top of page

Θαλάσσια Μεταφορά – Ζητήματα Αναμονής, Επισταλιών, Σταλιών - ΕφΠειρ 37/2015


Της Σερδάρη Μαρίας


Απόφαση: 37/2015 του ΜΟΝΟΜΕΛΟΥΣ ΕΦΕΤΕΙΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ – ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ




Διεθνείς Θαλάσσιες μεταφορές. Εφαρμοστέο δίκαιο. Επισταλίες – Σταλίες - Υπεραναμονή.



ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΥΠΟΘΕΣΗΣ

Η εκκαλούσα και προηγουμένως ενάγουσα ανώνυμη εταιρεία με έδρα στον Πειραιά, ζητά από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο να εξαφανίσει την πρωτοβάθμια οριστική απόφαση(υπ’ αριθμόν 1715/2012του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς) εξαιτίας κακής εφαρμογής του νόμου και πλημμελούς εκτίμησης των αποδείξεων.

Πιο αναλυτικά, σε πρώτο βαθμό η ενάγουσα Α.Ε. με έδρα στον Πειραιά, άσκησε καταψηφιστική αγωγή εναντίον της εναγομένης, νυν εφεσίβλητης, Α.Ε. με έδρα στη Μεταμόρφωση, ζητώντας να υποχρεωθεί η τελευταία στην καταβολή 14.387,10 ευρώ. Αυτό το ποσό το απαίτησε η ενάγουσα καθώς το είχε καταβάλει στον θαλάσσιο μεταφορέα– εκναυλωτή, ως παραγγελιοδόχος παραλαβής του φορτίου, από το λιμένα αφίξεως και ως παραγγελιοδόχος χερσαίας μεταφοράς αυτού. Το ζήτημα, ωστόσο, εν προκειμένω, είναι ότι η εναγόμενη ήταν αυτή που καθυστέρησε 21 μέρες να παραλάβει το φορτίο και εν συνεχεία να εκκενώσει και να παραδώσει στην ενάγουσα τα εμπορευματοκιβώτια, με αποτέλεσμα να αναγκαστεί η τελευταία να αποπληρώσει τις επισταλίες στον θαλάσσιο μεταφορέα. Τελικά, στην εκκαλουμένη απόφαση απέρριψε την αγωγή και ως μη νόμιμη και ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμη.


ΝΟΜΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ

1. Απόρριψη μαρτυρικής κατάθεσης


Με τον πρώτο λόγο της εφέσεως, η εκκαλούσα παραπονείται ότι η εκκαλουμένη παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη της την κατάθεση του μάρτυρα αποδείξεως, καθώς την έκρινε ανυπόστατη ως αποδεικτικό μέσο λόγω της ιδιότητας του μάρτυρα ως μέλους του Διοικητικού Συμβουλίου της ίδιας της εκκαλούσας.


Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψιν τα άρθρα 270§3, 339, 415 έως 420 ΚΠολΔ αποφάσισε ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο οφείλει να ζητεί και να αξιολογεί τις αναγκαίες πληροφορίες από τους παριστάμενους διαδίκους και τους εκπροσώπους τους, αφού τους εξετάσει. Σημειώνει μάλιστα, ότι, σύμφωνα με το άρθρο 270§3 ΚΠολΔ «η εξέταση των διαδίκων γίνεται και αν ακόμη δεν συντρέχουν οι όροι του άρθρου 415 του ίδιου κώδικα, και, επομένως, η εξέταση των διαδίκων, η οποία αποτελεί επώνυμο αποδεικτικό μέσο, διαφορετικό από την εξέταση των μαρτύρων και οι καταθέσεις τους εκτιμώνται ελεύθερα, δεν προϋποθέτει προηγουμένη κρίση του δικαστηρίου ότι τα αποδεικτέα πραγματικά περιστατικά δεν αποδεικνύονται ή δεν αποδεικνύονται εντελώς από τα λοιπά αποδεικτικά μέσα. Έτσι, η εξέταση των διαδίκων μπορεί να γίνει και πριν από την εξέταση των μαρτύρων, τους οποίους προτείνουν οι διάδικοι, καθώς και πριν από την αξιολόγηση των λοιπών αποδεικτικών μέσων, χωρίς να απαγγέλλεται για το λόγο αυτό ακυρότητα αυτού του αποδεικτικού μέσου.»1. Επομένως, με βάση τα προαναφερθέντα, δέχεται τον λόγο εφέσεως και λαμβάνει υπόψιν την κατάθεση του μέλους ΔΣ της εκκαλούσας, εξαφανίζοντας παράλληλα την εκκαλουμένη και ξεκινάει και πάλι την περαιτέρω διερεύνηση της αγωγής σε θέματα ουσίας.


