της Σοφίας Ηλίου
Ο πλειστηριασμός πλοίου και η κατάταξη των ναυτικών προνομίων στο ελληνικό δίκαιο
ΜονΕφΠειρ 248/2020
Ιστορικό απόφασης:
Στην εν λόγω απόφαση, μετά την ολοκλήρωση του πλειστηριασμού επί του υπό ελληνική σημαία δεξαμενόπλοιου, η εκκαλούσα άσκησε ανακοπή κατά του πίνακα κατάταξης, παραπονούμενη για την μη συμπερίληψη αυτής επί των προνομιούχων δανειστών. Η εκκαλούσα διατηρούσε ληξιπρόθεσμη απαίτηση κατά της καθ’ ης η αναγκαστική εκτέλεση ως άνω οφειλέτριας εταιρίας η οποία αφορούσε τέλη και δικαιώματα πρυμνοδέτησης, ελλιμενισμού και αυθαίρετης παραμονής του εκπλειστηριασθέντος πλοίου. Το ναυτικό αυτό προνόμιο της εκκαλούσας απέρρεε από το γεγονός ότι ήταν νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και απολάμβανε όλων των προνομίων που απολαύει το Δημόσιο σε όλες τις δημόσιες και ιδιωτικές σχέσεις και συναλλαγές του και εφαρμόζονται εν γένει επ’ αυτής όλες οι σχετικές διατάξεις εξαιρετικού δικαίου που ισχύουν εκάστοτε για το Δημόσιο. Ωστόσο, μέσω τροποποιητικής σύμβασης παραχώρησης το ως άνω ΝΠΔΔ μετατράπηκε σε νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου και μάλιστα σε ιδιωτική κερδοσκοπική ανώνυμη εταιρεία ώστε οι απαιτήσεις της δεν εξοπλίζονταν πλέον με ναυτικό προνόμιο. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό την ανεπάρκεια του πλειστηριάσματος οδήγησαν την ανακόπτουσα να ασκήσει έφεση, επικαλούμενη κακή αιτιολογία και εκτίμηση των αποδείξεων και ζητώντας την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης και κατ’ επέκταση την αποδοχή της ανακοπής της.
Αναδυόμενα νομικά ζητήματα:
Α. Η κατάσχεση και ο πλειστηριασμός πλοίου[1]
Η διαδικασία που ακολουθείται στην αναγκαστική εκτέλεση πλοίων ακολουθεί κατά βάση εκείνη του ΚΠολΔ με ορισμένες εξαιρέσεις όπως θα αναλυθεί και παρακάτω. Ο ΚΠολΔ ορίζει στο άρθρο 992 παρ.1 εδ. γ[2] ότι για την κατάσχεση πλοίων εφαρμόζονται οι διατάξεις περί κατάσχεσης ακινήτων λόγω της μεγάλης οικονομικής αξίας των πλοίων. Για τον προσδιορισμό της έννοιας του πλοίου που μπορεί να καταστεί αντικείμενο αναγκαστικής εκτέλεσης εφαρμόζεται το άρθρο 1 ΚΙΝΔ που περιλαμβάνει τα σκάφη καθαρής χωρητικότητας τουλάχιστον 10 κόρων, τα οποία προορίζονται να κινούνται αυτοδύναμα στην θάλασσα. Αποκλείονται από την διαδικασία κατάσχεσης και πλειστηριασμού πλοίων τα ναυπηγούμενα[3] και τα πλωτά ναυπηγήματα.
Ι. Η διαδικασία της κατάσχεσης και οι συνέπειες της επί του πλοίου
Μετά την επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση[4] στον οφειλέτη, διενεργείται η πρώτη πράξη της κύριας διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, αυτής της κατάσχεσης του πλοίου. Στην περίπτωση που το πλοίο βρίσκεται υπό την κατοχή τρίτου[5], τότε η επίδοση θα πρέπει να γίνει και προς αυτόν[6]. Κατά την παρ. 3 του άρθρου 211 ΚΙΝΔ, μετά την επίδοση της επιταγής απαιτείται το πέρας είκοσι τεσσάρων ωρών μέχρι την επιβολή της κατάσχεσης. Ακυρότητα επέρχεται αν η επίδοση παραλειφθεί ή αν δεν τηρηθεί η προαναφερόμενη προθεσμία. Η κατάσχεση του πλοίου πραγματοποιείται με την σύνταξη της κατασχετήριας έκθεσης από τον δικαστικό επιμελητή που πρέπει να περιλαμβάνει τα στοιχεία των άρθρων 993 παρ.2 και 1011 παρ. 1 ΚΠολΔ[7]. Αντικείμενο της κατάσχεσης είναι τόσο η κυριότητα του πλοίου ή άλλο εμπράγματο δικαίωμα, όσο και ιδανικό μερίδιο επί του πλοίου. Στην κατάσχεση περιλαμβάνονται αυτοδίκαια και τα συστατικά του πλοίου, όπως λ.χ. οι μηχανές του πλοίου ενώ τα παραρτήματα[8] πρέπει να αναφερθούν στην κατασχετήρια έκθεση ώστε να συμπεριληφθούν. Επιπλέον, επίδοση της έκθεσης κατάσχεσης γίνεται αφενός στον οφειλέτη και σε εκείνον που τηρεί το νηολόγιο και αφετέρου στον λιμενάρχη του λιμανιού όπου έγινε η κατάσχεση, στον πλοίαρχο και στο Ναυτικό Απομαχικό Ταμείο (ΝΑΤ). Με την επίδοση στον υπάλληλο του νηολογίου επιτυγχάνεται η εγγραφή του πλοίου στο ειδικό βιβλίο κατασχέσεων ενώ με την επίδοση στον λιμενάρχη εξασφαλίζεται η υλική δέσμευση του πλοίου.
