top of page
Writer's picturethelawproject

Οι μηχανικές απεικονίσεις ως αποδεικτικά μέσα & η προστασία των προσωπικών δεδομένων-ΜΠρΠατρών116/20


Της Παρασκευής Τσαμαδού



Μονομελές Πρωτοδικείο Πατρών 116/2020




Περίληψη


Προσβολή προσωπικότητας - Αποδεικτικά μέσα - Φωτογραφίες από οικογενειακό ηλεκτρονικό υπολογιστή - Δικαίωμα δικαστικής προστασίας - Δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή - Δικαίωμα στην προστασία προσωπικών δεδομένων - Αρχή αναλογικότητας - Υποχώρηση in casu των δικαιωμάτων της ενάγουσας στην ιδιωτική ζωή και στην προστασία προσωπικών δεδομένων έναντι του ίσης τυπικής ισχύος δικαιώματος παροχής δικαστικής προστασίας των εναγομένων. Τα επίμαχα αποδεικτικά στοιχεία αφορούν την ένδικη αστική διαφορά. Δεν αποτελούν παράνομα αποδεικτικά μέσα οι επίμαχες φωτογραφίες, ηλεκτρονικές συνομιλίες και αιματολογικές εξετάσεις, τα οποία ανευρέθησαν εντός της οικογενειακής στέγης αποθηκευμένα στη μνήμη του οικογενειακού ηλεκτρονικού υπολογιστή. Μη παραβίαση του απορρήτου της ελεύθερης επικοινωνίας της ενάγουσας. Οι εναγόμενοι δεν προσέβαλαν εν προκειμένω, με οποιονδήποτε τρόπο, παρανόμως, αντίθετα προς τα χρηστά ήθη και υπαιτίως την τιμή, την ατομική και επαγγελματική υπόληψη της ενάγουσας και εν γένει την προσωπικότητα αυτής ούτε τέλεσαν εις βάρος της οποιαδήποτε αδικοπραξία.



