τροχαία παράβαση άλλου συμμετέχοντος στην οδική κυκλοφορία, είτε πρόκειται για άλλον οδηγό είτε για πεζό. Έτσι, με βάση την αρχή αυτή αποκλείεται η αντικειμενική παραβίαση καθήκοντος επιμελείας και κατ’ επέκταση το εξ αμελείας έγκλημα, όταν ο υπό κρίση κοινωνός συμπεριφέρεται κινούμενος μέσα στα όρια της αρχής αυτής. Επομένως, βάσει των ανωτέρω, δεν πληρούται εκ πρώτης όψεως η αντικειμενική υπόσταση της εξ αμελείας σωματικής βλάβης.


Ωστόσο, στην προκειμένη περίπτωση θα πρέπει να ληφθεί υπόψη και το πρόσθετο στοιχείο ότι ο κατηγορούμενος είναι επαγγελματίας οδηγός και συνεπώς οφείλει λόγω της ιδιότητας του αυτής να επιδεικνύει μεγαλύτερη επιμέλεια και προσοχή από ότι ο μέσος κοινωνός. Το γεγονός αυτό έχει συνέπεια όχι μόνο ως προς την αυξημένη ευθύνη που βαρύνει τον επαγγελματία οδηγό αλλά και ως προς την άσκηση της ποινικής δίωξης, η οποία σε τέτοιες περιπτώσεις είναι αυτεπάγγελτη αντί της κατ’ έγκληση στις λοιπές υποθέσεις σωματικής βλάβης εξ αμελείας. Ο νόμος, δηλαδή, αξιώνει από τον οδηγό οχήματος να καταβάλει ιδιαίτερη επιμέλεια και προσοχή λόγω ακριβώς της υπηρεσίας ή του επαγγέλματός του (άρθρο 315§1 ΠΚ), θεμελιώνοντας στο πρόσωπό του ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να αποτρέψει την επέλευση ενός αξιόποινου αποτελέσματος (άρθρο 15 ΠΚ). Η ιδιαίτερη αυτή υποχρέωση εδώ στηρίζεται στο νόμο και ειδικότερα στο νομικό καθεστώς που προσδιορίζει τις υποχρεώσεις του επαγγελματία οδηγού. Μολοταύτα, παρά την ιδιαίτερη νομική υποχρέωση που υφίσταται εν προκειμένω στο πρόσωπο του κατηγορουμένου και η οποία αποτελεί την βάση για την αυξημένη ευθύνη αυτού έναντι του μέσου κοινωνού, για να τύχει εφαρμογής το άρθρο 15 ΠΚ θα πρέπει το έγκλημα να έχει τελεστεί αποκλειστικά με παράλειψη. Στην υπό κρίση υπόθεση, ο κατηγορούμενος δεν φαίνεται να παραβίασε κάποιον επιτακτικό κανόνα δικαίου, ώστε να γίνει δεκτό ότι η αμέλειά του συνίσταται σε παράλειψη. Εξ αυτού του λόγου, δεν μπορεί να υπαχθεί η συγκεκριμένη υπόθεση στο άρθρο 15 ΠΚ, αλλά αρκούν τα άρθρα 314,315 ΠΚ, για να στοιχειοθετηθεί η αξιόποινη συμπεριφορά του κατηγορουμένου, αφού στην παράγραφο 1 του τελευταίου θεμελιώνεται και αυξημένη ευθύνη αυτού λόγω του επαγγέλματός του.


