top of page
Writer's picturethelawproject

Πώληση μεταχειρισμένου αυτοκινήτου με κρυμμένο πραγματικό ελάττωμα - ΕιρΑθ 2230/2020


Της Σοφίας Ανθοπούλου


Πώληση μεταχειρισμένου αυτοκινήτου με κρυμμένο πραγματικό ελάττωμα, την ανυπαρξία του οποίου είχε εγγυηθεί ο πωλητής

ΕιρΑθ 2230/2020




Αποσπάσματα Απόφασης

«…Επί πωλήσεως κινητού ή ακινήτου πράγματος που έχει έλλειψη συνομολογημένης ιδιότητας ή με κρυμμένο πραγματικό ελάττωμα, ο πωλητής έχει γνήσια αντικειμενική ευθύνη έναντι του αγοραστή…για μείωση του τιμήματος ή και αποζημίωση του αγοραστή για την ζημία την οποία υπέστη, συνεπεία της έλλειψης της συνομολογημένης ιδιότητας ή την ύπαρξη του πραγματικού ελαττώματος…Πώληση μεταχειρισμένου αυτοκινήτου με κρυμμένο πραγματικό ελάττωμα, την ανυπαρξία του οποίου είχε εγγυηθεί ο πωλητής…Συρροή ενδοσυμβατικής και αδικοπρακτικής ευθύνης…επιδικάσθηκε και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης του από την αδικοπραξία που τέλεσε σε βάρος του η εναγόμενη...»



Περίληψη απόφασης


Στην παρούσα απόφαση υπ’ αριθμόν 2230/2020 του Ειρηνοδικείου Αθηνών, που εξετάσθηκε κατά τις ειδικές διατάξεις των μικροδιαφορών (466 επ. ΚΠολΔ), κρίνεται υπόθεση πώλησης μεταχειρισμένου αυτοκινήτου με κρυμμένο πραγματικό ελάττωμα, την ανυπαρξία του οποίου είχε εγγυηθεί ο πωλητής. Ειδικότερα, ο ενάγων εκθέτει ότι δυνάμει της καταρτισθείσας σύμβασης πωλήσεως με την εναγόμενη ανώνυμη εταιρεία, εκείνη του μεταβίβασε νομίμως και εγκύρως την κατά 80% κυριότητα, νομή και κατοχή και με την παροχή εγγυήσεως καλής λειτουργίας για χρονικό διάστημα τριών ετών το εν λόγω μεταχειρισμένο επιβατικό αυτοκίνητο αντί τιμήματος 14.450 ευρώ, το οποίο και εξοφλήθηκε πλήρως. Συγκεκριμένα, η εναγόμενη είχε εγγυηθεί την πλήρη και κανονική λειτουργία του οχήματος, απαλλαγμένου τούτου πραγματικών ελαττωμάτων και την ύπαρξη όλων των συνομολογημένων ιδιοτήτων του. Ωστόσο, τρεις μήνες μετά την κατάρτιση της σύμβασης πώλησης, στη διάρκεια της οδήγησής του από τον ενάγοντα, εμφανίστηκε σοβαρό μηχανικό ελάττωμα και δη προϋπάρχουσα βλάβη του κινητήρα του αυτοκινήτου, η οποία οδήγησε στην υπερθέρμανση αυτού με αποτέλεσμα να υφίσταται ανά πάσα στιγμή κίνδυνος ανάφλεξης του. Μάλιστα, όπως διαπιστώθηκε στη συνέχεια, το ελάττωμα αυτό θα μπορούσε να εντοπιστεί πριν από την πώληση του οχήματος από τους τεχνικούς συμβούλους της εναγόμενης εταιρείας με απλό έλεγχο της μηχανής του, ως όφειλε, έτσι ώστε είτε να επιδιορθωθεί πρώτα και μετά να πωληθεί είτε να μειωθεί η αξία πωλήσεως του· εντούτοις εκείνη επέλεξε να το αποκρύψει δολίως πετυχαίνοντας την καταβολή του άνω υψηλού ποσού του τιμήματος. Με την εξεταζόμενη απόφαση το δικαστήριο αφού απέρριψε την προβληθείσα από την εναγόμενη ένσταση συντρέχοντος πταίσματος του ενάγοντος και στηριζόμενο στα άρθρα 300, 513, 534, 537 επ., 914, 932 ΑΚ και 176 ΚΠολΔ έκανε δεκτή την αγωγή του ενάγοντος και υποχρέωσε την εναγόμενη να καταβάλλει το συνολικό ποσό των 3.640 ευρώ ως αποζημίωση για τις δαπάνες επισκευής του οχήματος του εξαιτίας των ζημιών από το κρυμμένο ελάττωμα και λόγω της μείωσης της εμπορευσιμότητας της αξίας (υπαξία) του αυτοκινήτου, αλλά και ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από την συρρέουσα αδικοπραξία που τέλεσε σε βάρος του η εναγόμενη, ζητήματα που θα αναλυθούν εκτενώς στον παρόντα σχολιασμό.


