top of page

Πλειστηριασμός πλοίου – Ναυτικά προνόμια

Της Σερδάρη Μαρίας


Απόφαση: 292/2018 του ΜΟΝΟΜΕΛΟΥΣ ΕΦΕΤΕΙΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ




Αναγκαστική εκτέλεση σε πλοίο. Ναυτικά προνόμια. Σε περίπτωση εκποίηση πλοίου, δηλαδή μεταβίβασης της κυριότητάς του, ο αποκτών καθίσταται διάδοχος στο πραγματοπαγές βάρος επί του πλοίου. Απόσβεση ναυτικών προνομίων. Μη ευθύνη υπερθεματιστή για τις πριν τον πλειστηριασμό απαιτήσεις. Διαφορετική εκδοχή έρχεται σε αντίθεση με τόσο με τον σκοπό του πλειστηριασμού όσο και με την συνταγματική αρχή της ισότητας των δανειστών



ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΥΠΟΘΕΣΗΣ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΗ ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ1


Στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο η ενάγουσα, νυν εκκαλούσα, εξέθεσε ότι συμβλήθηκε με το Ελληνικό Δημόσιο το 2003 και απέκτησε το δικαίωμα χρήσης και εκμετάλλευσης της θαλάσσιας ζώνης του λιμένα της Ελευσίνας, στον οποίο ελλιμενιζόταν από το 2011 το υπό ελληνική σημαία πλοίο «ΑΓ» που ανήκε στον πρώτο εναγόμενο και το οποίο απέκτησε ο δεύτερος εναγόμενος ως υπερθεματιστής σε δημόσιο αναγκαστικό πλειστηριασμό. Υποστηρίζει δε πως η ίδια διατηρούσε αξιώσεις από τον ελλιμενισμό του πλοίου κατά το άνω χρονικό διάστημα, που προηγείται της κτήσης της κυριότητάς του από τον δεύτερο εναγόμενο, για τέλη και λοιπές υπηρεσίες, συνολικού ποσού 34.312,01 ευρώ.

Η αγωγή της αφού θεωρήθηκε ως μη ασκηθείσα ως προς τον πρώτο των εναγομένων λόγω μη εμπρόθεσμης κλήτευσης αυτού, ο οποίος δεν προκατέθεσε προτάσεις, απορρίφθηκε ως προς τον δεύτερο εναγόμενο ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης αυτού, κρίνοντας το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι δεν ευθύνεται για τα προ της κατακύρωσης βάρη του πλοίου.

Κατά της εκκαλούμενης απόφασης παραπονείται η ενάγουσα με την κρινόμενη έφεσή της και με τους λόγους της οι οποίοι, στο σύνολό τους, ανάγονται σε μη ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ζητεί να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση, ώστε να γίνει πλήρως δεκτή η αγωγή της, κάτι το οποίο συμβαίνει καθώς κρίθηκε τυπικώς παραδεκτή η αγωγή της.



ΝΟΜΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ

1. Ν. 2932/2001

Ο εν λόγω νόμος καθόρισε την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών στις θαλάσσιες ενδομεταφορές, η οποία θα τελεί υπό κρατική εποπτεία προκειμένου να διασφαλίζονται οι συνθήκες υγιούς ανταγωνισμού. Το σημαντικό, ωστόσο για τη συγκεκριμένη απόφαση είναι το άρθρο 21 του νόμου όπου αναγράφονται δέκα Λιμενικά Ταμεία (Αλεξανδρούπολης, Βόλου, Ελευσίνας, Ηρακλείου, Ηγουμενίτσας, Καβάλας, Κέρκυρας, Λαυρίου, Πατρών, Ραφήνας), τα οποία μετατρέπονται σε Ανώνυμες Εταιρείες (Α.Ε.) με σκοπό την προάσπιση του δημοσίου συμφέροντος. Αυτές οι εταιρείες, μάλιστα, τίθενται υπό την εποπτεία του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας.