Παράλληλα, η υλική δέσμευση του πλοίου συνιστά, μαζί με την νομική, τις συνέπειες που επιφέρει η κατάσχεση επί αυτού ώστε να επιτευχθεί η ρευστοποίηση. Ως προς την υλική δέσμευση, αυτή συνίσταται πρωτίστως στον διορισμό μεσεγγυούχου βάσει του άρθρου 996 παρ.1 ΚΠολΔ. Η υλική δέσμευση επιφέρει ακόμη και την απαγόρευση απόπλου του πλοίου που συνιστά και την σημαντικότερη συνέπεια της κατάσχεσης του. Τον απόπλου του κατασχεμένου πλοίου οφείλει να παρεμποδίσει και ο λιμενάρχης του λιμένα όπου βρίσκεται το τελευταίο, εφόσον έχει επιδοθεί σε αυτόν το αντίγραφο της κατασχετήριας έκθεσης. Τυχόν παραβίαση της απαγόρευσης αυτής δεν επηρεάζει την κατάσχεση ως προς το κύρος της. Επιπλέον, η κατάσχεση επιφέρει και την νομική δέσμευση του πλοίου υπό την έννοια ότι απαγορεύεται η διάθεση αυτού. Σε περίπτωση, μάλιστα, που παραβιαστεί η απαγόρευση διάθεσης, αυτή δεν μπορεί να αντιταχθεί έναντι του επισπεύδοντος δανειστή αλλά και των αναγγελθέντων δανειστών[9] καθώς η ακυρότητα είναι σχετική. Με άλλα λόγια, αν ο οφειλέτης ή ο τρίτος κύριος ή νομέας προβεί σε πράξη διαθέσεως του κατασχεθέντος, τότε αυτή είναι άκυρη υπέρ του επισπεύδοντος και των αναγγελθέντων δανειστών, ανεξάρτητα από τον χρόνο της αναγγελίας τους και την γνώση ή την καλή πίστη του τρίτου καθώς δεν εφαρμόζεται το 1036 ΑΚ[10]. Ταυτόχρονα, και η μεταγενέστερη της κατάσχεσης εγγραφή υποθήκης επί του πλοίου δεν εξοπλίζει τους ενυπόθηκους δανειστές με προνόμιο έναντι του επισπεύδοντος και των αναγγελθέντων.
ΙΙ. Ο πλειστηριασμός του πλοίου
Όπως και στην κατάσχεση έτσι και στον πλειστηριασμό, εφαρμόζονται οι διατάξεις για την αναγκαστική εκτέλεση πλοίων με τις ειδικές διατυπώσεις του 1011 ΚΠολΔ. Μετά το πέρας 10 ημερών από την κατάσχεση του πλοίου, ο δικαστικός επιμελητής καταθέτει τον φάκελο της κατάσχεσης[11] στον υπάλληλο του πλειστηριασμού και κατόπιν εκείνος συντάσσει την αντίστοιχη έκθεση[12]. Απόσπασμα αυτής επιδίδεται από τον δικαστικό επιμελητή στα πρόσωπα του 998 και 1011 ΚΠολΔ. Η μη τήρηση των ως άνω διατυπώσεων επιφέρει ακυρότητα[13] του πλειστηριασμού. Μετά την ολοκλήρωση της προδικασίας, ακολουθεί ο πλειστηριασμός που γίνεται ενώπιον συμβολαιογράφου στον λιμένα όπου βρίσκεται το πλοίο κατά τον χρόνο της κατάσχεσης ενώ η διαδικασία διεξάγεται με ηλεκτρονικά μέσα[14]. Αποκλίσεις από τις ρυθμίσεις για τον πλειστηριασμό ακινήτων εισήχθησαν με τον Ν.4335/2015 και αποτυπώνονται στο άρθρο 1011 Α ΚΠολΔ. Η κυριότερη από αυτές αφορά την πραγματοποίηση του πλειστηριασμού την πρώτη εργάσιμη Τετάρτη μετά από σαράντα ημέρες από την κατάσχεση. Οι λοιπές διαφορές με τον πλειστηριασμό ακινήτων αφορούν τις προθεσμίες για την ανακοπή εκτέλεσης, την διορθωτική ανακοπή και την αναστολή εκτέλεσης και πλειστηριασμού.