Α. Αξίωση αποζημίωσης για τη θετική ζημία που υπέστη ο ενάγων και μείωση του τιμήματος της αγοραστικής αξίας του πωληθέντος αντικειμένου εξαιτίας του κρυμμένου πραγματικού ελαττώματος.


Εισαγωγικά, σύμφωνα με τις διατάξεις αναγκαστικού δικαίου 513 και 534 ΑΚ με τη σύναψη της σύμβασης της πώλησης μία από τις κύριες υποχρεώσεις του πωλητή εκτός από το να μεταβιβάσει την κυριότητα του πράγματος ή του δικαιώματος που αποτελούν το αντικείμενο της πώλησης, είναι να παραδώσει το πράγμα με τις συνομολογημένες ιδιότητες και χωρίς πραγματικά ελαττώματα, έτσι ώστε αυτό να ανταποκρίνεται στους όρους της σύμβασης της πώλησης. Επιπρόσθετα, όπως επισημαίνει ο Α. Γεωργιάδης τον πωλητή βαραίνουν και παρεπόμενες υποχρεώσεις απορρέουσες από την αρχή της καλής πίστης (288 ΑΚ), καθώς αυτός οφείλει να προβεί σε κάθε ενέργεια που οδηγεί στην εκπλήρωση της παροχής και παράλληλα να αποφύγει κάθε ενέργεια που θα οδηγούσε σε πλημμελή εκπλήρωσή της ή θα προξενούσε ζημία στον αγοραστή, μία εκ των οποίων είναι και η υποχρέωση επισκευής, διόρθωσης και συντήρησης του πωληθέντος πράγματος για ορισμένο χρονικό διάστημα. Σε περίπτωση που ο πωλητής αθετήσει κύρια ή παρεπόμενη υποχρέωση του, αναφορικά με το ζήτημα της συναφούς ευθύνης εφαρμόζονται καταρχήν οι διατάξεις του Γενικού Ενοχικού 335 επ. ΑΚ που αναφέρονται στη μη εκπλήρωση ενοχών· όμως, επισημαίνεται ότι σε περίπτωση που προβλέπεται ειδική ρύθμιση στις διατάξεις του ΑΚ για την πώληση, όπως συμβαίνει στην εξεταζόμενη περίπτωση με την ύπαρξη πραγματικού ελαττώματος επί πωληθέντος πράγματος, αυτή υπερισχύει των γενικών και κρίνεται εφαρμοστέα (βλ. και νομολογία: ΑΠ 1544/2008, ΕφΘ 638/2012, ΕφΘ 383/2011).