Το Δικαστήριο, λοιπόν, στηριζόμενο στην ιδιότητα του κατηγορουμένου ως επαγγελματία οδηγού έκρινε ότι αυτός δεν κατέβαλε την επιμέλεια που όφειλε, καθόσον λόγω του γεγονότος αυτού έπρεπε να έχει περισσότερο τεταμένη την προσοχή του και να ασκεί καλύτερη εποπτεία επί του οχήματος που οδηγούσε. Μάλιστα, μεταξύ των κανόνων που διέπουν την οδηγική συμπεριφορά των επαγγελματίων οδηγών αναφέρεται συγκεκριμένα η υποχρέωση να είναι εξαιρετικά προσεκτικοί ως προς την τυφλή γωνία του οχήματος, που τους εμποδίζει να δουν μικρότερους χρήστες του οδικού δικτύου, π.χ. πεζούς6. Έτσι, έγινε δεκτή στο πρόσωπό του αμέλεια, υπό την ειδικότερη μορφή της άνευ συνειδήσεως («χωρίς να προβλέψει το αξιόποινο αποτέλεσμα»), και συνεπώς κρίθηκε ένοχος για την εξ αμελείας βαριά σωματική βλάβη εναντίον του παθόντος.


Στο σημείο αυτό, αξίζει να σχολιασθεί και η προβληματική του άρθρου 314ΠΚ, που παρ’ ότι τροποποιήθηκε με το Ν.4619/2019, δεν επήλθε αλλαγή ως προς το εξής τμήμα: σύμφωνα με την διάταξη αυτή, υπάγονται όλες οι μορφές σωματικής βλάβης στην ίδια νομοθετική ρύθμιση, χωρίς να γίνεται διαβάθμιση της ποινής αναλόγως με την σοβαρότητα της προκληθείσας βλάβης. Μόνο για την όλως ελαφρά σωματική βλάβη προβλέπεται διαφορετική ρύθμιση («Αν η σωματική βλάβη που προκλήθηκε είναι εντελώς ελαφρά, επιβάλλεται παροχή κοινωφελούς εργασίας ή χρηματική ποινή»), ενώ αξίζει να σημειωθεί ότι η σειρά με την οποία επαπειλούνται οι ποινικές κυρώσεις δεν υποδεικνύει στον δικαστή από ποια ποινή να ξεκινήσει. Αυτό προκύπτει από την διάζευξη μεταξύ τους, που υποδηλώνει ότι πρόκειται για ισοδύναμα μεγέθη («Όποιος από αμέλεια προκαλεί σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας άλλου τιμωρείται με παροχή κοινωφελούς εργασίας ή χρηματική ποινή ή φυλάκιση έως δύο έτη). Το ερώτημα που ανακύπτει είναι εάν κατορθώνει η διάταξη αυτή να αποτυπώσει τελικά το άδικο της κάθε πράξης μέσα από την επιβαλλόμενη ποινή και κατ’ επέκταση να αποδώσει δικαιοσύνη στον παθόντα του εγκλήματος. Αξιοσημείωτο, επίσης, είναι ότι κάθε περίπτωση εξ αμελείας σωματικής βλάβης ως πλημμέλημα τιμωρείται με ανώτερη προβλεπόμενη ποινή την ποινή φυλάκισης έως 5 έτη. Λαμβανομένου, ωστόσο, υπόψη ότι συνήθως η ποινή για το σχετικό έγκλημα κυμαίνεται στους 12-15 μήνες φυλάκισης7 και ότι βάσει του δικαιικού μας συστήματος, και συγκεκριμένα του άρθρου 99 ΠΚ, που χορηγεί αναστολή εκτέλεσης της ποινής σε πλημμελήματα των οποίων η ποινή φυλάκισης δεν υπερβαίνει τα τρία έτη, οδηγούμαστε στο προβληματικό ενδεχομένως συμπέρασμα, ο υπαίτιος βαριάς σωματικής βλάβης που ευθύνεται με υπαιτιότητα διότι παραβίασε κάποιο καθήκον επιμελείας, αντικειμενικά και υποκειμενικά, να απολαμβάνει ιδιαίτερα ευνοϊκή μεταχείριση, χωρίς να δικαιώνεται ο παθών, όταν ο ίδιος καθόλου δεν ευθύνεται για την βλάβη που υπέστη. Για τον λόγο αυτό, θα ήταν ενδεχομένως δόκιμο, να τροποποιηθεί το άρθρο με κατεύθυνση τέτοια, ώστε να γίνεται διαβάθμιση της επιβαλλόμενης ποινής, αναλόγως της σοβαρότητας της σωματικής βλάβης που προκλήθηκε με την εξ αμελείας πράξη, σταθμίζοντας έτσι τα συμφέροντα τόσο του υπαιτίου όσο και του παθόντος.


