top of page

ΑΔΙΚΟΠΡΑΚΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΟΥ ΕΚΔΟΤΗ ΑΚΑΛΥΠΤΗΣ ΕΠΙΤΑΓΗΣ - ΜΕφΠειραιώς 31/2021

Της Μαριάνθης Ράπτη


ΑΔΙΚΟΠΡΑΚΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΟΥ ΕΚΔΟΤΗ ΑΚΑΛΥΠΤΗΣ

ΕΠΙΤΑΓΗΣ - ΜΕφΠειραιώς 31/2021




«ΙV. Από τις διατάξεις των άρθρων 79 του Ν. 5960/1933, 914, 297 και298 ΑΚ προκύπτει ότι, εκείνος που εκδίδει επιταγή σε διαταγή, γνωρίζοντας ότι δεν έχει διαθέσιμα κεφάλαια στην πληρώτρια τράπεζα είτε κατά το χρόνο έκδοσης είτε κατά το χρόνο της πληρωμής, ζημιώνει τον κομιστή από τη μη πληρωμή της επιταγής κατά την εμφάνιση της, παρά το νόμο, δηλαδή παρά την ως άνω διάταξη του Ν. 5960/1933 που χαρακτηρίζει την πράξη αυτή του εκδότη ποινικό αδίκημα. Επομένως, υποχρεούται σε αποζημίωση του κομιστή, κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις, αφού η διάταξη αυτή του άρθρου 79 Ν. 5960/1933 έχει θεσπισθεί για να προστατεύσει όχι μόνο το δημόσιο, αλλά και το ατομικό συμφέρον του δικαιούχου της επιταγής. Η αξίωση αυτή προς αποζημίωση από την ΑΚ 914 συρρέει με την αξίωση από την επιταγή (άρθρο 40) και απόκειται στον δικαιούχο να ασκήσει αυτή που προκρίνει.»

«Δικαιούχος της αποζημίωσης είναι όχι μόνον ο κομιστής της επιταγής κατά το χρόνο εμφάνισης της (τελευταίος κομιστής), αλλά και κάθε υπογραφέας που πλήρωσε την επιταγή ως εξ αναγωγής υπόχρεος και έγινε κομιστής, αφού αυτός υφίσταται τελικά τη ζημία από τη μη πληρωμή της επιταγής, η δε ζημία του είναι απότοκος της παράνομης συμπεριφοράς του εκδότη και τελεί σε πρόσφορη αιτιώδη συνάφεια με αυτήν (βλ. ΟλΑΠ 23/2007ΕλλΔνη 48. 1008, ΑΠ 287/2008ΔΕΕ 2009 826, ΕφΑΘ 3835/2009ΔΕΕ 2010

1205, ΕφΠειρ 137/2008 ΔΕΕ 2009 342).»


 

Στην παρούσα απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, κρίνεται υπόθεση αδικοπρακτικής ευθύνης του εκδότη ακάλυπτων επιταγών υπό την ιδιότητά του ως διαχειριστή και νόμιμου εκπροσώπου Εταιρίας Περιορισμένης Ευθύνης. Συγκεκριμένα, ο εναγόμενος ασκεί παραδεκτά έφεση κατά της απόφασης υπ’ αριθμόν 1317/2019 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς στην οποία δικάστηκε ερήμην. Με βάση τους ισχυρισμούς του ενάγοντος, ο εναγόμενος εξέδωσε, εις διαταγή του πρώτου, εννέα τραπεζικές επιταγές, το συνολικό ποσό των οποίων ανερχόταν στις 91.000 ευρώ και τις οποίες ο ενάγων μετέπειτα μεταβίβασε με ενεχυρική οπισθογράφηση σε τράπεζα. Κατά την εμφάνιση των επιταγών προς πληρωμή διαπιστώθηκε πως ο οικείος λογαριασμός της εκδότριας τράπεζας δεν διέθετε επαρκή χρήματα, οι επιταγές σφραγίστηκαν και κατ’ επέκταση ο ενάγων ως οφειλέτης από αναγωγή υποχρεώθηκε να καταβάλει ο ίδιος το απαιτούμενο χρηματικό ποσό. Ο ενάγων πλέον ως νόμιμος εξ’ αναγωγής κομιστής, εξέθετε στο δικαστήριο ότι ο εναγόμενος γνώριζε πως δεν υπήρχε η απαραίτητη κάλυψη στον λογαριασμό της εκδότριας τράπεζας και πως η ζημία που υπέστη οφειλόταν στην παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του, αξιώνοντας την αναγνώριση του δικαιώματος του για καταβολή χρηματικής αποζημίωσης.