ΙΙΙ. Η αναγγελία των δανειστών
Βάσει του άρθρου 972 ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται αναλόγως, οι δανειστές έχουν δικαίωμα να αναγγείλουν την απαίτησή που έχουν κατά εκείνου που διενεργείται η αναγκαστική εκτέλεση ώστε να συμμετάσχουν στη διανομή του πλειστηριάσματος. Η αναγγελία που αποτελεί την πρώτη επιθετική πράξη της διαδικασίας της κατάταξης επιδίδεται πέντε μέρες πριν τον πλειστηριασμό στον υπάλληλο του πλειστηριασμού, στον επισπεύδοντα δανειστή και σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση. Τυχόν ματαίωση ή αναβολή του πλειστηριασμού δεν επιδρά στο κύρος της αναγγελίας. Το αναγγελτήριο αποτελεί εξώδικη διαδικαστική πράξη που δίνει την δυνατότητα στον αναγγελλόμενο δανειστή να συμμετέχει για πρώτη φορά στην διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης και μάλιστα στην διαδικασία της κατάταξης. Ακόμη, το αναγγελτήριο, ως εισαγωγικό δικόγραφο, πρέπει να περιέχει αφενός τα στοιχεία του 118 ΚΠολΔ αφετέρου διορισμό αντικλήτου και περιγραφή των στοιχείων και του γενεσιουργού λόγου της απαίτησης αλλά και του προνομίου αυτής. Αυτό απαιτείται ώστε ο υπάλληλος του πλειστηριασμού να κατατάξει την απαίτηση αλλά και οι δανειστές να κρίνουν αν θα ασκήσουν ανακοπή κατά του πίνακα κατάταξης. Κύριο στοιχείο του αναγγελτηρίου αποτελεί και το αίτημα κατάταξης και μάλιστα, αν υπάρχει προνόμιο απαιτείται αίτημα προνομιακής κατάταξης. Αυτό δικαιολογείται από το γεγονός ότι ο υπάλληλος του πλειστηριασμού δεν εφαρμόζει αυτεπάγγελτα τις διατάξεις περί προνομίων, ακόμη και αν τα προνόμια προκύπτουν ευκρινώς από το φάκελο.
Β. Τα ναυτικά προνόμια και η κατάταξή τους στο ελληνικό δίκαιο[15]
Ι. Έννοια και νομική φύση των ναυτικών προνομίων
Τα ναυτικά προνόμια υφίστανται προκειμένου να αντιμετωπιστεί η ανάγκη για βραχυπρόθεσμη χρηματοδότηση στο ναυτικό δίκαιο μέσα από τις διατάξεις του ΚΙΝΔ. Ως ναυτικό προνόμιο ορίζεται «το εμπράγματο δικαίωμα που αναγνωρίζεται από τον νόμο και συνδέεται ευθέως με ορισμένες απαιτήσεις από την οικονομική χρησιμοποίηση ή την λειτουργία συγκεκριμένου πλοίου, μόλις αυτές γεννηθούν, προς εξασφάλισή τους». Επομένως, σχετικά με την νομική φύση του, πρόκειται για εμπράγματο δικαίωμα και μάλιστα για νόμιμο ενέχυρο σε ξένο πλοίο[16]. Ακόμη, η ιδιότητα του ναυτικού προνομίου ως δικαίωμα νομογενές, απορρέον δηλαδή από τον νόμο, δεν αφήνει περιθώρια στην συμβατική ελευθερία των μερών να περιορίσει την έκταση[17] αυτών καθώς απαιτούν ειδική νομοθετική πρόβλεψη και αναφέρονται περιοριστικά στις διατάξεις του ΚΙΝΔ.