Συγκεκριμένα, όσον αφορά την ευθύνη του πωλητή για ύπαρξη πραγματικών ελαττωμάτων ή για έλλειψη συνομολογημένων ιδιοτήτων του πράγματος, αυτή σύμφωνα με το άρθρο 537 παρ.1 ΑΚ, είναι γνήσια αντικειμενική, δηλαδή ανεξάρτητη από οποιαδήποτε μορφή υπαιτιότητάς του («ανεξάρτητα από την υπαιτιότητά του»). Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι η διάταξη αυτή είναι αποτέλεσμα της τροποποίησης του ΑΚ με τον ν.3043/2002, για να προσαρμοστεί η ελληνική νομοθεσία στις διατάξεις της Οδηγίας 1999/44/ΕΚ, η οποία επέφερε σημαντικότατες αλλαγές στο δίκαιο της πώλησης καθώς, έως τότε η ευθύνη του πωλητή για πραγματικά ελαττώματα χαρακτηριζόταν ως «εγγυητική», δηλαδή ευθύνη παράδοσης του πράγματος στην κατάσταση που ήδη αυτό βρισκόταν («όπως εστί και ευρίσκεται») και όχι στην κατάσταση που δυνητικά θα ήταν χωρίς το ελάττωμα. Επιγραμματικά, από την εν λόγω διάταξη προκύπτει ότι οι προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν για την ίδρυση της ευθύνης του πωλητή είναι α) έγκυρη σύναψη σύμβασης πώλησης και β) έλλειψη ανταπόκρισης του πράγματος στη σύμβαση, η οποία υφίσταται όταν το πράγμα είτε θα έχει πραγματικά ελαττώματα είτε θα στερείται των συνομολογημένων ιδιοτήτων του. Τέλος, πρέπει να διευκρινιστεί ότι για την εφαρμογή του άρθρου 537 ΑΚ απαιτείται η ευθύνη να έχει γεννηθεί «κατά τον χρόνο που ο κίνδυνος μεταβαίνει στον αγοραστή». Κρίσιμος, δηλαδή, είναι ο χρόνος που προσδιορίζεται στο άρθρο 522 ΑΚ, όπου ορίζεται ότι η μετάθεση του κινδύνου από τον πωλητή στον αγοραστή γίνεται με την παράδοση του πράγματος βάσει έγκυρης σύμβασης πώλησης.


Κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, πραγματικό ελάττωμα συνιστά η ατέλεια στη φυσική ιδιοσυστασία ή κατάσταση του πωληθέντος πράγματος, η οποία αποτελεί απόκλιση προς το χειρότερο σε σύγκριση με αυτό που καθόρισαν τα συμβαλλόμενα μέρη και έχει δυσμενείς επιπτώσεις στην αξία ή τη χρησιμότητα του. Το κριτήριο ελαττωματικότητας του πράγματος είναι η «ομαλή», η κανονική του κατάσταση, η οποία προσδιορίζεται είτε βάσει της βούλησης των μερών (υποκειμενικό κριτήριο), είτε, αν αυτή δεν μπορεί να συναχθεί, βάσει της συνηθισμένης δυνατότητας χρήσης του πράγματος κατά τις αντιλήψεις των συναλλαγών (αντικειμενικό κριτήριο), είτε σύμφωνα με την ορθότερη και κρατούσα στη θεωρία και στη νομολογία άποψη βάσει του συγκερασμού των δύο αυτών κριτηρίων (υποκειμενική-αντικειμενική θεωρία, βλ. Α. Γεωργιάδης, Εγχειρίδιο Ειδικού Ενοχικού Δικαίου, σελ.87-89 και νομολογία ενδεικτικά: ΑΠ 654/2012, ΟλΑΠ 1544/2008, ΜονΠρΠειρ 548/1970). Όσον αφορά την έννοια της συνομολογημένης ιδιότητας, σύμφωνα με τις αποφάσεις ΑΠ 402/2018 και ΑΠ 499/2017 στις οποίες παραπέμπει και η εξεταζόμενη απόφαση, ως «ιδιότητα» ορίζεται όχι μόνο κάποιο συγκεκριμένο φυσικό γνώρισμα, αλλά οποιαδήποτε πραγματική, νομική, οικονομική σχέση, η οποία επιδρά κατά τις αντιλήψεις των συναλλαγών στην αξία ή στη χρησιμότητα του πράγματος, ενώ ως «συνομολογημένη» νοείται μία ιδιότητα όταν υπάρχει ρητή ή σιωπηρή συμφωνία των μερών για την ύπαρξη της, την οποία ο πωλητής εγγυάται αναλαμβάνοντας την ευθύνη για την ενδεχόμενη έλλειψη της. Αξίζει να αναφερθεί ότι συνομολογημένη ιδιότητα δύναται να αποτελέσει και η ανυπαρξία ελαττωμάτων, όταν αυτή διαβεβαιώνεται από τον πωλητή και συνιστά περιεχόμενο της σύμβασης. Στην εξεταζόμενη απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών, μάλιστα, δεν γίνεται ιδιαίτερα διάκριση μεταξύ των δύο αυτών εννοιών καθώς έτσι και αλλιώς λαμβάνουν της ίδιας νομικής μεταχείρισης από τη νομοθεσία, εκτός από τη βασική διαφορά που υπάρχει στο δικαίωμα αποζημίωσης του άρθρου 543 ΑΚ, η οποία θα αναλυθεί στη συνέχεια. Τέλος, το άρθρο 537 παρ.2 ΑΚ ορίζοντας ότι «το ελάττωμα ή έλλειψη συνομολογημένης ιδιότητας που διαπιστώνεται μέσα σε έξι μήνες από την παράδοση τεκμαίρεται ότι υπήρχε κατά την παράδοση», καθιερώνει ένα μαχητό τεκμήριο που διευκολύνει σημαντικά την απόδειξη του χρονικού σημείου μη ανταπόκρισης του πράγματος στη σύμβαση.


