top of page

Προσβολή της νομής – Αποβολή και Διατάραξη (Εφ. Αιγ. 13/2021)

Της Φρειδερίκης Κτενά


Προσβολή της νομής – Αποβολή και Διατάραξη (Εφ. Αιγ. 13/2021)



Κεντρικός Άξονας – Περίληψη Επίσημου Κειμένου

Προσβολή της νομής με αποβολή και διατάραξη. Η νομή αποκτάται με παράγωγο τρόπο μέσω ειδικής διαδοχής και η σύμβαση καταρτίζεται ατύπως. Οι αξιώσεις από την προσβολή της νομής παραγράφονται σε ένα έτος και η παραγραφή ξεκινάει από το γεγονός της αποβολής ή της διατάραξης ανεξάρτητα από τη γνώση του νομέα.



Πραγματικά Περιστατικά

Ο ενάγων και ήδη εκκαλών-ασκών πρόσθετους λόγους, το 2015 άσκησε αγωγή ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Νάξου, με την οποία είχε υποστηρίξει ότι η εναγομένη και ήδη πρώτη εφεσίβλητη αδερφή του ήταν νομέας μιας παλαιάς ανωγαιο-ισόγειας οικίας και του όμορου αυτής οικοπέδου. Ότι κατά το έτος 1999 ο ίδιος με δική του επιμέλεια και με την σύμφωνη γνώμη της εναγομένης, άρχισε να λειτουργεί την ανωτέρω οικία ως χώρο πολιτιστικών εκδηλώσεων και συγκεκριμένα ως λαογραφικό μουσείο. Κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, συμφώνησαν προφορικά με την εναγομένη την μεταβίβαση προς τον ενάγοντα των προαναφερόμενων δύο ακινήτων και ως αντάλλαγμα ο ενάγων θα μεταβίβαζε προς την δεύτερη το ιδανικό του μερίδιο σε ένα βοσκότοπο και επιπλέον θα της κατέβαλλε τμηματικά χρηματικό ποσό, το οποίο θα προσδιοριζόταν με νεότερη συμφωνία. Επιπλέον, ο ενάγων υποστήριξε, ότι σε εκπλήρωση της συμφωνίας αυτής, μεταβίβασε στην εναγομένη, κατά ποσοστό ½ εξ’ αδιαιρέτου, την κυριότητα του ανωτέρω ακινήτου, δυνάμει συμβολαίου το οποίο έχει νομίμως μεταγραφεί. Ότι σε συνέχεια των ανωτέρω, το Σεπτέμβριο του έτους 2010, τα μέρη οριστικοποίησαν το υπολειπόμενο τίμημα για την πώληση των δύο ακινήτων προς τον ενάγοντα και σε εκτέλεση των συμφωνηθέντων, η εναγομένη παρέδωσε στον ενάγοντα την νομή των παραπάνω ακινήτων, την οποία ο ενάγων ανέλαβε και ασκεί έκτοτε. Στο πλαίσιο άσκησης της νομής του μάλιστα, τόνισε, ότι προέβαινε σε επίβλεψη έργων, ανάθεση μελετών, συντήρηση, αναστήλωση και στη καταβολή μεγάλων χρηματικών ποσών για την διενέργεια εκτεταμένων επισκευών και αναπαλαιώσεων των υφιστάμενων κτιρίων, προκειμένου να καταστούν κατάλληλα για τακτική εκμετάλλευση ως λαογραφικό μουσείο. Για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των πέντε ετών δηλαδή, ο ενάγων διενεργούσε εμφανείς πράξεις διακατοχής στα ακίνητα ενεργώντας με διάνοια κυρίου. Ακολούθως, το έτος 2014 και αφού ο ίδιος ήδη είχε καταβάλλει στην εναγομένη μεγάλο μέρος του ποσού, κατήρτισε με την δεύτερη ιδιωτικό συμφωνητικό με το οποίο επιβεβαιώθηκε η αρχική προφορική τους συμφωνία και συμφωνήθηκε να καταβληθεί το υπόλοιπο τίμημα σε ισόποσες ετήσιες δόσεις. Τέλος, ότι παρά τις ανωτέρω συμφωνίες, η εναγομένη το καλοκαίρι του 2015 άρχισε να αμφισβητεί τη νομή του, γι’ αυτό ο ενάγων με το αγωγικό δικόγραφο ζήτησε να αναγνωριστεί ως νομέας των παραπάνω ακινήτων.

