Της Σταματοπούλου Παναγιώτας
Αποσπάσματα της πρωτόδικης απόφασης
«…Όντας υπόχρεος από το επάγγελμά του, ως οδηγού αυτοκινήτου, σε ιδιαίτερη επιμέλεια και προσοχή κατά την πορεία του αυτοκινήτου του, από αμέλειά του, δηλαδή από την έλλειψη της προσοχής που όφειλε από τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, προξένησε με το όχημά του και κατά την οδήγησή του, σωματική κάκωση και βλάβη της υγείας σε άλλον, χωρίς να προβλέψει το αξιόποινο αποτέλεσμα που παράχθηκε από την παρακάτω πράξη του… δεν μπόρεσε να εκτελέσει τους αναγκαίους χειρισμούς για να αποφύγει τον πεζό που διέσχιζε κάθετα το οδόστρωμα της πιο πάνω οδού και από δεξιά προς αριστερά εκτός σε σχέση με την πορεία του εκτός διαβάσεως πεζών, αν και αντιλήφθηκε έγκαιρα αυτόν, με αποτέλεσμα να τον παρασύρει και να του προξενήσει τραυματικό ακρωτηριασμό κάτωθεν του γόνατος αρ… η πράξη για την οποία κηρύχθηκε ένοχος με ελαφρυντικά αρ. 84 παρ.2 εδ.ε’ ΠΚ ο κατηγορούμενος προβλέπεται και τιμωρείται από τις διατάξεις των άρθρων: Για παράβαση των άρθρων 1, 14, 26, 28, 314 παρ.1α, 315 παρ.1 ΠΚ, όπως το άρθρο 314 τούτο αντικ. με το άρθρο 16 του ν.1419/84 και το άρθρο 315 τούτου αντικ. με άρθρο 1 παρ.11 ν.2207/94… καταδικάζει τον κατηγορούμενο σε ποινή φυλάκισης οκτώ (8) μηνών…επειδή ο κατηγορούμενος πληροί τις προϋποθέσεις της διάταξης του άρθρου 99 του ΠΚ, πρέπει να ανασταλεί η επιβληθείσα σε αυτόν ποινή για χρονικό διάστημα τριών (3) ετών…».
Περίληψη της απόφασης
Στην παρούσα απόφαση κρίνεται εις βάρος του κατηγορουμένου μία υπόθεση σωματικής βλάβης από αμέλεια (άρθρο 314 παρ.1 εδ.α’ ΠΚ), ενώπιον του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Όπως προκύπτει από τις μαρτυρικές καταθέσεις και τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, μεταξύ των οποίων και από την απολογία του κατηγορουμένου, τα πραγματικά περιστατικά έχουν ως εξής: ο παθών, περιμένοντας στη διάβαση πεζών, αποφασίζει να περάσει τον δρόμο εκτός της διαβάσεως αυτής μέσα από σταθμευμένα αυτοκίνητα και ενώ ακόμα το φανάρι ήταν κόκκινο για τους πεζούς. Ο ίδιος, ευρισκόμενος σε μηδενική απόσταση από την νταλίκα και σε συνδυασμό με το μέτριο ανάστημά του, δεν έγινε αντιληπτός από τον κατηγορούμενο, ο οποίος δεν είχε ορατότητα από το κάθισμα του οδηγού, λόγω του ότι η θέση του είναι αρκετά ψηλά και η μπροστινή όψη της νταλίκας είναι απόλυτα κάθετη.
Ο κατηγορούμενος αντιλήφθηκε τον παθόντα τη στιγμή που το σώμα του ακούμπησε στον μπροστινό αριστερό τροχό, αλλά μπόρεσε να ακινητοποιήσει το όχημα μόνο μετά από 6,5 μέτρα, λόγω και του βάρους (15 τόνοι) που το ίδιο έφερε, οπότε και δεν θα μπορούσε να ακινητοποιηθεί ακαριαία, παρ’ όλο που οδηγούσε με μικρή ταχύτητα. Όλα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα τον ακρωτηριασμό του αριστερού ποδιού του παθόντος από το γόνατο και κάτω. Έτσι, ο κατηγορούμενος κρίθηκε ένοχος για τη διάπραξη σωματικής βλάβης από αμέλεια και καταδικάστηκε σε φυλάκιση 8 μηνών με τριετή αναστολή.