Α. Εκδίκαση έφεσης κατά απόφασης που εκδόθηκε ερήμην τινός εκ των διαδίκων


«Κατά το άρθρο 528 ΚΠολΔ, όπως αυτό ισχύει, αν ασκηθεί έφεση από το διάδικο, που δικάστηκε ερήμην, η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, ανεξάρτητα από τη διαδικασία που τηρήθηκε. Ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς, που μπορούσε να προτείνει και πρωτοδίκως.»


Με το ένδικο μέσο της εφέσεως, ο διάδικος που έχει έννομο συμφέρον μπορεί να προσβάλει την πρωτόδικη απόφαση ενώπιον δευτεροβάθμιου δικαστηρίου ζητώντας την εξαφάνιση ή μεταρρύθμισή της και την εκ νέου εξέταση της διαφοράς, προς τον σκοπό εκδόσεως ορθότερης και ευνοϊκότερης γι’ αυτόν αποφάσεως. Ειδικότερα, κατά το άρθρο 528 ΚΠολΔ, στην περίπτωση που ο διάδικος ο οποίος δικάστηκε ερήμην ασκήσει έφεση, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εξαφανίζει την πρωτόδικη απόφαση, μέσα στα όρια της εφέσεως και των πρόσθετων λόγων και ανεξάρτητα από το αν εκδόθηκε κατά την τακτική ή κατά τις ειδικές διαδικασίες. Μετατρέπεται, έτσι, σε ουσιαστικά πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αφού ο εκκαλών έχει το δικαίωμα να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας, κάτι που συμβαίνει και στην εν λόγω δίκη.


Ακόμη, μετά την εισαγωγή του ν. 4335/2015, η περίπτωση του άρθρου 528 ΚΠολΔ είναι η μόνη περίπτωση όπου το εφετείο υποχρεούται να ακολουθήσει προφορική διαδικασία. Σκοπός της προφορικής διαδικασίας είναι η διευκόλυνση της απευθείας επαφής του δικαστηρίου με τους διαδίκους και τα προσκομιζόμενα από αυτούς αποδεικτικά μέσα (μάρτυρες) για την ταχύτερη διασάφηση των πραγματικών τους ισχυρισμών, με τέτοιον τρόπο και σε τέτοιο βαθμό, ώστε δεν επέρχεται παρεμπόδιση στην άσκηση του δικαιώματος προσφυγής και προσβάσεως στα δικαστήρια. Έχει κριθεί άλλωστε πως η τήρηση προφορικής διαδικασίας κατά την εκδίκαση έφεσης κατ’ ερήμην απόφασης επιβάλλεται για την ισότητα των όπλων και από την αρχή της δίκαιης δίκης κατά το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ.


Β. Μεταχρονολογημένες επιταγές


«Το γεγονός ότι οι ανωτέρω επιταγές ήταν μεταχρονολογημένες δεν ασκεί έννομη επιρροή, παρά τα όσα αντίθετα διατείνεται ο εναγόμενος, αφού στην περίπτωση αυτή είναι ευρύτερα τα χρονικά όρια στα οποία οφείλει ο εκδότης να έχει επαρκή προς εξόφληση της επιταγής κεφάλαια, δεδομένης και της φύσης της, ως μέσου άμεσης πληρωμής.»


Βασικός οικονομικός σκοπός της επιταγής και ταυτόχρονα σημαντική ειδοποιός διαφορά της από τη συναλλαγματική συνιστά το γεγονός ότι αποτελεί βραχυπρόθεσμο μέσο πληρωμής και όχι μέσο πιστώσεως. Η έκδοση επιταγής ανέκαθεν εξυπηρετούσε τις συναλλαγές (εγχώριες και διεθνείς) λόγω της αποφυγής των κινδύνων που εγκυμονούσε η διακίνηση μεγάλων χρηματικών ποσών και των κερδών από την ενδεχόμενη εξοικονόμηση τόκων. Εντούτοις, αυτή η ιδιότητα της επιταγής καταστρατηγείται λόγω του θεσμού των μεταχρονολογημένων επιταγών. Πρόκειται για επιταγές στις οποίες δεν αναγράφεται ο αληθινός χρόνος έκδοσης αλλά κάποια ημερομηνία μεταγενέστερη της πραγματικής έτσι ώστε να χρησιμοποιείται ως μέσο παροχής πιστώσεως.