Τα δικαιώματα του αγοραστή σε περίπτωση ευθύνης του πωλητή για πραγματικό ελάττωμα ή έλλειψη συνομολογημένης ιδιότητας, όπως αυτά παρατίθενται στο άρθρο 540 ΑΚ και υφίστανται παράλληλα και αυτοτελώς, αφού συρρέουν εκλεκτικά μεταξύ τους υπέρ του αγοραστή χωρίς ιεραρχική διαβάθμιση, είναι: α) δικαίωμα για διόρθωση του πράγματος, β) δικαίωμα για αντικατάσταση του, γ) δικαίωμα για μείωση του τιμήματος και δ) δικαίωμα υπαναχώρησης από τη σύμβαση. Το δικαίωμα μείωσης του τιμήματος, που επιλέχθηκε από τον ενάγοντα στην εξεταζόμενη περίπτωση, είναι διαπλαστικό και μπορεί να ασκηθεί δικαστικώς με αγωγή ή ένσταση ή εξωδίκως με μονομερή απευθυντέα δήλωση του αγοραστή προς τον πωλητή, ρύθμιση που συνάδει με τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τις «συμβάσεις διεθνών πωλήσεων κινητών πραγμάτων» (CISG), που τέθηκε σε ισχύ με τον ν. 2532/1997 (βλ. άρθρο 50). Σε περίπτωση που ο αγοραστής έχει ήδη καταβάλει το τίμημα, γεννιέται αξίωσή του κατά του πωλητή για επιστροφή του ποσού της μείωσης, σύμφωνα με τις διατάξεις 904 επ. ΑΚ για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, ενώ κρατούσα μέθοδος για τον καθορισμό του ποσού της μείωσης είναι ο σχετικός υπολογισμός, δηλαδή η αναλογική σχέση ανάμεσα στην αγοραστική αξία του πράγματος με και χωρίς το ελάττωμα.