Ωστόσο, υπάρχει και η αντίθετη άποψη για το εν λόγω ζήτημα, ήτοι ότι δεν μπορεί να είναι μάρτυρας, αφού δεν είναι τρίτος και δε διακρίνεται κατ’ αρχήν από την αντικειμενικότητα ενός τρίτου, ο διάδικος και κυρίως, ο νόμιμος εκπρόσωπος διαδίκου νομικού προσώπου ή το μέλος της διοίκησης αυτού. Αυτό προκύπτει συνδυαστικά από τις διατάξεις 62, 64 § 2, 339, 409 §§ 1 και 2, 410 και 415 έως 420 του ΚΠολΔ και 61, 65, 67 και 70 του ΑΚ και κυρίως από το άρθρο 415 του ΚΠολΔ, το οποίο προβλέπει ότι στην περίπτωση νομικού προσώπου, μπορεί μεν, να εξεταστεί ο εκπρόσωπός του ή κάποιο μέλος της διοίκησής του, ωστόσο, αυτή δε θα αποτελεί μαρτυρία αλλά ίδιο αποδεικτικό μέσο. Τα ίδια ή επώνυμα αποδεικτικά μέσα χρησιμοποιούνται όταν τα πραγματικά γεγονότα δεν αποδείχθηκαν καθόλου ή αποδείχθηκαν ατελώς. Σε αντίθετη περίπτωση το ίδιο πρόσωπο θα εξεταζόταν και ως μάρτυρας και ως μέλος της διοίκησης της εταιρείας, κάτι το οποίο είναι άτοπο2.


Κατά συνέπεια, η ένορκη κατάθεση ως μάρτυρα του ίδιου του διαδίκου ή του νομίμου εκπροσώπου νομικού προσώπου είναι ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο3. Μεγάλη σημασία έχει ο χρόνος, εν προκειμένω, μας ενδιαφέρει το μέλος της διοίκησης να είχε τη συγκεκριμένη ιδιότητα κατά το χρόνο της διαδικασίας. Επομένως, η κατάθεση του εκπροσώπου τους νομικού προσώπου, θα αποτελεί ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο και ανεπίτρεπτα λαμβάνεται υπόψιν, όταν ο ενόρκως βέβαιων ήταν διάδικος κατά τον χρόνο της βεβαίωσης, έστω και αν απώλεσε μετά ταύτα την ιδιότητα αυτήν, στα πλαίσια της αυτής δίκης, καθόσον εξακολουθεί και τότε να υφίσταται ο δικαιολογητικός λόγος της απαγόρευσης λήψης υπόψη της ένορκης βεβαίωσης αυτού, η έλλειψη δηλαδή αντικειμενικότητας αυτού κατά τον κρίσιμο εκείνον χρόνο4.


Τούτων λεχθέντων, ορθώς, κατά τη γνώμη της γράφουσας, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο αποφάσισε στη συγκεκριμένη υπόθεση να κάνει δεκτή την κατάθεση του μέλους του ΔΣ της εταιρείας. Και αυτό διότι, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν είχε σχηματίσει ολοκληρωμένη δικανική πεποίθηση, εκ των υπολοίπων αποδεικτικών στοιχείων, εάν είχαν προσκομισθεί, και παρ’ όλα αυτά απέρριψε την ένορκη κατάθεση του μέλους του ΔΣ, αναιτιολόγητα, καθώς κοινό σημείο και των δύο προαναφερθεισών απόψεων είναι ότι κατά άρθρο 415 ΚΠολΔ, τα επώνυμα αποδεικτικά μέσα γίνονται δεκτά όταν πρόκειται να αποδείξουν γεγονότα τα οποία είτε δεν αποδείχθηκαν είτε αποδείχθηκαν ατελώς.