Παράλληλα, στα πλαίσια της πρωτόδικης διαδικασίας, ο δεύτερος εφεσίβλητος, άσκησε με αυτοτελές δικόγραφο κύρια παρέμβαση με την οποία υποστήριξε ότι απέκτησε από την εναγομένη της κύριας δίκης, την αποκλειστική και αδιαφιλονίκητη κυριότητα, νομή και κατοχή ενός οικοπέδου μετά της επ’ αυτού ανωγαιο-ισόγειας οικίας, δυνάμει συμβολαίου αγοραπωλησίας το οποίο έχει μεταγραφεί νομίμως. Υποστήριξε ειδικότερα, ενισχύοντας τον ισχυρισμό του ότι είναι ο ίδιος αποκλειστικός κύριος και νομέας των ανωτέρω ακινήτων, πρώτον ότι οι ισχυρισμοί του ενάγοντος της κύριας δίκης είναι ψευδείς και ανακριβείς και δεύτερον ότι το έτος 2014 η εναγομένη εκμίσθωνε τα ακίνητα στην κόρη του ενάγοντα, δυνάμει συμφωνητικού επαγγελματική μίσθωσης, άρα από την ενέργεια της αυτή συνάγεται ότι ο ενάγων δεν ήταν κύριος των εν λόγω ακινήτων, γιατί θα προέβαινε ο ίδιος στην εκμίσθωση των αυτών.

Κατ’ ακολουθία από τα πραγματικά περιστατικά και από τις ανωμοτί καταθέσεις του ενάγοντος και της εναγομένης που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, προκύπτει ότι η εναγομένη άσκησε αγωγή απόδοσης της χρήσης των επίδικων ακινήτων κατά της θυγατέρας του ενάγοντος, συνεπώς στην πραγματικότητα η ίδια παρέμενε νομέας των ακινήτων και είχε μεταβιβάσει στον ενάγοντα μόνο την κατοχή, ήτοι την φυσική εξουσίαση επί των ακινήτων. Μάλιστα, η πράξη του ενάγοντος από μόνη της, ήτοι η καταβολή στην εναγομένη χρηματικών ποσών δυνάμει υποσχετικής συμφωνίας, δεν συνεπάγεται την μεταβίβαση της νομής των ακινήτων από την εναγομένη στον ενάγοντα. Άλλωστε, θεμελιώνεται στην θεωρία το επιχείρημα ότι μόνη η υπόσχεση πώλησης των ακινήτων, δεν συνεπάγεται μεταβίβαση της νομής αυτών. Συνεπώς, μεταξύ του ενάγοντος και της εναγομένης υπήρχε ιδιαίτερη ενοχική σχέση που δεν έλαβε ποτέ εμπράγματο χαρακτήρα, στα πλαίσια της οποίας ο πρώτος ενεργούσε στην ουσία ως αντιπρόσωπος της δεύτερης (ΑΚ 211).

Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο συνεκδικάζοντας την αγωγή και την κύρια παρέμβαση αντιμωλία των διαδίκων, και αφού εξέτασε τα ανωτέρω περιγραφόμενα πραγματικά περιστατικά, εξέδωσε την υπ’ αριθμ. 17/2019 οριστική απόφαση, αφού εκτίμησε την παρέμβαση και την έκανε δεκτή ως πρόσθετη στη συνέχεια απέρριψε την αγωγή του ενάγοντος ως ουσιαστικά αβάσιμη και συμψήφισε τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.