Β) Αυτεπάγγελτη ή κατ’ έγκληση ποινική δίωξη


Σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 315 ΠΚ, και μετά την τροποποίηση με το νέο νόμο σύμφωνα με το άρθρο 314§28, η εξ αμελείας σωματική βλάβη διώκεται κατ’ αρχήν κατ’ έγκληση, εκτός εάν ο υπαίτιος ήταν οδηγός οχήματος ή υπόχρεος λόγω της υπηρεσίας ή του επαγγέλματός του να καταβάλει ιδιαίτερη επιμέλεια ή προσοχή, οπότε ασκείται αυτεπαγγέλτως. Διευκρινίζεται, βέβαια, ότι ο παραπάνω οδηγός εμπίπτει στο προηγούμενο εδάφιο της αυτεπάγγελτης δίωξης, εφόσον μεταφέρει επιβάτες ή πράγματα με σκοπό βιοπορισμού, ενώ αν δεν συντρέχει αυτή η προϋπόθεση, η ποινική δίωξη ασκείται μεν αυτεπαγγέλτως, αλλά αν ο παθών δηλώσει ότι δεν επιθυμεί την δίωξη του δράστη, ο εισαγγελέας με διάταξή του οφείλει να απέχει από αυτήν.

Με βάση το ποινικό μας σύστημα, ισχύει ο κανόνας της αυτεπάγγελτης δίωξης των εγκλημάτων από την κατηγορούσα αρχή δηλαδή τον εισαγγελέα, με οποιονδήποτε τρόπο και αν αυτός λαμβάνει γνώση του εγκλήματος (άρθρο 37 ΚΠΔ). Από την άλλη πλευρά, σε όσα εγκλήματα ορίζει ρητά ο νόμος, π.χ. κλοπή ευτελούς αξίας, ή αυτά στο οποία δράστης και θύμα συνδέονται με στενή σχέση, η ποινική δίωξη ασκείται μόνο μετά από πρωτοβουλία του παθόντος, υποβάλλοντας έγκληση στον εισαγγελέα.

Εν προκειμένω, στο έγκλημα της εξ αμελείας σωματικής βλάβης ο νομοθέτης θέσπισε την κατ’ έγκληση ποινική δίωξη του δράστη, σταθμίζοντας το καθήκον επιμελείας και αποδεχόμενος ότι όλοι οι άνθρωποι μπορεί να προκαλέσουν σωματική βλάβη από αμέλεια. Γι’ αυτόν τον λόγο εναπόκειται στην ευχέρεια του θύματος αν θα επιδιώξει να ασκηθεί εναντίον του δράστη ποινική δίωξη, αναλόγως και της βαρύτητας της σωματικής κάκωσης ή βλάβης της υγείας του. Όμως, αναφορικά με ορισμένα πρόσωπα, λόγω της αυξημένης επικινδυνότητας του επαγγέλματος τους και της κατ’ επέκταση υποχρέωσης προς μεγαλύτερη επιμέλεια που συνοδεύει το επάγγελμα αυτό, καθιέρωσε εξαίρεση στον παραπάνω κανόνα, θεσπίζοντας την αυτεπάγγελτη δίωξη. Θεωρεί, δηλαδή, ο νομοθέτης ότι αν τελεστεί εξ αμελείας σωματική βλάβη από αυτά τα πρόσωπα δεν θα πρέπει να εναπόκειται στο θύμα η άσκηση ή μη της ποινικής δίωξης.