2. Σύμβαση θαλάσσιας μεταφοράς με παρεμβολή τρίτου προσώπου ως παραλήπτη


2.1 Γενικά


Η σύμβαση θαλάσσιας μεταφοράς πραγμάτων συνιστά κατά την κρατούσα άποψη5, σύμβαση έργου με αντικείμενο τη δια θαλάσσης μετακίνηση πραγμάτων από το ένα λιμάνι σε άλλο. Διακρίνεται, επομένως, από τη ναύλωση, η οποία έχει ως αντικείμενο την παραχώρηση χρήσης χώρων του πλοίου και όχι αυτή καθ’ αυτή τη μεταφορά πραγμάτων. Επιπλέον, είναι ενοχική, αμφοτεροβαρής, άτυπη σύμβαση με χαρακτηριστικά σύμβασης προσχώρησης από την πλευρά του φορτωτή. Ακριβώς λόγω του ενοχικού χαρακτήρα της σύμβασης, δεν απαιτείται να περιέλθει το φορτίο στην κατοχή του μεταφορέα, προκειμένου να είναι εγκύρως καταρτισθείσα αυτή. Επίσης, δε συνιστά προϋπόθεση κατάρτισης η έκδοση εγγράφου μεταφοράς, ωστόσο πρακτικά συνοδεύεται από την έκδοση φορτωτικής, η οποία επιτελεί διπλό ρόλο6. Επομένως, παρά τον άτυπο κατ’ αρχήν χαρακτήρα της σύμβασης θαλάσσιας μεταφοράς, μία τέτοια, χωρίς έγγραφο, θα συνιστούσε έλλειψη συναλλακτικής φρόνησης7.


Τα συμβαλλόμενα μέρη, εν προκειμένω, είναι αφενός ο μεταφορέας8 και αφετέρου ο φορτωτής9. Ο πρώτος αναλαμβάνει την εκτέλεση της μεταφοράς στον συμφωνημένο τόπο παράδοσης, ενώ ο δεύτερος παραδίδει το φορτίο προς μεταφορά. Η σύμβαση θαλάσσιας μεταφοράς έχει τη δομή της σύμβασης υπέρ τρίτου10, όπου τρίτος είναι ο παραλήπτης του φορτίου. Παραλήπτης του φορτίου θεωρείται το πρόσωπο εκείνο που δικαιούται και νομιμοποιείται να παραλάβει το φορτίο από τον λιμένα προορισμού και συνήθως είναι ο αγοραστής του φορτίου και όχι ο φορτωτής.


2.2 Ο ρόλος του παραγγελιοδόχου μεταφοράς


Εκτός από τα προαναφερθέντα βασικά πρόσωπα που μετέχουν στη σύμβαση μεταφοράς, μπορεί να παρεμβληθεί, ειδικά στις διεθνείς, και τέταρτο πρόσωπο, ο παραγγελιοδόχος μεταφοράς. Διαφέρει από τον μεταφορέα, καθώς μεριμνά απέναντι στον φορτωτή, ή στον παραλήπτη, να βρει μεταφορέα, με τον οποίο συνάπτει ο ίδιος σύμβαση μεταφοράς στο δικό του όνομα, αλλά για λογαριασμό του παραγγελέα- αποστολέα, ή φορτωτή11. Επιπλέον, η δράση του δεν εμπίπτει ούτε στους Κανόνες Χάγης-Βίσμπυ (ΚΧΒ) ούτε στον ΚΙΝΔ, αλλά διέπεται αναλογικά από τα άρθρα 97 και 99 του ΕμπΝ. Σύμφωνα με τα προαναφερθέντα άρθρα η ευθύνη του παραγγελιοδόχου είναι αντικειμενική και εγγυητική, ήτοι λειτουργεί ως εγγυητής των πράξεων του μεταφορέα ή του μεσολαβούντος άλλου παραγγελιοδόχου μεταφοράς και μάλιστα για καθυστέρηση, φθορά, ή απώλεια των μεταφερομένων εμπορευμάτων σε ολόκληρη την διαδρομή και κατά την παραλαβή12.