Ανάλυση Νομικών Ζητημάτων

Ένα από τα κρισιμότερα ζητήματα που ανακύπτει στην συγκεκριμένη υπόθεση είναι αυτό του εννοιολογικού προσδιορισμού της νομής. Σύμφωνα με το άρθρο 974 ΑΚ, «όποιος απέκτησε την φυσική εξουσία επί του πράγματος είναι νομέας αυτού, εάν ασκεί την φυσική εξουσία με διάνοια κυρίου.» Η νομή λοιπόν συγκροτείται από δύο στοιχεία το σωματικό (corpus) και το πνευματικό (animus domini). Πιο συγκεκριμένα, η διάνοια κυρίου συνίσταται στην πεποίθηση του νομέα ότι εξουσιάζει το πράγμα με αποκλειστικό και απεριόριστο τρόπο, ότι ενεργεί στην ουσία σαν ιδιοκτήτης, χωρίς όμως να έχει την πρόθεση να αποκτήσει κυριότητα επί του πράγματος.

Ακολούθως, εν προκειμένω εξετάζοντας τον ισχυρισμό του ενάγοντος ότι η εναγομένη προέβη σε αμφισβήτηση της νομής του, προκύπτει το ζήτημα της προσβολής της νομής. Ο νόμος χαρακτηρίζει ως προσβολή κάθε αποβολή από την νομή ή διατάραξη αυτής που γίνεται παράνομα και χωρίς την θέληση του νομέα (ΑΚ 984 § 1). Από την συγκεκριμένη διάταξη συνάγεται ότι εννοιολογικά στοιχεία της προσβολής της νομής είναι: α. αποβολή του νομέα από το πράγμα ή διατάραξη του ως προς την άσκηση της φυσικής εξουσίας σ’ αυτό, β. ο παράνομος χαρακτήρας. γ. έλλειψη βούλησης στο πρόσωπο του νομέα. Ο νόμος δεν θέτει ειδικότερες προϋποθέσεις για την στοιχειοθέτηση της νομής όπως π.χ. την διάρκεια της προσβολής, την περιουσιακή ζημία του νομέα, την ύπαρξη υπαιτιότητας ή κακής πίστης εκ μέρους του προσβολέα. Η υπαιτιότητα και η ζημία εξετάζονται στην περίπτωση της αδικοπραξίας για την τυχόν αξίωση του νομέα προς αποζημίωση (ΑΚ 914). Ειδικότερα, ως αποβολή ορίζεται κάθε πράξη αφαίρεσης ή κατακράτησης του πράγματος, μέσω της οποίας ο νομέας στερείται πλήρως τη φυσική εξουσία του πράγματος ή μέρους αυτού και αίρεται με την απόδοση του πράγματος στον νομέα. Έτσι, αποβολή συνιστά π.χ. η κλοπή κινητού πράγματος, η βίαιη ή παράνομη κατάληψη ακινήτου, η αδικαιολόγητη άρνηση του κατόχου να αποδώσει το πράγμα στο νομέα μετά την λήξη της έννομη σχέσης, λ.χ. της μισθώσεως, η κατάληψη μέρους του γειτονικού ακινήτου με μετάθεση των ορίων, η αφαίρεση του πράγματος από τα χέρια του κατόχου ή από το βοηθό της νομής, πράξη της δημόσιας αρχής, όταν η πράξη αυτή ή η εκτελεστική διαδικασία πάσχει από ακυρότητα, άκυρη αναγκαστική εκτέλεση ή απόφαση ασφαλιστικών μέτρων, όταν η αφαίρεση του πράγματος είναι παράνομη. Κρίσιμο είναι τέλος για την αποβολή, εκείνος που ενήργησε την αφαίρεση να απέκτησε διαρκή εξουσία πάνω στο πράγμα, η απλή αμφισβήτηση της νομής λ.χ. αυτή που συντελείται με προφορική παρενόχληση, δεν μπορεί να αξιολογηθεί ως αποβολή από τη νομή.