Οι μεταχρονολογημένες επιταγές, αν και δεν προβλέπονται ρητά στο δίκαιο, είναι καθόλα έγκυρες, καθώς απλώς επιμηκύνουν τον καταρχήν σύντομο χρόνο εμφάνισης προς πληρωμή. Ωστόσο, ο κομιστής δεν στερείται σε κανένα βαθμό της δυνατότητας να εισπράξει το προβλεπόμενο χρηματικό ποσό από την τράπεζα ακόμα και σε ημερομηνία προγενέστερη από την αναγραφόμενη ως χρόνου έκδοσής της. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός πως αυτού του είδους η λειτουργία των επιταγών θεωρείται ελληνική πρωτοτυπία αφού σε καμία ευρωπαϊκή χώρα δεν συναντάται κάτι παρόμοιο.


Εστιάζοντας στα πραγματικά περιστατικά της συγκεκριμένης υπόθεσης, κάθε μια από τις επιταγές εκδόθηκε και παραδόθηκε στον ενάγοντα περίπου 8 (οκτώ) μήνες πριν από τον αναγραφόμενο χρόνο έκδοσης, κάτι που σαφώς τις καθιστά μεταχρονολογημένες. Όπως προαναφέρθηκε, η μεταχρονολόγηση δεν επηρεάζει την εγκυρότητα της επιταγής ενώ μάλιστα δεν διαδραματίζει κανένα ρόλο όσον αφορά τον χρόνο στον οποίο πρέπει να διαθέτει τα απαραίτητα κεφάλαια ο εκδότης. Γι’ αυτό άλλωστε, το δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό του εναγομένου περί νομικής επιρροής της μεταχρονολόγησης. Ο ίδιος όχι μόνο δεν υπέστη καμία δυσμενή συνέπεια, αλλά είχε διευρυμένα χρονικά περιθώρια ανεύρεσης του συμφωνηθέντος χρηματικού ποσού και άρα όφειλε μέσα στην εκτεταμένη αυτή προθεσμία να είχε εξασφαλίσει την απαραίτητη κάλυψη.


Γ. Έκδοση ακάλυπτης επιταγής


Κατά τη διάταξη του άρθρου 79 παρ. 1 του ν. 5960/1933 "περί επιταγής", όπως τροποποιήθηκε με τον ν. 2408/1996, ορίζεται ότι "εκείνος ο οποίος εκδίδει επιταγή που δεν πληρώθηκε από πληρωτή γιατί δεν είχε διαθέσιμα κεφάλαια κατά το χρόνο εκδόσεως της επιταγής ή της πληρωμής της, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών".


Σύμφωνα με το παραπάνω άρθρο, ως ακάλυπτη ορίζεται η επιταγή που παρόλο που εμφανίζεται εμπρόθεσμα στην πληρώτρια τράπεζα δεν εξοφλείται εξαιτίας της ανεπάρκειας διαθέσιμων κεφαλαίων στον λογαριασμό του εκδότη. Η τράπεζα ως πληρωτής δεν υπέχει καμία ευθύνη για την πληρωμή της επιταγής σε περίπτωση που δεν υπάρχει «αντίκρισμα», επομένως οι κυρώσεις βαρύνουν αποκλειστικά τον εκδότη. Μάλιστα, δεν πρόκειται μόνο για αστική αλλά και για ποινική ευθύνη καθώς η έκδοση ακάλυπτης επιταγής συνιστά ποινικό αδίκημα.


Μετά την παρέλευση της προβλεπόμενης σύντομης προθεσμίας των οκτώ (8) ημερών για την εμφάνιση της επιταγής, η οποία εκκινεί από την επομένη ημέρα του χρόνου έκδοσης που αναγράφεται στο σώμα της, η τράπεζα την «σφραγίζει», βεβαιώνοντας έτσι την έλλειψη υπολοίπου στον λογαριασμό του εκδότη. Σε περίπτωση που η τράπεζα αμελήσει να βεβαιώσει την άρνηση πληρωμής υπέχει αστική και ποινική ευθύνη.