Αντικείμενο του ναυτικού προνομίου είναι μια συγκεκριμένη ναυτική απαίτηση που αφορά την λειτουργία και την οικονομική εκμετάλλευση του συγκεκριμένου πλοίου. Η συγκεκριμένη ναυτική απαίτηση εξασφαλίζεται μέσω του προνομίου σε όλη της την έκταση[18] και αφορά μόνο το συγκεκριμένο πλοίο από το οποίο προέκυψε. Πρόκειται, λοιπόν, για ένα προνόμιο ειδικό που δεν επεκτείνεται σε όλα τα πλοία του πλοιοκτήτη ενώ βαραίνει το πλοίο σε όλη του την έκταση[19], περιλαμβανομένων των συστατικών και των παραρτημάτων του[20]. Παράλληλα, δεν επέρχεται καμία μεταβολή ως προς την ύπαρξη του προνομίου στην περίπτωση που στο πλοίο η κυριότητα και η εκμετάλλευση ανήκει σε διακριτά πρόσωπα. Έτσι, ο ναυτικός προνομιούχος δανειστής έχει την δυνατότητα να επισπεύσει αναγκαστική εκτέλεση[21] είτε κατά του πλοίου, ακόμη και αν την εκμετάλλευση αυτού έχει ο εφοπλιστής είτε κατά οποιαδήποτε περιουσιακού στοιχείου του εφοπλιστή.
Ταυτόχρονα, το ναυτικό προνόμιο υφίσταται εφόσον γεννηθεί η ναυτική απαίτηση. Πρόκειται, λοιπόν, για δικαίωμα παρεπόμενο της ναυτικής απαίτησης, η τύχη του οποίου ακολουθεί αυτή της απαίτησης[22]. Ωστόσο, δεν απαιτείται η τήρηση καμίας διατύπωσης δημοσιότητας για την γέννηση του δικαιώματος. Ως εκ τούτου, το δικαίωμα χαρακτηρίζεται ως αφανές ώστε δεν μπορούν άλλοι δανειστές, πέραν των προνομιούχων, να γνωρίζουν την ύπαρξή του.
Επιπλέον, η εξασφάλιση που προσφέρει το ναυτικό προνόμιο συνίσταται σε άμεση εξουσία επί του πλοίου, η οποία εκφράζεται μέσω της εξουσίας δίωξης και της εξουσίας προτίμησης. Ειδικότερα, ως προς την εξουσία δίωξης, αυτή αποτελεί την εξουσία του δανειστή να εκποιήσει το πλοίο μέσω της αναγκαστικής εκτέλεσης. Αυτή του η δυνατότητα διατηρείται και στην περίπτωση που το πλοίο έχει μεταβιβαστεί σε τρίτο ή έχει επιβαρυνθεί με άλλο εμπράγματο δικαίωμα. Παρ’ όλα αυτά, η εξουσία δίωξης περιορίζεται χρονικά, ενώ το πέρας της αποσβεστικής προθεσμίας οδηγεί και στην απόσβεση του προνομίου. Βάσει, λοιπόν, του 207 ΚΙΝΔ[23] εφόσον ο δανειστής δεν έχει εκτελεστό τίτλο κατά του μεταβιβάζοντος πλοιοκτήτη, θα πρέπει μέσα σε 3 μήνες από την εγγραφή της σύμβασης πώλησης στο νηολόγιο να ασκήσει αγωγή κατά του αποκτώντος με αντικείμενο την αναγνώριση του δικαστικού προνομίου έναντι αυτού. Αν πρόκειται για απαιτήσεις προερχόμενες από την ναυτολόγηση του πληρώματος, η αγωγή ασκείται εντός ενός έτους. Αντίθετα, στην περίπτωση που ο δανειστής έχει εξοπλιστεί ήδη με εκτελεστό τίτλο, είναι άνευ ετέρου δυνατή η ικανοποίησή του από τον οφειλέτη.
Ο δανειστής εξοπλίζεται μέσω του προνομίου ακόμη με την εξουσία προτίμησης με την οποία μπορεί αυτός να ικανοποιηθεί προνομιακά από το πλειστηρίασμα επί του πλοίου. Η εξουσία προτίμησης ενεργοποιείται στην περίπτωση που συρρέουν περισσότεροι δανειστές και η αξία του πλοίου δεν επαρκεί για να ικανοποιηθούν. Η εξουσία προτίμησης δεν επεκτείνεται στο ασφάλισμα, αν το πλοίο απωλεστεί.
ΙΙ. Οι κατ’ ιδίαν ναυτικές απαιτήσεις
Τα ναυτικά προνόμια, όπως προαναφέρθηκε, αναφέρονται περιοριστικά στον νόμο και δεν μπορούν να διαμορφωθούν επιπλέον προνόμια μέσω της ελεύθερης βούλησης των μερών. Ειδικότερα, στο άρθρο 205 ΚΙΝΔ απαριθμούνται οι εξής τέσσερις τάξεις προνομίων:
α)οι συναφείς προς την ναυσιπλοΐαν φόροι, τα δικαστικά έξοδα τα γενόμενα προς το κοινόν συμφέρον των δανειστών, τα βαρύνοντα το πλοίον τέλη και δικαιώματα ως και τα εκ της ναυτολογήσεως των ναυτικών δικαιώματα του Ναυτικού Απομαχικού Ταμείου και τα πρόστιμα που επιβλήθηκαν ή επιβάλλονται από το Γραφείο Ευρέσεως Ναυτικής Εργασίας υπέρ του Κεφαλαίου Ανεργίας και Ασθενείας Ναυτικών (Κ.Α.Α.Ν.)