Παράλληλα, διατάραξη είναι κάθε πράξη που επιφέρει μερική προσβολή της νομής, η οποία δεν φτάνει μέχρι την αποβολή, γιατί ο νομέας δεν στερείται πλήρως την φυσική εξουσία, αλλά εμποδίζεται σε κάποια ή κάποιες από τις χρησιμότητες ή ωφέλειες του πράγματος. Η διατάραξη μπορεί να επέλθει είτε με ενέργεια, όταν αυτός που διαταράσσει ενεργεί πάνω στο πράγμα ή εμποδίζει τον νομέα να ενεργήσει πάνω στο πράγμα, είτε με παράλειψη, όταν ο διαταράσσων παραλείπει κάτι που είχε την υποχρέωση να επιχειρήσει (π.χ. ο προσβολέας φυτεύει σε ξένο χωράφι, παρακωλύει τον νομέα να καλλιεργήσει τον αγρό του ή να κτίσει μέσα στο οικόπεδο του ή βάφει τον τοίχο ξένης οικοδομής). Τα όρια μεταξύ της διατάραξης και της μερικής αποβολής δεν είναι πάντοτε ευδιάκριτα και διαμορφώνονται από τα εκάστοτε πραγματικά περιστατικά. Έτσι, εάν ο προσβολέας έχει σκοπό να αποκτήσει οποιαδήποτε μορφή νομής επί του πράγματος, τότε πρόκειται για αποβολή από την νομή, διαφορετικά κάθε άλλη πράξη αποτελεί διατάραξη.

Όταν οι παραπάνω πράξεις αποβολής ή διατάραξης είναι παράνομες, δεν επιτρέπονται δηλαδή από τον νόμο, τότε ο νομέας μπορεί να προστατευθεί με βάση την διάταξη 985 ΑΚ. Εννοιολογικό στοιχείο του παρανόμου είναι η έλλειψη δικαιώματος του προσώπου που ενεργεί και κρίνεται με αντικειμενικές προϋποθέσεις, δηλαδή χωρίς να ερευνάται η ύπαρξη πταίσματος ή κακής πίστης. Παράνομη είναι π.χ. η αποβολή από τη νομή ακινήτου και η κατάληψη του από όργανα του Δημοσίου χωρίς την τήρηση της απαλλοτριωτικής διαδικασίας και εφόσον δεν συντρέχει νόμιμη περίπτωση επίταξης[1].Τελευταία προϋπόθεση για την θεμελίωση της προσβολής της νομής, είναι να γίνεται χωρίς την θέληση του νομέα. Αν ο νομέας συναινεί σ’ αυτή (π.χ. επιτρέπει στον γείτονα σιωπηρά να παίρνει νερό από το πηγάδι), η προσβολή μπορεί μεν να είναι παράνομη, αφού δεν στηρίζεται σε δικαίωμα, δεν επέρχεται όμως χωρίς τη θέληση του νομέα και άρα δεν δικαιολογεί την προστασία της νομής[2].

Στον ίδιο άξονα θα σχολιάσουμε το ζήτημα της παραγραφής των αξιώσεων που απορρέουν από την αποβολή ή τη διατάραξη της νομής, μετά την συμπλήρωση της οποίας ο υπόχρεος έχει δικαίωμα να αρνηθεί την παροχή. Σύμφωνα με το άρθρο 992 ΑΚ οι αξιώσεις παραγράφονται μετά από ένα έτος από την παραγραφή ή την διατάραξη. Στη θεωρία και τη νομολογία κρατεί η άποψη, ότι η ενιαύσια προθεσμία αρχίζει από την αποβολή ή τη διατάραξη, ανεξάρτητα από τη γνώση του νομέα ως προς το γεγονός της αποβολής ή της διατάραξης. Η παραπάνω προθεσμία αναστέλλεται λόγω ανωτέρας βίας κατά το άρθρο 255 ΑΚ που υπάρχει όταν ο νομέας λόγω σοβαρού προβλήματος υγείας αγνοεί τη διαμορφωθείσα με την προσβολή κατάσταση ή διακόπτεται με την έγερση αγωγής.