Εν προκειμένω, η ενάγουσα αποτελεί την προαναφερθείσα ΑΕ της Ελευσίνας και ορθώς υποστηρίζει ότι σύνηψε σύμβαση με το Ελληνικό Δημόσιο, κατά άρθρο 24 του παρόντος νόμου, μέσω της οποίας της παραχωρείται το δικαίωμα χρήσης και εκμετάλλευσης των κτιρίων, γηπέδων, λιμενικών έργων και άλλων εγκαταστάσεων που βρίσκονται εντός της Ζώνης Λιμένα. Ο σκοπός των ΑΕ, μάλιστα, αναφέρεται και αναλυτικότατα στο νόμο. Συγκεκριμένα, οι εταιρείες έχουν ως στόχο την παροχή κάθε είδους λιμενικών υπηρεσιών προς τους χρήστες, την παροχή υπηρεσιών ελλιμενισμού των πλοίων και διακίνησης επιβατών, οχημάτων, φορτίων, την εγκατάσταση, οργάνωση και εκμετάλλευση κάθε είδους λιμενικής υποδομής και ορισμένες άλλες δευτερεύουσες υποχρεώσεις.


Τέλος, σύμφωνα με τον ίδιο νόμο το Διοικητικό Συμβούλιο (Δ.Σ.) της εταιρείας έχει μεταξύ άλλων, την αρμοδιότητα της διαχείρισης και έγκρισης των πάσης φύσεως τιμολογίων αυτής. Αυτό σημαίνει ότι ο πλοιοκτήτης ή ο εφοπλιστής καθώς και οι βοηθοί εκπληρώσεώς τους είναι υπόχρεοι για την καταβολή των λιμενικών δικαιωμάτων2. Παράλληλα οι απαιτήσεις της εταιρείας κατά τρίτων για την πληρωμή των λιμενικών δικαιωμάτων της βεβαιώνονται και εισπράττονται κατά τις διατάξεις του Κ.Ε.Δ.Ε.3


2. Δικαιώματα και υποχρεώσεις υπερθεματιστή

Καταρχάς, ως υπερθεματιστής νοείται ο πλειοδότης, ήτοι αυτός που δίνει την υψηλότερη προσφορά κατά τη διαδικασία ενός δημόσιου πλειστηριασμού. Όσον αφορά στην έννοια του πλειστηριασμού, έχουν να λεχθούν τα εξής:

Αρχικά, ο ΚΠολΔ γνωρίζει δύο είδη πλειστηριασμού, τον αναγκαστικό, ο οποίος έπεται της αναγκαστικής κατάσχεσης της περιουσίας του οφειλέτη και αποβλέπει στην ικανοποίηση των δανειστών του καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτη και τον εκούσιο, που λαμβάνει χώρα με διάταξη νόμου ή με δικαστική απόφαση ή με συμφωνία των μερών (ΚΠολΔ 1021). Ο τελευταίος, αρχίζει με τη βούληση του έχοντος την εξουσία διαθέσεως του εκπλειστηριαζόμενου πράγματος και αποβλέπει κατά κανόνα, στην ικανοποίηση των συμφερόντων του κυρίου του πράγματος αυτού4.


Ως προς τη νομική φύση του πλειστηριασμού επικρατεί διχογνωμία και ασάφεια. Από τη μια πλευρά, το βάρος τίθεται στο ιδιωτικό δίκαιο, ήτοι ότι κατ’ αρχήν αποτελεί σύμβαση και συγκεκριμένα πώληση ιδιωτικού δικαίου. Ωστόσο, αυτή η πώληση είναι ιδιόρρυθμη, καθώς πραγματοποιείται δίχως τη θέληση του καθ’ ου η εκτέλεση και δεν καθορίζεται ο πωλητής. Ως προς το πρόσωπο του πωλητή υποστηρίχθηκαν κι άλλες απόψεις: άλλοι θεωρούν ότι ο πωλητής και ο καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτης είναι το ίδιο πρόσωπο, άλλοι ότι πωλητές είναι κατ’ ουσίαν ο επισπεύδων και οι αναγγελθέντες δανειστές, ως αντιπρόσωποι του καθ’ ου η εκτέλεση, άλλοι ότι πωλητής παραμένει ο καθ’ ου η εκτέλεση, αλλά ενεργεί εξ ονόματός του ο επισπεύδων, άλλοι, τέλος, θεωρούν ότι ως πωλητές ενεργούν τα όργανα της εκτελέσεως τα οποία αντιπροσωπεύουν κατά μία γνώμη τον επισπεύδοντα κατά άλλη τον καθ’ ου η εκτέλεση. Αυτή η θέση, της ιδιόρρυθμης πώλησης, κυριαρχεί στη νομολογία που θεωρεί ως πωλητή τον επισπεύδοντα δανειστή ενώ ως αγοραστή τον υπερθεματιστή.


