Της Θερμογιάννη Αγγελικής
Παρένθετη μητρότητα (ΠΠρ Θεσσαλ 10149/2022)
Η εν λόγω απόφαση πραγματεύεται το ζήτημα της παρένθετης μητρότητας σε συνδυασμό με τη δικαιοδοσία ημεδαπού δικαστηρίου.
Ποιες είναι όμως οι απαιτούμενες προϋποθέσεις για την εκδίκαση μιας τέτοιας υπόθεσης από ημεδαπό δικαστήριο;
Περίληψη απόφασης
Στην παρούσα απόφαση αναλύεται ο θεσμός της παρένθετης μητρότητας συνδυαστικά με την αρμοδιότητα ημεδαπού δικαστηρίου. Στη μείζονα πρόταση της απόφασης εκτίθενται οι όροι εκδίκασης διαφορών από πολιτικά δικαστήρια, ενώ παράλληλα παρουσιάζεται η διεθνής δικαιοδοσία των ελληνικών τακτικών δικαστηρίων. Στη συνέχεια, παρατίθεται ο ορισμός της παρένθετης μητρότητας και επισημαίνονται οι προϋποθέσεις που πρέπει να πληροί η μέλλουσα κυοφόρος, μια εκ των οποίων είναι η προσωρινή διαμονή ή κατοικία στην Ελλάδα. Έτσι, σε πολίτες τρίτων χωρών, όπως στην αιτούσα, κάτοικο Αυστραλίας, χορηγείται από την αρμόδια προξενική αρχή εθνική θεώρηση εισόδου, που επιτρέπει τη διαμονή στην ημεδαπή για εργασιακούς ή άλλους λόγους.
Στην ελάσσονα πρόταση περιγράφεται η προσπάθεια της αιτούσας, κατοίκου Αυστραλίας και, ιατρικώς αποδεδειγμένα, ανίκανης για τεκνοποιία, να της χορηγηθεί άδεια, έτσι ώστε η υπήκοος Γεωργίας να αποκτήσει την ιδιότητα της μέλλουσας κυοφόρου. Ωστόσο, παρουσιάζεται κώλυμα κυοφορίας της παρένθετης μητέρας, καθώς δεν προκύπτουν έγγραφα που αποδεικνύουν τη νόμιμη διαμονή της στην Ελλάδα.
Εφόσον δημιουργούνται κενά τα οποία χρήζουν συμπληρώσεως, διατάχθηκε η επανάληψη της συζητήσεως, ώστε να προσκομιστούν τα απαραίτητα αποδεικτικά έγγραφα για τη νόμιμη διαμονή της μέλλουσας κυοφόρου στην Ελλάδα.
Νομικά ζητήματα
Στην παρούσα απόφαση αναφύονται ποικίλα νομικά ζητήματα, τα οποία ερείδονται σε διαφορετικά κάθε φορά νομοθετήματα (ΚΠολΔ, ΑΚ). Αρχικά, στο άρθρο 3 ΚΠολΔ ρυθμίζεται η δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων και συγκεκριμένα η διεθνής. Διεθνής δικαιοδοσία χαρακτηρίζεται η δικαιοδοσία επι διεθνών ιδιωτικών διαφορών, δηλαδή επί διαφορών που εμφανίζουν κάποιοι στοιχείο αλλοδαπότητος. Είναι αδιάφορη η ιδιότητα του εναγομένου ως ημεδαπού ή αλλοδαπού. Ως προς τον τελευταίο αρκεί να έχει την κατοικία ή τη διαμονή του στην Ελλάδα. Διεθνής δικαιοδοσία ημεδαπού δικαστηρίου επι διεθνούς πολιτικής διαφοράς υφίσταται αν η τελευταία συνδέεται με την Ελλάδα κατά τρόπο ώστε κατά τις διατάξεις 22 επ. ΚΠολΔ να είναι το δικαστήριο κατά τόπο αρμόδιο να επιληφθεί αυτής της διαφοράς. Η κατά τόπον αρμοδιότητα ή δωσιδικία σημαίνει την ικανότητα και την εξουσία του δικαστηρίου να επιληφθεί της συγκεκριμένης διαφοράς. Η κατά τόπον αρμοδιότητα προσδιορίζεται με βάση την τοπική σχέση του δικαστηρίου προς τους διαδίκους ή τη διαφορά, ενώ αξίζει να επισημάνουμε ότι η αρμοδιότητα συνιστά διαδικαστική προϋπόθεση και για αυτό εξετάζεται αυτεπαγγέλτως.