β) οι εκ της συμβάσεως εργασίας πηγάζουσες απαιτήσεις του πλοιάρχου και του πληρώματος ως και από του κατάπλου του πλοίου στον τελευταίο λιμένα έξοδα φυλάξεως και συντηρήσεως
γ)τα έξοδα και οι αμοιβές λόγω επιθαλασσίου αρωγής διασώσεως και ναυαγιαιρέσεως
δ)οι λόγω συγκρούσεως ή προσκρούσεως πλοίων οφειλόμενες αποζημιώσεις στα πλοία, τους επιβάτες και τα φορτία.
Στην πρώτη τάξη κατατάσσονται οι απαιτήσεις που αφορούν διαφόρων ειδών έξοδα και φόρους που βαρύνουν το πλοίο. Περιλαμβάνονται λόγου χάρη τα δικαστικά έξοδα που απαιτούνται για την διενέργεια όλης της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης, τα πλοηγικά και υγειονομικά τέλη, οι φόροι που επιβάλλονται επί του πλοίου, τα έξοδα συντήρησης και φύλαξης του πλοίου από τον κατάπλου στο τελευταίο λιμάνι.
Η υπό β) τάξη περιλαμβάνει τις απαιτήσεις από την σύμβαση εργασίας του πλοιάρχου και του πληρώματος, οι οποίοι έτσι προστατεύονται έναντι των δανειστών του πλοιοκτήτη. Αντικείμενο των απαιτήσεων αυτών είναι αξιώσεις από την σύμβαση ναυτολόγησης[24], είτε έγκυρη είτε άκυρη, χωρίς να τίθεται κανένας χρονικός περιορισμός. Σχετικά με τα δικαιώματα του Ναυτικού Απομαχικού Ταμείου, πρόκειται για εισφορές, φόρους και τέλη που επιβάλλονται από τον νόμο και δεν υφίστανται ούτε γι’ αυτά χρονικός περιορισμός, αρκεί να αφορούν το συγκεκριμένο πλοίο που εκλπειστηριάστηκε.
Στην τρίτη τάξη περιλαμβάνονται οι αμοιβές και τα έξοδα που προέκυψαν από θαλάσσια αρωγή και ναυαγιαίρεση με κυριότερη την αμοιβή του διασώστη. Δικαιολογητικός λόγος της αμοιβής του τελευταίου είναι ότι διατήρησε την ακεραιότητα των πλοίων και προς όφελος των δανειστών. Στα πρόσωπα που νομιμοποιούνται καταρχάς να ζητήσουν τις αμοιβές αυτής της τάξης εντάσσονται ο πλοιοκτήτης, ο πλοίαρχος και τα μέλη του πληρώματος, εφόσον όμως το πλοίο δεν είναι κατά κύριο λόγο ναυαγοσωστικό. Αντίθετα, εφαρμογή έχει το άρθρο 251 ΚΙΝΔ σε περίπτωση που το πλοίο είναι εξ επαγγέλματος ναυαγοσωστικό.
Στην τέταρτη και τελευταία τάξη κατατάσσονται οι απαιτήσεις για αποζημίωση που προέρχονται από την σύγκρουση ή πρόσκρουση πλοίων. Σύγκρουση υπάρχει όταν δυο ή περισσότερα πλοία έρχονται σε άμεση υλική επαφή, είτε είναι θαλασσοπλοούντα είτε αγκυροβολημένα[25]. Ζημία από πρόσκρουση υφίσταται όταν το πλοίο έρχεται σε βίαιη επαφή με άλλο σταθερό ή επιπλέον πράγμα. Μεταξύ των προσώπων που νομιμοποιούνται να εφοδιαστούν με το εν λόγω προνόμιο είναι ο πλοιοκτήτης ή ο κύριος του πλοίου αλλά και οι επιβάτες τόσο του υπαίτιου όσο και του ανυπαίτιου[26] για την σύγκρουση πλοίου.