Νομικά ζητήματα
Σύμφωνα με το άρθρο 314 παρ.1 εδ.α’ ΠΚ: «Όποιος από αμέλεια προκαλεί σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας άλλου τιμωρείται με παροχή κοινωφελούς εργασίας ή χρηματική ποινή ή φυλάκιση ως 2 έτη». Επομένως, για την πλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης της αξιόποινης πράξης της σωματικής βλάβης από αμέλεια απαιτείται: α) αντικειμενικό σφάλμα, β) υλικό αντικείμενο, γ) σωματική βλάβη ως αποτέλεσμα, δ) αντικειμενικός αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ σφάλματος και βλάβης[1]. Ως αντικειμενικό σφάλμα θεωρείται είτε η παράβαση γραπτού κανόνα που ρυθμίζει μία από τη φύση της επικίνδυνη συμπεριφορά, είτε η παράβαση κανόνα συμπεριφοράς τέτοιας επικίνδυνης δραστηριότητας, έστω και αν ο κανόνας αυτός είναι άγραφος, εφόσον προσδιορίζει τον ασφαλέστερο τρόπο σύμφωνα με την αντίστοιχη τέχνη ή επιστήμη[2]. Άρρηκτα συνδεδεμένη με το ζήτημα του αντικειμενικού σφάλματος είναι η εφαρμογή της αρχής της εμπιστοσύνης, δηλαδή εάν, προκειμένου να αποκλειστεί η εξωτερική του αμέλεια, ο δράστης της επικίνδυνης δραστηριότητας έχει υποχρέωση να τηρεί τους κανόνες επιμελείας πιστεύοντας πως και οι άλλοι κοινωνοί θα τηρήσουν αντίστοιχα τους κανόνες αυτούς καταβάλλοντας την απαιτούμενη επιμέλεια ή θα πρέπει ο ίδιος να επιδεικνύει ιδιαίτερα αυξημένη προσοχή, λαμβάνοντας υπόψιν ότι κάποιος άλλος ενδέχεται να μην τηρήσει τους κανόνες αυτούς[3]. Συνεπώς, η αρχή της εμπιστοσύνης κάμπτεται όταν αναμένεται το λάθος κάποιου άλλου (είτε του θύματος είτε τρίτου), είτε διότι ο τελευταίος δεν κρίνεται άξιος εμπιστοσύνης (πχ λόγω απειρίας, μέθης, ανηλικότητας), είτε διότι πρόκειται για ένα λάθος συνηθισμένο στην καθημερινότητα (πχ ένας πεζός διασχίζει τον δρόμο εκτός της διάβασης) και απαιτείται αυξημένη προσοχή και ετοιμότητα προκειμένου να αντιμετωπιστεί το λάθος αυτό[4]. Επομένως, εκ του λόγου αυτού, ο κατηγορούμενος εν προκειμένω πληροί την αντικειμενική υπόσταση του άρθρου 314 παρ.1 εδ.α’ ΠΚ, αφού διέπραξε αντικειμενικό σφάλμα μη λαμβάνοντας υπόψιν του κατά την οδήγησή του το ενδεχόμενο να διασχίσει εκτός διαβάσεως τον δρόμο κάποιος πεζός, σφάλμα το οποίο οδήγησε αιτιωδώς στη σωματική βλάβη του παθόντος (ακρωτηριασμός του ποδιού του).
