top of page
Writer's picturethelawproject

Προτιμώμενη υποθήκη επί πλοίου -η αστική προσέγγιση του ζητήματος - (Απόφαση 364/2020)

Της Παπαστράτη Μαρίας - Χρύσας


Προτιμώμενη υποθήκη επί πλοίου

-η αστική προσέγγιση του ζητήματος -

(Απόφαση 364/2020)



 

Προηγείται προνομιακά η προτιμώμενη υποθήκη έναντι της απλής;


Συνιστά η ναυτική υποθήκη την απόλυτη εξασφάλιση που ικανοποιείται προνομιακά έναντι των λοιπών εξασφαλίσεων ή υπάρχουν άλλου είδους προνόμια που ενδεχομένως προηγούνται αυτής;

 


Περίληψη Απόφασης


Με αφορμή την απόφαση 364/2020 του Εφετείου Πειραιώς, στον παρών σχολιασμό θα μελετηθεί στα πλαίσια του ναυτικού δικαίου, η εμπράγματη εξασφάλιση της προτιμώμενης υποθήκης. Ειδικότερα θα γίνει λόγος για τον τρόπο ρύθμισης και τα βασικά χαρακτηριστικά της, τον τρόπο σύστασης της, καθώς επίσης θα αναφερθούν και τα αποτελέσματα που επιφέρει, σε συνάρτηση πάντοτε με τα πραγματικά περιστατικά που προβάλλονται στο πλαίσιο της απόφασης.


Πραγματικά Περιστατικά


Η εταιρία Ο, μη διάδικος σε αυτή την υπόθεση, συνάπτει σύμβαση δανείου προς διευκόλυνση της με την τραπεζική εταιρία Τ που εδρεύει στην Γαλλία. Προς εξασφάλιση της τελευταίας, η Ο συστήνει υπέρ αυτής προτιμώμενη υποθήκη επί πλοίου της που φέρει την σημαία του Παναμά. Δεδομένου ότι η Ο κατέστη υπερήμερη μη εξοφλώντας το οφειλόμενο χρέος, εκκινούν διαδικασίες συντηρητικής κατάσχεσης του πλοίου. Στο πλαίσιο του εκπλειστηριασμού, η Τ κατετάγη στην τρίτη τάξη προνομιακά και ουσιαστικά, ως επισπεύδουσα ενυπόθηκη δανείστρια δυνάμει απαίτησής της από ενυπόθηκο δάνειο. Από την άλλη η Β, εταιρία που εδρεύει στα νησιά Μάρσαλ, κατετάγη στην δεύτερη τάξη προνομιακά και τυχαία δυνάμει απαιτήσεων, που της είχαν εκχωρηθεί από ναυτεργατικές απαιτήσεις. Κατόπιν πληθώρας δικαστικών γεγονότων, η εταιρία Α με την οποία η Ο είχε συνάψει σύμβαση πώλησης καυσίμων, ασκεί ανακοπή στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, κατά της Τ και της Β, με κρίσιμο αίτημα να αποβληθούν από τον πίνακα κατάταξης οι Τ και Β και να υπεισέλθει εκείνη ως πρώτη, προνομιακά για το συνολικό ποσό, επί τη βάσει λόγου που θα αναλυθεί στην παρακάτω μελέτη. Επί της ανακοπής, εκδόθηκε οριστική απόφαση, η οποία και την απέρριπτε. Ακολούθως, η Α άσκησε έφεση επ’ αυτής της απόφασης, που έγινε τυπικά δεκτή αλλά χρειάστηκε η περεταίρω διερεύνηση από το δικαστήριο για το ουσιαστικό μέρος της. Μεταξύ των λόγων εφέσεως, προβλήθηκε και το ότι η Τ είχε εγγράψει προτιμώμενες υποθήκες και σε άλλα πλοία της Ο, από τα οποία είχε εισπράξει τα συναφή ποσά, με αποτέλεσμα τώρα να δικαιούται πολύ μικρότερο ποσό για το συγκεκριμένο πλοίο.