Ένας επιπλέον λόγος για την καθιέρωση της αυτεπάγγελτης δίωξης στο εξ αμελείας έγκλημα παρ’ υποχρέου είναι ότι αυτή εξυπηρετεί την συλλογή αποδεικτικού υλικού, καθώς στις περιπτώσεις τροχαίων ατυχημάτων, ακολουθείται η διαδικασία των αυτόφωρων εγκλημάτων με την διενέργεια της αστυνομικής προανάκρισης βάσει άρθρου 245§2 ΚΠΔ9. Σύμφωνα με την διαδικασία αυτή, δίνεται το δικαίωμα στους ανακριτικούς υπαλλήλους να διενεργήσουν ανακριτικές πράξεις κατ’ εξαίρεση με ίδια πρωτοβουλία, χωρίς δηλαδή την προηγούμενη παραγγελία από τον εισαγγελέα, όπως επιβάλλεται κατ’ αρχήν. Στόχος της διαδικασίας αυτής είναι η άμεση καταγραφή και συλλογή αποδεικτικού υλικού, το οποίο υπάρχει κίνδυνος να αλλοιωθεί, αν δεν συγκεντρωθεί και εξεταστεί αμέσως μετά το συμβάν. Αξίζει, βέβαια, να σημειωθεί ότι από την στιγμή που η προανάκριση δεν αποτελεί πλέον τρόπο κίνησης της ποινικής δίωξης, συνήθως ο εισαγγελέας, μόλις του διαβιβαστεί η δικογραφία, θα κινηθεί βάσει του άρθρου 43 ΚΠΔ και θα διατάξει επιπλέον την διενέργεια συμπληρωματικής προκαταρκτικής εξέτασης, προκειμένου να γίνει συλλογή όλων των απαιτούμενων αποδεικτικών στοιχείων.


Επομένως, είναι σαφές ότι λόγω της αυξημένης ευθύνης των προαναφερθέντων προσώπων, αντίστοιχα έχει ρυθμιστεί και η κίνηση της ποινικής δίωξης σε βάρος τους, με σκοπό την καλύτερη νομική αντιμετώπιση των τροχαίων ατυχημάτων από επαγγελματίες οδηγούς.



Γ) Έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας


Σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 93 του Συντάγματος «Κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη και απαγγέλλεται σε δημόσια συνεδρίαση». Επιπλέον, στην παράγραφο 1 του άρθρου 139 ΚΠΔ ορίζεται ότι « Οι αποφάσεις, οι ποινικές διαταγές και τα βουλεύματα, καθώς και οι διατάξεις του ανακριτή και του εισαγγελέα, πρέπει να αιτιολογούνται ειδικά και εμπεριστατωμένα, ενώ η καταδικαστική απόφαση και το παραπεμπτικό βούλευμα πρέπει να αναφέρουν και τον αριθμό του άρθρου του ποινικού νόμου που εφαρμόζεται. Μόνη η επανάληψη της διατύπωσης του νόμου δεν αρκεί για την αιτιολογία.». Στις προαναφερθείσες διατάξεις κατοχυρώνεται η υποχρέωση του δικαστή κατά την έκδοση της απόφασης να αιτιολογεί αυτήν ειδικά και εμπεριστατωμένα, ενώ το γεγονός ότι η υποχρέωση αυτή απολαμβάνει συνταγματικής κατοχύρωσης αναδεικνύει την σπουδαιότητά της. Γίνεται, επίσης, δεκτό ότι η υποχρέωση αυτή απορρέει και από το άρθρο 6 παράγραφος 1 της ΕΣΔΑ, που κατοχυρώνει το δικαίωμα στην δίκαιη δίκη, από την άποψη ότι αυτό στερείται νοήματος, αν τα αιτήματα και οι ισχυρισμοί των διαδίκων δεν εξετάζονται επαρκώς από το αρμόδιο δικαστήριο και κατ’ επέκταση όταν η δικανική πεποίθηση δεν αιτιολογείται ειδικά και εμπεριστατωμένα, ιδίως ως προς τις ουσιώδεις όψεις των πραγματολογικών και νομικών επιχειρημάτων που επιδρούν ουσιαστικά στην έκβαση της δίκης.10