Όσον αφορά την δικαστική επιδίωξη των αξιώσεων, το αίτημα της αγωγής στην περίπτωση της αποβολής, είναι να καταδικαστεί ο εναγόμενος σε απόδοση του πράγματος στον ενάγοντα, ενώ στην περίπτωση της διατάραξης είναι να καταδικαστεί ο εναγόμενος να παύσει την διατάραξη, εφόσον αυτή συνεχίζεται κατά την άσκηση της αγωγής, και να παραλείψει την διατάραξη στο μέλλον.

Εν συνεχεία, εξετάζεται, στα πλαίσια των ισχυρισμών του ενάγοντος στο δικόγραφο της αγωγής, το ζήτημα της απόκτησης της νομής παραγώγως με ειδική διαδοχή που συντελείται με απλή παράδοση της νομής. Για την ειδική διαδοχή πρέπει να συντρέχουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις α. η ύπαρξη της νομής στον μεταβιβάζοντα νομέα κατά τον κρίσιμο χρόνο της μεταβιβάσεως, ο νομέας μεταβιβάζει τη νομή που έχει ήτοι νομή, οιονεί νομή, συννομή, ή νομή μέρους πράγματος β. η κτήση της φυσικής εξουσίας του πράγματος από τον αποκτώντα – νέο νομέα γ. η μετακίνηση αυτή της φυσικής εξουσίας από τον μεταβιβάζοντα στον αποκτώντα να γίνει με την θέληση και των δύο μερών. Οι σχετικές δηλώσεις βουλήσεως των μερών είναι απευθυντέες και παράγουν τα έννομα αποτελέσματα τους μόλις περιέλθουν στο πρόσωπο που απευθύνονται. Μάλιστα, η σύμβαση για τη μεταβίβαση της νομής είναι εμπράγματη, άτυπη, ακόμα και αν αφορά την μεταβίβαση της νομής ακινήτου, και δεν υπόκειται στον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου του άρθρου 369 ΑΚ ούτε και σε μεταγραφή κατά τα άρθρα 1033 ΑΚ και 1198 ΑΚ. Επίσης, είναι αναιτιώδης δικαιοπραξία γι’ αυτό το μεταβιβαστικό της νομής αποτέλεσμα επέρχεται ανεξάρτητα αν υπάρχει ή όχι υποκείμενη αιτία και αν αυτή είναι ή όχι έγκυρη. Επομένως, μοναδική προϋπόθεση για την απόκτηση της νομής είναι η σωματική παράδοση του πράγματος, και δεν δημιουργείται κώλυμα εάν η υποκείμενη σύμβαση είναι άκυρη ή ακυρώσιμη.

Σε αυτό το σημείο κρίνεται σκόπιμο να γίνει αναφορά στον θεσμό της αντιπροσώπευσης δυνάμει της διάταξης 211 ΑΚ, μιας και η απορριπτική πρωτόδικη απόφαση καταλήγει στο ότι ο ενάγων ενεργούσε στην πραγματικότητα ως αντιπρόσωπος στο όνομα και για λογαριασμό της εναγομένης – αδερφής του και οι ενέργειες του ήταν αντίστοιχες με αυτές που ενδεχομένως θα έπραττε αν ενεργούσε αυτοπροσώπως. Ειδικότερα, στην άμεση αντιπροσώπευση ο αντιπρόσωπος καταρτίζει τη δικαιοπραξία όχι μόνο για λογαριασμό αλλά και στο όνομα του αντιπροσωπευόμενου, έτσι ώστε τα αποτελέσματα των ενεργειών του πρώτου να επέλθουν απευθείας στο πρόσωπο του δεύτερου. Ουσιώδης προϋπόθεση είναι ο αντιπρόσωπος να ενεργεί στα πλαίσια της εξουσίας αντιπροσώπευσης. Με τον εν λόγω θεσμό αποσυνδέεται το αποτέλεσμα της δήλωσης βουλήσεως από τον φορέα της, αφού τα έννομα αποτελέσματα ενεργούν υπέρ ή κατά του αντιπροσωπευόμενου. Συνεπώς, η παραπάνω μορφή αντιπροσώπευσης είναι εξαιρετικά αποτελεσματική και γι’ αυτό τον λόγο απαντάται συχνά στις συναλλαγές[3].