Σε αυτό το σημείο, είναι θεμιτό να σημειωθεί ότι οι παραγγελιοδόχοι μεταφοράς παρεμβαίνουν κυρίως σε συνδυασμένες μεταφορές. Συνδυασμένη μεταφορά είναι η μεταφορά πραγμάτων που ενεργείται με περισσότερα από ένα, διαφορετικού τύπου, μεταφορικά μέσα, αλλά υπό μία ενιαία σύμβαση και υπό έναν ενιαίο τίτλο μεταφοράς, τα οποία περιλαμβάνουν τη συνολική διαδικασία, ήτοι από την παραλαβή έως την παράδοση. Περαιτέρω, θεμιτό είναι σε αυτό το σημείο να σημειωθεί ότι, όταν η μεταφορά γίνεται με εμπορευματοκιβώτια που παρέχει κατά χρήση ο θαλάσσιος μεταφορέας δεν πρόκειται για αυτοτελή σύμβαση χρησιδανείου ή μισθώσεως πράγματος αλλά για μία σύμβαση, αυτή της θαλάσσιας μεταφοράς, με πλείονες παροχές, από τις οποίες η θαλάσσια μεταφορά είναι η κύρια και η διάθεση του εμπορευματοκιβωτίου κατά χρήση κατά τη μεταφορά η δευτερεύουσα, που απορροφάται από την πρώτη. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα ότι το νομικό πλαίσιο από το οποίο διέπεται η δευτερεύουσα παροχή είναι το ίδιο με αυτό της κύριας που χαρακτηρίζει τη σύμβαση13.


Τα προαναφερθέντα επιβεβαιώνονται και από τη σκέψη IV της υπό μελέτη απόφασης, και κατά τη γνώμη της γράφουσας, πράγματι η εκκαλούσα φέρει όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του παραγγελιοδόχου μεταφοράς.


2.3 Ο ρόλος της φορτωτικής στις διεθνείς θαλάσσιες μεταφορές


Εν συνεχεία, στην ως άνω απόφαση αναλύεται ο ρόλος της φορτωτικής. Πιο αναλυτικά, όπως προαναφέρθηκε, η φορτωτική αποτελεί τίτλο για τη θαλάσσια μεταφορά πραγμάτων και ενεργοποιεί την εφαρμογή των ΚΧΒ. Στην Ελλάδα, με το άρθρο 1 του ν.2107/1992 κυρώθηκαν η Διεθνής Σύμβαση Βρυξελλών και οι ΚΧΒ ενώ παράλληλα διατηρήθηκαν σε ισχύ και τα άρθρα 168-173 ΚΙΝΔ που αφορούν τη φορτωτική και εφαρμόζονται συμπληρωματικά στους ΚΧΒ.


Η φορτωτική εκδίδεται από τον μεταφορέα, τον πλοίαρχο ή τον πράκτορα του μεταφορέα και η έκδοσή της είναι υποχρεωτική εφόσον ζητηθεί από τον φορτωτή14. γίνεται λοιπόν, αντιληπτό ότι η φορτωτική αποτελεί αξιόγραφο, και συγκεκριμένα εμπορευματόγραφο, με την έννοια ότι αποτελεί έγγραφο που ενσωματώνει ιδιωτικά δικαιώματα (από τη σύμβαση της μεταφοράς), τα οποία για να ασκήσει και να μεταβιβάσει ο δικαιούχος χρειάζεται να κατέχει το έγγραφο, για να το εμφανίσει στο μεταφορέα ή να το εμφανίσει στον εκδοχέα15.