Διατακτικό της Απόφασης


«Δικάζει κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων… Δέχεται την έφεση τυπικά… Απορρίπτει την έφεση κατ΄ουσίαν… διατάζει την εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο… Καταδικάζει την εκκαλούσα στα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας τα οποία ορίζει το ποσό των 600 ευρώ…»


Ανάλυση Κρίσιμων Νομικών Ζητημάτων


Στα πλαίσια του ναυτικού δικαίου, προβλέπεται ως μορφή εμπράγματης εξασφάλισης η ναυτική υποθήκη, η οποία διακρίνεται σε απλή και προτιμώμενη. Θα μπορούσε κανείς να αναρωτηθεί πως είναι δυνατόν να συστήνεται υποθήκη σε κινητό πράγμα. Εδώ η απάντηση είναι πολύ απλή και ανάγεται στην τεράστια αγοραία αξία του πλοίου, το οποίο αντιμετωπίζεται από το νομοθέτη σαν ακίνητο. Η απλή ναυτική υποθήκη προβλέπεται στις σχετικές διατάξεις περί υποθήκης επί ακινήτων του Αστικού Κώδικα, ενώ η προτιμώμενη στο Ν. 3899/1958. Στην παρούσα μελέτη θα μας απασχολήσει η προτιμώμενη υποθήκη, καθώς αυτή σύστησε η Ο προς εξασφάλιση της Τ, όπως αναπτύχθηκε στα πραγματικά περιστατικά.


Η προτιμώμενη ναυτική υποθήκη συνιστά ένα εμπράγματο, παρεπόμενο και αδιαίρετο δικαίωμα σε ορισμένο αλλότριο πλοίο και συστήνεται με τίτλο, ο οποίος εγγράφεται στο ναυτικό υποθηκολόγιο. Ο τίτλος της συγκεκριμένης εξασφάλισης είναι πάντοτε η σύμβαση ανάμεσα στον κύριο του πλοίου και τον δανειστή. Πρόκειται για ειδική σύμβαση, δεδομένου ότι απευθύνεται σε συγκεκριμένο πλοίο του ενυπόθηκου οφειλέτη, η οποία είναι εκποιητική, αιτιώδης και τυπική. Κρίσιμο είναι ότι ο τύπος των εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί του πλοίου καθορίζεται από το δίκαιο του κράτους, την σημαία του οποίου φέρει, ρύθμιση που έρχεται σε αντιδιαστολή με όσα ορίζονται στην ΑΚ 12 και ΑΚ 11 περί απλής υποθήκης.


Η σχετική σύμβαση για την σύσταση προτιμώμενης υποθήκης σε πλοίο οφείλει να περιέχει τα στοιχεία που καθορίζονται στο κοινό δίκαιο, εννοώντας τον προσδιορισμό του δανειστή, του οφειλέτη, ή τρίτου, ο οποίος προχώρησε σε αυτή, την ασφαλιζόμενη απαίτηση, καθώς και το χρόνο λήξης της. Ως ασφαλιζόμενη απαίτηση νοείται το κεφάλαιο με τους δεδουλευμένους τόκους και τα έξοδα.


Μετά την εγγραφή της προτιμώμενης υποθήκης στο ναυτικό υποθηκολόγιο ο παραχωρητής κρατεί την κυριότητα, τη νομή και την κατοχή του πλοίου, διατηρεί την διαχείριση και την εκμετάλλευση του, φέρει κάθε βάρος του, απολαμβάνει τα ωφελήματα του, επωμίζεται όμως την υποχρέωση επιμελούς διαχείρισης και εκμετάλλευσης του ενυπόθηκου πλοίου και σύμφωνα με τους κανόνες της τακτικής εκμετάλλευσης. Από άλλη πλευρά, ο προτιμώμενος ενυπόθηκος δανειστής επωφελείται κατά τον ίδιο τρόπο που επωφελείται και ο απλός ενυπόθηκος δανειστής, με κυριότερο δικαίωμα αυτό της προνομιακής ικανοποίησης των απαιτήσεων του.