Κατά του εκδότη ακάλυπτης επιταγής μπορεί να κινηθεί, με βάση τις διατάξεις του ν.5960/1933, τόσο ο κομιστής που ενώ την εμφανίζει εμπρόθεσμα στην πληρώτρια τράπεζα δεν εισπράττει τα χρήματα (άρθρο 40 και 44 ν. 5960/1933) όσο και εκείνος ο οπισθογράφος ή τριτεγγυητής που πλήρωσε την επιταγή ύστερα από αναγωγή του κομιστή (εξ αναγωγής υπόχρεος) (άρθρα 44 και 46 ν. 5960/1933).


Ακόμη, η έκδοση ακάλυπτης επιταγής δύναται να επισύρει και ποινικές κυρώσεις καθώς σύμφωνα με το άρθρο 79 του ν. 5960/1933, συνιστά ποινικό αδίκημα. Το έγκλημα αυτό πλέον δεν διώκεται αυτεπάγγελτα αλλά κατόπιν εγκλήσεως του παθόντος σε χρονικό διάστημα τριών μηνών από την ημέρα που έλαβε γνώση της πράξης και του προσώπου που την τέλεσε (ΠΚ117). Στην πραγματικότητα το πρόσωπο που τέλεσε την έκδοση είναι αμέσως γνωστό αφού είναι ο εκδότης της επιταγής, επομένως, η προθεσμία των τριών μηνών ξεκινά από την ημέρα που ο κομιστής εμφάνισε την επιταγή αλλά δεν πληρώθηκε.


Σε ο,τι αφορά την εξεταζόμενη υπόθεση, οι εν λόγω επιταγές ύψους 91.000 ευρώ εκδόθηκαν από τον εναγόμενο - διαχειριστή Εταιρίας Περιορισμένης Ευθύνης, στο όνομα και για λογαριασμό της, σε διαταγή του ενάγοντος, αφού η επιταγή είναι κατεξοχήν γεννημένος εις διαταγή αξιόγραφο. Ο ενάγων με τη σειρά του τις μεταβίβασε με οπισθογράφηση λόγω ενεχύρου σε τράπεζα, η οποία όταν τις εμφάνισε εμπρόθεσμα στην πληρώτρια, διαπίστωσε πως ήταν ακάλυπτες, λόγω του ανεπαρκούς υπολοίπου στον τραπεζικό λογαριασμό της εταιρίας κατά τον χρόνο της εμφάνισης προς πληρωμή. Ως εκ τούτου, η τράπεζα υπέρ της οποίας είχε συσταθεί δικαίωμα ενεχύρου στην επιταγή, στράφηκε αναγωγικά κατά του ενάγοντα, ως οπισθογράφου και οφειλέτη από αναγωγή (άρθρο 40, ν. 5960/1933). Η πράξη της αναγωγής ήταν έγκυρη καθώς πληρούταν τόσο η ουσιαστική προϋπόθεση της εμπρόθεσμης εμφάνισης αλλά μη πληρωμής της επιταγής όσο και η τυπική, της νομότυπης βεβαίωσης στο σώμα της επιταγής από την πληρώτρια τράπεζα πως αυτή δεν εξοφλήθηκε (σφράγιση).


Δ. Αντιπαράθεση θεωρίας νομολογίας σχετικά με την ενεχυρική οπισθογράφηση επιταγής


Ένα ζήτημα που παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον λόγω της αντιπαράθεσης θεωρίας – νομολογίας είναι αυτό της μεταβίβασης της επιταγής με οπισθογράφηση λόγω ενεχύρου. Η άποψη που υποστηρίζεται στη θεωρία είναι πως η επιταγή, σε αντίθεση με τη συναλλαγματική δεν μπορεί να μεταβιβαστεί με ενεχυρική οπισθογράφηση. Η θέση αυτή στηρίζεται στο γεγονός ότι στον ν.5960/1933 δεν γίνεται ρητή μνεία στην οπισθογράφηση λόγω ενεχύρου όπως συμβαίνει στο άρθρο 19 του ν.5325/1932 περί συναλλαγματικής.


