top of page

Παρεμπόδιση επικοινωνίας γονέα-τέκνου & προϋποθέσεις των αξιώσεων από την προσβολή προσωπικότητας

Της Δήμητρας Ροδιά


Η παρεμπόδιση επικοινωνίας γονέα και τέκνου και οι προϋποθέσεις των αξιώσεων από την προσβολή προσωπικότητας

ΠΠρΑθ 124/2021




Αποσπάσματα Απόφασης

«Με τις ανωτέρω διατάξεις προστατεύεται το δικαίωμα της προσωπικότητας, το οποίο αποτελεί πλέγμα αγαθών που συνθέτουν την υπόσταση του προσώπου.»


«Προϋποθέσεις για την εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων των άρθρων 57 και 59 ΑΚ είναι η προσβολή του δικαιώματος της προσωπικότητας και η προσβολή αυτή να είναι παράνομη, οπότε ο προσβαλλόμενος δικαιούται να απαιτήσει την άρση της προσβολής και την παράλειψη της στο μέλλον, χωρίς τη συνδρομή υπαιτιότητας (αντικειμενική ευθύνη), ενώ για την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης απαιτείται και υπαιτιότητα εκείνου από τον οποίο προέρχεται η προσβολή. Για την επιδίκαση δε χρηματικής ικανοποίησης κατά το άρθρο 59 ΑΚ απαιτείται η προκαλούμενη από την παράνομη προσβολή ηθική βλάβη να είναι σημαντική.»

«Η … παρεχόμενη προστασία του δικαιώματος της προσωπικότητας περιλαμβάνει θετικώς μεν τη δυνατότητα του ατόμου … να απολαμβάνει όλων των αγαθών που το δικαίωμα αυτό διασφαλίζει, αρνητικώς δε τη δυνατότητα του ατόμου να αποκρούει κάθε παράνομη προσβολή του εν λόγω δικαιώματος και να αξιώνει υπό τις ανωτέρω προϋποθέσεις και αποκατάσταση της ηθικής βλάβης με καταβολή χρηματικής ικανοποίησης.»


«σκοπός του απολύτως προσωπικού δικαιώματος και καθήκοντος επικοινωνίας μεταξύ γονέα και τέκνου είναι η διατήρηση του ψυχικού τους δεσμού και η δυνατότητα άμεσης γνώσης από το γονέα, με τον οποίο δεν διαμένει το τέκνο, για την ανάπτυξη της προσωπικότητας, την πνευματική ανάπτυξη και την παρακολούθηση της εν γένει κατάστασης αυτού.»


«Η παρεμπόδιση, δε, της επικοινωνίας του γονέα με το τέκνο θα μπορεί κατά περίπτωση να εκτιμηθεί και ως προσβολή της προσωπικότητας του πρώτου … καθόσον η επικοινωνία του γονέα με το τέκνο του ασκεί ευεργετική επίδραση στο συναισθηματικό του κόσμο, ο οποίος κατά τα αναλυόμενα στην πρώτη νομική σκέψη της παρούσας αποτελεί στοιχείο της προσωπικότητας του ατόμου.»


Περίληψη απόφασης


Ο πατέρας ενός ανήλικου αγοριού άσκησε αγωγή για προσβολή της προσωπικότητάς του και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής του βλάβης κατά της πρώην συζύγου του, στην οποία το δικαστήριο μετά τη λύση του γάμου είχε επιδικάσει την επιμέλεια του τέκνου.


Συγκεκριμένα, η δικαστική απόφαση που ρύθμιζε την επιμέλεια όριζε, λόγω και της επαγγελματικής ιδιότητας του πατέρα ως ναυτικού, ότι για το διάστημα που θα βρίσκεται στην Αθήνα θα μπορεί ελεύθερα να βλέπει το τέκνο, ενώ όσο βρίσκεται σε υπηρεσία θα μπορεί να συνομιλεί μαζί του τηλεφωνικά ή μέσω βιντεοκλήσης. Επιπλέον, το καλοκαίρι δικαιούται να περάσει μαζί του 30 ημέρες, καθώς και 4 ώρες τις ημέρες των δύο ονομαστικών του εορτών και των γενεθλίων του κατόπιν συνεννοήσεως με τη μητέρα του τέκνου.