Κατά το άρθρο 799 παρ.1 ΚΠολΔ «για τη χορήγηση άδειας για κυοφορία τέκνου από άλλη γυναίκα, καθιερώνεται η αρμοδιότητα του Πολυμελούς Πρωτοδικείου, στην περιφέρεια του οποίου έχει τη συνήθη διαμονή της η αιτούσα ή εκείνη που θα κυοφορήσει το τέκνο». Με το άρθρο αυτό ρυθμίζεται δικονομικά ο θεσμός της παρένθετης μητρότητας και αναδεικνύεται η σοβαρότητά του από το γεγονός ότι πρέπει να τηρηθούν αυστηρές προϋποθέσεις για τη χορήγηση άδειας στη μέλλουσα κυοφόρο, μια εκ των οποίων αφορά στην καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμοδιότητα του δικαστηρίου που χορηγεί την άδεια (Πολυμελές Πρωτοδικείο). Πέρα από τη συνδρομή του προαναφερθέντος όρου, αναγκαία κρίνεται η συνδρομή και κάποιων άλλων προϋποθέσεων που ορίζονται περιοριστικά στο άρθρο 1458 ΑΚ: αποδεδειγμένη ιατρική αδυναμία για κυοφορία της αιτούσας την άδεια, καταλληλόλητα για κυοφορία (ιατρικές εξετάσεις). Επίσης, όροι-ιδιαίτερα βαρύνουσας σημασία είναι η γραπτή και δίχως αντάλλαγμα συναίνεση των μερών και η μη ιδιοποίηση των γονιμοποιημένων ωαρίων εκ μέρους της κυοφόρου. Όρος του ενεργού της μεταφοράς τους στο σώμα της μέλλουσας κυοφόρου αποτελεί η (προγενέστερη) ύπαρξη της άδειας, ενώ από τη στιγμή της έκδοσης της τελεσίδικης απόφασης που τη χορηγεί, δημιουργείται αυτοδικαίως τεκμήριο μητρότητας· η αιτούσα και ταυτόχρονα λήπτρια τη δικαστική άδεια είναι η μητέρα του τέκνου και σε καμία περίπτωση δεν είναι η κυοφόρος.[1]
Με βάση το άρθρο 254 ΚΠολΔ «χορηγείται η δυνατότητα στο εκάστοτε συνεδριάζον δικαστήριο να διατάξει την επανάληψη της επ’ ακροατηρίω συζήτησης, η οποία έχει μεν κηρυχθεί περατωμένη, κατά τη μελέτη όμως της υπόθεσης ή κατά τη διάσκεψη ανέκυψαν κενά ή αμφίβολα σημεία, τα οποία χρήζουν συμπλήρωσης ή επεξήγησης ή όταν επιβάλλεται η διενέργεια αυτοψίας, πραγματογνωμοσύνης ή εξέτασης των διαδίκων στο ακροατήριο». Στην εν λόγω διαδικασία, δεν απαιτείται κατάθεση «νέων» προτάσεων εκ μέρους των διαδίκων για τη σύννομη συμμετοχή τους στη διαδικασία. Προϋπόθεση της νόμιμης συμμετοχής τους στη δίκη είναι η κατάθεση προτάσεων με τις οποίες αντικρούουν τα επιχειρήματα του αντιδίκου. Όμως, στο άρθρο 254 ΚΠολΔ, στο οποίο προβλέπεται η δυνατότητα επανάληψης της συζήτησης, οι αρχικά κατατεθείσες προτάσεις-αυτές δηλαδή που εξέθεσαν στην πρώτη συζήτηση, της οποίας διατάχθηκε επανάληψη- διατρέχουν και τη δεύτερη.[2][3]
