top of page

Προσωπικά Δεδομένα και Χρηματική Ικανοποίηση Λόγω Ηθικής Βλάβης -(ΕφΠειρ 303/2021)


Της Άννα Φαφαλιού


Προσωπικά Δεδομένα και Χρηματική Ικανοποίηση Λόγω Ηθικής Βλάβης - (ΕφΠειρ 303/2021)



 

Η προστασία των προσωπικών δεδομένων υπόκειται σε συγκεκριμένο νομικό πλαίσιο. Πρόκειται ωστόσο για προστασία σχετική και όχι απόλυτη, καθώς επιτρέπει την άλλως αθέμητη επεξεργασία ορισμένων δεδομένων, προς χάριν υπέρτερου εννόμου συμφέροντος. Υφίσταται όμως ένα όριο: το αν και το ποια δεδομένα θα τύχουν επεξεργασίας, να διέρχεται από τα τρία στάδια ελέγχου της αναλογικότητας, ήτοι αναγκαιότητα, προσφορότητα και αναλογικότητα εν στενή εννοία.

 

Περίληψη Απόφασης


Στην παρούσα μελέτη, επιχειρείται η ανάλυση της απόφασης 303/2021 του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά, με την οποία απορρίπτεται ως ουσία αβάσιμη η έφεση του εδώ εκκαλούντα, κατόπιν της πρωτοβάθμιας απόρριψης της αγωγής του ιδίου, ως απαράδεκτη, λόγω αοριστίας, με την απόφαση 908/2020 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. Η υπόθεση πραγματεύεται την νομιμότητα της επεξεργασίας των προσωπικών δεδομένων του εκκαλούντος, από τον εκκαλούμενο, που δρων ως υπεύθυνος επεξεργασίας, αφού τα ενσωμάτωσε σε υλικό φορέα, τα προσκόμισε ενώπιον δικαστηρίου, στα πλαίσια άλλης δίκης. Το επιληφθέν Πολυμελές Εφετείο Πειραιά, αφού μελέτησε τους κατωτέρω αναλυόμενους λόγους έφεσης και τους υπήγαγε στο οικείο νομοθετικό πλαισιο, απέρριψε την παρούσα έφεση ως ουσία αβάσιμη.



Πραγματικά Περιστατικά


Το εκδικάζον Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά διαπίστωσε πως η έφεση είναι τυπικά δεκτή. Προχωρώντας στο παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της έφεσης, κρίσιμο είναι το άρθρο 533 παράγραφος 1 ΚΠολΔ. Ο εφεσίων ισχυρίζεται πως στην εφεσιβαλόμενη αγωγή, ο εφεσίβλητος -και σημειωτέον δικηγόρος- τόσο με τις Προτάσεις όσο και με τις Προσθήκες -αντικρούσεις του σε αυτές επικαλέστηκε και προσκόμισε ενώπιον του εκδικάζοντος την αγωγή δικαστηρίου αποδεικτικά στοιχεία συνιστώμενα από έγγραφα που περιείχαν προσωπικά δεδομένα του εφεσίοντος. Ο ίδιος ισχυρίζεται δε πως τα επίμαχα προσωπικά του δεδομένα τα είχε καταχωρήσει ο εφεσίβλητος σε υλικό φορέα επεξεργαζόμενος αυτά με την προσκομιδή τους ενώπιον του δικαστηρίου -ήτοι Αρχή -.Επιπλέον ,το εν λόγο αρχείο ο εφεσίβλητος το είχε εισαγάγει και σε τρίτες ,αστικές και ποινικές υποθέσεις, μη απτόμενες τις εδώ εξεταζόμενης. Ο εφεσίων υπογραμμίζει πως ο εφεσίβλητος προέβη στις ως άνω πράξεις με μοναδικό στόχο την αμαύρωση του προσώπου του ιδίου ενώπιον του δικαστηρίου, λειτουργώντας χωρίς να έχει οποιοδήποτε έννομο συμφέρον για την επίκληση των προσωπικών δεδομένων του εφεσίοντος και όντας εκτός πλαισίου της επίδικής διαφοράς. Ο εφέσιων υποστηρίζει πως η επίδικη δράση του εφεσίβλητου δεν ήταν σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας.