Από την άλλη πλευρά, τα δημοσίου στοιχεία του πλειστηριασμού οδήγησαν τη θεωρία στην άποψη ότι αυτός αποτελεί μια δημοσίου δικαίου πράξη. Σύμφωνα με αυτήν, λοιπόν, τα όργανα της αναγκαστικής εκτελέσεως ενεργούν ως πρόσωπα με δημόσια ιδιότητα, ανατεθείσα από το κράτος, και όχι απλώς ως αντιπρόσωποι του επισπεύδοντος ή του οφειλέτη. Επομένως, σύμφωνα με αυτήν τη γνώμη, ο πλειστηριασμός αποτελεί δικαιοπραξία δημοσίου δικαίου, που καταρτίζεται μεταξύ του υπερθεματιστή και του κράτους, το οποίο εκπροσωπείται από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού. Το κύρος του, επομένως, θα κριθεί επί τη βάσει των κανόνων δημοσίου δικαίου.


Οι δύο προαναφερθείσες θέσεις αναιρούν φυσικά, η μία την άλλη γι’ αυτό και επιβάλλεται να γίνεται τελολογική θεώρηση των εκάστοτε διακυβευόμενων συμφερόντων. Στην υπό εξέταση υπόθεση, βέβαια, όπου κρίνονται τα δικαιώματα και οι ευθύνες που έχει το κάθε μέρος, ανατρέχουμε στο άρθρο 1017 παρ.4 ΚΠολΔ όπου αναφέρεται ρητώς πώς τόσο τα ωφελήματα όσο και τα βάρη του πράγματος ανήκουν στον υπερθεματιστή. Τα δικαιώματα και η ευθύνη του αυτή είναι παρόμοια με του αγοραστή σύμφωνα με τα ΑΚ 522 και 525. Η κατανομή των ωφελημάτων και βαρών ρυθμίζεται με βάση την κατακύρωση5 και ανεξάρτητα αν καταβλήθηκε ή όχι το πλειστηρίασμα, αν εκδόθηκε ή μεταγράφηκε η περίληψη της έκθεσης κατακύρωσης. Από την κατακύρωση και μόνον ο υπερθεματιστής λαμβάνει τα ωφελήματα και φέρει τα βάρη του πλειστηριασθέντος πράγματος, δεδομένου ότι έκτοτε δικαιούται και υποχρεούται να καταβάλει το πλειστηρίασμα και να παραλάβει το πράγμα.


Εξάλλου, ως βάρη νοούνται οι μετά του πράγματος συνδεόμενες και το πράγμα παρακολουθούσες υποχρεώσεις, είτε αυτές καταβάλλονται εφάπαξ είτε περιοδικώς. Για τα τελευταία, τα περιοδικώς καταβαλλόμενα βάρη, ο υπερθεματιστής φέρει ευθύνη, εφόσον ανάγονται στον μετά την κατακύρωση χρόνο, ενώ δια τα εφάπαξ καταβαλλόμενα ο υπερθεματιστής ευθύνεται, εφόσον αυτά κατέστησαν απαιτητά μετά την κατακύρωση.