Στον αντίποδα, η κρατούσα στη νομολογία άποψη δέχεται την ανάλογη εφαρμογή της διάταξης και στις επιταγές, επικαλούμενη τη διάταξη ΑΚ1251 στην οποία αναφέρεται πως για την ενεχύραση τίτλου σε διαταγή αρκεί οπισθογράφησή του σε διαταγή του δανειστή, χωρίς να απαιτείται άλλη έγγραφη συμφωνία. Έτσι, η νομολογία διατείνεται πως μεταξύ των τίτλων σε διαταγή που ενεχυράζονται με οπισθογράφηση συμπεριλαμβάνεται και η τραπεζική επιταγή, ενώ η απουσία στον ν.5960/1933 διατάξεως ανάλογης με το άρθρο 19 του ν.5325/1932 δεν αρκεί για να συναχθεί πως απαγορεύεται η οπισθογράφηση λόγω ενεχύρου στην περίπτωση της επιταγής (ΑΠ 1565/2002, ΑΠ440/2012).


Στην κρινόμενη απόφαση, διαπιστώνεται πως ο ενάγων μεταβίβασε με οπισθογράφηση λόγω ενεχύρου την επιταγή στον δικαιούχο, πράξη στην οποία το Δικαστήριο δεν εκφράζει καμία αντίθεση, ακολουθώντας τη γνώμη της νομολογίας και εκφράζοντας έμμεσα πως δεν θεωρεί σε κανένα βαθμό απαγορευμένη μια τέτοια μεταβίβαση στο πεδίο των επιταγών.


Ε. Συρροή ενδοσυμβατικής – αδικοπρακτικής ευθύνης


Ο κομιστής ακάλυπτης επιταγής έχει το δικαίωμα να επιλέξει μεταξύ πλειόνων τρόπων, ποιον επιθυμεί για την ικανοποίηση της αξίωσής του. Σύμφωνα με τη νομολογία και τη λεγόμενη θεωρία της πραγματικής συρροής των αξιώσεων, ο δικαιούχος διαθέτει δύο αυτοτελείς και ανεξάρτητες μεταξύ τους χρηματικές απαιτήσεις, μια λόγω της αθέτησης ενοχικής υποχρέωσης από την επιταγή (δικαιοπρακτική) και μια για τη ζημία που υπέστη από την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του εκδότη της (αδικοπρακτική). Έτσι, με βάση τα άρθρα 40-47 του ν.5960/1933, τόσο ο κομιστής όσο και προηγούμενος υπογραφέας που εξόφλησε την επιταγή έχει δικαίωμα αναγωγής για απόδοση του ποσού της επιταγής ενώ με βάση το ΑΚ914επ. έχει το δικαίωμα να αξιώσει αποζημίωση λόγω αδικοπραξίας (ΑΠ 1008/2010, ΑΠ1069.2017). Στην πρώτη περίπτωση, μπορεί να ζητήσει επιπλέον τόκους και έξοδα (άρθρο 46, ν.5960/1933), αλλά η αξίωση υπόκειται σε εξάμηνη παραγραφή (άρθρο 52 ν. 5960/1933) ενώ στη δεύτερη ο ζημιωθείς ευνοείται από το γεγονός ότι η παραγραφή είναι πενταετής (ΑΚ937).


Ο κομιστής, λοιπόν, μπορεί να ασκήσει δικαστικώς ξεχωριστά τις δύο αξιώσεις εάν όμως ικανοποιηθεί η μία θα αποσβεσθεί η άλλη κατά το μέρος που καλύπτεται από την πρώτη που ικανοποιήθηκε.


Για το ίδιο θέμα, έχει υποστηριχθεί στη θεωρία πως δεν πρόκειται για συρροή αξιώσεων αλλά για συρροή νόμιμων βάσεων. Η θεωρία αυτή, η οποία δεν είναι κρατούσα αλλά κερδίζει ολοένα έδαφος, εστιάζει στο ότι εφόσον ο δανειστής μπορεί να ζητήσει την αποκατάσταση της ζημίας, μία μόνο αξίωση υπάρχει και είναι αδιάφορο το γεγονός ότι η αξίωση αυτή μπορεί να στηριχθεί σε περισσότερες νομικές διατάξεις. Μολονότι η απαίτηση στηρίζεται σε περισσότερες διατάξεις, αυτό δεν συνεπάγεται αυτομάτως πως δημιουργούνται ιδιαίτερες και αυτοτελείς αξιώσεις αλλά μάλλον θεμέλια της μίας και μοναδικής αξίωσης.