Όσον αφορά στην υποκειμενική υπόσταση του άρθρου 314 παρ.1 εδ.α’ ΠΚ, απαιτείται αμέλεια του δράστη. Σύμφωνα με το άρθρο 28 ΠΚ: «Από αμέλεια πράττει όποιος από έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει είτε δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του, είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν». Έχουμε, λοιπόν, μία διττή διάκριση της υποκειμενικής αμέλειας. Πρώτον, την «άνευ συνειδήσεως», όταν ο δράστης δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα και την «ενσυνείδητη», όταν ο δράστης πρόβλεψε μεν το αξιόποινο αποτέλεσμα, πίστεψε δε ότι αυτό δεν θα πραγματωθεί[5]. Από τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως προκύπτει πως ο δράστης βαρύνεται με άνευ συνειδήσεως αμέλεια, αφού υποκειμενικά παρέβη το καθήκον επιμελείας του να προσέχει για τυχόν διερχομένους εκτός διαβάσεως πεζούς κατά την οδήγησή του, ενώ ταυτόχρονα δεν προέβλεψε την πιθανότητα αυτή, παρ’ όλο που είχε τη δυνατότητα[6].
Βάσει των παραπάνω και όπως προκύπτει από τα άρθρα 314 παρ.1 και 53 ΠΚ, η επαπειλούμενη στον νόμο ποινή για την αξιόποινη πράξη της εξ αμελείας σωματικής βλάβης είναι είτε παροχή κοινωφελούς εργασίας, είτε χρηματική ποινή, είτε φυλάκιση από 10 μέρες ως 2 έτη. Το δικαστήριο εν προκειμένω, αφού έλαβε υπόψιν – μεταξύ άλλων – τη βαρύτητα του εγκλήματος που τέλεσε ο κατηγορούμενος καθώς και την προσωπικότητά του, κήρυξε ένοχο τον ίδιο, ενώ ταυτόχρονα αναγνωρίστηκε υπέρ του το ελαφρυντικό της περίπτωσης ε’ του άρθρου 84 παρ.2 ΠΚ (συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του, ακόμα και κατά την κράτησή του). Έτσι, τελικά ο ίδιος καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης οκτώ (8) μηνών, όπως επίσης και στην καταβολή των εξόδων της δίκης (80 ευρώ), καθώς και σε καταβολή χρηματικής αποζημίωσης ως ικανοποίησης ηθικής βλάβης λόγω του αδικήματος (40 ευρώ).
Παράλληλα, βάσει του άρθρου 99 ΠΚ, το δικαστήριο ανέστειλε την ποινή φυλάκισης του κατηγορουμένου των οκτώ (8) μηνών για μία τριετία, αφού ο ίδιος πληροί τις προϋποθέσεις της εν λόγω διάταξης, διότι καταδικάστηκε σε ποινή βραχύτερη των τριών ετών.
Όσον αφορά στο δικονομικό σκέλος, εν προκειμένω τηρήθηκε η δέουσα διαδικασία στο ακροατήριο, όπως αυτή διαμορφώνεται βάσει των άρθρων 339 επ. ΚΠΔ[7]. Ειδικότερα, η διευθύνουσα τη συζήτηση έλαβε την ταυτότητα του κατηγορουμένου και του συνέστησε να προσέχει την κατηγορία και τη σχετική συζήτηση[8], ενώ στη συνέχεια κάλεσε τον ίδιο να διατυπώσει συνοπτικά τη θέση του επί της κατηγορίας, ενημερώνοντάς τον πως έχει το δικαίωμα αφενός να αντιτάξει στην κατηγορία πλήρη έκθεση των ισχυρισμών του και αφετέρου