Σύμφωνα με τη διάταξη 744 ΚΠολΔ «το δικαστήριο μπορεί και αυτεπαγγέλτως να διατάζει κάθε μέτρο πρόσφορο για την εξακρίβωση πραγματικών γεγονότων, ακόμη και εκείνων που δεν έχουν προταθεί και ιδιαίτερα γεγονότων που συντελούν στην προστασία των ενδιαφερομένων ή της έννομης σχέσης ή του γενικότερου κοινωνικού συμφέροντος». Το άρθρο αυτό αποκλίνει από το περιεχόμενο του άρθρου 106 ΚΠολΔ: « το δικαστήριο ενεργεί μόνο ύστερα από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι και τις αιτήσεις που υποβάλλουν, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά». Με τον κανόνα που θέτει το άρθρο 744 ΚΠολΔ χορηγείται η εξουσία στο δικαστήριο αυτεπάγγελτης δράσης αναφορικά με τη συγκέντρωση αποδεικτικού υλικού και προσκόμισης στοιχείων αντιπροσωπευτικών των πραγματικών περιστατικών - ακόμη και των μη συμπεριλαμβανομένων στις προτάσεις, ασκούντων όμως καθοριστική επιρροή στο αποτέλεσμα της πολιτικής διαδικασίας. Η ελευθερία της αυτεπάγγελτης ενέργειας του δικαστηρίου δεν υπόκειται σε περιορισμούς ούτε εδράζεται σε κάποιον ειδικότερο νόμο. Μπορεί δηλαδή ακώλυτα να λαμβάνει κάθε πρόσφορο μέσο με σκοπό την ανεύρεση της αλήθειας. Ακόμη και η λήψη άκυρων ή ανυπόστατων αποδεικτικών μέσων δεν θίγει τη νόμιμη δράση του δικαστηρίου, το οποίο απαλλάσσεται της αυστηρής απόδειξης. [4]
Στη μείζονα πρόταση της συγκεκριμένης απόφασης αναλύεται το άρθρο 1458 ΑΚ στο οποίο παρατίθεται ο ορισμός της παρένθετης μητρότητας: « Η μεταφορά στο σώμα άλλης γυναίκας γονιμοποιημένων ωαρίων, ξένων προς την ιδίαν, και η κυοφορία από αυτήν επιτρέπεται με δικαστική άδεια που παρέχεται πριν από τη μεταφορά, εφόσον υπάρχει έγγραφη και χωρίς αντάλλαγμα συμφωνία των προσώπων που επιδιώκουν να αποκτήσουν τέκνο και της γυναίκας που θα κυοφορήσει, καθώς και του συζύγου της, αν αυτή είναι έγγαμη. Η δικαστική άδεια παρέχεται ύστερα από αίτηση της γυναίκας που επιθυμεί να αποκτήσει τέκνο, εφόσον αποδεικνύεται ότι αυτή είναι ιατρικώς αδύνατο να κυοφορήσει και ότι η γυναίκα που προσφέρεται να κυοφορήσει είναι, εν όψει της κατάστασης της υγείας της, κατάλληλη για κυοφορία». Η παρένθετη μητρότητα είναι μορφή υποκατάστατης, η οποία διακρίνεται σε πλήρη και μερική. Ο νόμος για ευνόητους λόγους αποδέχεται και ρυθμίζει μόνο τη μερική υποκατάστατη μητρότητα (ΑΚ 1458), όπου μητέρα του τέκνου τεκμαίρεται η γυναίκα στην οποία δόθηκε η σχετική δικαστική άδεια. Ο θεσμός αυτός είναι επιτρεπτός μόνο μετά αυστηρής τήρησης των προαναφερθεισών περιοριστικών προϋποθέσεων. [5]