Στις περιπτώσεις δικαιοπρακτικής ευθύνης που εκ πρώτης όψεως φαίνεται πως ενδέχεται να συρρέει και αδικοπρακτική ευθύνη, κρίσιμο για να διαπιστωθεί αν ο δικαιούχος έχει δικαίωμα επιλογής είναι το αν η πράξη ή παράλειψη που συνιστά αθέτηση ενοχικής υποχρέωσης και με την οποία γεννιέται ενδοσυμβατική ευθύνη, είναι συγχρόνως και καθαυτή παράνομη. Συνεπώς, πρέπει να ερευνηθεί αν η πράξη θα ήταν παράνομη ακόμα και αν έλειπε ο προϋφιστάμενος ενοχικός δεσμός, για λόγους αντίθεσης στο καθήκον «του μη υπαιτίως ζημιούν τον άλλον» (ΟλΑΠ967/1973), στη γενικώς, δηλαδή, επιβαλλόμενη από το σύνολο του θετικού δικαίου και τους σκοπούς του, υποχρέωση ασφάλειας και προστασίας των άλλων.


Βέβαια, ο λόγος που ο ενάγων - κομιστής έχει το δικαίωμα να καταφύγει στις διατάξεις για την αδικοπραξία είναι πως η ζημιογόνος πράξη της έκδοσης ακάλυπτων επιταγών προσβάλει όχι μόνο το δημόσιο συμφέρον αλλά και το ατομικό συμφέρον του ιδίου. Η διάταξη του άρθρου 79 του ν.5960/1933 θεωρείται προστατευτική διάταξη νόμου η οποία έχει θεσπιστεί όχι μόνο για λόγους δημοσίου αλλά και για λόγους ιδιωτικού συμφέροντος, και έτσι μπορεί να αποτελέσει θεμέλιο της εν λόγω αξίωσης.


Υπό το πρίσμα της συγκεκριμένης υπόθεσης, το δικαστήριο ορθά έκρινε πως υπάρχει συνδρομή και των δύο αξιώσεων και άρα ο ενάγων κομιστής είχε το δικαίωμα να προκρίνει όποια από τις δύο επιθυμεί για την ικανοποίηση της απαίτησής του. Έτσι, αφού παραιτήθηκε από το ποσό της ένατης επιταγής, επιλέγοντας τις διατάξεις για την αδικοπραξία και όχι την άσκηση των αναγωγικών του δικαιωμάτων, αξίωσε την αναγνώριση του δικαιώματος του για αποζημίωση ύψους 86.000 ευρώ, με τους νόμιμους τόκους από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση.



ΣΤ. Ευθύνη από αδικοπραξία


Κεντρικό άξονα για τη μελέτη της παραπάνω υπόθεσης αποτελεί η βαρυνούσης σημασίας διάταξη του Αστικού Κώδικα για την αδικοπραξία. Στο άρθρο ΑΚ914 ορίζεται πως «όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει». Για τη συνδρομή, λοιπόν, αδικοπρακτικής ευθύνης πρέπει να πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις οι οποίες είναι η (ανθρώπινη) παράνομη συμπεριφορά, η υπαιτιότητα, η επέλευση ζημίας και ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας.


Περεταίρω, σε ο,τι αφορά το περιεχόμενο της αδικοπρακτικής ευθύνης, συνίσταται στην υποχρέωση αποζημίωσης, η έκταση της οποίας προσδιορίζεται από την έκταση της ζημίας. Η διάταξη ΑΚ298 ορίζει πως η αποζημίωση περιλαμβάνει τη μείωση της υπάρχουσας περιουσίας του δανειστή (θετική ζημία), καθώς και το διαφυγόν κέρδος. Έτσι, αποκαθίσταται ολόκληρο το εύρος της ζημίας, η μέλλουσα ζημία, δηλαδή αυτή που προβλέπεται ότι θα επέλθει κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων σε μεταγενέστερο χρόνο ως απότοκος του ζημιογόνου γεγονότος, ενώ υπό ορισμένες άλλες προϋποθέσεις ενδέχεται να επιβληθεί στον ζημιώσαντα χρηματική ικανοποίηση και για την ηθική βλάβη που η ζημία αιτιωδώς προκάλεσε στον ζημιωθέντα (ΑΚ932).