Συγκεκριμένα, η επίκληση των εν λόγο προσωπικών δεδομένων δεν ήταν αναγκαία για την υποστήριξη των επιδίκων ισχυρισμών του ,αλλά και ούτε το μοναδικό και το ηπιότερο πρόσφορο μέσο. Η επεξεργασία, ουσιαστικά των δεδομένων αυτών, στερείται δε οποιασδήποτε αναλογικότητας .Κατόπιν των ανωτέρω, συνιστόντων παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά, ο ηττηθείς ενάγων και εδώ εφεσίων αιτήθει εύλογη χρηματική αποζημίωση ύψους 40.000 ευρώ, προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης του, καθώς και παράλειψη παρόμοιας συμπεριφοράς στο μέλλον. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη, λόγω αοριστίας. Ο εφεσίων, με την έφεσή του ζητεί να γίνει δεκτή στο σύνολό της η αγωγή του, με λόγο έφεσης την εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Έπειτα από διερεύνηση, μελέτη και ανάλυση του οικείου νομικού πλαισίου, το εκδικάζον την έφεση πολυμελές εφετείο Πειραιά απέρριψε την έφεση ως αόριστη, καθώς οι λόγοι έφεσης που προέβαλε ο εφεσίων κρίθηκαν ουσιαστικά αβάσιμοι. Κρίθηκε λοιπόν και δευτεροβαθμίως η ανεπάρκεια των αγωγικών ισχυρισμών.



Ανάλυση Αναφυόμενων Νομικών Ζητημάτων


Το σκεπτικό του Εφετείου περιστρέφεται γύρω από τον Αστικό και τον Ποινικό Κώδικα, τον Κώδικα Πολιτικής και Ποινικής Δικονομίας, καθώς και τους νόμους 2472/1997 (και 2819/2000 και 2915/2001 ως τροποποιητικοί του προαναφερθέντος), όπως επίσης και σε κάποιες αποφάσεις-ορόσημα των ανωτάτων ελληνικών δικαστηρίων: ΣΤΕ και ΑΠ. Αναλύοντας, ο νόμος 2472/1997 ρυθμίζει το πλέγμα προστασίας του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και θέτει τις προϋποθέσεις επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, προς προστασία των δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών των φυσικών προσώπων και δη της ιδιωτικής τους ζωής.


Εντός του άρθρου 2 του νόμου αυτού δίνεται ορισμός των εννοιών α) «δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα», κάθε πληροφορία που αναφέρεται στο υποκείμενο των δεδομένων-χωρίς όμως να λογίζονται ως τέτοια τα στατιστικής φύσης προσωπικά στοιχεία, από τα οποία δεν μπορούν πλέον να προσδιοριστούν τα υποκείμενα τους-, β) «υποκείμενο των δεδομένων» το φυσικό πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα και του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί, δηλαδή μπορεί να προσδιοριστεί αμέσως ή εμμέσως, ιδίως βάση αριθμού ταυτότητας ή ενός ή περισσοτέρων στοιχείων που χαρακτηρίζουν την υπόστασή του υπό άποψη ψυχική , βιολογική, φυσική, οικονομική, πολιτική, πολιτιστική ή κοινωνική, γ) «επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα», κάθε εργασία ή εργασίες που πραγματοποιείται από το δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου η ιδιωτικού δικαίου ή ένωση προσώπων ή φυσικό πρόσωπο, με ή χωρίς τη βοήθεια αυτοματοποιημένων μεθόδων και εφαρμόζεται σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, όπως η συλλογή, η καταχώρηση, η οργάνωση, η διατήρηση, η αποθήκευση η τροποποίηση, η εξαγωγή, η χρήση, η διάδοση, ή κάθε άλλης μορφής διάθεση, η συσχέτιση ή ο συνδυασμός, η διασύνδεση, η δέσμευση (κλείδωμα), η διαγραφή, η καταστροφή, δ) «αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα», σύνολο δεδομένων τα οποία αποτελούν ή μπορεί να αποτελέσουν αντικείμενο επεξεργασίας και τα οποία τηρούνται είτε από δημόσιο ή από νομικό πρόσωπο δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου ή από φυσικό πρόσωπο ή ένωση προσώπων και ε) «αποδέκτης», το φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε οργανισμός στο οποίο ανακοινώνονται ή μεταδίδονται τα δεδομένα. Όπως αναφέρεται στο άρθρο 3 του ίδιου νόμου, οι διατάξεις αυτού εφαρμόζονται τόσο στην εν όλω ή εν μέρει αυτοματοποιημένη, όσο και στη μη αυτοματοποιημένη διαδικασία επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων, τα οποία περιλαμβάνονται ή πρόκειται να περιληφθούν σε αρχείο.