Κρίσιμα σημεία κειμένου απόφασης


[…] Τούτο προκύπτει ιδίως από τις προσκομιζόμενες μετ’ επικλήσεως εκ μέρους των εναγόμενων απλών ομοδίκων αφενός, σε φωτογραφικές αναπαραστάσεις, τόσο αποθηκευμένες στον οικογενειακό ηλεκτρονικό υπολογιστή των προμνημονευθέντων διάδικων εν διαστάσει συζύγων φωτογραφίες της ίδιας της ενάγουσας, των προαναφερθέντων ανήλικων τέκνων αυτής, της οικίας τους και τρίτων προσώπων, δηλαδή των εκτός του προμνημονευθέντος γάμου αυτής δύο παράλληλων ερωτικών της συντρόφων, όσο και ηλεκτρονικές συνομιλίες της μ’ αυτούς δι’ αποθηκευμένων στο κινητό της τηλέφωνο γραπτών μηνυμάτων μέσω διαδικτυακών λογαριασμών, οι οποίες φωτογραφίες και συνομιλίες αποτελούν μηχανικές απεικονίσεις αναγόμενες στο χρονικό διάστημα από το έτος 2015 και εντεύθεν, τυγχάνοντας γνήσια ιδιωτικά έγγραφα, απορριπτόμενου κατ’ ουσίαν του παραδεκτώς (ά. 237 § 2 ΚΠολΔ) προβληθέντος από την ενάγουσα ισχυρισμού περί της αρνήσεως της γνησιότητάς τους (ά. 444 §§ 1 στοιχ. γ, 2, 445, 448 §§ 2, 3, 457 και 458 ΚΠολΔ), και αφετέρου αιματολογικές εξετάσεις της ενάγουσας κατά τα έτη 2013-2017, από τις οποίες συνάγεται ότι αυτή καταναλώνει μεγάλες ποσότητες αλκοόλ. Οι προειρημένες φωτογραφίες, ηλεκτρονικές συνομιλίες και αιματολογικές εξετάσεις δεν αποτελούν άλλωστε παρανόμως κτηθέντα αποδεικτικά μέσα, διότι δε συνιστούν προϊόν παγιδεύσεως της ενάγουσας ή αξιόποινης πράξεως ούτε αποκτήθηκαν από τους εναγομένους με την παραβίαση μυστικών κωδικών προσβάσεως, αλλά ανευρέθησαν από τον πέμπτο των εναγομένων εντός της προδιαληφθείσας οικογενειακής στέγης καθώς και, ειδικότερα οι φωτογραφίες και οι ηλεκτρονικές συνομιλίες, αποθηκευμένες στη μνήμη του οικογενειακού ηλεκτρονικού υπολογιστή των προαναφερθέντων διάδικων συζύγων και του προσομοιάζοντος με ηλεκτρονικό υπολογιστή κινητού τηλεφώνου της ενάγουσας συζύγου του. Οι εναγόμενοι δεν παραβίασαν μάλιστα, κατά τον προπαρατεθέντα τρόπο, το απόρρητο της ελεύθερης επικοινωνίας της ενάγουσας, δοθέντος ότι δεν παρενέβησαν στην προειρημένη επικοινωνία αυτής κατά τη διάρκεια της διεξαγωγής της (ά. 19 § 1 Σ), ούτε την κατά τη γενική αρχή της καλής πίστεως νοούμενη σφαίρα της ιδιωτικής ζωής της ενάγουσας (ά. 5 § 1 και 9 § 1 εδ. β Σ), η προστασία της οποίας δεν μπορεί, ενόψει της συνταγματικής κατοχυρώσεως των θεσμών της οικογένειας και του γάμου, της συνταγματικής προστασίας της παιδικής ηλικίας (ά. 21 § 1 Σ) καθώς και από την ίδια τη φύση του πράγματος (βλ. επίσης τα ά. 1386, 1387, 1510, 1511 και 1518 ΑΚ), να είναι απόλυτη στο πλαίσιο των σχέσεων μεταξύ των συζύγων και με τα ανήλικα τέκνα τους. Η in concreto μετ’ επικλήσεως προσκόμιση ως αποδεικτικών στοιχείων αφενός των προδιαληφθεισών συντελεσθεισών επικοινωνιών και φωτογραφιών, που αφορούν τη σεξουαλική ζωή της ενάγουσας με τρίτα πρόσωπα, και αφετέρου των προειρημένων ιατρικών εξετάσεων, οι οποίες άπτονται της υγείας της, χωρίς τη συγκατάθεση των προμνημονευθέντων υποκειμένων των εν θέματι ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων και με κατ’ αρχήν παραβίαση του συνταγματικώς κατοχυρωμένου δικαιώματος πληροφοριακής αυτοδιαθέσεώς τους (ά. 9Α § 1 εδ. α Σ) τύγχανε λοιπόν τελικώς νόμιμη, ως απολύτως αναγκαία και πρόσφορη για την άσκηση του υπερέχοντος in casu συνταγματικώς κατοχυρωμένου δικαιώματος παροχής δικαστικής προστασίας των εναγομένων [ά. 20 § 1 Σ, 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε. (σε συνδ. προς το ά. 6 § 1 ΣΕΕ), 6 § 1 ΕΣΔΑ, 1 επ., 9 §§ 1, 2 στοιχ. στ του τεθέντος σε εφαρμογή την 25-5-2018 Κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Απριλίου 2016 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων, GDPR), 2 και 7 §§ 1, 2 στοιχ. γ Ν. 2472/1997, πρβλ. το ά. 25 § 1 στοιχ. γ Ν. 4624/2019, ο οποίος κατήργησε το Ν. 2472/1997 και ισχύει από την 29-8-2019 (ά. 84 και 87)] και δη προς το σκοπό της άμεσης πλήρους αποδείξεως των προαναφερθέντων κατατεθέντων στις επίμαχες ένορκες βεβαιώσεις πραγματικών περιστατικών και ανταποδείξεως της ιστορικής βάσεως της υπό κρίση αγωγής, δίχως να αρκεί εν προκειμένω, επί τη βάσει των προεκτεθέντων, η χρήση ηπιότερων αποδεικτικών μέσων. Η εκ μέρους της ενάγουσας επίκληση των καθιερούμενων διά των άρθρων 9, 9Α του Συντάγματος, 7, 8 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε. (σε συνδ. προς το ά. 6 § 1 ΣΕΕ) και 8 της ΕΣΔΑ δικαιωμάτων στην ιδιωτική ζωή και την προστασία των προσωπικών δεδομένων δεν είναι συνεπώς in concreto θεμιτή (ά. 19 § 3 Σ e contrario), αφού τα προειρημένα δικαιώματα της ενάγουσας υποχωρούν in casu, για να εκπληρωθεί το προδιαληφθέν ίσης τυπικής ισχύος δικαίωμα παροχής δικαστικής προστασίας των εναγομένων. Το τελευταίο προηγείται εν προκειμένω έναντι του δικαιώματος αποκρύψεως της εξωσυζυγικής σεξουαλικής ζωής της ενάγουσας, δοθέντος ότι τα προαναφερθέντα επίμαχα αποδεικτικά στοιχεία αφορούν αποκλειστικώς την ένδικη αστική διαφορά και δεν επεκτείνονται σε άλλα, μη αναγκαία ως προς την άσκηση του προμνημονευθέντος δικαιώματος αποδείξεως και ανταποδείξεως, προσωπικά δεδομένα της ενάγουσας, ενώ δε θίγεται στην υπό κρίση περίπτωση η συνταγματική κανονιστική αρχή της αναλογικότητας ως μέσο για την αναγκαία πρακτική εναρμόνιση (praktische Konkordanz) μεταξύ των ανωτέρω ίσης τυπικής ισχύος αντίρροπων συνταγματικών δικαιωμάτων, τα οποία εξοπλίζονται μάλιστα με άμεση τριτενέργεια (ά. 25 § 1 Σ) (βλ. συναφώς ΟλΑΠ 1/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΟλΑΠ 1/2001, ΕλλΔνη 2001, 374, ΑΠ 252/2018, ΑΠ 1520/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜΕφΛαρ 212/2019, ΤΝΠ ΔΣΑ). Οι προειρημένες φωτογραφίες, ηλεκτρονικές συνομιλίες και αιματολογικές εξετάσεις δεν αποτελούν επομένως in concreto παράνομα αποδεικτικά μέσα, με συνέπεια να μην τυγχάνουν απαράδεκτα, αλλά να λαμβάνονται υπόψη για το σχηματισμό της δικανικής πεποιθήσεως του δικάζοντος Δικαστηρίου, απορριπτομένου έτσι ως ουσία αβάσιμου του περί αντιθέτου αποδεικτικού ισχυρισμού των εναγομένων […].


ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ

Ι. Ο ισχυρισμός της ενάγουσας περί προσβολής της προσωπικότητάς της


Η ένδικη διαφορά, την οποία εξετάζουμε εν προκειμένω, αφορμάται από το γεγονός ότι ο πέμπτος εναγόμενος και εν διαστάσει σύζυγος της ενάγουσας χρησιμοποίησε σε δίκες ήδη διανοιχθείσες μεταξύ τους ένορκες βεβαιώσεις των υπολοίπων εναγομένων στις οποίες βεβαιώνονταν τα εξής βλαπτικά για την προσωπικότητα της ενάγουσας, κατά τους ισχυρισμούς της, πραγματικά περιστατικά. Έγινε εκτενής αναφορά, δηλαδή, ότι «από το έτος 2015 και εντεύθεν, η ενάγουσα ήταν συνεχώς παγερή και εριστική με τον πέμπτο των εναγομένων, σύζυγο αυτής από την 18/09/2008, και τα δύο κοινά ανήλικα τέκνα τους, νευρική, επιθετική και προσβλητική, στερείτο υπομονής, ασχολείτο αποκλειστικώς με την αποστολή γραπτών μηνυμάτων, προς άγνωστη κατεύθυνση, και τον οικογενειακό ηλεκτρονικό υπολογιστή, αδιαφορούσε για τις προμνημονευθείσες δύο ανήλικες θυγατέρες αυτής, επεδείκνυε άκρως αντισυζυγική συμπεριφορά, είχε συνάψει παράλληλους εξωσυζυγικούς δεσμούς, συναντούσε τους εξωσυζυγικούς ερωτικούς της συντρόφους εντός της οικογενειακής στέγης, ερωτοτροπούσε ποικιλοτρόπως μ’ αυτούς αφενός εκεί και αφετέρου, με την παρουσία των προαναφερθέντων τέκνων της, διαδικτυακώς, πραγματοποιώντας άσεμνες συνομιλίες μ’ αυτούς, ενδιαφερόμενη μόνο για τις πρόσκαιρες ηδονές και μη διαθέτοντας ίχνος ντροπής, στην ίδια διαδικτυακή σελίδα, όπου απέστελλε γυμνές φωτογραφίες της και λάμβανε γυμνές φωτογραφίες των εξωσυζυγικών ερωτικών συντρόφων αυτής, ανέβαζε φωτογραφίες των τέκνων της με εμφανή τα χαρακτηριστικά του προσώπου αυτών σε κοινή θέα, εξέθετε, εξαιτίας της προπεριγραφείσας κατάπτυστης, επονείδιστης και αποκρουστικής διαστροφής της, σε σημαντικό κίνδυνο τα τέκνα αυτής, είχε ροπή στη μεγάλη κατανάλωση αλκοόλ, με συνέπεια να τελεί συχνά σε ευθυμία, δεν τυγχάνει κατάλληλη για την επιμέλεια των ανήλικων τέκνων της, στα οποία δε συμπεριφέρεται ως πραγματική μητέρα, και δεν μπορεί να τα διαπαιδαγωγήσει ορθά». Επιπλέον, αναφέρθηκε ότι «η ενάγουσα αδιαφορούσε για τον πέμπτο των εναγομένων σύζυγό της και τα προειρημένα κοινά ανήλικα τέκνα αυτών, παραμελούσε το νοικοκυριό της, ασχολείτο μόνο με τον ηλεκτρονικό υπολογιστή και το κινητό της τηλέφωνο, απείλησε τον προδιαληφθέντα εν διαστάσει σύζυγο αυτής ότι θα του αποσπάσει το ποσοστό του 25% της περιουσίας αυτού, επεδείκνυε απαξιωτική και περιφρονητική συμπεριφορά έναντι του τέταρτου εναγόμενου πεθερού της και της συζύγου αυτού πεθεράς της, έχει μεγάλη επίδοση στο ψέμα, κατά τον Ιούλιο του 2015 εξύβρισε τον πέμπτο των εναγομένων και αποπειράθηκε να προκαλέσει σ’ αυτόν σωματικές βλάβες, ενώ διεκδικεί την αποκλειστική επιμέλεια των προειρημένων ανήλικων τέκνων της, όχι για να φροντίζει αυτά, αλλά προκειμένου να εισπράττει διατροφή από τον πέμπτο εναγόμενο πατέρα τους, όπερ αποβαίνει βλαπτικό για την ομαλή ψυχοσωματική ανάπτυξη των ανωτέρω ανήλικων τέκνων». Κρίθηκε, λοιπόν, από το Δικαστήριο ότι τα προεκτεθέντα πραγματικά περιστατικά, τα οποία κατέθεσαν ενόρκως, αναφορικά με την ενάγουσα, οι τέσσερις πρώτοι των εναγομένων στις προδιαληφθείσες, χρησιμοποιηθείσες ως αποδεικτικά μέσα από τον πέμπτο εναγόμενο στις ως άνω δίκες, τέσσερις σαφείς, συμβαδίζουσες μεταξύ τους και άρα αξιόπιστες ένορκες βεβαιώσεις αυτών, είναι αληθή και ως τέτοια δεν μπορούν να κριθούν ως παρανόμως λεχθέντα και δεν δύνανται, έτσι, να προσβάλουν την προσωπικότητα της εναγομένης.