Σε περίπτωση που ο αγοραστής υφίσταται ζημία που δεν καλύπτεται από την άσκηση των παραπάνω δικαιωμάτων ή όταν η παροχή ελαττωματικού πράγματος οφείλεται σε πταίσμα του πωλητή, η διάταξη του 543 ΑΚ του δίνει τη δυνατότητα σωρευτικά με τα δικαιώματα αυτά να απαιτήσει και αποζημίωση που περιλαμβάνει τόσο τη θετική ζημία όσο και το διαφυγόν κέρδος και αναφέρεται και στις ζημιές που συνδέονται άμεσα και αιτιωδώς με το ελάττωμα, όπως οι δαπάνες διόρθωσης του, αλλά και σε περαιτέρω ζημιές. Άξια προσοχής είναι η διαφορά της ευθύνης που υπέχει ο πωλητής ανάλογα με το αν πρόκειται για ύπαρξη πραγματικού ελαττώματος ή για έλλειψη συνομολογημένης ιδιότητας. Συγκεκριμένα, για την συνομολογημένη ιδιότητα ευθύνεται ο πωλητής αντικειμενικά, ανεξάρτητα από πταίσμα του, καθώς αρκεί η έλλειψη της κατά τον χρόνο σύναψης της σύμβασης και μετάθεσης του κινδύνου· αντίθετα, σε περίπτωση παροχής ελαττωματικού πράγματος, η ευθύνη του πωλητή είναι πταισματική, αφού αυτός ευθύνεται όταν γνώριζε το ελάττωμα ή όφειλε να το γνωρίζει, ακόμα και όταν το αγνοούσε από αμέλεια («η οποία οφείλεται σε πταίσμα του πωλητή»). Συμπληρωματικά, σύμφωνα με το άρθρο 559 ΑΚ το γεγονός ότι ο πωλητής είχε παράσχει εγγύηση για το πωληθέν πράγμα (πρόκειται για μη αυτοτελή εγγυητική σύμβαση) δεν εμποδίζει τον αγοραστή εκτός από τα δικαιώματα που απορρέουν από την ίδια την εγγύηση να ασκήσει και εκείνα που προβλέπονται στο νόμο (540 επ. ΑΚ).


Συμπερασματικά, το δικαστήριο στην εξεταζόμενη περίπτωση ορθώς υποχρέωσε την εναγόμενη εταιρεία να καταβάλει στον ενάγοντα ως αποζημίωση (ανάλογη κατ’ ογδόντα (80) % όση και η κυριότητα του) το συνολικό ποσό των 3.040 ευρώ, εκ των οποίων τα 3.200 ευρώ αποτελούν τη θετική ζημία που υπέστη ο ενάγων για την επισκευή της βλάβης του κινητήρα του αυτοκινήτου (πραγματικό ελάττωμα που τεκμαίρεται ότι υπήρχε κατά την παράδοση αφού εμφανίστηκε μόλις τρεις μήνες μετά από αυτήν και αποκρύφτηκε δολίως από την εναγόμενη) και τα 600 ευρώ κρίθηκαν από το δικαστήριο ως το ποσό κατά το οποίο μειώθηκε η αγοραστική αξία άρα και το τίμημα του οχήματος παρά την επισκευή λαμβάνοντας υπόψη τη φύση, το είδος και την έκταση των προκληθεισών ζημιών (δηλ.3.200+ 600=3.800×80%=3.040 ευρώ). Σημειωτέον ότι η εναγόμενη εταιρεία αδιαφόρησε πλήρως για την τήρηση της παρεχόμενης τριετούς εγγυήσης καλής μηχανικής λειτουργίας και επισκευής του αυτοκινήτου, αφού επί 27 μέρες το εν λόγω όχημα μετά τη βλάβη του κινητήρα του και πριν μεταφερθεί σε άλλο συνεργείο από τον ενάγοντα, παρέμενε εν γνώσει της στο συνεργείο της χωρίς όμως εκείνη να προβεί σε επισκευή του.