Ο θεσμός της παρένθετης μητρότητας στηρίζεται και στον ν. 3305/2005 που αναφέρεται στη μείζονα πρόταση της εν λόγω απόφασης. Ο Νόμος αυτός επαναλαμβάνει, ουσιαστικά, τις ρυθμίσεις του νόμου 3089/2002 για την παρένθετη μητρότητα. Διατηρούνται οι ισχύοντες όροι για την εφαρμογή της και προσθέτει ότι «Η γυναίκα που πρόκειται να κυοφορήσει υποβάλλεται σε ιατρικές εξετάσεις και σε ενδελεχή ψυχολογική αξιολόγηση». Πιο συγκεκριμένα, ο ν. 3089/2002 ορίζει ότι η γυναίκα που καταφεύγει σε αυτή τη λύση θα πρέπει να είναι ιατρικώς αδύνατο να κυοφορήσει, αλλά δεν θα πρέπει να έχει υπερβεί την «ηλικία φυσικής ικανότητας αναπαραγωγής». Η χορήγηση δικαστικής άδειας στο υπογόνιμο ζευγάρι προ της έναρξης της θεραπείας και η συνακόλουθη-γραπτή και χωρίς χρηματική αξία- συμφωνία τους με τη μέλλουσα κυοφόρο, εκτός από την κάλυψη των εξόδων θεραπείας, κυήσεως και τοκετού συνιστούν αναγκαίους όρους για τη θέση σε λειτουργία του εν λόγω θεσμού. Η προηγηθείσα της χορήγησης δικαστικής άδειας αίτηση υποβάλλεται από την ανίκανη για κυοφορία γυναίκα και έχουσα την επιθυμία απόκτησης τέκνου, εφόσον έχει προαποδειχθεί η αδυναμία της. Μετά τον τοκετό, σε αντίθεση με τον μέχρι τώρα ισχύοντα νόμο, ως νόμιμη μητέρα αναγνωρίζεται εκείνη στην οποία δόθηκε η σχετική δικαστική άδεια. Στο άρθρο 3 παρ. 9 του παρόντος Νόμου δίνεται ο ορισμός της παρένθετης μητρότητας: <<η περίπτωση κατά την οποία μία γυναίκα κυοφορεί και γεννά (φέρουσα ή κυοφόρος), ύστερα από εξωσωματική γονιμοποίηση και μεταφορά γονιμοποιημένων ωαρίων, με χρήση ωαρίου ξένου προς την ίδια, για λογαριασμό μίας άλλης γυναίκας, η οποία επιθυμεί να αποκτήσει παιδί αλλά αδυνατεί να κυοφορήσει για ιατρικούς λόγους>>.[6] Αποτιμώντας τον νόμο αυτό, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για έναν νόμο-σταθμό για την ιατρική υποβοήθηση στην ανθρώπινη αναπαραγωγή, οριοθετώντας την κοινωνικά αποδεκτή χρήση της Ι.Υ.Α., αναγνωρίζοντας τις νόμιμες προϋποθέσεις προσφυγής σ’ αυτή και κατοχυρώνοντας την πατρότητα και τη μητρότητα. Καταληκτικά, και οι δύο προαναφερθέντες Νόμοι κατοχυρώνουν τον θεσμό της παρένθετης μητρότητας, προβλέποντας τους αναγκαίους όρους για την προσφυγή σε αυτή και εξασφαλίζοντας υγιείς συνθήκες και ταυτόχρονα νόμιμες προϋποθέσεις αξιοποίησης αυτής της σύγχρονης μεθόδου.