Γενικά, η συνταγματική νομιμότητα της ευθύνης του υπερθεματιστή από τα λεγόμενα «αφανή» βάρη αμφισβητείται έντονα, καθώς παραβιάζουν αυτά κάθε έννοια ισονομίας και ισότητας. Επιπροσθέτως, η ευθύνη αυτή οδηγεί σε καταστρατήγηση, αν δεν ανατρέπει πλήρως το ισχύον σύστημα ικανοποιήσεως των απαιτήσεων όλων των δανειστών αποκλειστικά από το πλειστηρίασμα και επί τη βάσει συγκεκριμένων ιεραρχήσεων (ΚΠολΔ 975 – 977Α, ΚΙΝΔ 205 – 207). Ο υπερθεματιστής δεν μπορεί να βαρύνεται και με τις ενοχικές υποχρεώσεις, αφού δε συνδέεται ενοχικά με τον δικαιούχο. Παράλληλα, η επίτευξη των σκοπών του πλειστηριασμού είναι εξάλλου, δυνατή, μόνον, αν ο πλειοδοτών γνωρίζει ότι δε θα αιφνιδιαστεί από «αφανή» βάρη του πλοίου. Συνεπώς, οποιαδήποτε αναγνώριση ευθύνης από βάρη που δεν έχει πληροφορηθεί μέσω του νηολογίου ή άλλης πηγής είναι ανεπιεικής και άδικη προς το πρόσωπο του υπερθεματιστή, ενώ επίσης κλονίζει τα θεμέλια του δημοσίου πλειστηριασμού, της εμπορικής πίστεως και γενικά των συναλλαγών6.



3.Ναυτικά Προνόμια


Εν συνεχεία, σύμφωνα με το άρθρο 205 του ΚΙΝΔ «Είναι προνομιούχοι επί του πλοίου και του ναύλου κατά την κατωτέρω τάξη μόνον οι ακόλουθοι απαιτήσεις: α) τα δικαστικά έξοδα τα γενόμενα προς το κοινό συμφέρον των δανειστών, τα βαρύνοντα το πλοίο τέλη και δικαιώματα, οι συναφείς προς τη ναυσιπλοΐα φόροι, ως και τα από του κατάπλου του πλοίου στον τελευταίο λιμένα έξοδα φυλάξεως και συντηρήσεως.». Η συγκεκριμένη διάταξη καθιερώνει τα ναυτικά προνόμια, τα οποία έχουν πραγματοπαγή χαρακτήρα με την έννοια ότι κατ’ αρχήν, παρακολουθούν το πλοίο. Σε αντίθεση, λοιπόν με τα γενικά και ειδικά προνόμια κατάταξης του κοινού δικονομικού δικαίου7, τα ναυτικά προνόμια ενεργούν μόνο κατά τη διαδικασία της κατατάξεως και επομένως διασπούν τον κανόνα της ίσης μεταχείρισης των δανειστών και της σύμμετρης ικανοποίησης αυτών και θεμελιώνουν «δικαίωμα πρωτοπραξίας»8, χωρίς, ωστόσο, να παρακολουθούν τη γενικότερη εξελικτική πορεία των απαιτήσεων από τη γένεση μέχρι και την απόσβεσή τους.


Πιο αναλυτικά, συνιστώμενα ex lege εμφανίζουν ιδιότητες και δημιουργούν συνέπειες ιδιαίτερης εμπράγματης φύσης, όπως προαναφέρθηκε, και γι’ αυτό χαρακτηρίζονται, κατά την κρατούσα άποψη9, ως νόμιμα (ή σιωπηρά ή αφανή) και πλασματικά, καθόσον δεν ισχύει επ' αυτών η αρχή της δημοσιότητας, ενέχυρα10. Με άλλα λόγια τα ναυτικά προνόμια του άρθρου 205 ΚΙΝΔ λειτουργούν όχι απλώς ως προνόμια κατατάξεως αλλά ακόμη περισσότερο, ως παρεπόμενα (σε σχέση προς την ασφαλιζόμενη κύρια απαίτηση επ' ωφελεία της οποίας γεννώνται και λειτουργούν) εμπράγματα δικαιώματα που βαρύνουν (συμφώνως με την εμπραγμάτου δικαίου γενική αρχή της ειδικότητος) συγκεκριμένο πλοίο ή τον κατά τον χρόνο της κατασχέσεως οφειλόμενο (στον εκναυλωτή πλοιοκτήτη ή εφοπλιστή) ναύλο (στην τελευταία περίπτωση πρόκειται για νόμιμο ενέχυρο απαίτησης)11.