Η φορτωτική επιτελεί δύο λειτουργίες, την αποδεικτική και την αξιογραφική. Η αποδεικτική είναι η πρώτη λειτουργία που επιτέλεσε η φορτωτική και είναι αντίστοιχη με αυτή του ναυλοσυμφώνου στο θεσμό της ναύλωσης. Επιπλέον, έχει διττό χαρακτήρα, αφενός αποδεικνύει τη φόρτωση και παραλαβή των πραγμάτων και αφετέρου τους όρους της σύμβασης μεταφοράς16 και ιδίως τον αριθμό ή το βάρος των μεταφερόμενων πραγμάτων, την ποιότητα αυτών, την κατάσταση στην οποία βρίσκονταν όταν παρελήφθησαν από τον μεταφορέα και, κατ’ επέκταση, την τήρηση των συμφωνηθέντων συμβατικών όρων. Επομένως, το περιεχόμενο του δικαιώματος του κομιστή της θαλάσσιας φορτωτικής καθορίζεται μόνον κατ` αρχάς συμφώνως προς το κείμενο του τίτλου• οι δε συμφωνίες των μερών ισχύουν έναντι του κομιστή μόνον όταν αναφέρονται στη σχέση με τον παραλήπτη και εμπεριέχονται σε αυτό (κείμενο) ή γίνεται επ` αυτού προσήκουσα παραπομπή σ` αυτές.


Η δεύτερη λειτουργία που επιτελεί η φορτωτική είναι η αξιογραφική, ήτοι αποτελεί ενοχικό και εμπράγματο αξιόγραφο17, εξυπηρετώντας σε μεγάλο βαθμό την ανάγκη των σύγχρονων συναλλαγών, δηλαδή το φορτίο να μεταβιβάζεται πολλές φορές εν κινήσει, απλώς με την οπισθογράφηση της φορτωτικής και την αξιογραφική της λειτουργία. Ενσωματώνει, λοιπόν, αφενός την ενοχική απαίτηση για τη θαλάσσια μεταφορά των πραγμάτων, και αφετέρου τη νομή των μεταφερόμενων πραγμάτων. Συνεπώς, η έκδοση της φορτωτικής δημιουργεί αξιογραφικά δικαιώματα και υποχρεώσεις αυτοτελή και ανεξάρτητα εκείνων της συμβάσεως θαλάσσιας μεταφοράς/ναυλώσεως τούτο δε συμβαίνει και αν ακόμα η τελευταία δεν έχει καταρτισθεί εγκύρως, εφ` όσον το έγγραφο της φορτωτικής είναι συστατικό και η ενοχή αυτής αυτοτελής και αναιτιώδης18.


2.4 Αναμονή – Υπεραναμονή


Ένα πολύ σημαντικό νομικό ζήτημα που θίγεται στην εν λόγω απόφαση και εξαιτίας αυτού δημιουργήθηκε η διαφωνία, αποτελεί το θέμα της αποζημίωσης από την αναμονή ή ακόμη και την υπεραναμονή του φορτίου.


Τα πραγματικά περιστατικά σε αυτό το σημείο αναλύονται υπό σκέψη V και περιληπτικά, ο θαλάσσιος μεταφορέας συμβλήθηκε με την παραγγελιοδόχο παραλαβής και χερσαίας μεταφοράς, προκειμένου να μεταφέρει χερσαίως, με φορτηγά τα εμπορευματοκιβώτια στην εφεσίβλητη ως τελική παραλήπτρια – αγοράστρια. Η τελευταία είχε την υποχρέωση τόσο, να εκκενώσει και να αποδώσει στην εκκαλούσα τα εμπορευματοκιβώτια όσο και «να καθορίσει τον χρόνο και τον τόπο της τελικής παράδοσης των εμπορευματοκιβωτίων, υποδεικνύοντας αυτόν στην εκκαλούσα». Τα χρονικά περιθώρια της εκάστοτε πράξης προκειμένου να εκτελεστεί η συγκεκριμένη συνδυασμένη μεταφορά αναγράφονταν σε τέσσερις φορτωτικές που είχαν εκδοθεί και σύμφωνα με τα πραγματικά περιστατικά «είχε καθορισθεί χρόνος αναμονής (σταλίες) για την παραλαβή, εκκένωση και επιστροφή των εμπορευματοκιβωτίων είκοσι μία (21) ημερολογιακές ημέρες, με έναρξη την ημερομηνία εκφορτώσεως των εμπορευματοκιβωτίων από το πλοίο».