Η πλευρά του πατέρα υποστήριξε ότι η πρώην σύζυγός του, ενίοτε και σε συνεννόηση με τον πατέρα της, παρεμπόδισε συνολικά 22 φορές την επικοινωνία του με το τέκνο, η οποία προστατεύεται στο άρθρο 1520 του ΑΚ. Η αγωγή για προσβολή της προσωπικότητας ασκήθηκε μετά την κατάθεση δύο μηνύσεων και την επίδοση ενός εξωδίκου στη διάρκεια των πέντε συνολικά μηνών που διήρκησαν οι προσβολές.


Το δικαστήριο δέχτηκε εν μέρει την αγωγή, στο σκέλος που αφορά τις αξιώσεις που προκύπτουν από το άρθρο 57 ΑΚ. Ειδικότερα, τονίζει στην απόφασή του τη θετική υποχρέωση της μητέρας να συνδράμει στην επικοινωνία του τέκνου με τον πατέρα του, πόσο μάλλον να απέχει από πράξεις που την παρεμποδίζουν, αναφέροντας μάλιστα χαρακτηριστικά ότι «η εναγόμενη ως έχουσα την επιμέλεια οφείλει ….... να συνδράμει στην ουσιαστική πραγματοποίηση της επικοινωνίας του τέκνου με τον ενάγοντα - πατέρα του, ενθαρρύνοντας αυτήν και προετοιμάζοντας κατάλληλα το τέκνο, λαμβανομένης υπ’ όψιν και της ιδιαίτερα νεαρής ηλικίας αυτού [τριών (3) χρονών κατά το χρόνο κατάθεσης της αγωγής] και του γεγονότος ότι η διάσταση των διαδίκων - γονέων του επήλθε πριν καν αυτό συμπληρώσει τον πρώτο χρόνο της ζωής του ....... και επομένως δεν έχει μνήμες από τους γονείς του ως ζευγάρι και ευλόγως δεν πρόλαβε να αναπτύξει σχέση με τον πατέρα του.» Κρίνει επιπλέον ως βάσιμους και αποδεδειγμένους τους ισχυρισμούς του πατέρα περί παραβίασης του λειτουργικού δικαιώματος της επικοινωνίας, ορίζοντας μάλιστα ότι αυτή συνιστά ταυτόχρονα «παράνομη και υπαίτια προσβολή της προσωπικότητας του τελευταίου, καθόσον έχει αποξενωθεί από το τέκνο του, το οποίο βρίσκεται σε κρίσιμη ηλικία για τη διαμόρφωση της προσωπικότητας του και των σχέσεων του με τους οικείους του».


Ωστόσο, δεν επιδίκασε τη χρηματική αποζημίωση των 22.000€ που αιτήθηκε ο ενάγων για την ηθική του βλάβη, με το σκεπτικό ότι «η ηθική βλάβη του ενάγοντος συνιστάμενη στην αποξένωση από το τέκνο του και την εξ αυτής πίκρα, απογοήτευση, στενοχώρια και ακύρωση του πατρικού ρόλου δεν μπορεί να αποκατασταθεί με καταβολή χρηματικού ποσού εκ μέρους της εναγομένης, αλλά με την στο εξής συμμόρφωση της τελευταίας στα οριζόμενα από την …. απόφαση σχετικά με τη ρύθμιση της επικοινωνίας πατέρα - υιού. Η με την αρωγή της εναγομένης εξομάλυνση της επικοινωνίας, η εμπέδωση στα μάτια του τέκνου της πατρικής φιγούρας του ενάγοντος και η αγαστή συνεργασία των διαδίκων στα θέματα που αφορούν το τέκνο τους θα αποκαταστήσουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο την ηθική βλάβη του ενάγοντος».