Έτσι, σε περίπτωση εκποίησης του πλοίου, δηλαδή μεταβίβασης της κυριότητάς του, ο αποκτών την τελευταία καθίσταται διάδοχος στο (πραγματοπαγές) βάρος επί του πλοίου που αφορά το προαναφερθέν ναυτικό προνόμιο, δηλαδή τα ανωτέρω, κατά το άρθρο 205 ΚΙΝΔ, τέλη και δικαιώματα. Ειδικότερα, το πλοίο εξακολουθεί, και μετά τη μεταβίβασή του στον αποκτώντα αυτό, να αποτελεί αντικείμενο αναγκαστικής εκτέλεσης για την ικανοποίηση των αξιώσεων που αφορούν και το ως άνω ναυτικό προνόμιο, ενώ ο νέος κύριος αυτού, για να αποφύγει την αναγκαστική εκτέλεση με αντικείμενο το πλοίο, αναγκάζεται να καταβάλει το χρηματικό ποσό που καλύπτεται με το προνόμιο. Περαιτέρω, ο νόμος προβλέπει ειδικά ότι τα εν λόγω ναυτικά προνόμια επί του πλοίου αποσβένονται με την πάροδο τριών μηνών από την καταχώρηση της σύμβασης εκποίησης του πλοίου στο νηολόγιο (άρθρο 207 του ΚΙΝΔ) καθώς και με την εκποίηση αυτού σε δημόσιο πλειστηριασμό (άρθρο 208 του ΚΙΝΔ).


Συγκεκριμένα στο άρθρο 208 του ΚΙΝΔ ορίζεται ότι «Εκτός των γενικών λόγων αποσβέσεως, το προνόμιο αποσβέννυται και δια εκποιήσεως του πλοίου εις δημόσιον πλειστηριασμόν». Επομένως, και σύμφωνα με τη ρύθμιση της διάταξης αυτής (άρθρου 208 του ΚΙΝΔ), η οποία καθορίζει ειδικό λόγο απόσβεσης των ναυτικών προνομίων επί του πλοίου, γίνεται δεκτό ότι σε κάθε περίπτωση δημόσιου πλειστηριασμού και όχι μόνον αναγκαστικού πλειστηριασμού, αποσβένονται τα ναυτικά προνόμια. Ενισχύεται δε η άποψη αυτή και από την εισηγητική έκθεση του ΚΙΝΔ, καθώς σ’ αυτήν αναφέρεται ο όρος «δημόσια εκποίηση» (σελ. 114), με αναφορά και στο άρθρο 207 του ΚΙΝΔ, το οποίο αφορά την απόσβεση των προνομίων στην περίπτωση συμβατικής εκποίησης του πλοίου, όπου προκρίθηκε ο όρος «συμβατική» αντί του όρου «εκουσία» εκποίηση, «διότι και η δημοσία εκποίησις δυνατόν να είναι εκουσία».

Έτσι, στη ρύθμιση του άρθρου 208 του ΚΙΝΔ, που προβλέπει την απόσβεση των ναυτικών προνομίων, εμπίπτουν όλες οι περιπτώσεις δημόσιου πλειστηριασμού, ακόμη και η εκποίηση ύστερα από αναγκαστική κατάσχεση λόγω εκτέλεσης διαταγής πληρωμής δικαστηρίου με δημόσιο αναγκαστικό πλειστηριασμό κατασχεθέντος πλοίου, εξαιρουμένου του εκούσιου δημόσιου πλειστηριασμού, που δε γίνεται κατόπιν εφαρμογής ειδικών διατάξεων, αλλά στηρίζεται αποκλειστικά στη βούληση των ενδιαφερομένων (με σύμβαση), για τον οποίο, όπως προαναφέρθηκε, εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 207 του ΚΙΝΔ.