να διατυπώσει τις παρατηρήσεις του ύστερα από την εξέταση κάθε μάρτυρα ή την έρευνα οποιουδήποτε άλλου αποδεικτικού μέσου[9]. Έπειτα, η εισαγγελέας απήγγειλε με συνοπτική ακρίβεια την κατηγορία και η διευθύνουσα τη συζήτηση υπενθύμισε στον κατηγορούμενο πως θα απολογηθεί αφού τελειώσει η αποδεικτική διαδικασία[10]. Κατά τον τρόπο αυτό ξεκίνησε η αποδεικτική διαδικασία (άρθρα 350 επ. ΚΠΔ) και εξετάστηκαν συνολικά 3 μάρτυρες, αναγνώσθηκαν 9 έγγραφα, ενώ στο τέλος κλήθηκε ο κατηγορούμενος να απολογηθεί. Μετά το πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας, δόθηκε ο λόγος πρώτα στην εισαγγελέα, έπειτα στον παριστάμενο προς υποστήριξη της κατηγορίας και τέλος στον κατηγορούμενο, ο οποίος έχει πάντοτε το δικαίωμα να μιλήσει τελευταίος[11], οπότε και τελείωσε οριστικά η ποινική δίκη με την κήρυξη του κατηγορουμένου ως ενόχου[12] για την κατηγορία της σωματικής βλάβης εξ αμελείας, όπως έχει ήδη αναλυθεί παραπάνω. Αξίζει να σημειωθεί πως σε περίπτωση που δεν δινόταν ο λόγος για αγόρευση είτε στην εισαγγελέα είτε στην υπεράσπιση του κατηγορουμένου είτε αν ο ίδιος ο κατηγορούμενος δεν μιλούσε τελευταίος, τότε θα είχε παραχθεί απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας βάσει των άρθρων 30 παράγραφοι 2,4 και 171 παράγραφος 1 εδάφια β’ και δ’[13].
Συμπεράσματα
Η πραγματευθείσα πρωτόδικη απόφαση κρίνεται σε αδρές γραμμές μία ορθή και δίκαιη απόφαση, καθώς πρόκειται για ένα τροχαίο ατύχημα, το οποίο πληροί την ειδική υπόσταση του εγκλήματος της σωματικής βλάβης εξ αμελείας, όπως αυτή διαμορφώνεται στο άρθρο 314 του Ποινικού Κώδικα. Ο κατηγορούμενος εν προκειμένω καταδικάστηκε σε μία ποινή φυλάκισης 8 μηνών, η οποία μάλιστα αναστάλθηκε με απόφαση του δικαστηρίου λόγω του ότι μπορεί να εφαρμοστεί το άρθρο 99 του Ποινικού Κώδικα, αφού ο κατηγορούμενος ουδέποτε είχε καταδικαστεί σε ποινή φυλάκισης μεγαλύτερη του έτους.
Από τη μικρή σχετικά βαρύτητα της ποινής και από το γεγονός ότι το δικαστήριο ανέστειλε την εκτέλεσή της για το μεγαλύτερο δυνατό διάστημα βάσει του νόμου φαίνεται, λοιπόν, πως το δικαστήριο αντιμετώπισε – δικαίως – με επιείκεια τον κατηγορούμενο, καθώς λόγω των περιστάσεων και όπως προκύπτει από τα πραγματικά περιστατικά, κατέβαλε όσο το δυνατόν μεγαλύτερη προσπάθεια προκειμένου να ελαχιστοποιήσει την πρόκληση οποιασδήποτε ζημίας στον παθόντα και να αποφευχθεί ένα ενδεχομένως μοιραίο δυστύχημα. Από την άλλη, φυσικά, δεν θα μπορούσε να επιβληθεί εις βάρος του η μικρότερη δυνατή ποινή, διότι η βλάβη που προκλήθηκε στον παθόντα είναι μείζονος σημασίας, αφού πρόκειται για ακρωτηριασμό του ποδιού του και όχι για κάποια ελαφρά σωματική βλάβη.