Β. Συρροή ενδοσυμβατικής και αδικοπρακτικής ευθύνης


Η αθέτηση της σύμβασης αυτή καθαυτή δεν συνιστά αδικοπραξία, για αυτό και εφαρμόζονται καταρχήν οι ειδικές διατάξεις που διέπουν την ενδοσυμβατική ευθύνη και όχι τα άρθρα 914 επ. ΑΚ περί αδικοπραξιών. Ωστόσο, σε ορισμένες περιπτώσεις το ίδιο πραγματικό γεγονός δύναται να πληροί τις προϋποθέσεις τόσο της αδικοπραξίας όσο και της αθέτησης συμβατικής υποχρέωσης·αυτό συμβαίνει όταν η πράξη ή η παράλειψη που συνιστά αθέτηση τέτοιας υποχρέωσης και παραβίαση της σύμβασης είναι συγχρόνως και καθαυτή παράνομη, δηλαδή θα ήταν έτσι και αλλιώς παράνομη, ακόμα και αν είχε διαπραχτεί χωρίς την προϋπάρχουσα ενοχική σχέση, ως αντίθετη στην υποχρέωση ασφαλείας και προστασίας των άλλων: «του μη υπαιτίως ζημιούν (τον) άλλον» (914 ΑΚ). Τότε γίνεται δεκτό από την έννομη τάξη ότι υπάρχει συρροή των δύο αυτών λόγων ευθύνης, της ενδοσυμβατικής και της αδικοπρακτικής και μάλιστα σύμφωνα με την κρατούσα έως τώρα γνώμη πρόκειται για το φαινόμενο της «ελεύθερης συρροής αξιώσεων». Συγκεκριμένα, πρόκειται για δύο αυτοτελείς αξιώσεις, ανεξάρτητες μεταξύ τους και έτσι ο ζημιωθείς έχει τη δυνατότητα να ασκήσει οποιαδήποτε από τις δύο επιθυμεί, με την προϋπόθεση όμως ότι θα ικανοποιηθεί μόνο μία φορά αφού με την εκπλήρωση της μίας εκπληρώνεται και ο σκοπός της άλλης. Στη σύγχρονη εποχή, βέβαια, οι νεότερες θεωρίες που συνεχώς κερδίζουν έδαφος μιλούν για «συρροή νόμιμων βάσεων», δηλαδή για μία ενιαία αξίωση που θεμελιώνεται σε περισσότερες νομικές βάσεις και συνεπώς τα επιμέρους θέματα ρυθμίζονται βάσει το σύνολο των εφαρμοστέων διατάξεων. Σε περίπτωση σύγκρουσης των διατάξεων αυτών μεταξύ τους ισχύει καταρχήν ότι δεν πρέπει να γίνεται δυσχερέστερη η θέση του δανειστή, εκτός αν αυτό ανταποκρίνεται περισσότερο στους σκοπούς του νομοθέτη. (βλ. Α. Γεωργιάδης, Εγχειρίδιο Ειδικού Ενοχικού Δικαίου, σελ. 636-639 και Μ. Σταθόπουλος, Επιτομή Γενικού Ενοχικού Δικαίου σελ.298). Για την πληρότητα της ανάλυσης επισημαίνεται ότι για την εφαρμογή του 914 ΑΚ απαιτείται η πρόκληση ζημίας, η οποία έγινε αντίθετα στον νόμο, από πράξη ή παράλειψη που οφείλεται σε πταίσμα του δράστη, δηλαδή σε δόλο ή αμέλειά του καθώς και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της πράξης/παράλειψης και της ζημίας.


Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω γίνεται δεκτό ότι το δικαστήριο ορθώς διαπίστωσε ότι στην εξεταζόμενη περίπτωση υφίσταται συρροή ενδοσυμβατικής και αδικοπρακτικής ευθύνης, καθώς η συμπεριφορά της εναγόμενης εταιρείας και συγκεκριμένα η σκόπιμη απόκρυψη της μηχανικής βλάβης του κινητήρα του αυτοκινήτου και η παρουσίαση ψευδών γεγονότων ως αληθινών με σκοπό την καταβολή μεγαλύτερου τιμήματος από τον ενάγοντα σε σχέση με την αντικειμενική αγοραστική αξία του οχήματος, αποτελεί ανεξάρτητα από την αθέτηση ενοχικής υποχρέωσης και αδικοπραξία. Ακόμη, όμως, και στην περίπτωση που δεχθεί κανείς ότι η εναγόμενη εταιρεία δεν γνώριζε την ύπαρξη του πραγματικού ελαττώματος, η αμελή της πράξη θα πληρούσε τις προϋποθέσεις εφαρμογής του 914 ΑΚ, καθώς όντας εταιρεία ειδικευμένη στις πωλήσεις μεταχειρισμένων οχημάτων όφειλε να γνωρίζει την ακριβή κατάσταση του πωληθέντος πράγματος και, όπως επισήμανε και το Ειρηνοδικείο, το συγκεκριμένο ελάττωμα θα μπορούσε να διαπιστωθεί με απλό έλεγχο του οχήματος από τους τεχνικούς της συμβούλους. Άλλωστε, σύμφωνα με τη νομολογία (ενδεικτικά: ΑΠ 737/2011, ΕφΑθ 2561/2015, ΕφΠειρ 699/2014), όταν υπάρχει ενδοσυμβατική ευθύνη για πραγματικό ελάττωμα πωληθέντος πράγματος, για τη θεμελίωση της αδικοπρακτικής ευθύνης του πωλητή θα πρέπει η ύπαρξη του ελαττώματος να αποδίδεται σε υπαίτια συμπεριφορά, όπως συμβαίνει όταν αυτός με πρόθεση επιδιώκει να δημιουργήσει ή να διατηρήσει πεπλανημένη εντύπωση στον αγοραστή αναφορικά με την έλλειψη του πραγματικού ελαττώματος.