Ο λόγος αυτός απόσβεσης των ναυτικών προνομίων δικαιολογείται από το ότι στις σχετικές περιπτώσεις ο δημόσιος πλειστηριασμός είναι τρόπος αντιμετώπισης δημιουργηθέντος, από ορισμένες περιστάσεις, αδιεξόδου που παρεμποδίζει την απρόσκοπτη εκμετάλλευση του πλοίου. Για την επίτευξη του σκοπού αυτού, της απρόσκοπτης εκμετάλλευσης του πλοίου, είναι αναγκαίο, όπως προαναφέρθηκε, ο πλειοδοτών να γνωρίζει ότι δε θα αιφνιδιαστεί από αφανή βάρη του πλοίου, που συνιστούν τα ναυτικά προνόμια, δηλαδή μόνον τότε έχει αυτός, κατά κανόνα, κίνητρο να εκδηλώσει ενδιαφέρον για την απόκτηση του πλοίου με σχετική δημοπρασία. Τέλος, οι ανωτέρω διατάξεις του ΚΙΝΔ περί των ναυτικών προνομίων, δεν έχουν αποκλειστικά δικονομικό χαρακτήρα, έχουν και ουσιαστικό, αφού διέπουν τις αντίστοιχες απαιτήσεις από τη γέννησή τους, πριν από το στάδιο της αναγκαστικής εκτέλεσης, επάγονται δε σχετικές έννομες συνέπειες ως προς αυτές (όπως π.χ. σε περίπτωση εκχώρησης της απαίτησης κατά το άρθρο 458 του ΑΚ μεταβιβάζεται και το αντίστοιχο προνόμιο).


Περαιτέρω, ενόψει του ότι οι απαιτήσεις που είναι εξοπλισμένες με ναυτικό προνόμιο πρώτης τάξης, όπως οι ένδικες της ενάγουσας, νυν εκκαλούσας, έχουν σε περίπτωση αναγκαστικής εκποίησης, επαρκή προστασία, αφού, λόγω των προνομίων, ικανοποιούνται πριν απ’ όλους, ακόμη και πριν από τους ενυπόθηκους δανειστές. Συνεπώς, δε συντρέχει λόγος να υφίσταται ευθύνη του υπερθεματιστή για γεννημένα πριν την κατακύρωση, χρέη του πλοίου έναντι των τρίτων. Άλλωστε, μόνο με την εκδοχή της απαλλαγής του υπερθεματιστή για τις πριν την κατακύρωση χρεώσεις, εναρμονίζεται και η σχετική διάταξη του άρθρου 208 ΚΙΝΔ, περί απόσβεσης του σχετικού προνομίου με τη διενέργεια του πλειστηριασμού και την κατακύρωση, όπως εξάλλου αποσβένονται και οι υποθήκες και οι προσημειώσεις σύμφωνα με το άρθρο 1005 παρ. 3 ΚΠολΔ.

Διαφορετική εκδοχή, περί ευθύνης του υπερθεματιστή και για τις πριν του πλειστηριασμού απαιτήσεις που είναι εξοπλισμένες με ναυτικό προνόμιο, έρχεται σε αντίθεση με το σκοπό του πλειστηριασμού, που είναι η ικανοποίηση των δανειστών δια του πλειστηριάσματος και η «κάθαρση» του εκπλειστηριαζόμενου πλοίου, ώστε αυτό να καταστεί αντικείμενο απρόσκοπτης οικονομικής εκμετάλλευσης, αλλά και με τη συνταγματική αρχή της ισότητας των δανειστών. Με άλλα λόγια στο γεγονός ότι ανεξαρτήτως των γενικών ή ειδικών προνομίων τους, όλοι θα ικανοποιηθούν μέχρι το όριο του πλειστηριάσματος και όχι πέραν αυτού, στρεφόμενοι ευθέως κατά του υπερθεματιστή. Θα δημιουργούσε δε μη ανεκτή, εξαιρετική και ειδική μεταχείριση της «Ο.Λ.Ε. Α.Ε.», καθώς θα ευθύνεται ο υπερθεματιστής για τις γεννημένες πριν τον πλειστηριασμό απαιτήσεις της, όταν ο ίδιος υπερθεματιστής δεν ευθύνεται έναντι του Δημοσίου για τους πριν την κατακύρωση φόρους12.