Προχωρώντας στις προϋποθέσεις νόμιμης επεξεργασίας, το άρθρο 4 ορίζει πως αυτή πρέπει να γίνεται με τρόπο θεμιτό και νόμιμο, για καθορισμένους, σαφείς και νόμιμους σκοπούς και να υφίστανται θεμιτή και νόμιμη επεξεργασία εν όψει των σκοπών αυτών. Βαρύνουσας σημασίας είναι η έννοια της συγκατάθεσης του υποκειμένου της επεξεργασίας. Κατ’ αρχήν, η παράγραφος 1 του άρθρου 5 ορίζει πως η επεξεργασία μπορεί να γίνει μόνο αν το υποκείμενό των δεδομένων έχει δώσει την συγκατάθεσή του. Η παράγραφος 2 εισφέρει μία εξαίρεση, κατά την οποία επεξεργασία δύναται να γίνει και δίχως τη συγκατάθεση του υποκειμένου, μόνο όταν η διενέργεια αυτής είναι απολύτως αναγκαία για την ικανοποίηση του επιδιωκόμενου εννόμου συμφέροντος του εκάστοτε υπευθύνου επεξεργασίας και μόνο όταν αυτό υπερτερεί προφανώς των δικαιωμάτων και των εννόμων συμφερόντων των υποκειμένων και μη θιγομένων των θεμελιωδών τους ελευθεριών. Ιδίως η περίπτωση κατά την οποία τα δεδομένα που ζητούνται είναι αναγκαία για την δικαστική ενάσκηση δικαιώματος, αποτελεί περίπτωση συνδρομής υπέρτερου εννόμου συμφέροντος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 7 του νόμου 2472/1997.


Το άρθρο αυτό αφορά την επεξεργασία ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων, εφαρμόζεται όμως κατά διασταλτική ερμηνεία και στην περίπτωση απλών προσωπικών δεδομένων, όταν συντρέχει τουλάχιστον μία εκ των ακολούθων προϋποθέσεων:


1) τα δεδομένα να έχουν δημοσιευθεί από το ίδιο το υποκείμενό τους,


2) να είναι απολύτως σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας την ενάσκηση δικαιώματος ενώπιον δικαστηρίου ή άλλης Αρχής και


3) να μην είναι περισσότερα από όσα είναι απολύτως αναγκαία για την διεκπεραίωση της εκάστοτε υπόθεσης.