Σε περίπτωση δε υπερημερίας του οφειλέτη και κατ’ επέκταση λήξης της ασφαλιζόμενης απαίτησης, όπως συνέβη στην παραπάνω υπόθεση με την Ο, ο δανειστής έχει δικαίωμα να ασκήσει είτε ενοχική αγωγή, είτε εμπράγματη. Με την ενοχική αγωγή θα αξιώσει την πληρωμή, η οποία αν δεν επέλθει του δίνεται η δυνατότητα επιδίωξης εκπλήρωσής της, με επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης κατά οποιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου του οφειλέτη, ως απλός εγχειρόγραφος δανειστής. Από την άλλη, η εμπράγματη αγωγή, αυτή δηλαδή που απορρέει από την προτιμώμενη υποθήκη, παρέχει αξίωση κατά του κυρίου του ενυπόθηκου πλοίου είτε πρόκειται για τον προσωπικό οφειλέτη της ασφαλιζόμενης απαίτησης, είτε για τρίτο, ζητώντας να επέλθει η αναγκαστική εκτέλεση κατά του ενυπόθηκου πλοίου, προκειμένου να εκποιηθεί σε αναγκαστικό πλειστηριασμό και προνομιακή ικανοποίηση της ασφαλιζόμενης απαίτησης του δανειστή από τον πλειστηριασμό. Στα πλαίσια της εμπράγματης αγωγής, δύναται επίσης να ζητηθεί η ανάληψη της διαχείρισης και εκμετάλλευσης του πλοίου και η εξόφληση από τα κέρδη της απαίτησης. Φυσικά, μπορούν να ασκηθούν και οι δύο αγωγές, καθώς η άσκηση της μίας δεν εμποδίζει την άσκηση της άλλης. Σε κάθε περίπτωση, ο ενυπόθηκος δανειστής έχει δικαίωμα να ασκήσει τα δικαιώματά του ακόμη και πριν την λήξη της ασφαλιζόμενης απαίτησης, αν και εφόσον αυτή η απαίτηση καταστεί αμέσως απαιτητή, είτε κατόπιν εφαρμογής διάταξης νόμου, είτε εξαιτίας παραβίασης όρου του υποθηκικού συμβολαίου που περιάγει τον οφειλέτη σε υπερημερία.


Δεδομένου ότι στην υπόθεσή μας η Α ισχυρίζεται πως δυνάμει της σύμβασης πωλήσεως καυσίμων του πλοίου, που είχε συνάψει με την Ο, κατέχει απαίτηση που προηγείται της ναυτικής υποθήκης και άρα δικαιωματικά θα πρέπει να αποβληθούν οι Τ και Β από τον πίνακα κατάταξης, προκειμένου να λάβει αυτή την πρώτη προνομιακή θέση, είναι σκόπιμο να εξετάσουμε ποιες απαιτήσεις προηγούνται της ναυτικής υποθήκης, καθώς και αν εδώ πρόκειται για μία εξ’ αυτών των περιπτώσεων.


Αρχικά, όπως ορίζεται από το άρθρο 1012 παράγραφος 3 ΚΠολΔ, δυνάμει πλειστηριασμού κατεσχημένου πλοίου, οι δανειστές κατατάσσονται στον πίνακα κατατάξεως βάσει των διατάξεων του Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου και συγκεκριμένα, βάσει του άρθρου 9, το οποίο ορίζει πως το δίκαιο του κράτους του οποίου την σημαία φέρει το πλοίο ρυθμίζει και τα επ’ αυτού εμπράγματα δικαιώματα. Σύμφωνα με το ελληνικό δίκαιο και το άρθρο 205 του ΚΙΝΔ, στο οποίο ορίζονται τα προνόμια που προηγούνται της ναυτικής υποθήκης και το άρθρο 9 του ίδιου κώδικα, θα πρέπει σε περίπτωση πλοίου με αλλοδαπή σημαία, τα προνόμια που θα προηγούνται της ναυτικής υποθήκης να έχουν τον ίδιο προνομιακό εμπράγματο χαρακτήρα και σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους τη σημαία του οποίου φέρει το εκάστοτε πλοίο κατά το χρόνο σύνταξης και δημιουργίας του πίνακα. Ωστόσο, θα πρέπει να γνωρίζουμε πως η σειρά κατάταξης των προνομίων θα ερμηνευθεί με βάση το δίκαιο του τόπου εκτελέσεως του πλειστηριασμού. Βέβαια, ορίζεται πως επί πλοίου που κατασχέθηκε και εκπλειστηριάσθηκε στην Ελλάδα και φέρει αλλοδαπή σημαία, δύνανται να προηγηθούν της ναυτικής υποθήκης απαιτήσεις οι οποίες κατατάσσονται ως προνομιακές στην χώρα της σημαίας του πλοίου, βάσει του άρθρου 205 του ΚΙΝΔ. Στη βάση αυτής της ρύθμισης, βρήκε έρεισμα ο ισχυρισμός της Α, σύμφωνα με τον οποίο υφίσταται νόμος του Παναμά, όπου αν ένα πλοίο κατασχεθεί ή διαταχθεί δικαστικώς η απαγόρευση απόπλου του για κάθε είδους απαίτηση προερχόμενη από ναυτιλιακή εμπορική συναλλαγή, νοούνται ορισμένες προνομιακές απαιτήσεις έναντι της ναυτικής υποθήκης, μεταξύ των οποίων αυτή των οφειλόμενων ποσών λόγω υποχρεώσεων συναφθείσων για τις ανάγκες ή τον ανεφοδιασμό του πλοίου. Η Α λοιπόν, ερμηνεύει την εν λόγω σύμβαση πωλήσεως καυσίμων που σύναψε με την Ο, ως απαίτηση που προέρχεται από ανεφοδιασμό του πλοίου, δεδομένου ότι και οι απαιτήσεις από την αγορά καυσίμων προς κίνηση του πλοίου εντάσσονται στο πεδίο εφαρμογής των παραπάνω προνομίων. Παρ’ όλα αυτά, δεν υπάρχει καμία πραγματική και νομική σύνδεση των όσων προβάλλει ως προνομιακές απαιτήσεις η Α, σε σχέση με τις προαναφερθείσες προηγηθείσες της ναυτικής υποθήκης απαιτήσεις, εφόσον στην παραπάνω υπόθεση έχουμε εκπλειστηριασμό πλοίου σημαίας Παναμά, καθώς στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στον Πειραιά δεν δύνανται να προηγηθούν της ναυτικής υποθήκης προνόμια τα οποία δεν προβλέπονται ρητώς στο άρθρο 205 του ΚΙΝΔ. Κατά συνέπεια, συνάγεται το συμπέρασμα πως η Α δεν είναι εξοπλισμένη με προνόμιο που να της δίνει ορθώς την νομική δυνατότητα προνομιακής κατάταξης της στο σχετικό πίνακα.