Τέλος, ο ανωτέρω λόγος απόσβεσης του ναυτικού προνομίου, που οδηγεί και στην απόσβεση της αντίστοιχης αξίωσης, λαμβάνεται υπόψη αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο, χωρίς να απαιτείται η προβολή σχετικού ισχυρισμού13.



ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ


Στην υπό μελέτη υπόθεση, αποφασίστηκε από το Εφετείο πως «η ενάγουσα δεν επικαλείται ειδική διάταξη που να θεμελιώνει την ένδικη απαίτησή της σε βάρος του εναγόμενου στον οποίο κατακυρώθηκε το πλοίο κατά τα άνω διαλαμβανόμενα, η αγωγή της είναι μη νόμιμη και ως εκ τούτου απορριπτέα. Συνεπώς η εκκαλουμένη ορθά κατ’ αποτέλεσμα, απέρριψε την αγωγή, πλην όμως με εσφαλμένη αιτιολογία η οποία ωστόσο, δεν μπορεί να αντικατασταθεί ούτε να εξαφανιστεί αυτή, διότι δεν μπορεί να καταστεί επιβλαβέστερη η θέση της εκκαλούσας – ενάγουσας, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 536 παρ. 1 ΚΠολΔ καθώς η απόρριψη της αγωγής ως νόμω αβάσιμης ενώ πρωτοδίκως είχε απορριφθεί ως απαράδεκτη, καθιστά δυσμενέστερη τη θέση της εκκαλούσας. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα και εφόσον δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι προς έρευνα, πρέπει η κρινόμενη έφεση να απορριφθεί στο σύνολο της ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν και να καταδικαστεί η εκκαλούσα λόγω της ήττας της στα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατά το νόμιμο αίτημα αυτού (άρθρα 106, 176, 18 και 191 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται, στο διατακτικό τη παρούσας.».


Κατά τη γνώμη της γράφουσας, η απόφαση 292/2018 του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά, είναι πλήρως ορισμένη με ορθή ροή και επιχειρηματολογία, ενώ λαμβάνει υπόψιν και τις τυχόν διαφορετικές θέσεις μεταξύ θεωρίας και νομολογίας σε ορισμένα νομικά ζητήματα που ανέκυψαν. Καταρχάς, ορθώς εξέτασε το νόμο 2293/2001 και έκρινε πώς ναι μεν πρόκειται για εταιρεία εντός του πλαισίου του νόμου αυτού, από την άλλη, όμως, δεν καθίστανται διοικητικές οι διαφορές που προκύπτουν κατά το στάδιο της εκτέλεσης προς είσπραξη των απαιτήσεων με τη διαδικασία του Κ.Ε.Δ.Ε. Επιπλέον, αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι εξέτασε το άρθρο 1017 παρ. 4 ΚΠολΔ, προκειμένου να αιτιολογήσει το ρόλο του υπερθεματιστή σε έναν πλειστηριασμό και κυρίως να διαχωρίσει τους ρόλους των τρίτων υπόχρεων ή δικαιούχων από τον υπερθεματιστή. Τέλος, με μεγάλη επιμέλεια, συμπέρανε ότι ο υπερθεματιστής θα φέρει δυσανάλογο βάρος αν κληθεί να ικανοποιήσει αξιώσεις που αφορούν ναυτικό προνόμιο το οποίο είχε αποφύγει ο προηγούμενος κύριος και πρόκειται για «αφανές» βάρος. Όλα αυτά φυσικά, αφού ανέλυσε τα ναυτικά προνόμια μέσω των άρθρων 205, 207 και 208 ΚΙΝΔ.