Αρχικά, ως ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία θεωρείται εκείνη που αναφέρει με σαφήνεια και πληρότητα, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, που έλαβε υπόψη το Δικαστήριο για τον σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης περί πλήρωσης ή μη των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων ενός εγκλήματος, καθώς και τα αποδεικτικά μέσα που στήριξαν την πεποίθηση αυτή. Επιπλέον αναφέρει τους νομικούς συλλογισμούς, βάσει των οποίων έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που εφαρμόσθηκαν.11 Παρ’ ότι από τη νομολογία του Αρείου Πάγου γίνεται δεκτή, ως προς τα αποδεικτικά μέσα που λήφθηκαν υπόψη, η απλή αναφορά αυτών και όχι ο προσδιορισμός επί των συγκεκριμένων αποδείξεων που στήριξαν τον δικανικό συλλογισμό, με βάση το άρθρο 177§1 ΚΠΔ απαιτείται πλέον από τους δικαστές να εκθέτουν πάντα με περισσότερη σαφήνεια τα συγκεκριμένα αποδεικτικά μέσα που οδήγησαν στην δικανική κρίση. Αυτό ισχύει ιδίως όταν προσάγονται αποδεικτικά μέσα αντίθετου περιεχομένου, οπότε το δικαστήριο οφείλει να αναφέρει στην αιτιολογία της απόφασης γιατί πείστηκε από συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο και όχι από το αντίθετό του12.


Στην προκειμένη περίπτωση, το δικαστήριο έχει μεν αναφέρει τα αποδεικτικά μέσα στα οποία στηρίχθηκε για τον σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης, χωρίς ωστόσο να προκύπτει το πώς πείστηκε για την ενοχή του κατηγορουμένου. Αρκείται, δηλαδή, το δικαστήριο σε μία άκρως συνοπτική αιτιολογία που, κατά την άποψή μου δεν φαίνεται να επαρκεί για την υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών τους στα άρθρα 1, 14, 26, 28, 314 παρ.1α, 315 παρ.1 ΠΚ, από την οποία να συνάγεται η πλήρωση της ειδικής υπόστασης της εξ αμελείας σωματικής βλάβης. Λαμβανομένου, μάλιστα, υπόψη ότι από τις μαρτυρικές καταθέσεις, και ιδίως του αυτόπτη μάρτυρα, υπάρχουν αντίθετες προς την ενοχή του κατηγορουμένου δηλώσεις, θα έπρεπε το δικαστήριο να προσδιορίσει το αποδεικτικό εκείνο στοιχείο που το έπεισε για την εν λόγω ενοχή. Για τους λόγους αυτούς, θεωρώ ότι λείπει η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία που απαιτείται κατά νόμο και συνεπώς η απόφαση θα πρέπει να προσβληθεί με έφεση, βάσει του άρθρου 489α) ΚΠΔ, αφού είναι και εκκλητή κατά τους περιορισμούς του νόμου, ώστε να γίνει εκ νέου κρίση της υπόθεσης από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο.