ΙΙΙ. Η κατάταξη των ναυτικών προνομίων
Αφού εκπλειστηριαστεί το κατασχεθέν πλοίο, η κατάταξη των δανειστών στον πίνακα κατάταξης γίνεται πρωτίστων βάσει του ΚΙΝΔ, όπως ορίζεται στο 1012 παρ.3 ΚΠολΔ. Ο ΚΙΝΔ ακολουθεί ποιοτική κατάταξη των προνομίων μέσω των τεσσάρων τάξεων του άρθρου 205. Με άλλα λόγια, οι απαιτήσεις που περιλαμβάνονται στην πρώτη τάξη κατατάσσονται πριν από εκείνες της δεύτερης και αντίστοιχα εκείνες της δεύτερης προηγούνται από τις απαιτήσεις της τρίτης, οι οποίες όμως κατατάσσονται πριν από της τέταρτης. Επιπλέον, οι ναυτικές απαιτήσεις που ανήκουν στην ίδια τάξη ακολουθούν την αρχή της σύμμετρης ικανοποίησης, δηλαδή κατατάσσονται αναλόγως του ύψους τους[27]. Εξαιρετικώς κατατάσσονται οι απαιτήσεις θαλάσσιας αρωγής ή διάσωσης σε περίπτωση που αυτές συρρέουν υπό την έννοια ότι οι μεταγενέστερες χρονικά προηγούνται των προγενέστερων[28]. Έτσι, η τελευταία απαίτηση που έχει δημιουργηθεί από θαλάσσια αρωγή ή διάσωση ικανοποιείται πρώτη.
Παράλληλα, η κατάταξη των ναυτικών προνομίων σε σχέση με άλλα προνόμια του ΚΙΝΔ και του ΚΠολΔ ακολουθεί μια ορισμένη σειρά. Έτσι, πρώτα κατατάσσονται τα ναυτικά προνόμια και προηγούνται από τις απλές ή προτιμώμενες υποθήκες[29].Ακολουθούν τα προνόμια των γενικών διατάξεων του ΚΠολΔ, ήτοι οι απαιτήσεις των άρθρων 975 και 976 σε συνδυασμό με το άρθρο 1007 παρ.1 σε περίπτωση που υπάρχει εναπομένον πλειστηρίασμα, ενώ στο τέλος ικανοποιούνται τυχόν εγχειρόγραφοι δανειστές.
Ακόμη, στις ναυτικές απαιτήσεις εφαρμόζεται συσταλτική – γραμματική ερμηνεία υπό την έννοια ότι δεν θα πρέπει να εκτείνεται το ναυτικό προνόμιο πέρα από το νοηματικό περιεχόμενο του γράμματος της ερμηνευόμενης διάταξης. Αυτό δικαιολογείται από το γεγονός ότι το ναυτικό προνόμιο συνιστά εξαίρεση από την αρχή της ίσης μεταχείρισης των ναυτικών δανειστών καθώς ορισμένοι μόνο από αυτούς υφίστανται προνομιακή μεταχείριση. Ταυτόχρονα, με αυτόν τον τρόπο προστατεύεται και η ναυτική υποθήκη ως θεσμός μακροπρόθεσμης χρηματοδότησης καθώς αν διευρυνόταν υπέρμετρα το ναυτικό προνόμιο, ο ενυπόθηκος δανειστής θα είχε ακόμη λιγότερες πιθανότητες να ικανοποιηθεί από τον πλειστηρίασμα, δεδομένου ότι κατατάσσεται μετά των προνομιούχων δανειστών.
ΙV. Οι λόγοι απόσβεσης των ναυτικών προνομίων
Τα ναυτικά προνόμια αποσβένονται καταρχάς όταν παρέλθει άπρακτη η αποσβεστική προθεσμία που ορίζεται στο άρθρο 207 ΚΙΝΔ. Ακόμη, όταν το πλοίο εκποιηθεί σε δημόσιο πλειστηριασμό, αποσβέννυται και πάλι το ναυτικό προνόμιο διότι ο υπερθεματιστής πρέπει να αποκτά το πλοίο ελεύθερων βαρών[30] ενώ ο προνομιούχος δανειστής ικανοποιείται από το πλειστηρίασμα. Ο χαρακτήρας του ναυτικού προνομίου ως παρεπόμενου της ναυτικής απαίτησης οδηγεί σε απόσβεσή του εφόσον αποσβεστεί η απαίτηση. Όπως έχει ήδη λεχθεί, ο δανειστής έχει την δυνατότητα να παραιτηθεί από το ναυτικό προνόμιο ώστε πλέον δεν μπορεί να ικανοποιηθεί προνομιακώς καθώς αυτό έχει αποσβεστεί. Εξαιρούνται από αυτή την δυνατότητα και δεν μπορούν να παραιτηθούν ο πλοίαρχος και τα μέλη του πληρώματος καθώς οι διατάξεις που τους εξοπλίζουν με ναυτικά προνόμια είναι δημοσίας τάξεως ώστε δεν χωρεί καμία παρέγκλιση. Η ολοσχερής απώλεια του πλοίου οδηγεί επίσης σε απόσβεση του ναυτικού προνομίου καθώς αυτό δεν επεκτείνεται στο ασφάλισμα βάσει του 209 ΚΙΝΔ. Ο τελευταίος λόγος για τον οποίον μπορεί να αποσβεστεί το ναυτικό προνόμιο είναι η σύσταση κεφαλαίου περιορισμού.