Ανάλυση απόφασης


Εν προκειμένω ανακύπτει κατ’ αρχάς το νομικό ζήτημα της προσβολής προσωπικότητας. Σε τι, δηλαδή, συνίσταται η τελευταία, πότε έχουμε προσβολή αυτής και ποιες είναι οι προϋποθέσεις για το αίτημα της άρσης και παράλειψής της στο μέλλον, όπως ορίζει το άρθρο 57 του ΑΚ, και της αξίωσης για ικανοποίηση της ηθικής βλάβης του άρθρου 59, αντίστοιχα;


Η προστασία της προσωπικότητας δεν περιορίζεται μόνο στο πλαίσιο του αστικού δικαίου. Απεναντίας, η αστική ρύθμιση αποτελεί εξειδίκευση της αρχής της αξίας του ανθρώπου που κατοχυρώνεται συνταγματικά και διαπνέει το σύνολο της έννομης τάξης (Σ 2 και 5). Έτσι, όποιος νόμος δεν ευθυγραμμίζεται με την ίδια την αρχή ή την προστασία που προσφέρεται στην προσωπικότητα στα πλαίσια του ΑΚ, θα πρέπει να κριθεί αντισυνταγματικός και να μην εφαρμοστεί.


Στο αστικό νομοθέτημα δεν περιέχεται κάποιος ορισμός της έννοιας της προσωπικότητας. Από άποψη τελεολογική, αυτό είναι εύλογο, ώστε να εξειδικευτεί από το δικαστήριο στην εκάστοτε περίπτωση αν τα πραγματικά περιστατικά που περιγράφονται και αποδεικνύονται συνιστούν προσβολή της προσωπικότητας, και να αποτραπεί ο εκ των προτέρων περιορισμός της έννοιας με έναν ελλιπή ορισμό. Πάντως, ο Απ. Γεωργιάδης παραθέτει στις «Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου» έναν ευρέως αποδεκτό ορισμό της προσωπικότητας. Η τελευταία δηλαδή περιλαμβάνει «όλες εκείνες τις αστάθμητες αξίες οι οποίες απαρτίζουν την ουσία του ανθρώπου».


Σε κάθε περίπτωση, όμως, η προσωπικότητα προστατεύεται ακριβώς λόγω της φύσης που έχει προσδώσει σε αυτήν η έννομη τάξη· μιλάμε για δικαίωμα, για μία εξουσία, δηλαδή, που έχει απονεμηθεί στον φορέα του από το δίκαιο και του επιτρέπει να αξιώσει την ικανοποίηση των έννομων συμφερόντων του. Πρόκειται, μάλιστα, για ένα δικαίωμα προσωπικό, καθώς με αυτό ικανοποιείται κυρίως, αλλά όχι αποκλειστικά ένα ηθικό συμφέρον. Ακόμη, μιλάμε για δικαίωμα προσωποπαγές, λόγω της στενής του σύνδεσης με το πρόσωπο του φορέα του, που καθιστά αδύνατη τη μεταβίβασή του στο πρόσωπο κάποιου άλλου. Χαρακτηριστικό, επίσης, είναι το στοιχείο της απολυτότητας βάσει του οποίου μπορεί να αξιωθεί ο σεβασμός της προσωπικότητας κατά παντός. Αυτό ακριβώς αποτελεί σύμφωνα με το δικαστήριο την αρνητική όψη του δικαιώματος της προσωπικότητας. Η θετική, αντίθετα, συνίσταται στη δυνατότητα άσκησης και απόλαυσης των αγαθών που εξασφαλίζονται από το δικαίωμα αυτό.

Τα διάφορα αυτά αγαθά που συναποτελούν την προσωπικότητα, έχουν απαριθμηθεί ενδεικτικά από τη θεωρία για λόγους συστηματικούς και εμπίπτουν στον γενικό όρο «εκδηλώσεις του δικαιώματος». Ανάμεσα στις άλλες μπορούμε να αναφέρουμε τη φυσική, ηθική και ψυχική υπόσταση, την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας, τα μέσα προσδιορισμού του προσώπου, τα προϊόντα διανοίας, το απόρρητο, τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα κλπ.