Γ. Χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης (932 ΑΚ)


Η ενδοσυμβατική ευθύνη διαφέρει από την αδικοπρακτική κατά το γεγονός ότι στην πρώτη αποκαθίσταται μόνο η περιουσιακή ζημία, ενώ στη δεύτερη μπορεί να ικανοποιηθεί και η ηθική βλάβη, όπως ορίζει ρητά ο νόμος (299 ΑΚ συνδ. 932 ΑΚ). Ειδικότερα, ηθική βλάβη είναι η μη αποτιμητή σε χρήμα ζημία που υφίσταται το πρόσωπο από την προσβολή των έννομων αγαθών του είτε περιουσιακών είτε μη περιουσιακών και συγκεκριμένα αγαθών που απορρέουν από την προσωπικότητά του και ιδίως (ενδεικτική απαρίθμηση) εκείνων της τιμής, της υγείας, της αγνείας και της στέρησης της ελευθερίας. Στο άρθρο 932 ΑΚ ορίζεται ότι η αποκατάσταση της ηθικής βλάβης είναι ανεξάρτητη από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, δηλαδή ο παθών δύναται να απαιτήσει είτε τη μία είτε την άλλη είτε και τις δύο σωρευτικά. Δικαιούχος της εν λόγω απαίτησης είναι το πρόσωπο που υφίσταται άμεσα την ηθική βλάβη, ενώ υπόχρεος εκείνος που ευθύνεται για την αδικοπραξία.


Όσον αφορά την έκταση της χρηματικής ικανοποίησης, αυτή εναπόκειται στην κρίση του αρμόδιου δικαστηρίου, το οποίο οφείλει να λάβει υπόψη τις αρχές της εύλογης αποζημίωσης και να συνυπολογίσει πληθώρα κριτηρίων όπως το είδος και οι συνθήκες της προσβολής, η περιουσιακή κατάσταση των μερών, η βαρύτητα του πταίσματος κτλ.·πρόκειται για ένα έργο δυσχερές διότι ηθικές αξίες, όπως η ψυχική ταραχή, είναι εκ φύσεως δύσκολο να αποτιμηθούν σε χρήμα, δεδομένου και του φόβου υπέρμετρης επέκτασης του ύψους των αποζημιώσεων. Πρέπει, λοιπόν, να καταστεί σαφές ότι σκοπός της εξεταζόμενης διάταξης δεν είναι η πλήρης αποκατάσταση μίας ζημίας, αλλά μία υπό ευρεία έννοια ικανοποίηση, ηθική παρηγοριά και ανακούφιση του παθόντος.


Στην κρινόμενη απόφαση και υπό το φως των συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών και ιδίως της παράλληλης τέλεσης και αδικοπραξίας όπως αναλύθηκε, κατά τη γνώμη μου, το Ειρηνοδικείο ορθώς επιδίκασε υπέρ του ενάγοντος χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη, ειδικά αν ληφθεί υπόψη η ψυχική ταραχή που προκλήθηκε στον αγοραστή του οχήματος, ο οποίος βρισκόταν με τη σύζυγο και τον υιό του εντός του αυτοκινήτου την στιγμή της υπερθέρμανσης του κινητήρα και της μετέπειτα πιθανής ανάφλεξής του. Το ποσό της χρηματικής ικανοποίησης, αφού συνυπολογίστηκαν από το δικαστήριο τα προαναφερθέντα κριτήρια ορίστηκε στα 600 ευρώ.