Σερδάρη Μαρία,

Τμήμα Νομικής, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, 5ο έτος, Μέλος της ομάδας σχολιασμού δικαστικών αποφάσεων του The Law Project.



 

1 Πηγή: http://www.efeteio-peir.gr/wordpress/?p=4372.

2 βλ. άρθρο 8παρ. 8.1 της 22596/ΕΓ ΔΕΚΟ 1941/22-5-2007 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών – Ανάπτυξης – Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας – Μεταφορών και Επικοινωνιών – Εμπορικής Ναυτιλίας(ΦΕΚ Β’ 857/1-6-2007)

3 άρθρο 7 παρ. 7.1 της προαναφερθείσας κοινής Υπουργικής Απόφασης (υπ` αριθ. 22596/ΕΓ ΔΕΚΟ 1941/22-5-2007)

4 Νικόλαος, Θ., Νίκας, Εγχειρίδιο Δικαίου Αναγκαστικής Εκτελέσεως, εκδ. ΣΑΚΚΟΥΛΑ Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2η έκδοση, 2018, σελ. 612 επ.

5 Η κατακύρωση θεωρείται ως δήλωση βουλήσεωςδημόσιας αρχής, ήτοι του υπάλληλουτου πλειστηριασμού, που αποδέχεται την τελευταία πλειοδοτική προσφορά ενώ παράλληλα, περατώνει τον πλειστηριασμό.

6 Νικόλαος, Θ., Νίκας, Εγχειρίδιο Δικαίου Αναγκαστικής Εκτελέσεως, εκδ. ΣΑΚΚΟΥΛΑ Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2η έκδοση, 2018, σελ. 652επ.

7 άρθρα 975 και 976 ΚΠολΔ, privilegia causae, βλ. για τη σχέση τους με τα περιορισμένα εμπράγματα δικαιώματα αξίας, ήτοι το ενεχύρο και την υποθήκη Α. Αντάπαση, Απαιτήσεις απολαύουσαι ναυτικών προνομίων, 1976 § 1

8 βλ. Μπαλής, Γενικαί αρχαί, 1961 σελ. 424, Φραγκίστας, Πλειστηριασμός, Νομικαί Μελέται, τόμος Α', σελ. 493 (507) καθώς και τα συμπεράσματα στα οποία καταλήγειως προς την λειτουργία των προνομίων ο Γ. Ορφανίδης, Συγκρούσεις συμφερόντων δανειστώνστην αναγκαστική εκτέλεση(Συμβολή στην ερμηνείατων άρθρων 958 και 997 ΚΠολΔ) σελ. 118 επ. καιιδίως σελ. 139 επ.

9 ΑΠ 70 / 1992, ΕΕΝ1993. 212 και ΑΠ 710 / 1992, ΕΕΝ 1993. 540

10 αντίθετος ο Λ. Γεωργακόπουλος, Ναυτικό Δίκαιο,2006 § 44 Ι αρ. 1 σελ. 449 – 450.

11 βλ. Α. Αντάπαση,Απαιτήσεις απολαύουσαι ναυτικών προνομίων, § 7 σελ. 69 - 70.

12 σχετ. οι ΟλΑΠ 12/1990 και ΑΠ 952/1994, ΕΠ 867/2003, δημοσ στη ΝΟΜΟΣ, ΕΠ 905/1986 ΠειρΝομολ 1986.543.

13 ΕφΠειρ 303/2016 και 201/2013 ΝΟΜΟΣ, Ι. Κοροτζή, Ναυτικό Δίκαιο, τ. 3ος σελ. 135, Ι. Ρόκα – Γ. Θεοχαρίδη, Ναυτικό Δίκαιο, εκδ. Γ’ σελ. 60 – 63.


63 views0 comments
bottom of page