Θα ήταν σκόπιμη η εμβάθυνση στο στοιχείο της ψυχικής υπόστασης του προσώπου, που αποτελεί το πεδίο ενδιαφέροντος της παρούσας υπόθεσης. Συγκεκριμένα, αυτή περιλαμβάνει τον ψυχικό και συναισθηματικό κόσμο του προσώπου. Ο τελευταίος με τη σειρά του συνίσταται στην υγιή και ακώλυτη ανάπτυξη του προσώπου σε ψυχοσωματικό επίπεδο, η οποία μπορεί να επιτευχθεί μέσα από την εξασφάλιση της ψυχικής γαλήνης, την ομαλή ανάπτυξη συναισθηματικών σχέσεων με άλλα πρόσωπα, και δη με εκείνα του οικογενειακού ή ευρύτερα συγγενικού περιβάλλοντος. Επομένως, τόσο οι σύζυγοι στα πλαίσια της έγγαμης συμβίωσής τους, όσο και οι γονείς απέναντι στα τέκνα, αλλά και το αντίστροφο, θα πρέπει να επιδεικνύουν τον αρμόζοντα σεβασμό σε αυτήν την πτυχή της προσωπικότητας του μέλους της οικογένειάς τους. Βεβαίως, η υποχρέωση αυτή δεν παύει με τη λύση του γάμου, αλλά διατηρείται διαχρονικά και ιδίως όταν οι πρώην σύζυγοι είναι ταυτόχρονα και γονείς, επομένως απαιτείται η συνεργασία τους για την ομαλή άσκηση των λειτουργικών τους δικαιωμάτων.


Η παραπάνω σύνδεση του δικαιώματος της προσωπικότητας, με τα λειτουργικά δικαιώματα του οικογενειακού δικαίου, γίνεται εμφανής υπό το πρίσμα μίας τελεολογικής ερμηνείας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το δικαίωμα επικοινωνίας του γονέα και του τέκνου, το οποίο ρυθμίζεται στο άρθρο ΑΚ 1520. Το δικαίωμα αυτό προβλέφθηκε, όπως ρητά αναφέρεται και στη διάταξη, για τις περιπτώσεις που το τέκνο δε διαμένει με τον έναν από τους δύο γονείς, γεγονός που συνδέεται κατά κύριο λόγο με τη λύση της έγγαμης συμβίωσης των δύο γονέων. Ο γονέας, λοιπόν, με τον οποίο δεν διαμένει μόνιμα το τέκνο έχει δικαίωμα προσωπικής επικοινωνίας μαζί του, άμεσης γνώσης στοιχείων που αφορούν την ανάπτυξή του και εν γένει παρακολούθησης της κατάστασης του τέκνου. Σκοπός της διάταξης είναι με τη διατήρηση του ψυχικού δεσμού γονέα και τέκνου, όχι μόνο να αμβλυνθούν οι δυσμενείς συνέπειες του διαζυγίου, αλλά κυρίως να διασφαλιστεί η συναισθηματική ανάπτυξη και ψυχική ισορροπία και των δύο (γονέα και τέκνου). Αυτή ακριβώς η επαφή μπορεί να εξασφαλίσει τη συναισθηματική πληρότητα αμφότερων, που αποτελεί στην ουσία της στοιχείο απορρέον από την προσωπικότητα. Η σημασία, μάλιστα, της ανάπτυξης αυτής της σχέσης είναι τόσο θεμελιώδης για την προσωπικότητα και των δύο μερών που επιτάσσει στον έτερο γονέα, με τον οποίο διαμένει το τέκνο, να σέβεται και να απέχει από κάθε παρακώλυση αυτής της επικοινωνίας. Αξίζει να διευκρινιστεί, ωστόσο, πως σύμφωνα με τη θεωρία, παρεμπόδιση δεν υφίσταται στην περίπτωση που το τέκνο από δική του αυτόνομη βούληση αρνείται να επικοινωνήσει με τον άλλον γονέα, ούτε υπάρχει υποχρέωση κάμψης αυτής της άρνησης από τον γονέα με τον οποίο διαμένει το τέκνο.