ΙΙΙ. Συμπεράσματα


Συμπερασματικά, θα μπορούσε να λεχθεί ότι οι περιπτώσεις τροχαίων ατυχημάτων από πρόσωπα που βαρύνονται με αυξημένη ευθύνη λόγω του επαγγέλματός τους είναι ιδιόμορφες περιπτώσεις, που εμφανίζουν δυσχέρειες ως προς την απόδοση υπαιτιότητας στον οδηγό. Αφενός είναι ενδεχόμενο αυτός να μην παραβιάζει κάποιο καθήκον επιμελείας με κριτήριο τον μέσο συνετό άνθρωπο, αφετέρου, όμως, είναι τέτοια η φύση του επαγγέλματός του, που απαιτείται τελικώς να αξιώνει η έννομη τάξη από αυτόν να είναι ακόμα περισσότερο προσεκτικός, επιρρίπτοντάς του μεγαλύτερη ευθύνη. Κατά την άποψή μου, αυτό είναι δογματικά και ηθικά ορθό, σε περιπτώσεις που πράγματι θα μπορούσε ο οδηγός να έχει περισσότερο τεταμένη την προσοχή του, αποτρέποντας με τον τρόπο αυτό την επέλευση του αξιόποινου αποτελέσματος. Υπάρχουν, ωστόσο, και περιπτώσεις, στις οποίες δεν θα πρέπει να επωμίζεται ο οδηγός, ως ο ισχυρός έναντι του «αδύναμου» πεζού, το σφάλμα του τελευταίου, όταν είναι πρόδηλο ότι ο πρώτος ούτε καταβάλλοντας την μέγιστη δυνατή επιμέλεια του μέσου ανθρώπου του κύκλου του, δεν θα μπορούσε να προβλέψει και να αποφύγει το αποτέλεσμα. Θα πρέπει, δηλαδή, να γίνεται πραγματική ad hoc κρίση κάθε φορά και να μην προδικάζεται η ευθύνη του επαγγελματία οδηγού εκ μόνου του λόγου ότι φέρει αυτήν την ιδιότητα.


 

1 Μυλωνόπουλος, Χ. Χ. (2020). ΠοινικόΔίκαιο, Γενικό Μέρος (2η εκδ.).Π.Ν. Σάκκουλας, σ.315-316

2 ΑνδρουλάκηςΙ, 318, Η εξωτερική αμέλεια, ΠΧ Κ (1970) 93

3 ΑΠ 1527/2010, ΑΠΟλ 4/2010, ΑΠ 1530/2008

4 Μυλωνόπουλος, Χ. Χ. (2020). Ποινικό Δίκαιο, ΓενικόΜέρος (2η εκδ.).Π.Ν. Σάκκουλας, σ.320-321

5 Μυλωνόπουλος, Χ. Χ. (2020). Ποινικό Δίκαιο, ΓενικόΜέρος (2η εκδ.).Π.Ν. Σάκκουλας, σ.328-330

6 Τι πρέπει να ελέγχει ο οδηγός φορτηγού. (2010). International Road Transport Union. https://ec.europa.eu/transport/road_safety/sites/default/files/pdf/truck_driver_check_list_el.pdf

7 Team, D. (2021, May 30). Ανδριάνα Ζαχαρίου: Τροχαίο στη Βουλή – Ποινική μεταχείριση τροχαίων κατά τον Ποινικό Κώδικα. Dikastiko.gr. https://www.dikastiko.gr/articles/andriana-zacharioy-trochaio- sti-voyli-poiniki-metacheirisi-trochaion-kata-ton-poiniko- kodika/?fbclid=IwAR1sZW8PmE3RMhtFK7X8edm0DYDaOccmM3q5_vNeapfji2ZtBOj5CeQQzMs

8 Άρθρο 314§2 ΠΚ: «2. Για την ποινική δίωξη της πράξης της προηγούμενης παραγράφου απαιτείται έγκληση. Η δίωξη είναι αυτεπάγγελτη αν ο υπαίτιος ήταν οδηγός οχήματος ή υπόχρεος λόγω της υπηρεσίας ή του επαγγέλματος του να καταβάλει ιδιαίτερη επιμέλεια ή προσοχή. Όταν ο υπαίτιος οδηγός οχήματος δεν μεταφέρει επιβάτες ή πράγματα με σκοπό βιοπορισμού, η ποινική δίωξη ασκείται αυτεπαγγέλτως, ο εισαγγελέας όμως με διάταξή του απέχει από την ποινική δίωξη αν ο παθών δηλώσει ότι δεν επιθυμεί την ποινική δίωξη του δράστη. Αν η δήλωση υποβληθεί μετά την άσκηση ποινικής δίωξης, το δικαστήριο παύει οριστικά αυτήν.»