Μελετώντας ειδικότερα τις προϋποθέσεις της αδικοπρακτικής ευθύνης, φαίνεται πως σε ο,τι αφορά την προϋπόθεση της συμπεριφοράς, επιβάλλεται καταρχήν να πρόκειται για συμπεριφορά ανθρώπινη, να εκδηλώνεται δηλαδή στον εξωτερικό κόσμο και να γίνεται με τρόπο εκούσιο, σύμφωνο με τη βούληση του πράττοντος. Έπειτα, όταν γίνεται λόγος για το παράνομο της συμπεριφοράς, εννοείται η θετική πράξη ή παράλειψη που αντιτίθεται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου. Δεν αρκεί εντούτοις παράβαση οποιασδήποτε διάταξης αλλά πρέπει να είναι διάταξη θεμελιωτική δικαιώματος ή προστατευτική συγκεκριμένου ατομικού συμφέροντος του ζημιωθέντος. Επιπρόσθετα, είναι απαραίτητη η διεύρυνση της έκτασης της έννοιας του παρανόμου, έτσι ώστε να συμπεριλαμβάνονται και οι πράξεις που αντιτίθενται στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξης. Θεμελιώνεται, επομένως, μια γενική υποχρέωση πρόνοιας και ασφάλειας των άλλων και των αγαθών τους επιβαλλόμενη από την καλή πίστη (ΑΚ288) και την απαγόρευση καταχρηστικής άσκησης των δικαιωμάτων (ΑΚ281).


Περεταίρω αυτοτελής προϋπόθεση της ευθύνης από αδικοπραξία είναι η υπαιτιότητα του ζημιώσαντος. Ως υπαιτιότητα χαρακτηρίζεται η εσωτερική, ψυχική στάση του δράστη, ο οποίος είτε επεδίωξε είτε αποδέχτηκε την επέλευση του ζημιογόνου γεγονότος. Η ΑΚ914 καθιερώνει, επομένως, υποκειμενική ευθύνη προς αποζημίωση πράγμα που σημαίνει πως για τη στοιχειοθέτησή της αρκεί να συντρέχει στο πρόσωπο του δράστη οποιαδήποτε μορφή δόλου ή αμέλειας (ακόμα και ελαφρά), πάντα υπό τον όρο της ύπαρξης ικανότητας προς καταλογισμό.


Αναφορικά με τη ζημία, ως τέτοια ορίζεται κάθε βλάβη στα περιουσιακά ή μη έννομα αγαθά ενός προσώπου. Η ζημία μπορεί να συνίσταται τόσο σε θετική όσο και σε αποθετική ή ακόμα και σε ηθική βλάβη όταν πρόκειται για μη αποτιμητά σε χρήμα αγαθά.


Τέλος, σημαντική προϋπόθεση είναι η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου ανάμεσα στην υπαίτια παράνομη συμπεριφορά του δράστη και το ζημιογόνο γεγονός. Απαιτείται, δηλαδή, η παράνομη συμπεριφορά να είναι η αιτία, της ζημίας και η ζημία αντίστοιχα να είναι απόρροια της παράνομης συμπεριφοράς. Υποστηρίζεται εν γένει πως αιτιώδης συνάφεια υπάρχει σε κάθε περίπτωση όπου σύμφωνα με την κοινή πείρα και τη συνήθη πορεία των πραγμάτων η πράξη του ζημιώσαντος είναι ικανή να επιφέρει το ζημιογόνο αποτέλεσμα.


Στην υπό εξέταση απόφαση, η πράξη που παρουσιάζεται ως παράνομη είναι αυτή της έκδοσης ακάλυπτων επιταγών από πλευράς του εναγομένου, διαχειριστή και εκπροσώπου Εταιρίας Περιορισμένης Ευθύνης. Η πράξη αυτή, όπως προαναφέρθηκε, αντιτίθεται στο άρθρο 79 του ν.5960/1933, και προσβάλει όχι μόνο το δημόσιο συμφέρον αλλά και το ατομικό συμφέρον του ενάγοντος, καθώς αυτός αναγκάστηκε να πληρώσει τις επιταγές άνευ αντικρίσματος και υπέστη άμεσα τη ζημία από τη συμπεριφορά του εναγομένου.