Το πρόσωπο επομένως, όχι μόνο έχει τη δυνατότητα να απολαμβάνει τα προαναφερθέντα αγαθά, αλλά και σε περίπτωση που παρακωλύεται από κάποιον τρίτον έχει δικαίωμα να αξιώσει την άρση και παράλειψη αυτής της επέμβασης στο μέλλον. Αυτό ακριβώς προβλέπει το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 57 του ΑΚ. Προϋποθέσεις εφαρμογής του είναι η ύπαρξη προσβολής και ο παράνομος χαρακτήρας αυτής. Η προσβολή διακρίνεται σε εσωτερική, αυτή δηλαδή που προέρχεται από τον ίδιο τον φορέα του δικαιώματος της προσωπικότητας, και σε εξωτερική, η οποία και ρυθμίζεται στον ΑΚ. Η τελευταία συνίσταται ακριβώς στην επέμβαση ενός οποιουδήποτε τρίτου προσώπου σε μία από τις εκφάνσεις της προσωπικότητας.


Η κρατούσα θέση στη θεωρία υποστηρίζει πως η έννοια του παρανόμου της συγκεκριμένης προσβολής, δεν ταυτίζεται με την αντίστοιχη έννοια του παρανόμου, ως προϋπόθεσης για την εφαρμογή της ΑΚ 914. Ο απόλυτος χαρακτήρας του δικαιώματος στην προσωπικότητα καθιστά απαγορευμένη κάθε κοινωνικά απρόσφορη επέμβαση στην προσωπικότητα που δεν είναι ειδικά αιτιολογημένη. Έτσι, κατά κανόνα, η προσβολή θα είναι και παράνομη, εκτός αν εν προκειμένω συντρέχει κάποιος λόγος που αίρει το άδικο, κάποιο νόμιμο δικαίωμα. Αυτός θα πρέπει είτε να προβλέπεται ρητά και ειδικά σε νομοθετική ρύθμιση, που όμως ευθυγραμμίζεται με την συνταγματική αρχή της αξίας του ανθρώπου, είτε να συνίσταται στην έγκυρη συναίνεση του θιγόμενου δικαιούχου ή στην άσκηση δικαιώματος το οποίο σταθμίζεται ως αξιολογικά σπουδαιότερο.


Πέραν των αξιώσεων που εντοπίζονται στο ΑΚ 57 παρ.1 εδ. α’, στην δεύτερη παράγραφο του ίδιου άρθρου προβλέπεται δυνητικά και η αξίωση αποζημίωσης κατά τις διατάξεις για αδικοπραξίες. Εν προκειμένω, για να εφαρμοστούν οι διατάξεις αυτές, εφόσον έχει διαγνωστεί ήδη το στοιχείο του παρανόμου με την προσβολή ενός απόλυτου δικαιώματος, θα πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά και οι προϋποθέσεις της υπαιτιότητας, της περιουσιακής ζημίας και της αιτιώδους σύνδεσης αυτών.


Συμπληρωματικά στο άρθρο 59 προβλέπεται ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης από την προσβολή. Η ηθική βλάβη συνίσταται στη μη αποτιμητή σε χρήμα ζημία που υφίσταται ένα πρόσωπο από τη διατάραξη ενός προσωπικού του δικαιώματος, εν προκειμένω της προσωπικότητάς του. Πρόκειται για το συναισθηματικό αντίκτυπο και τον ψυχικό πόνο που μπορεί να προκαλέσει μία τέτοια προσβολή στο πρόσωπο που την υφίσταται. Η ικανοποίηση μπορεί μεν να συνίσταται σε χρηματική αποζημίωση, αλλά η διάταξη ρητά αναφέρει και την έκδοση δημοσιεύματος (κυρίως για τις περιπτώσεις που θίγεται η τιμή και η υπόληψη του προσώπου) ή οτιδήποτε άλλο επιβάλλεται από τις περιστάσεις.