Η κυριότερη αδυναμία που αίρεται χάρη στον παρόντα θεσμό είναι η αδυναμία τεκνοποιίας· η αδυναμία σύλληψης δεν θα αποτελεί πλέον πρόβλημα για το υπογόνιμο ζευγάρι, αφού δίνεται η ευκαιρία απόκτησης τέκνου που γενετικά θα σχετίζεται τουλάχιστον κατά το ήμισυ με το ζευγάρι. Ο θεσμός της παρένθετης μητρότητας κερδίζει συνεχώς έδαφος ως μέθοδος αντιμετώπισης των προβλημάτων υπογονιμότητας, καθώς με γνώμονα την ανθρώπινη προσέγγιση και την ψυχολογική υποστήριξη του ζευγαριού, επιτυγχάνεται η αίσια έκβαση της διαδικασίας αυτής.Ο μόνος περιοριστικός όρος αυτού του θεσμού για την υποβοηθούμενη γυναίκα είναι το ανώτατο όριο των πενήντα ετών. Η μη υπέρβαση του 50ου έτους της ηλικίας της επίδοξης μητέρας περιορίζει το δικαίωμά της να καταφύγει στην εν λόγω μέθοδο.[7]
Η σημασία του θεσμού αυτού διαφαίνεται και από το γεγονός ότι το δικαίωμα στην αναπαραγωγή κατοχυρώνεται μέσω του Συντάγματος και συγκεκριμένα μέσω του άρθρου 5 παρ.1, το οποίο διασφαλίζει την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας. Έκφανση δε αυτής είναι και η δυνατότητα κάθε ατόμου να αποκτήσει απογόνους σύμφωνα με τις επιθυμίες του και επομένως και μέσω της εφαρμογής ιατρικών μεθόδων. Θα πρέπει ακόμη να γίνει δεκτό ότι βάσει του άρθρου 5 παρ.1 δεν προστατεύεται μόνο η απόκτηση απογόνων με ίδιο γενετικό υλικό αλλά γενικότερα η τεκνοποίηση με οποιονδήποτε νόμιμο τρόπο. Το δικαίωμα της αναπαραγωγής θα πρέπει να ασκείται σε συνδυασμό με το άρθρο 2 παρ.1 και 22 παρ. 1 του Συντάγματος.
Στην παρούσα απόφαση γίνεται λόγος και για τον Κώδικα Μετανάστευσης στον οποίο ορίζονται οι προϋποθέσεις απόκτησης κατοικίας ή διαμονής υπηκόων τρίτων χωρών εκτός ΕΕ στην ημεδαπή. Συγκεκριμένα, κατά το άρθρο 18 η αρμόδια προξενική αρχή χορηγεί εθνική θεώρηση εισόδου σε φυσικά πρόσωπα μη έχοντα την ελληνική ιθαγένεια ούτε την ιθαγένεια άλλου κράτους. Επιπλέον, χορηγείται άδεια διαμονής σε όλους όσοι εκ των ως άνω προσώπων επιθυμούν να διαμείνουν στην Ελλάδα, εφόσον τα επισυναπτόμενα δικαιολογητικά είναι πλήρη κατά την παράγραφο 1 του παρόντος Νόμου. Μετά την παραπάνω χορήγηση, ο αιτών-πολίτης τρίτης χώρας διαμένει νόμιμα στη χώρα για όσο χρόνο διαρκεί η άδειά του και ως κάτοχος βεβαίωσης κατάθεσης αίτησης ασκεί τα απορρέοντα από την άδεια δικαιώματα (άρθρο 7). Από τον Νόμο αυτό καθίσταται αντιληπτό ότι η εγκατάσταση και η διαμονή ενός υπηκόου μιας χώρας σε άλλη δεν είναι ελεύθερη, αλλά υπόκειται σε περιορισμούς. Ο αιτών την άδεια διαμονής πρέπει να την προσκομίσει για να δικαιούται να διαμείνει νομίμως στην αλλοδαπή. Βεβαίως η άδεια αυτή δεν έχει απεριόριστη ισχύ αλλά ορίζεται ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Σκοπός της διάταξης αυτής είναι αφενός η καθ’ όλα νόμιμη διαμονή των υπηκόων τρίτων χωρών στην ημεδαπή και αφετέρου η ένταξή τους στην κοινωνικό ιστό και στην πολιτική και οικονομική ζωή της χώρας. Ενισχύεται με τον τρόπο αυτό η ανάμειξή τους σε διάφορες δραστηριότητες, ενώ παράλληλα απολαμβάνουν όσα δικαιώματα έχουν και οι υπήκοοι της εκάστοτε χώρας.