Κατά τον τρόπο αυτό φαίνεται πως το δικαστήριο κατά την επιμέτρηση της ποινής έλαβε υπόψιν του διάφορους παράγοντες, έτσι ώστε να καταλήξει σε μία δίκαιη κρίση. Αξίζει να σημειωθεί πως είναι αναγκαία στον πρώτο βαθμό η καταδίκη του κατηγορουμένου για εξ αμελείας σωματική βλάβη προκειμένου να εγείρει πολιτική αγωγή ο παθών έναντι του κατηγορουμένου με αίτημα την αποζημίωσή του. Παράλληλα, φαίνεται πως το δικαστήριο κατά τον σχηματισμό της δικανικής του κρίσης δε χρησιμοποίησε το άρθρο 15 ΠΚ, που θεμελιώνει ιδιαίτερη νομική υποχρέωση του οδηγού ως «επιβαρυντική περίσταση» κατά την τέλεση της σωματικής βλάβης εν προκειμένω. Αυτό συνέβη, διότι ο επαγγελματίας οδηγός εκπλήρωσε επιμελώς όλες του τις υποχρεώσεις, όπως αυτές διαμορφώνονται βάσει του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας, και κατ’ επέκταση καλύπτει από μόνο του το βασικό έγκλημα της εξ αμελείας σωματικής βλάβης. Κατά τον τρόπο διαφαίνεται πως και στον πρώτο βαθμό, το δικαστήριο οφείλει – περισσότερο ηθικά θα έλεγε κανείς, διότι δικονομικά ισχύει η θεμελιώδης αρχή in dubio pro reo – να καταδικάσει τον κατηγορούμενο εν αμφιβολία, δηλαδή για αυτή την ελάχιστη πιθανότητα να προέβη πράγματι σε κάποιον λάθος χειρισμό ο επαγγελματίας οδηγός, προκειμένου να μπορέσει ο παθών να αξιώσει αστική αποζημίωση από τα πολιτικά δικαστήρια αντίστοιχα.
Παρ’ όλα αυτά, με την άσκηση έφεσης εκ μέρους του κατηγορουμένου έναντι της καταδικαστικής απόφασης, κρίνεται με μεγάλη βεβαιότητα – και βάσει της ποινικής αντιμετώπισής του ως τώρα – πως ο ίδιος είτε θα αθωωθεί από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο είτε θα παραμείνει η ποινή φυλάκισης 8 μηνών με τριετή αναστολή εις βάρος του, η οποία αποτελεί και το ανώτατο όριο ποινής που μπορεί πλέον να του επιβληθεί λόγω και της αρχής της απαγόρευσης χειροτέρευσης της θέσεως του κατηγορουμένου (αρχή non reformatio in peius)[14]. Σύμφωνα με την αρχή αυτή, το Εφετείο δεν μπορεί ούτε να χειροτερεύσει τη θέση του κατηγορουμένου, ούτε να ανακαλέσει ευεργετήματα που αναγνωρίστηκαν με την πρωτοβάθμια απόφαση, με άλλα λόγια δεν μπορεί να επιβάλλει μεγαλύτερη σε διάρκεια ή σε ύψος του χρηματικού ποσού ποινή ή να επιβαρύνει τον χαρακτηρισμό μιας αξιόποινης πράξης, ακόμα και αν η επιβληθείσα ποινή παραμένει η ίδια[15].