Η αναμονή ή σταλία (laytime) ρυθμίζεται στο άρθρο 117 εδ. α΄ του ΚΙΝΔ, το οποίο προβλέπει ότι ο εκναυλωτής – μεταφορέας, έχοντας το πλοίο στην κατάλληλη κατάσταση κα θέση, υποχρεούται να αναμείνει, χωρίς πρόσθετο αντάλλαγμα, όλο το απαραίτητο χρονικό διάστημα για την ολοκλήρωση της φόρτωσης ή εκφόρτωσης του φορτίου. Οι μόνες δύο περιπτώσεις, για τις οποίες δεν προβλέπεται αυτή η υποχρέωση είναι πρώτον, όταν έχει συμφωνηθεί δήλη μέρα για τη συμπλήρωση της φόρτωσης και δεύτερον στη σύμβαση μεταφοράς πραγμάτων κατά άρθρο 123 ΚΙΝΔ.


Στην προκείμενη περίπτωση είχε συμφωνηθεί ότι ο χρόνος αναμονής θα είναι 21 ημερολογιακές ημέρες και από εκεί και πέρα θα ξεκινούσε η υπεραναμονή με πρόσθετο «αντάλλαγμα της τάξεως των 15 ευρώ ανά εμπορευματοκιβώτιο». Στο άρθρο 118 ΚΙΝΔ ορίζεται ότι, όταν παρέλθει η αναμονή, ο εκναυλωτής υποχρεούται να αναμείνει περαιτέρω για να ολοκληρωθεί η (εκ)φόρτωση, εάν αυτό προβλέπεται στη σύμβαση ή συνηθίζεται. Ενώ, επιπλέον, στο άρθρο 119 ΚΙΝΔ ορίζεται ότι ο εκναυλωτής δικαιούται πρόσθετο αντάλλαγμα, το οποίο πράγματι είχε συμφωνηθεί εν προκειμένω.


Επομένως, οι βασικές διαφορές μεταξύ αναμονής και υπεραναμονής είναι, πρώτον πώς η αναμονή περιλαμβάνεται στην κανονική εκτέλεση της σύμβασης, ήτοι εκλαμβάνεται ως συνήθης παροχή του εκναυλωτή και επομένως είναι υποχρεωτική και χωρίς αντάλλαγμα. Αντίθετα, η υπεραναμονή αποτελεί πρόσθετη παροχή οπότε δεν είναι και υποχρεωτική ενώ συνήθως εκτελείται με πρόσθετο αντάλλαγμα. Δεύτερον, ο χρόνος αναμονής ξεκινά από συγκεκριμένο σημείο που ορίζουν τα μέρη ενώ ο χρόνος υπεραναμονής από όταν τελειώνει ο χρόνος της αναμονής. Τέλος, στην υπεραναμονή υπολογίζονται και οι μέρες αργίας ή οι μέρες αδυναμίας φορτώσεως, οι οποίες κατά άρθρο 117§3 δεν περιλαμβάνονται στο χρόνο αναμονής (άρθρο 119§2 ΚΙΝΔ)19.