Για την εφαρμογή του εν λόγω άρθρου σύμφωνα με τη θεωρία δεν απαιτείται κάποια περαιτέρω προϋπόθεση, πέραν της παράνομης προσβολής. Η κρατούσα γνώμη στη θεωρία, λοιπόν, δεν εμμένει σε μία στενή γραμματική ερμηνεία του όρου «υπαίτιο» που περιλαμβάνεται στο άρθρο 59, αλλά υποστηρίζει ότι η παραπάνω διατύπωση αναφέρεται απλώς στον διαπράξαντα την παράνομη προσβολή. Έτσι, άλλωστε, εμπίπτουν στο πλαίσιο της διάταξης και περιπτώσεις παράνομων προσβολών στις οποίες δεν υπάρχει υπαιτιότητα, λόγω πραγματικής ή συγγνωστής νομικής πλάνης του προσβάλλοντος. Επιπλέον, στα πλαίσια μίας συστηματικής ερμηνείας, έχει αξία το γεγονός πως η υπαιτιότητα δεν αποτελεί προϋπόθεση για την άσκηση των αξιώσεων της ΑΚ 57. Μάλιστα, μία τέτοια ερμηνεία συμβαδίζει και με την ΑΚ 932, στην οποία ο όρος «αδικοπραξία», κατά την άποψη του Γεωργιάδη, δεν παραπέμπει αποκλειστικά στην παράνομη και υπαίτια πράξη που προβλέπεται στην ΑΚ 914, αλλά το πεδίο εφαρμογής της διευρύνεται σε κάθε περίπτωση παράνομης πράξης που γεννά υποχρέωση προς αποζημίωση (περιλαμβάνει δηλαδή και περιπτώσεις αντικειμενικής ευθύνης). Μειονεκτούσα είναι η αντίθετη άποψη, που εκφράζει ο Φίλιος, υποστηρίζοντας πως με την προϋπόθεση της υπαιτιότητας η διάταξη του ΑΚ 59 θα εναρμονιστεί με την αρχή της πταισματικής αδικοπρακτικής ευθύνης, η οποία περιλαμβάνει και την προσβολή της προσωπικότητας.


Με αυτοτελές αίτημα του διαδίκου μπορεί να ζητηθεί συγκεκριμένα η χρηματική ικανοποίηση, την οποία το δικαστήριο έχει τη διακριτική ευχέρεια να επιδικάσει. Επομένως, από το ίδιο το γεγονός της προσβολής δεν τεκμαίρεται και ύπαρξη ηθικής βλάβης, αλλά αυτή θα πρέπει να αποδειχθεί αυτοτελώς. Κατά μία άποψη, η διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου συνίσταται στην απόφανση περί της ύπαρξης και έκτασης της ηθικής βλάβης, η οποία αν πράγματι διαπιστωθεί, δεσμεύει το δικαστήριο στην επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης. Το τελευταίο, προκειμένου να αποφανθεί επί του αιτήματος, θα πρέπει να λάβει υπόψιν του ορισμένα κριτήρια που αφορούν το είδος και τη βαρύτητα της προσβολής, το μέγεθος της ζημίας που υπέστη ο ενάγων, το βαθμό πταίσματος του εναγομένου, την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των διαδίκων, καθώς και όποιο άλλο στοιχείο μπορεί να συνθέσει τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέστηκε η προσβολή.


Οι θέσεις του δικαστηρίου- Η διαφοροποίηση από τη θεωρία


Στην εξεταζόμενη υπόθεση, το δικαστήριο διέγνωσε προσβολή της προσωπικότητας του ενάγοντος-πατέρα, λόγω της παρακώλυσης από την πλευρά της εναγόμενης-μητέρας της επικοινωνίας του με το τέκνο, απορρίπτοντας τον ισχυρισμό της για άρνηση του τέκνου. Μάλιστα, τονίζει ότι δεδομένης της μικρής ηλικίας του τέκνου κατά τη λύση του γάμου (μόλις ενός έτους), εκείνο δεν έχει μνήμες από την κοινή ζωή των γονιών του ως ζεύγος, ούτε πρόλαβε να θεμελιώσει ισχυρούς δεσμούς με τον πατέρα του, πράγμα που επιτάσσει σε ακόμα μεγαλύτερο βαθμό την ενθάρρυνση και συνδρομή με θετικές ενέργειες στην ουσιαστική επικοινωνία πατέρα και τέκνου και από την πλευρά της μητέρας που ασκεί την επιμέλεια του τελευταίου. Άλλωστε, η απόρριψη της επικοινωνίας από το τέκνο, όχι μόνο δεν αποδείχτηκε μέσα από τις μαρτυρίες που προσκόμισε η πλευρά της μητέρας, αλλά θεωρήθηκε ότι μπορεί να αποτέλεσε προϊόν επηρεασμού του από την αρνητική στάση της μητέρας και του παππού του από τη μητρική γραμμή απέναντι στον πατέρα του.