Σχετικά με την υπαιτιότητα του ζημιώσαντος, είναι εμφανές πως η ιδιότητα και θέση που κατείχε επέτρεπαν σε αυτόν να τελεί σε γνώση της οικονομική δυσχέρειας που η εταιρία του τυχόν αντιμετώπιζε. Κατ΄ επέκταση, θα ήταν ασυνεπές να δεχτούμε πως ένας διαχειριστής εξέδιδε τίτλους στο όνομά της τελώντας σε πλήρη άγνοια του υπολοίπου των τραπεζικών λογαριασμών της και δεν ενήργησε δολίως. Θα είχε, σαφώς, τη δυνατότητα να προβλέψει σαν πιθανό το ενδεχόμενο να μην υπάρχουν τα απαιτούμενα κεφάλαια για την πληρωμή των εκδιδόμενων επιταγών ή τουλάχιστον ‘όφειλε να καταβάλει την απαιτούμενη επιμέλεια για να το προβλέψει.


Οι επιταγές, λοιπόν, που εκδόθηκαν από τον εναγόμενο και διαχειριστή της Εταιρίας Περιορισμένης Ευθύνης σε διαταγή του ενάγοντος, ο οποίος με τη σειρά του τις οπισθογράφησε λόγω ενεχύρου σε τράπεζα, ήταν ακάλυπτες, αφού ο τραπεζικός λογαριασμός της εταιρίας κατά τον χρόνο της εμφάνισης προς πληρωμή είχε ανεπαρκές υπόλοιπο. Όταν ο ενάγων εξαναγκάστηκε από την τράπεζα (δικαιούχο από την ενεχυρική οπισθογράφηση) να καταβάλει το αναγραφόμενο στις επιταγές χρηματικό ποσό ως οφειλέτης από αναγωγή, υπέστη τη ζημία από τη μη πληρωμή της επιταγής, ζημία η οποία επήλθε αιτιωδώς από την παράνομη συμπεριφορά του εκδότη.


Ζ. Επίλογος


Συνοψίζοντας, το Δικαστήριο απέρριψε την έφεση του εναγομένου και αναγνώρισε πως αυτός οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα χρηματική αποζημίωση για αδικοπραξία ύψους 86.000 ευρώ, με τους νόμιμους τόκους από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Παράλληλα, του επέβαλε την αποπληρωμή των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, συμπεριλαμβανομένων και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, που ανέρχονταν στις 4.300 ευρώ.

Η κρίση του Δικαστηρίου φαίνεται πως ανταποκρίνεται στις επιταγές του θετικού δικαίου και η συλλογιστική πορεία που αυτό ακολουθεί εμφανίζει πληρότητα και συνοχή. Κατά την άποψη του γράφοντος, η κατοχή μιας υψηλόβαθμης θέσης σε Εταιρία Περιορισμένης Ευθύνης συνεπάγεται εκτός από αυξημένα οφέλη και αυξημένη αίσθηση του καθήκοντος ενώ η ανάγκη συνετής και επιμελούς διαχείρισής της αποτελεί αναντίρρητα συστατικό στοιχείο της ύπαρξής της. Ως εκ τούτου, η καταδίκη σε αποζημίωση του εκδότη ακάλυπτων επιταγών, στο όνομα και για λογαριασμό εταιρίας, αποτιμάται ως εύλογη κύρωση και δικαιολογημένο επακόλουθο της εξαιρετικά δόλιας συμπεριφοράς του.



Βιβλιογραφία

Περάκης Ε., Ρόκας Ν., «ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ ΕΜΠΟΡΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ – ΑΞΙΟΓΡΑΦΑ», Εκδόσεις ΝΟΜΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ, 2018

Γεωργιάδης Α., «Εγχειρίδιο Ειδικού Ενοχικού Δικαίου», Εκδόσεις Π.Ν. Σάκκουλας, Αθήνα, 2014

Γεωργιάδης Α., «Ενοχικό Δίκαιο, Γενικό μέρος», Εκδόσεις Π.Ν. Σάκκουλας, Αθήνα, 2015

Σταθόπουλος Μ., «Επιτομή Γενικού Ενοχικού Δικαίου», Β’ Έκδοση, 2016, Σάκκουλας Α.Ε

Νίκας Ν., «Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας», 3η έκδοση, 2018, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΑΚΚΟΥΛΑ A.E



Μαριάνθη Ράπτη

Δευτεροετής Φοιτήτρια Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ

Μέλος του τμήματος σχολιασμού δικαστικών αποφάσεων του The Law Project.


132 views0 comments
bottom of page