Γ. Συμπεράσματα
Κατά την άποψη της γραφούσας, το Μονομελές Εφετείο Πειραιώς έκρινε ορθώς ως προς την απόρριψη της έφεσης της εκκαλούσας ανώνυμης εταιρείας σχετικά με την προνομιακή της κατάταξη στον πίνακα και κατ’ επέκταση και στην ικανοποίηση της από το πλειστηρίασμα. Με την απόφαση του αυτή το δευτεροβάθμιο δικαστήριο συντάχθηκε με την απόφαση που εκδόθηκε σε πρώτο βαθμό και απέρριπτε την ανακοπή κατά του πίνακα κατάταξης της ανακόπτουσας ΑΕ. Αυτό δικαιολογείται καταρχάς από το γεγονός ότι ο προνομιακός χαρακτήρας της απαίτησης της εκκαλούσας που την εξόπλιζε με ναυτικό προνόμιο πρώτης τάξης καταργήθηκε ως απόρροια της ιδιωτικοποίησης της ως άνω εταιρείας βάσει της σύμβασης παραχώρησης, ώστε δεν έφερε πια την ιδιότητα δημοσίου οργάνου που ασκεί δημόσια εξουσία. Παράλληλα, το δικαστήριο εντόπισε πως η εκκαλούσα δεν είχε περιλάβει στην αναγγελία της αίτημα για προνομιακή κατάταξη των απαιτήσεών στο πίνακα διανομής του πλειστηριάσματος του πλοίου της καθ’ ης η εκτέλεσης, στοιχείο που αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση προκειμένου ο υπάλληλος του πλειστηριασμού να ελέγξει την νομιμότητα και βασιμότητα της απαίτησης.
[1]Πανταζόπουλος, «Αναγκαστική εκτέλεση», εκδ. Σάκκουλα (2021), Νίκας Ν., «Δίκαιο αναγκαστικής εκτέλεσης ΙΙ», τόμος ΙΙ, εκδ. Σάκκουλα (2018).
[2] «Οι διατάξεις για την κατάσχεση ακινήτου εφαρμόζονται και για την κατάσχεση δικαιωμάτων στα οποία ισχύουν οι σχετικοί με τα ακίνητα κανόνες, καθώς και για την κατάσχεση πλοίων και αεροσκαφών».
[3] Εκτός αν έχουν ήδη νηολογηθεί.
[4] ΚΠολΔ 924.
[5] Πρόκειται δηλαδή για εφοπλιστή, τρίτο κύριο ή με νόμιμο τίτλο νεμόμενο το ενυπόθηκο πλοίο.
[6] Ωστόσο, αν αυτός απουσιάζει, η επίδοση γίνεται στον πλοίαρχο βάσει του 211 παρ.2 ΚΙΝΔ.
[7] «Στην έκθεση κατάσχεσης πλοίου πρέπει να αναφέρονται και το όνομα και η ιθαγένεια του πλοιοκτήτη, το όνομα του πλοίου, η πράξη της νηολόγησης, καθώς και το διεθνές σήμα του. Η περιγραφή του κατασχεμένου πλοίου πρέπει να περιλαμβάνει τις διαστάσεις και τη χωρητικότητα, το είδος της κινητήριας δύναμης και τη δύναμη της μηχανής, καθώς και τα κατασχεμένα παραρτήματα. Η περιγραφή πρέπει να γίνεται με ακρίβεια σε τρόπο που να μη γεννιέται αμφιβολία για την ταυτότητα του πλοίου».
[8] Π.χ. οι καύσιμες ύλες για την κίνηση του πλοίου.
[9]ΚΠολΔ 972.
[10]Έγκυρη είναι αντίθετα η πράξη διαθέσεως έναντι του προσώπου που συναλλάχθηκε με τον καθ' ου, ο οποίος διατηρεί τη δυνατότητα ικανοποίησης ως δανειστής από το πλειστηρίασμα. Αυτές οι ρυθμίσεις αν και αφορούν τον πλειστηριασμό ακινήτων, εφαρμόζονται αναλογικά και στα πλοία.
[11] Αυτός ο φάκελος περιέχει τον εκτελεστό τίτλο, την έκθεση επίδοσης της επιταγής προς εκτέλεση, την κατασχετήρια έκθεση, τις εκθέσεις επιδόσεως στον οφειλέτη, τον τρίτο κύριο ή νομέα και αυτός. που τηρεί το νηολόγιο και το πιστοποιητικό βαρών.
[12] ΚΠολΔ 998 παρ.4 εδ. α.