Ένα σημείο άξιο σχολιασμού αποτελεί η κρίση του δικαστηρίου αναφορικά με την προϋπόθεση του παρανόμου για την θεμελίωση των αξιώσεων της ΑΚ 57. Συγκεκριμένα, το εν λόγω δικαστήριο φαίνεται να απομακρύνεται από μία παλαιότερα κρατούσα γνώμη στη νομολογία που αντιμετώπιζε την ΑΚ 57 ως λευκό κανόνα δικαίου, αντίστοιχου της ΑΚ 914, που παραπέμπει στο σύνολο της εννόμου τάξεως για την ανεύρεση της έννοιας του παρανόμου. Η διατύπωση που περιλαμβάνεται στο κείμενο της απόφασης «παράνομη είναι η προσβολή η οποία γίνεται χωρίς δικαίωμα ή κατ’ ενάσκηση μεν δικαιώματος, το οποίο όμως είτε είναι, από άποψη έννομης τάξεως, μικρότερης σπουδαιότητας, είτε ασκείται υπό περιστάσεις καθιστώσες την άσκηση αυτού καταχρηστική σύμφωνα με το άρθρο 281 ΑΚ» καθιστά εμφανή τη σύμπλευση του δικαστηρίου με τη θέση της θεωρίας, σύμφωνα με την οποία υπάρχει μαχητό τεκμήριο περί του παρανόμου της προσβολής. Το τεκμήριο αυτό καλείται πλέον ο εναγόμενος να αποκρούσει επικαλούμενος διάταξη που αίρει τον παράνομο χαρακτήρα της προσβολής, και αποδεικνύοντας ότι εν προκειμένω συντρέχουν οι προϋποθέσεις του.


Ακόμα, αναφορικά με το αίτημα περί ικανοποίησης που απορρέει από το άρθρο 59 του ΑΚ, το δικαστήριο υποστηρίζει την κρατούσα στη νομολογία θέση ότι για να γίνει αυτό δεκτό απαιτείται επιπλέον να συντρέχει και η προϋπόθεση της υπαιτιότητας του προσβάλλοντος, με την οποία όπως προαναφέρθηκε αντιπαρατάσσεται η επιστήμη στην πλειοψηφία της. Μάλιστα, αν η ικανοποίηση συνίσταται συγκεκριμένα σε χρηματική πληρωμή προϋποτίθεται ότι η ηθική βλάβη θα πρέπει να είναι σημαντική. Λαμβάνοντας υπόψιν το εν λόγω κριτήριο, το δικαστήριο απέρριψε το αίτημα της χρηματικής αποζημίωσης για ηθική βλάβη, αναφέροντας ως εναλλακτικό μέσο ικανοποίησης την ίδια την αποκατάσταση των σχέσεων μεταξύ γονέα και τέκνου.


Προσωπικές θέσεις γράφουσας


Η απόρριψη εν προκειμένω της αξίωσης για χρηματική ικανοποίηση του ενάγοντος για την ηθική του βλάβη, δεν βρίσκει τη γράφουσα εξ ολοκλήρου σύμφωνη. Πιο συγκεκριμένα, το δικαστήριο έκρινε πως πρόσφορο μέσο για την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης είναι η συμμόρφωση της εναγόμενης στην απόφαση που ακολούθησε του διαζυγίου τους και ρύθμιζε την επικοινωνία με το τέκνο. Ωστόσο, η χρήση του συγκεκριμένου μέσου ικανοποίησης δεν διαφέρει ουσιωδώς από την αξίωση του ενάγοντος για παράλειψη της προσβολής στο μέλλον. Πράγματι, η προσβολή θα αρθεί με την τήρηση από πλευράς της μητέρας της δικαστικής απόφασης που ρυθμίζει την επικοινωνία με το τέκνο. Όπως επισημάνθηκε, ωστόσο, και παραπάνω η προσβολή δεν ταυτίζεται απαραίτητα με την ηθική βλάβη, γι’ αυτό και χρειάζεται για την ικανοποίησή της αυτοτελές αίτημα. Θα ήταν εύλογο, λοιπόν, το μέσο για την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης να διαφοροποιείται από την ούτως ή άλλως υποχρέωση της εναγομένης για άρση της προσβολής και παράλειψή της, η οποία ισχύει για το μέλλον. Αντίθετα, η ικανοποίηση της ηθικής βλάβης χρηματικά σκοπεί να αποζημιώσει για τον πόνο που προέκυψε από την προσβολή του παρελθόντος, η οποία δεν μπορεί να εξαφανιστεί. Μπορούν, όμως, με την εκπλήρωση ενός επιπλέον καθήκοντος της εναγομένης να αμβλυνθούν οι δυσμενείς συναισθηματικές συνέπειες που προκλήθηκαν, χορηγώντας μία παραπάνω οικονομική δυνατότητα για την δημιουργία κάποιας ψυχικής ευφορίας στον ενάγοντα.