Δ. Απόρριψη της ένστασης συντρέχοντος πταίσματος του ενάγοντος (300 ΑΚ)


Σύμφωνα με το άρθρο 300 παρ.1 ΑΚ « Αν εκείνος που ζημιώθηκε συντέλεσε από δικό του πταίσμα στη ζημία ή στην έκταση της, το δικαστήριο μπορεί να μην επιδικάσει αποζημίωση ή να μειώσει το ποσό της. Το ίδιο ισχύει και όταν εκείνος που ζημιώθηκε παρέλειψε να αποτρέψει ή να περιορίσει τη ζημία». Όπως φαίνεται και από τη σαφή διατύπωση της διάταξης («μπορεί») το δικαστήριο δεν υποχρεούται, αλλά δύναται κατά τη διακριτική του ευχέρεια είτε να απαλλάξει τον ζημιώσαντα είτε να επιμερίσει τη ζημία είτε ακόμη και να παράσχει πλήρη αποζημίωση στον ζημιωθέντα, αφού βέβαια ληφθούν υπόψη και ορισμένα αντικειμενικά κριτήρια, που σύμφωνα με το πνεύμα του νόμου θεωρούνται κρίσιμα. Προϋποθέσεις για την ύπαρξη οικείου πταίσματος είναι: α) η ύπαρξη οποιασδήποτε υποχρέωσης προς αποζημίωση και β) συμβολή του ζημιωθέντος στη δημιουργία της ζημίας ή στην έκταση της (αιτιώδης συνάφεια). Τέλος, ο Μ. Σταθόπουλος σημειώνει ότι η διάταξη 300 ΑΚ είναι μία από τις λίγες διατάξεις του Γενικού Ενοχικού, όπου ο βαθμός πταίσματος διαδραματίζει σημαίνοντα ρόλο καθώς συνήθως εάν ένα από τα δύο μέρη φέρθηκε δόλια, ίσως πρέπει να φέρει και την ευθύνη.



Συμπερασματικά, το Ειρηνοδικείο στην εξεταζόμενη περίπτωση ορθώς απέρριψε την ένσταση συντρέχοντος πταίσματος του ενάγοντος, που προέβαλε η εναγόμενη εταιρεία, ως κατ’ ουσία αβάσιμη τονίζοντας ότι συμπεριφορά του ενάγοντος και δη η άμεση ακινητοποίηση του αυτοκίνητου από τη στιγμή που έγινε αντιληπτή η υπερθέρμανση του και η μεταφορά του σε συνεργείο επισκευής, ουδόλως συντέλεσε στην πρόκληση ή την διεύρυνση της ζημίας, η οποία αποδίδεται εξ ολοκλήρου στο κρυμμένο πραγματικό ελάττωμα του πωληθέντος οχήματος.


 

Βιβλιογραφία

Γεωργιάδης Α., «Εγχειρίδιο Ειδικού Ενοχικού Δικαίου», Εκδόσεις Π.Ν. Σάκκουλας, Αθήνα, 2014, σελ.53-70, 83-120,634-637, 661-667,.

Γεωργιάδης Α., «Ενοχικό Δίκαιο, Γενικό μέρος», Εκδόσεις Π.Ν. Σάκκουλας, Αθήνα, 2015, σελ. 165-167, 673-680,

Κορνηλάκης Π., « Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο», τομ.1, Εκδόσεις Σάκκουλας Α.Ε, 2012, σελ. 104-107, 146, 216-297,461

Σπυριδάκης Ι., «Ενοχικό Δίκαιο- Γενικό Μέρος», 2η έκδοση, Σάκκουλας Α.Ε, 2018, σελ.230,273-277

Σταθόπουλος Μ., «Επιτομή Γενικού Ενοχικού Δικαίου», Β’ Έκδοση, 2016, Σάκκουλας Α.Ε, σελ. 167, 204- 209, 298-300, 320-322,


Σοφία Ανθοπούλου,

Δευτεροετής φοιτήτρια στη Νομική Σχολή Αθηνών

Μέλος της ομάδας Σχολιασμού Δικαστικών Αποφάσεων του The Law Project

226 views0 comments

Comments


bottom of page