Κατόπιν τούτων, ευαίσθητα ή και μη προσωπικά δεδομένα δύνανται να εισαχθούν σε ποινική δίκη ως αποδεικτικά στοιχεία, προς την αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας, σύμφωνα με τα άρθρα 177, 217, 251, 358 και 575 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Σε αυτήν την κατεύθυνση, η παράγραφος 4 του άρθρου 22 του νόμου 2472/1997 προβλέπει ποινικές κυρώσεις για εκείνον που δεν πληροί τις ως άνω προϋποθέσεις και ευρύτερα, για όποιον εκμεταλλεύεται προσωπικά δεδομένα άλλου, επεξεργαζόμενός τα με οιονδήποτε τρόπο. Παράλληλα, το άρθρο 23 του ίδιου νόμου προβλέπει αστική ευθύνη φυσικού ή νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου, για προξένηση περιουσιακής και ηθικής βλάβης. Αστικώς ενέχεται και όποιος όφειλε να γνωρίζει την πιθανότητα να προξενήσει βλάβη σε άλλον, εν αντιθέσει με τις στενότατα ερμηνευόμενες ποινικές προεκτάσεις του άρθρου 22. Ένας ακόμα κύκλος διατάξεων που εκτίθεται στην υπό μελέτη απόφαση, αλλά και άρρηκτα συνδεδεμένος με την όλη προβληματική της προστασίας των προσωπικών δεδομένων, είναι η προστασία της προσωπικότητας του ατόμου και συνεπακόλουθα, η αξία, η τιμή και η υπόληψη του ατόμου.


Το δικαίωμα «ομπρέλα» είναι αυτό στην προσωπικότητα, την παράνομη προσβολή της οποίας έρχονται να αποσοβήσουν τα άρθρα 57 και 59 του Αστικού Κώδικα. Το πρώτο δίνει το δικαίωμα στον προσβληθέντα να αιτηθεί παύση της προσβολής και μη επανάληψη στο μέλλον, ενώ το δεύτερο επιτρέπει στο δικαστήριο έως και να καταδικάσει τον προσβολέα σε χρηματική ικανοποίηση του προσβληθέντα προς αποκατάσταση ηθικής βλάβης.


Στην παράγραφο 1 του άρθρου 2 του Συντάγματος κατοχυρώνεται το ατομικό δικαίωμα της αξίας του ανθρώπου, που μαζί με όλες της τις εκφάνσεις (τιμή, υπόληψη, προσωπικότητα) συνθέτουν την υπόσταση του ανθρώπου, που είναι έννοια απαραβίαστη και θρυαλλίδα της νομοθεσίας μας. Συνιστά δε προσβολή της προσωπικότητας:

α) πράξη ή παράλειψη τρίτου, διαταράσσουσα κάποια έκφανση της έννοιας της προσωπικότητας,

β) που είναι παράνομη,-ήτοι προσβολή άνευ υπάρχοντος δικαιώματος, ή με ερειζόμενη σε ασθενέσθερο ή καταχρηστικώς ασκούμενο δικαίωμα, κατά την έννοια των άρθρων 281 Α.Κ και 25 παράγραφος 3 του Συντάγματος γ) που οφείλεται σε πταίσμα του προσβολέα.


Πρόκειται, συνεπώς, για ειδική μορφή αδικοπραξίας, ούσα παράνομη και υπαίτια προσβολή του δικαιώματος στην προσωπικότητα, οπότε και επιλύεται συστηματικά με τη συνδρομή και των άρθρων 914, 919, 920 και 932 Α.Κ, ιδίως αν συντρέχει και λόγος ηθικής βλάβης. Αδιάφορη δε είναι η έκφανση του δικαιώματος στην προσωπικότητα που τυγχάνει προσβολής, καθώς μπορεί να εμπίπτει στον προστατευτικό πλέγμα διατάξεων οποιουδήποτε κλάδου του δικαίου.