Στο ιστορικό της εν λόγω απόφασης παρουσιάζεται η περίπτωση της αιτούσας, υπηκόου και κατοίκου Αυστραλίας και ανίκανης για τεκνοποιία, η οποία αιτείται τη χορήγηση άδειας για τη μεταφορά στο σώμα άλλης γυναίκας, χωρίς αποδεδειγμένη νόμιμη διαμονή, γονιμοποιημένων ωαρίων, ξένων προς την ίδια, προκειμένου η τελευταία να καταστεί μέλλουσα κυοφόρος. Όμως, το πρόβλημα εντοπίζεται στη μη απόδειξη εκ των προσκομιζόμενων εγγράφων της νόμιμης διαμονής στην ημεδαπή της υποψήφιας κυοφόρου. Όπως προαναφέρθηκε, αυτή δεν πληροί καμία εκ των ως άνω προϋποθέσεων του Ν 4251/2014 για τη νόμιμη διαμονή της στην ημεδαπή. Η υποψήφια παρένθετη μητέρα-γεωργιανή υπήκοος- επικαλείται ένα έντυπο με τα στοιχεία της ως φυσικού προσώπου από την εταιρεία κινητής τηλεφωνίας, το οποίο δεν αποδεικνύει τη διαμονή της ούτε αναφέρεται ελληνικό Α.Φ.Μ. , με αποτέλεσμα τη δημιουργία αποδεικτικών κενών.
Κατά το άρθρο 3 ΚΠολΔ <<στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων υπάγονται Έλληνες και αλλοδαποί, εφόσον υπάρχει αρμοδιότητα ελληνικού δικαστηρίου>>. Εν προκειμένω, δεν αποδεικνύεται η νόμιμη διαμονή της μέλλουσας κυοφόρου ούτε φαίνεται να έχει αιτηθεί άδεια διαμονής (Ν 4251/2014), με αποτέλεσμα να προκύπτουν αποδεικτικά κενά, τα οποία χρήζουν συμπληρώσεως, ενώ αναγκαία κρίνεται η συλλογή εγγράφων χαρακτηριστικών της διαμονής της μέλλουσας κυοφόρου. Συνεπώς, το δικαστήριο διατάσσει την επανάληψη της συζήτησης. Στην περίπτωση που το δικαστήριο προέβαινε στην εκδίκαση της υπόθεσης, θα ήταν κατά τόπο αναρμόδιο, ενώ η απόφαση που θα εκδιδόταν, θα παρουσίαζε σοβαρές ελλείψεις ως προς το κύρος της.