[13]Αν εφαρμόσουμε αναλογικά τις διατάξεις για την κατάσχεση και τον πλειστηριασμό ακινήτων, τότε αν παραλειφθεί η επίδοση των εγγράφων του ΚΠολΔικ 995 παρ.4 στον υπάλληλο του πλειστηριασμού, ο πλειστηριασμός είναι άκυρος χωρίς την συνδρομή δικονομικής βλάβης. Επομένως, η ακυρότητα επέρχεται αυτοδικαίως.
[14] Ακολουθείται η διαδικασία των άρθρων 1011 Α και 1012 ΚΠολΔ.
[15]Αντάπασης Α., Αθανασίου Λ., «Ναυτικό Δίκαιο», εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη (2020), Κοροτζής Ι., «Ναυτικό δίκαιο : κατʹάρθρο ερμηνεία του Κώδικος Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου και των κυριότερων νεότερων νομοθετημάτων και διεθνών συμβάσεων», εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλας, 2005-2007.
[16] Αποκλείονται έτσι τυχόν άλλα πλωτά ναυπηγήματα, με εξαίρεση όσα εξομοιώνονται με πλοία. Ναυτικά προνόμια μπορεί να φέρει επίσης και ο ναύλος.
[17] Ο δανειστής δηλαδή μπορεί να παραιτηθεί από το ναυτικό προνόμιο ή να περιορίσει με την σύμφωνη γνώμη του οφειλέτη την έκταση του. Δεν επιτρέπεται όμως η διεύρυνση καθώς δεν δύναται ο οφειλέτης να καταστήσει χειρότερη την θέση των υπόλοιπων δανειστών.
[18]Αναλογική εφαρμογή του ΑΚ1218.
[19] Πρόκειται για δικαίωμα αδιαίρετο.
[20] Εφόσον αυτά ανήκουν στον πλοιοκτήτη.
[21] Εφόσον φέρει τίτλο εκτελεστό κατά του κυρίου του πλοίου.
[22] Με άλλα λόγια, αν η απαίτηση είναι άκυρη, άκυρο είναι και το ναυτικό προνόμιο. Η απόσβεση της ναυτικής απαίτησης οδηγεί σε απόσβεση και του ναυτικού προνομίου, όπως θα αναλυθεί και παρακάτω. Ωστόσο, η τύχη της ναυτικής απαίτησης δεν εξαρτάται από αυτή του ναυτικού προνομίου.
[23] «Όταν εκποιηθεί το πλοίο συμβατικά, το προνόμιο εξακολουθεί να υφίσταται, εφόσον με απόφαση δικαστηρίου αναγνωρισθεί έναντι αυτού που απόκτησε το πλοίο, κατόπιν σχετικής αγωγής η οποία εγείρεται μέσα σε αποσβεστική προθεσμία τριών μηνών από την εγγραφή της εκποιητικής σύμβασης στο νηολόγιο. Προκειμένου περί προνομιούχων απαιτήσεων από τη σύμβαση εργασίας του πλοιάρχου και του πληρώματος, καθώς και των από την ναυτολόγηση αυτών δικαιωμάτων του Ναυτικού Απομαχικού Ταμείου, η ανωτέρω αποσβεστική προθεσμία ορίζεται σε ένα έτος».
[24]Παραδείγματος χάρη αξιώσεις από τον βασικό μισθό, υπερωρίες, επιδόματα κλπ. Δεν εντάσσονται στις απαιτήσεις αυτές οποιεσδήποτε αξιώσεις που πηγάζουν από αδικοπραξία.
[25]Όταν το πλοίο έρχεται σε άμεση υλική επαφή με πλωτό ναυπήγημα του άρθρου 1 παρ.2 ΚΙΝΔ, πρόκειται για πρόσκρουση.
[26]Ωστόσο, στην περίπτωση της σύγκρουσης πλοίων δύσκολα έως αδύνατον να υπάρξει ανυπαίτιο πλοίο. Αντίθετα, σχεδόν πάντα η ευθύνη κατανέμεται μεταξύ των πλοίων, τα οποία ανάλογα με τη σοβαρότητα του σφάλματος/παραβίασης ευθύνονται με ένα ποσοστό για τις ζημίες.
[27] ΚΙΝΔ 206 παρ.1 .
[28] Αρχή της αντίστροφης χρονικής προτεραιότητας.
[29] Ορίζεται ρητώς στο τελευταίο εδάφιο του 205 ΚΙΝΔ, «τα προνόμια προηγούνται της υποθήκης».
[30]Ωστόσο, δεν συμβαίνει το ίδιο σε περίπτωση ιδιωτικής εκποίησης του πλοίου όπου το πλοίο μεταβιβάζεται με τα βάρη του στον αποκτώντα.
Σοφία Ηλίου
Τεταρτοετής φοιτήτρια της Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ
Μέλος της ομάδας σχολιασμού δικαστικών αποφάσεων του The Law Project
コメント