Αναλυτικότερα, γίνεται δεκτό πως για την εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 57 ΑΚ απαιτείται παράνομη προσβολή της προσωπικότητας του ατόμου1. Είναι δε παράνομη η προσβολή, η οποία είτε γίνεται χωρίς δικαίωμα είτε κατ’ ενάσκηση μεν δικαιώματος, το οποίο είναι δε, από άποψη έννομης τάξης και αξιολόγησης, μικρότερης σπουδαιότητας2,3.


Λόγος, λοιπόν, που αίρει το παράνομο της προσβολής είναι η άσκηση δικαιώματος του προσβάλλοντος, οπότε σε αυτή την περίπτωση αναγκαία καθίσταται η στάθμιση των συγκρουόμενων αγαθών. Αυτός που επιχειρεί την επέμβαση στην προσωπικότητα άλλου ατόμου ασκεί κάποιο δικό του δικαίωμα που μπορεί μάλιστα να είναι και αυτό εκδήλωση της δικής του προσωπικότητας. Το επιτρεπτό της κάμψης του προστατευτικού της προσωπικότητας πλέγματος διατάξεων, εξαρτάται από την in concreto στάθμιση των συγκρουόμενων δικαιωμάτων, του βαθμού της τυχόν προκαλούμενης στο άτομο προσβολής και του εκάστοτε εξυπηρετούμενου υπέρτερου συμφέροντος4, υπό την προϋπόθεση ότι δεν θίγεται ο σκληρός, απαραβίαστος πυρήνας της απολύτως προστατευόμενης και αναγόμενης σε θεμελιώδη παράμετρο της εσωτερικής έννομης τάξης, ανθρώπινης αξίας5.