Κατόπιν εξέτασης των ως άνω αναλυθέντων, το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά έκρινε την υπό εξέταση αγωγή ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας των αναφερομένων με αυτήν πληροφοριών και άρα ανεπίδεκτη δευτεροβάθμιας ουσιαστικής κρίσης. Συγκεκριμένα, το δικαστήριο έκρινε πως στερείται των θεμελιωτικών της στοιχείων, όπως αυτά τίθενται στον νόμο 2475/1997. Ειδικότερα, στην αγωγή γίνεται ασαφής αναφορά στην επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων του ενάγοντος-εφεσίοντος, μη αναφερόμενης της ακριβούς διαδικασίας και μεθόδων επεξεργασίας που διήλθε ο εναγόμενος-εφεσίβλητος, προκειμένου το δικαστήριο να μπορέσει να την υπαγάγει ή όχι στο οικείο άρθρο 2 του νόμου. Αναφέρεται μόνο πως ο εναγόμενος-εφεσίβλητος επικαλέστηκε έγγραφο εξηγήσεων ενώπιον της πταισματοδίκη Πειραιά, έγγραφο περιέχων προσωπικά δεδομένα του ενάγοντος-εφεσίοντος. Διαλαμβάνουμε πως το επικαλέστηκε στα πλαίσια ποινικής διαδικασίας, με το περιεχόμενο όμως του εγγράφου, καθώς και τη φύση της ποινικής αυτής υπόθεσης, να παραμένει σκιώδες. Το μονομελές λοιπόν Εφετείο απορρίπτει την έφεση ως ουσία αβάσιμη , με ουσία αβάσιμους λόγους ,αξιολογώντας ως ορθή την επίσης απορριπτική πρωτοβάθμια απόφαση. Η ασάφεια των αγωγικών ισχυρισμών, καθώς και το κατόπιν αυτής δυσαπόδεικτο της επιβλαβούς συμπεριφοράς του εφεσιβλήτου, οδήγησε το Εφετείο στην απόρριψη της έφεσης .



Προσωπικές Σκέψεις της Γράφουσας


Από τις 25 Μαΐου του 2018 η νομοθεσία για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα έχει αλλάξει, μέσω του Ευρωπαϊκού Κανονισμού 679/2016 (Γενικός Κανονισμός Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, ΓΚΠΠΔ), που ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη με το νόμο 4624/2019. Η νέα αυτή νομοθετική ρύθμιση αφορά την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι στην επεξεργασία των προσωπικών τους δεδομένων, ευαίσθητων και μη, από δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς. Ωστόσο, στην υπό την παρούσα ανάλυση υπόθεση εφαρμόστηκε το προϋπάρχον νομικό πλαίσιο, ήτοι ο νόμος 2472/1997, καθώς η αγωγή είχε ασκηθεί προτού τεθεί σε ισχύ ο ΓΚΠΠΔ. Βλέπουμε πως και με τον προϊσχύοντα νόμο οι προϋποθέσεις ως προς τη νόμιμη και θεμιτή επεξεργασία ήταν αρκετά αυστηρές, με τον ΓΚΠΠΔ όμως, η προστασία των προσωπικών δεδομένων να περνάει σε νέα εποχή, με νέες, σαφέστερες, ευρύτερες και πιο συμπεριληπτικές διατάξεις.


Η αρχή της αναλογικότητας αποτελεί τον συνδετικό κρίκο και συνάμα το άκρο όριο δύο αντίρροπων δικαιωμάτων: αυτού της προστασίας της ιδιωτικότητας και της προσωπικότητας και αυτού της ελεύθερης πληροφόρησης. Περαιτέρω, όπως είδαμε και στην παρούσα υπόθεση, το αντικείμενο κάθε δίκης, πόσο μάλλον μίας ποινικής διαδικασίας, είναι και πρέπει να είναι στενότατα ορισμένο, συγκεκριμένο και χωριστό από το αντικείμενο άλλης, έστω και συναφούς δίκης. Τα προσωπικά δεδομένα αποτελούν έκφανση της προσωπικότητας του ατόμου και κάθε μορφή επεξεργασίας τους οφείλει να διαθέτει ένα «πειστικό» νομικό έρεισμα, το οποίο με τη σειρά του θα υπάρχει για να εξυπηρετήσει ένα άλλο, εξίσου σημαντικό δικαίωμα-έννομο συμφέρον, με το οποίο θα καλείται κάθε φορά να μπει στη ζυγαριά της αναλογικότητας το δικαίωμα στην μη επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων.


Άννα Φαφαλιού

Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο, 5ο έτος

Μέλος σχολιασμού δικαστικών αποφάσεων του The Law Project


128 views0 comments
bottom of page