Προσωπικές θέσεις
Η απόφαση 10149/2022 εστιάζει στη δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων και στις προϋποθέσεις απόκτησης άδειας διαμονής υπηκόων τρίτων χωρών εκτός ΕΕ στην ημεδαπή. Εξεταζόμενο όμως ζήτημα, πέρα από τα προαναφερθέντα, αποτελεί και ο θεσμός της παρένθετης μητρότητας- θεσμός σύγχρονος, ο οποίος αναδεικνύεται μέσα από το αίτημα, της ανίκανης για τεκνοποιία, χορήγησης άδειας για μεταφορά γονιμοποιημένων ωαρίων, ξένων προς την ίδια, στο σώμα άλλης γυναίκας. Η εισαγωγή ενός νέου νομοθετικού πλαισίου στη χώρα μας που ρυθμίζει τον θεσμό της παρένθετης μητρότητας συμπορεύεται με την εξέλιξη της ιατρικής επιστήμης. Η ραγδαία ανάπτυξη του κλάδου εκείνου της ιατρικής που προβλέπει τη δυνατότητα εμφύτευσης ωαρίων στη μήτρα μιας γυναίκας και η κυοφορία εκ μέρους της για λογαριασμό άλλης, δεν θα μπορούσε να μην προκαλέσει ποικίλα νομικά ζητήματα και προβληματισμούς. Η δυνατότητα απόκτησης τέκνου μέσω της ιατρικής υποβοήθησης έπρεπε να οριοθετηθεί, για αυτό και προβλέφθηκε ένα ιδιαίτερα περιοριστικό νομικό πλαίσιο. Στο επίκεντρο της όλης διαδικασίας τίθεται το ίδιο το παιδί, και συγκεκριμένα το συμφέρον του με ταυτόχρονη προσπάθεια για τη διασφάλιση του σεβασμού αλλά και τη διαφύλαξη της προσωπικότητας του ατόμου. [8]
Αυτονόητες καθίστανται οι αλλαγές που επέφερε η αναπαραγωγική τεχνολογία στις οικογενειακές σχέσεις, χωρίς όμως την πλήρη ανατροπή του θεμελίου του οικογενειακού θεσμού. Η ρύθμιση της Ι.Υ.Α. και της παρένθετης μητρότητας είναι ρυθμίσεις- σταθμοί στον χώρο του οικογενειακού δικαίου. Αποτελούν σύγχρονες μεθόδους (υποβοηθούμενης) απόκτησης τέκνων που βεβαίως δεν προβλέπονταν στο παρελθόν. Τώρα άτεκνα ζευγάρια- με την τήρηση ορισμένων προϋποθέσεων- μπορούν να καταφύγουν στις εν λόγω μεθόδους και να αποκτήσουν τέκνα.
Στην εν λόγω απόφαση παρουσιάζεται η επιθυμία μιας ανίκανης για τεκνοποιία γυναίκας απόκτησης τέκνου μέσω του προαναφερθέντος θεσμού. Η μέλλουσα κυοφόρος, γεωργιανή υπήκοος, δεν προσκόμισε στοιχεία ενδεικτικά της νόμιμης διαμονής της στην ημεδαπή και κατ΄ επέκταση το Πολυμελές Πρωτοδικείο διέταξε την επανάληψη της συζήτησης. Ορθώς δεν προέβη στην έκδοση απόφασης που να της χορηγεί το δικαίωμα κυοφορίας, καθώς τα αποδεικτικά κενά που ανέκυψαν ήταν τόσο σοβαρά που θα καθιστούσαν την απόφαση του δικαστηρίου άκυρη ως νόμω αβάσιμη, ενώ θα δρούσε εκτός των ορίων της αρμοδιότητάς του και θα ήταν κατά τόπο αναρμόδιο. Εξ αντιδιαστολής, αν υπερκεραστούν τα ως άνω εκτεθέντα δικαιοδοτικά κωλύματα και υπό τον όρο ότι η υποψήφια κυοφόρος διέμενε νόμιμα στην Ελλάδα ή επεδείκνυε την άδεια διαμονής της, το δικαστήριο θα μπορούσε να προβεί στη χορήγηση άδειας στην αιτούσα για τη μεταφορά των γονιμοποιημένων ωαρίων στην υπήκοο Γεωργίας (μέλλουσα κυοφόρος), στο πρόσωπο της οποίας συντρέχουν οι εκ του νόμου ορισθείσες προϋποθέσεις: είναι υγιής και ικανή για τεκνοποιία και έχει προηγηθεί γραπτή και δίχως αντάλλαγμα συμφωνία μεταξύ αυτής και τη αιτούσας.