Τέλος, σύμφωνα με τα πραγματικά περιστατικά, είχε συμφωνηθεί πως «σε περίπτωση που και αυτές οι επτά ημέρες παρέρχονταν χωρίς τα εμπορευματοκιβώτια να επιστραφούν κενά τότε το οφειλόμενο αντάλλαγμα ανερχόταν σε 30 ευρώ ανά ημέρα καθυστέρησης για κάθε εμπορευματοκιβώτιο», δηλαδή ανθυπερμονή. Η ανθυπερμονή είναι η τυχόν υποχρέωση του εκναυλωτή να αναμείνει την ολοκλήρωση της (εκ)φόρτωσης και μετά την παρέλευση τόσο της αναμονής όσο και της υπεραναμονής. Αυτός ο θεσμός δεν προβλέπεται ευθέως στον ΚΙΝΔ, ωστόσο μπορεί να συναχθεί από το άρθρο 120 του ΚΙΝΔ σύμφωνα με το οποίο «παρελθόντος του χρόνου αναμονής, ως και του χρόνου υπεραναμονής εφ' όσον υφίσταται και δια ταύτην υποχρέωσις, ο εκναυλωτής δεν υποχρεούται εις περαιτέρω αναμονήν, εάν ειδοποιήση τον ναυλωτήν τρεις πλήρεις ημέρας προ του απόπλου, συνυπολογιζομένων και των μη εργασίμων». Πρόκειται σαφώς για διάταξη ενδοτικού δικαίου και θεωρητικά η διάρκεια της ανθυπερμονής εξαρτάται από το χρόνο υπεραναμονής, ωστόσο η διάταξη 120 του ΚΙΝΔ είναι αρκετά προβληματική, διότι στις περιπτώσεις υπολογισμού του χρόνου αναμονής αναλόγως και με το ρυθμό (εκ)φόρτωσης του φορτίου, ο εκναυλωτής δε γνωρίζει πότε ακριβώς θα ολοκληρωθεί η διαδικασία προκειμένου να ενημερώσει τον ναυλωτή20.


ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ


Τούτων λεχθέντων, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο αποφάσισε ότι «πρέπει η αγωγή να γίνει δεκτή ως και κατ΄ουσίαν βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα ποσό ευρώ 14. 387,10, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής γιατί δεν αποδείχθηκε δήλη ημέρα καταβολής του εν λόγω ποσού ούτε προσήκουσα όχληση της εναγομένης. Τέλος, πρέπει το καταβληθέν παράβολο να επιστραφεί στην εκκαλούσα και να καταδικασθεί η εναγομένη στα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας (176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), σύμφωνα με όσα ορίζονται στο διατακτικό.»


Κατά τη γνώμη της γράφουσας, η απόφαση 37/2015 του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά, είναι πλήρως ορισμένη και με λογικά επιχειρήματα καταλήγει σε ένα ορθό συμπέρασμα. Μπορεί να μην κάνει αναφορά στις αντίθετες απόψεις αλλά αυτό δεν επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό το συλλογισμό, ο οποίος είναι λογικός, καθώς ξεκίνησε από τον λόγο εφέσεως και αφού τον εξήγησε, συνδυάζοντας τα άρθρα του ΚΠολΔ, απέρριψε την πρωτοβάθμια απόφαση και κράτησε την έφεση, προκειμένου να την εξετάσει κατ’ ουσίαν. Εν συνεχεία, ανέλυσε με κατανοητό τρόπο τα ζητήματα του παραγγελιοδόχου μεταφορέα και το ρόλο της φορτωτικής πριν καταλήξει στο γεγονός ότι πράγματι οφείλει η εφεσίβλητη τα ποσά από την αναμονή-υπεραναμονή και ανθυπερμονή. Σε αυτό το σημείο, ωστόσο, ίσως χρειαζόταν περισσότερη ανάλυση των προαναφερθέντων θεσμών που έχουν απασχολήσει σε μεγάλο βαθμό τη νομολογία τόσο την ελληνική όσο και την αλλοδαπή, χωρίς, βέβαια, αυτό να σημαίνει ότι επηρεάστηκε αρνητικά το σκεπτικό της απόφασης.


Σερδάρη Μαρία,

Τμήμα Νομικής, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, 5ο έτος, Μέλος της ομάδας σχολιασμού δικαστικών αποφάσεων του The Law Project.


 

1 βλ. ΑΠ 1096/2008, ΕφΛαρ 25/2013, δημ. ΝΟΜΟΣ.

2 ΟλΑΠ 1328/1977, ΝοΒ 1978/1048, ΑΠ 745/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1312/2002, ΝοΒ 2003 σελ.1031, Εφ Λαμ 53/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ=ΑρχΝ 2008, 373.