9 Τριανταφύλλου, Α. Στ. (2019, Σεπτέμβρης 20–21). «Η ΑΠΟΔΕΙΞΗ ΣΤΑ ΤΡΟΧΑΙΑ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ» [Εισήγηση]. «ΤΟ ΤΡΟΧΑΙΟ ΑΤΥΧΗΜΑ – ΠΟΙΝΙΚΗ ΚΑΙ ΑΣΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΕΜΠΕΛΚΟΜΕΝΩΝ», Ροδόπη, Ελλάδα.

10 Καρράς, Α, (2020). Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο (7η εκδ.), Νομική Βιβλιοθήκη, Βλ. Λ-Α Σισιλιάνο, Ερμ. ΕΣΔΑ με περαιτέρω παραπομπές στη νομολογία του ΕΔΔΑ, 2η εκδ., σελ.287

11 Καρράς, Α, (2020). Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο (7η εκδ.), Νομική Βιβλιοθήκη

12 ΑΠ 129/2007, ΝοΒ 55 (2007), 1406, ΑΠ 394/2015 ΠΧρ ΞΣΤ, 2016, 608 επ.


 

Βιβλιογραφία

1. Ανδρουλάκης Ι, 318, Η εξωτερική αμέλεια, ΠΧ Κ (1970) 93

2. Καρράς, Α, (2020). Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο (7η εκδ.), Νομική Βιβλιοθήκη

3. Λ-Α Σισιλιάνος, Ερμ. ΕΣΔΑ με περαιτέρω παραπομπές στη νομολογία του ΕΔΔΑ, 2η εκδ

4. Μυλωνόπουλος, Χ. Χ. (2020). Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος (2η εκδ.). Π.Ν. Σάκκουλας

5. Τι πρέπει να ελέγχει ο οδηγός φορτηγού. (2010). International Road Transport Union. https://ec.europa.eu/transport/road_safety/sites/default/files/pdf/truck_driver_check_list_el.pdf

6. Τριανταφύλλου, Α. Στ. (2019, Σεπτέμβρης 20–21). «Η ΑΠΟΔΕΙΞΗ ΣΤΑ ΤΡΟΧΑΙΑ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ» [Εισήγηση]. «ΤΟ ΤΡΟΧΑΙΟ ΑΤΥΧΗΜΑ – ΠΟΙΝΙΚΗ ΚΑΙ ΑΣΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΕΜΠΕΛΚΟΜΕΝΩΝ», Ροδόπη, Ελλάδα.

7. ΑΠ 1527/2010, ΑΠΟλ 4/2010, ΑΠ 1530/2008 (Ισοκράτης)

8. Team, D. (2021, May 30). Ανδριάνα Ζαχαρίου: Τροχαίο στη Βουλή – Ποινική μεταχείριση

τροχαίων κατά τον Ποινικό Κώδικα. Dikastiko.gr. https://www.dikastiko.gr/articles/andriana- zacharioy-trochaio-sti-voyli-poiniki-metacheirisi-trochaion-kata-ton-poiniko- kodika/?fbclid=IwAR1sZW8PmE3RMhtFK7X8edm0DYDaOccmM3q5_vNeapfji2ZtBOj5Ce QQzMs


 

Γκρέκα Κατερίνα,

Προπτυχιακή φοιτήτρια τετάρτου έτους, Νομική Σχολή ΕΚΠΑ,

Μέλος της ομάδας σχολιασμού δικαστικών αποφάσεων του The Law Project-Τομέας Ποινικού Δικαίου




54 views0 comments
bottom of page