Βιβλιογραφία
·Εμμανουέλα Μανωλιδάκη, ΠΠΑ 465/2018: περί της παρένθετης μητρότητας, 30/07/2018,https://efotopoulou.gr/ppa-4652018-peri-tis-parenthetis-mitrotitas/
·Ιωάννης Μπάλλιας, Άρθρο 254 ΚΠολΔ: Επανάληψη συζήτησης για τη συμπλήρωση κενών – επίκληση και προσκόμιση αποδείξεων – σύνδεση με άρθρο 559, αρ. 11, εδάφιο β΄ ΚΠολΔ, 18/03/2021, https://efotopoulou.gr/arthro-254-kpold-epanalipsi-sizitisis-gia-ti-simplirosi-kenon-epiklisi-ke-proskomisi-apodixeon-sindesi-me-arthro-559-ar-11-edafio-v%CE%84-kpold/
·Ν.Κ. Κλαμαρής-Σ.Ν. Κουσούλης-Σ.Σ. Πανταζόπουλος, Πολιτική Δικονομία, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, Εκδόσεις Σάκκουλα, Δ’ έκδοση
·ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 976/2020 Παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας. Αναιρετικοί λόγοι που δεν εφαρμόζονται στη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, 6/03/2021, ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 976/2020 Παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας. Αναιρετικοί λόγοι που δεν εφαρμόζονται στη διαδικασία εκούσιας δικαιοδοσίας. | kokkinoslawfirm
·Γεωργιάδης Σ. Απόστολος, «Εγχειρίδιο Οικογενειακού Δικαίου», Αθήνα-Θεσσαλονίκη, Εκδόσεις Σάκκουλα, Β’ έκδοση.
·Εισηγητική Έκθεση. Ν. 3089/2002
·Ρεθυμιωτάκη Ελένη, Ρύθμιση ή αυτορρύθμιση: το παράδειγμα της Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής, Αντ.Ν.Σάκκουλας, Αθήνα, 2003
Θερμογιάννη Αγγελική, ΕΚΠΑ, τρίτο έτος, συμμετέχουσα στην ομάδα σχολιασμού δικαστικών αποφάσεων του The Law Project.
[1] Εμμανουέλα Μανωλιδάκη, ΠΠΑ 465/2018: περί της παρένθετης μητρότητας, 30/07/2018, https://efotopoulou.gr/ppa-4652018-peri-tis-parenthetis-mitrotitas/ [2] Ιωάννης Μπάλλιας, Άρθρο 254 ΚΠολΔ: Επανάληψη συζήτησης για τη συμπλήρωση κενών – επίκληση και προσκόμιση αποδείξεων – σύνδεση με άρθρο 559, αρ. 11, εδάφιο β΄ ΚΠολΔ, 18/03/2021, https://efotopoulou.gr/arthro-254-kpold-epanalipsi-sizitisis-gia-ti-simplirosi-kenon-epiklisi-ke-proskomisi-apodixeon-sindesi-me-arthro-559-ar-11-edafio-v%CE%84-kpold/ [3] Ν.Κ. Κλαμαρής-Σ.Ν. Κουσούλης-Σ.Σ. Πανταζόπουλος, Πολιτική Δικονομία, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, Εκδόσεις Σάκκουλα, Δ’ έκδοση [4] ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 976/2020 Παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας. Αναιρετικοί λόγοι που δεν εφαρμόζονται στη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, 6/03/2021, ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 976/2020 Παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας. Αναιρετικοί λόγοι που δεν εφαρμόζονται στη διαδικασία εκούσιας δικαιοδοσίας. | kokkinoslawfirm [5] Γεωργιάδης Σ. Απόστολος, «Εγχειρίδιο Οικογενειακού Δικαίου», Αθήνα-Θεσσαλονίκη, Εκδόσεις Σάκκουλα, Β’ έκδοση [6]Εισηγητική Έκθεση. Ν. 3089/2002 [7]Ρεθυμιωτάκη Ελένη, Ρύθμιση ή αυτορρύθμιση: το παράδειγμα της Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής, Αντ.Ν.Σάκκουλας, Αθήνα, 2003 [8] Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη E., Οικογενειακό Δίκαιο Τόμος ΙΙ, Ε’ Έκδοση
Comments