3 ΑΠ 988/2013 ΤΝΠ-Νόμος, ΑΠ 420/2013 ΕλλΔνη2014. 267 ΑΠ 374/2011 ΝοΒ 2011. 1860, ΑΠ1335/2008, 615/2008, 329/2008ΑΠ 715/2013, ΑΠ 374/2011, ΑΠ 1335/2008, δημ. ΝΟΜΟΣ.

4 ΑΠ 715/2013, ΕφΑΔ 2014, δημ. ΝΟΜΟΣ.

5 Κιάντου – Παμπούκη, Α., 2007, Ναυτικό Δίκαιο, Αθήνα-Θεσσαλονίκη: Σάκκουλας, 2η έκδ., τόμος ΙΙ, σελ. 312 και Δελούκας Νικόλαος, 1979, Ναυτικόν Δίκαιον, Αθήνα: Π.Ν. Σάκκουλας, 2η έκδ., σελ. 259 και Κιάντος,Β., 1975, Ιδιωτικόν ΝαυτικόνΔίκαιον, τεύχος Β΄, Αθήνα: Π.Ν. Σάκκουλας σελ. 11-12 και Ρόκας, Ι. και Θεοχαρίδης, Γ., 2015, Ναυτικό Δίκαιο, Αθήνα-Θεσσαλονίκη: Σάκκουλας, 3η έκδ. σελ.

236. Βλ. επίσηςΕφΠειρ 300/2004 ΕΝΔ 2004, 126.

6 Βλ. υπό 2.3.

7 Vialard, A., 1997, Droit maritime, France: Presses universitaires de France.

8 Carrier, transporteur, verfrachter/unternehmer.

9 Shipper, chargeur, befrachter/ablader.

10 Γεωργιάδης, Απ., 2015, Ενοχικό ΔίκαιοΓενικό Μέρος, Αθήνα:Π.Ν. Σάκκουλας, 2η έκδοση, σελ. 383.

11 Όταν συνάπτει συμβάσεις ιδίω ονόματι και για δικό του λογαριασμό, τότε πρόκειται για εργολάβο μεταφοράς, στον οποίο εφαρμόζονται επίσης οι διατάξεις των άρθρων 95επ. ΕμπΝ. ΑΠ Ολ 33/1998 ΕλλΔνη 1998, 1262, ΔΕΕ 1998, 990, ΑΠ 700/2007, ΑΠ 304/2007 ΔΕΕ 2007, 825, ΑΠ 89/2005 ΕλλΔνη 2005, 1454.

12 Πατεράκης, Μ., 2002. Η παραγγελία μεταφοράς. Διδακτορική διατριβή [Online]. Θράκη: Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης (ΔΠΘ). Διαθέσιμο στο: https://www.didaktorika.gr/eadd/handle/10442/25338.

13 Κοροτζής, Ιωάννης, Χ., 2005. Ναυτικό Δίκαιο. Αθήνα-Θεσσαλονίκη: Σάκκουλας, τόμος 2ος.

14 Κιάντου – Παμπούκη, Α., 2007, Ναυτικό Δίκαιο, Αθήνα-Θεσσαλονίκη: Σάκκουλας, 2η έκδ., τόμος ΙΙ, σελ. 368-387.

15 Κιάντου – Παμπούκη, Α., 1997, Δίκαιο Αξιογράφων, Αθήνα-Θεσσαλονίκη: Σάκκουλας, 5η έκδ., παρ. 21, σελ. 4.

16 Αθνασίου, Λ., 2020. Ναυτικό Δίκαιο. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 565.

17 Ρόκας, Ν., 2019. Αξιόγραφα. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη. 3η έκδ.

18 ΕφΠειρ. 944/2007, ΕφΘεσ. 553/2008, δημ. ΝΟΜΟΣ.

19 Αθνασίου, Λ., 2020. Ναυτικό Δίκαιο. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 478.

20 Αθνασίου, Λ., 2020. Ναυτικό Δίκαιο. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 479.

70 views0 comments
bottom of page