Τέλος, θεωρούμε χρήσιμο να αναφερθεί πως ως προς την προνομιακή κατάταξη δεν διαφέρει η απλή από την προτιμώμενη υποθήκη, καθώς και στις δύο περιπτώσεις ισχύει η αρχή της χρονικής προτεραιότητας, θα ικανοποιηθεί δηλαδή προνομιακά αυτός που ενέγραψε πρώτος υποθήκη ανεξαρτήτως είδους. Συνεπώς, αν στην υπόθεση μας είχαν εγγράψει παραδείγματος χάριν απλή υποθήκη επί του ίδιου πλοίου και άλλοι δανειστές μετά την Τ, η απαίτηση της τελευταίας θα εξακολουθούσε να ικανοποιείται προνομιακά όχι όμως επειδή «προτιμάται», αλλά επειδή εγγράφτηκε χρονικά προγενέστερα από τις λοιπές.


Συμπεράσματα


Ο θεσμός που περικλείει την εμπράγματη εξασφάλιση των ναυτικών υποθηκών, διέπεται από τον συνδυασμό του ναυτικού και του αστικού δικαίου και τις λεπτές ισορροπίες που διατηρούνται μεταξύ τους προκειμένου να μπορεί να λειτουργήσει όσο τον δυνατόν νομικά ορθότερα γίνεται το σύστημα απονομής δικαιοσύνης σε περιπτώσεις υποθέσεων ναυτικών διαφορών επί αντίστοιχων με της υπόθεσης μας ζητημάτων προτεραιότητας αναφορικά με την ικανοποίηση των δανειστών. Δεδομένου ότι η ναυτιλία είναι παγκόσμια και αποτελεί μία συνάρτηση πολιτικών, οικονομικών, κοινωνικών, νομικών συνθηκών και καταστάσεων, είναι εύλογο πως σε αντίστοιχες υποθέσεις ναυτικών διαφορών δύσκολα θα εμπλέκονται λιγότερες των δύο εννόμων τάξεων και ως γνωστόν όταν δεν υπάρχουν διεθνείς ενιαίες ρυθμίσεις πρέπει να ανατρέξουμε και να ελέγξουμε τα εθνικά δίκαια, η επίλυση διαφορών καθίσταται ολίγον τι δυσχερής. Ακριβώς για αυτόν τον λόγο οι κρίσιμοι θεσμοί που διέπουν το ναυτικό δίκαιο χαρακτηρίζονται από νομική λεπτότητα και απαιτούνται χειρουργικές κινήσεις από το νομοθέτη, καθήκον του οποίου είναι να χτίσει ένα θεμελιώδες νομικό οικοδόμημα που θα διατρέχει τον κόσμο του ναυτικού δικαίου, προκειμένου να αποφεύγονται έντονες ρίξεις και κρίσεις παγκοσμίου επιπέδου στους συναφείς τομείς.



Βιβλιογραφία


Α. Αντάπασης, Λ. Αθανασίου, Ναυτικό Δίκαιο, Νομική Βιβλιοθήκη, 2020


Παπαστράτη Μαρία Χρύσα, Νομική Αθηνών ΕΚΠΑ, Τέταρτο (4ο) έτος

Μέλος της ομάδας σχολιασμού δικαστικών αποφάσεων του τομέα αστικού δικαίου του The Law Project

91 views0 comments

Comments


bottom of page