Προσωπικές θέσεις

Προσωπικά θεωρώ ότι η εξεταζόμενη απόφαση του Εφετείου Αιγαίου καταλήγει σε ένα ορθό και αιτιολογημένο συμπέρασμα κατόπιν μιας εκτενούς και συμπεριληπτικής ανάλυσης. Ειδικότερα, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ορθώς απορρίπτει κατ’ ουσίαν την έφεση του εκκαλούντος, διότι από όλες τις ενέργειες της εφεσίβλητης, ήτοι την πληρωμή των φόρων των ακινήτων στην αρμόδια ΔΟY, την εκμίσθωση της οικίας και του όμορου αυτής οικοπέδου στην κόρη του ενάγοντος δυνάμει συμφωνητικού επαγγελματικής μίσθωσης και την άσκηση αγωγής απόδοσης της χρήσης των επίδικων ακινήτων κατά της μισθώτριας, προκύπτει ότι η ίδια ήταν νομέας των επίδικων ακινήτων ενώ ο ενάγων και η κόρη του είχαν απλώς την κατοχή αυτών. Εντούτοις, εξετάζοντας τους ισχυρισμούς του ενάγοντος και όλα τα αποδεικτικά στοιχεία που επικαλείται, δεν συνάγεται με κανέναν τρόπο το συμπέρασμα ότι είχε μεταβιβαστεί σε αυτόν η νομή των ακινήτων, αφού όλες οι υποσχετικές συμφωνίες της πώλησης που σύναψε κατά καιρούς με την εναγομένη δεν έλαβαν ποτέ τον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου και άρα δεν κατέλειψαν στην σύναψη εμπράγματης σύμβασης.

Καταληκτικά, τα ζητήματα που άπτονται του εμπραγμάτου δικαίου και συγκεκριμένα το ζήτημα της προσβολής της νομής παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον, αφού συναντάται συχνότητα στην πράξη και μπορεί να εκδηλωθεί με πολλαπλούς τρόπους από τους προσβολείς. Κρίσιμο είναι να σημειωθεί εδώ. ότι πέρα από τον νομέα που προστατεύεται ρητά από το γράμμα του νόμου, παράλληλη προστασία απολαμβάνει και εκείνος που απέκτησε την κατοχή πράγματος ή δικαιώματος από τον νομέα ως μισθωτής, θεματοφύλακας, ή από κάποια άλλη παρόμοια σχέση. Νομιμοποιείται μάλιστα, δυνάμει του άρθρου 997 ΑΚ να ασκήσει κατά τρίτων τις αγωγές της νομής.


Φρειδερίκη Κτενά,

Απόφοιτη της Νομικής Σχολής του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης.

Μέλος της ομάδας σχολιασμού δικαστικών αποφάσεων στον τομέα του Αστικού Δικαίου του The Law Project


 

[1] ΕΘ 1046/1979. [2] ΑΠ Γεωργιάδης, Εμπράγματο Δίκαιο, 2η εκδ., 2010 σελ. 238 – 246. [3] Δ. Κλαβανίδου Έλλειψη πληρεξουσιότητας, 2η εκδ., 2007.

46 views0 comments
bottom of page