Μάλιστα, όσον αφορά τη συγκεκριμένη υπόθεση, δεδομένης της συχνότητας των προσβολών (22 φορές μέσα σε διάστημα 5 μηνών), της συστηματικής και επαναλαμβανόμενης παρεμπόδισης της επικοινωνίας πατέρα και τέκνου από πλευράς της εναγομένης, αλλά και της μικρής ηλικίας του τέκνου που καθιστά το βάρος της προσβολής ακόμη μεγαλύτερο, καθώς παρεμποδίζεται όχι απλώς η διατήρηση αλλά η ίδια η θεμελίωση των σχέσεών του με τον πατέρα, θεωρώ πως ο πατέρας θα έπρεπε να λάβει ως αποζημίωση ένα χρηματικό πόσο, μικρότερο μεν των 22.000 € που αιτήθηκε αρχικώς, πάντως εύλογο.


Βιβλιογραφία

Γεωργιάδης Σ.Α., Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, Εκδόσεις Π.Ν. Σάκκουλας, 2019, 5η Έκδοση, σελ. 144-156

Γεωργιάδης Σ. Α., Εγχειρίδιο Οικογενειακού Δικαίου, Εκδόσεις Σάκκουλας, 2017, Β’ Έκδοση σελ. 437-441

Γεωργιάδης Σ.Α., Ενοχικό Δίκαιο Γενικό Μέρος, Εκδόσεις Π.Ν. Σάκκουλας, 2015, 2η Έκδοση, σελ. 673-674

Δασκαλοπούλου Φωτεινή, «Ηθική βλάβη λόγω προσβολής της προσωπικότητας», σε Διπλωματική Εργασία, ΕΚΠΑ 2013, διαθέσιμη στο: https://pergamos.lib.uoa.gr/uoa/dl/frontend/file/lib/default/data/1322945/theFile?fbclid=IwAR1UzrlIjPVR9jM0FyDbyldVPQXEb-MO8k9meolu4RO7HGrsMkg3Hk07lXo, σελ.34-37

Παπαδημητρίου Χ., «Τα όρια και οι προϋποθέσεις ασκήσεως του δικαιώματος χρηματικής ικανοποίησης για ηθική βλάβη στην ελληνική έννομη τάξη και τα δίκαια των υπολοίπων κρατών μελών της Ε.Ε. και η συναφής νομολογία του Δ.Ε.Κ.», διαθέσιμο στο: http://kostasbeys.gr/articles.php?s=5&mid=&mnu=0&id=24934&fbclid=IwAR1zvcSi4LfvMxONpRI8ZbJ3aIJKja1n3yD1cbaWEYl0MkElCySlYiBSRa8

Σταθόπουλος Μ.Π., Επιτομή Γενικού Ενοχικού Δικαίου, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2016, Β’ Έκδοση, σελ. 167-171

Φίλιος Χ. Π., Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2011, 4η Έκδοση, σελ. 51-52


Γράφουσα : Δήμητρα Ροδιά, Νομική Σχολή -Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, 2ο έτος φοίτησης , μέλος της ομάδας σχολιασμού δικαστικών αποφάσεων The Law Project

77 views0 comments
bottom of page