Συμπερασματικά, διαφαίνεται πολλές φορές πως το σύννομο και νομικά δίκαιο δεν μπορεί να συμπορεύεται με το κοινό περί δικαίου αίσθημα, διότι βλέπουμε από τη μία έναν επαγγελματία οδηγό, ο οποίος βρίσκεται κατηγορούμενος χωρίς να έχει διαπράξει εν τέλει κάποιο σφάλμα – διαφορετικά θα θεμελιωνόταν και ιδιαίτερη νομική υποχρέωσή του – κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων του και από την άλλη έναν άνθρωπο, ο οποίος υπέστη μία πολύ σοβαρή σωματική βλάβη, την οποία κανένα υπέρογκο χρηματικό ποσό ή καμία καταδίκη δεν μπορεί να αντικαταστήσει. Λόγω αυτής της σύγκρουσης καθηκόντων που καθιερώνεται μεταξύ κατηγορουμένου και παθόντος, το δικαστήριο έρχεται από ένα «μεγαλύτερο ύψος» και προσπαθεί να ερμηνεύσει τον νόμο και να χρησιμοποιήσει όσα «εργαλεία» του έχει δώσει ο ποινικός νομοθέτης, έτσι ώστε με την κρίση του να αποκαταστήσει όσο το δυνατόν γίνεται την κοινωνική ειρήνη που έχει προηγουμένως διαταραχθεί, αλλά ταυτόχρονα να αντιμετωπίσει τόσο τον παθόντα όσο και τον κατηγορούμενο με δίκαιους όρους. Σκοπός του δικαστηρίου, εξάλλου, είναι η αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας και όχι η τυφλή καταδίκη/αθώωση ενός κατηγορουμένου, γεγονός που εμπεριέχει και ένα στοιχείο ηθικής (παρ’ όλο που δίκαιο και ηθική δεν ταυτίζονται πάντοτε), για αυτό και εν προκειμένω προσπάθησε πράγματι να αντιμετωπίσει με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη επιείκεια γίνεται τον κατηγορούμενο, χωρίς όμως να εμποδίσει τον παθόντα από το να διεκδικήσει τις αξιώσεις που πράγματι δικαιούται. Έτσι πραγματώνεται και το κοινό περί δικαίου αίσθημα εν τέλει, παρ’ όλο που από μία πρώτη ματιά μπορεί να προκύπτει κάτι διαφορετικό.
[1] Παύλου Σ. κ.ά., Ποινικό Δίκαιο – Ειδικό Μέρος, Π.Ν. Σάκκουλας, 2021, σελ.789.
[2] Παύλου Σ. κ.ά., Ποινικό Δίκαιο – Ειδικό Μέρος, Π.Ν. Σάκκουλας, 2021, σελ. 620. Βλ. και ΑΠ 1953/2001,ΠΛογ. 2001, σελ. 2417 επ., όπου η έλλειψη τέτοιου σφάλματος αποκλείει την ευθύνη για την επέλευση του αποτελέσματος.
[3] Παύλου Σ. κ.ά., Ποινικό Δίκαιο – Ειδικό Μέρος, Π.Ν. Σάκκουλας, 2021, σελ. 621, Μυλωνόπουλος Χ., Ποινικό Δίκαιο – Γενικό Μέρος, Π.Ν. Σάκκουλας, 2020, σελ.328 επ.
[4] Παύλου Σ. κ.ά., Ποινικό Δίκαιο – Ειδικό Μέρος, Π.Ν. Σάκκουλας, 2021, σελ.789-790.
[5] Μυλωνόπουλος Χ., Ποινικό Δίκαιο – Γενικό Μέρος, Π.Ν. Σάκκουλας, 2020, σελ.334.
[6] Μυλωνόπουλος Χ., Ποινικό Δίκαιο – Γενικό Μέρος, Π.Ν. Σάκκουλας, 2020, σελ.335.
[7] Ανδρουλάκης Ν., Θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης, Π.Ν. Σάκκουλας, 2020, σελ.471-484.
[8] Άρθρο 342 Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. [9] Άρθρο 343 παράγραφος 1 Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
[10] Άρθρο 344 Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
[11] Άρθρο 367 Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
[12] Άρθρο 368 Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
[13] Ανδρουλάκης Ν., Θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης, Π.Ν. Σάκκουλας, 2020, σελ.482. [14] Άρθρο 470 Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
[15] Ανδρουλάκης Ν., Θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης, Π.Ν. Σάκκουλας, 2020, σελ.513-514.
Σταματοπούλου Παναγιώτα,
τριτοετής φοιτήτρια Νομικής Σχολής Αθηνών,
Μέλος της ομάδας Σχολιασμού Δικαστικών Αποφάσεων του The Law Project.
Comments