Στην προκειμένη περίπτωση, λοιπόν, κρίθηκε ότι τα δικαιώματα των εναγομένων που διακυβεύονταν, και προς διασφάλιση των οποίων χρησιμοποίησαν τις ως άνω ένορκες βεβαιώσεις, ήταν υπέρτερα των δικαιωμάτων της ενάγουσας, η οποία εν τέλει όφειλε να ανεχθεί τη χρήση των εξιστορούμενων πραγματικών περιστατικών σχετικά με τη συμπεριφορά της στον υπό κρίση δικαστικό αγώνα και την απόδειξή τους μέσω των ενόρκων βεβαιώσεων και των μηχανικών απεικονίσεων, καθώς τα εν λόγω πραγματικά περιστατικά ασκούν αναμφίβολα έννομη επιρροή στην έκβασή του. Η στάθμιση στην οποία προέβη το Δικαστήριο για να καταλήξει στο συμπέρασμα αυτό θα αναλυθεί περισσότερο και στη συνέχεια6.


ΙΙ. Οι μηχανικές απεικονίσεις ως αποδεικτικά μέσα


Προς απόδειξη όλων των ανωτέρω ισχυρισμών των εναγομένων που περιλήφθηκαν στις ένορκες βεβαιώσεις τους, το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του και τις προσκομιζόμενες μετ’ επικλήσεως εκ μέρους των εναγόμενων φωτογραφικές αναπαραστάσεις -αποθηκευμένες στον οικογενειακό ηλεκτρονικό υπολογιστή των προμνημονευθέντων διάδικων εν διαστάσει συζύγων φωτογραφίες της ίδιας της ενάγουσας, των προαναφερθέντων ανήλικων τέκνων αυτής, της οικίας τους και τρίτων προσώπων, δηλαδή των εκτός του προμνημονευθέντος γάμου αυτής δύο παράλληλων ερωτικών της συντρόφων- και ηλεκτρονικές συνομιλίες της μ’ αυτούς δι’ αποθηκευμένων στο κινητό της τηλέφωνο γραπτών μηνυμάτων μέσω διαδικτυακών λογαριασμών, οι οποίες φωτογραφίες και συνομιλίες κρίθηκε πως αποτελούν μηχανικές απεικονίσεις αναγόμενες στο χρονικό διάστημα από το έτος 2015 και εντεύθεν, τυγχάνοντας γνήσια ιδιωτικά έγγραφα.

Δυνάμει του άρθρου 444 παρ. 1 εδ. γ’ ΚΠολΔ «Ιδιωτικά έγγραφα θεωρούνται και φωτογραφικές ή κινηματογραφικές αναπαραστάσεις, φωνοληψίες και κάθε άλλη μηχανική απεικόνιση». Βάσει, μάλιστα, της παρ. 2 του ίδιου άρθρου «Μηχανική απεικόνιση, κατά την έννοια της παραγράφου 1, είναι και κάθε μέσο το οποίο χρησιμοποιείται από υπολογιστή ή περιφερειακή μνήμη υπολογιστή, με ηλεκτρονικό, μαγνητικό ή άλλο τρόπο, για εγγραφή, αποθήκευση, παραγωγή ή αναπαραγωγή στοιχείων, που δεν μπορούν να διαβαστούν άμεσα, όπως επίσης και κάθε μαγνητικό, ηλεκτρονικό ή άλλο υλικό στο οποίο εγγράφεται οποιαδήποτε πληροφορία, εικόνα, σύμβολο ή ήχος, αυτοτελώς ή σε συνδυασμό, εφόσον τα μέσα και τα υλικά αυτά προορίζονται ή είναι πρόσφορα να αποδείξουν γεγονότα που έχουν έννομη σημασία»7,8.


Η σχολιαζόμενη απόφαση, δηλαδή, ενέταξε (ορθώς) τις προσκομισθείσες φωτογραφίες που βρέθηκαν αποθηκευμένες στον οικογενειακό ηλεκτρονικό υπολογιστή αλλά και αντιστοίχως τις ηλεκτρονικές συνομιλίες της ενάγουσας στην έννοια της μηχανικής απεικόνισης του άρθρου 444 ΚΠολΔ που αντιμετωπίζεται εκ του νόμου ως ιδιωτικό έγγραφο και παράγει υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις πλήρη αποδεικτική ισχύ.


Γίνεται, άλλωστε, πλέον παγίως δεκτό ότι η παραπάνω παράγραφος 2 στοχεύει να διευκρινίσει ότι στην έννοια των μηχανικών απεικονίσεων περιλαμβάνονται και τα μέσα ηλεκτρονικής επικοινωνίας που χρησιμοποιούνται ευρέως στις σύγχρονες συναλλαγές. Η προσθήκη της παραγράφου αυτής κρίθηκε σκόπιμη αφενός για να απαλλαγεί η θεωρία και η νομολογία από την προσπάθεια αναζήτησης θεωρητικών κατασκευών για την έννοια του ηλεκτρονικού εγγράφου και αφετέρου για λόγους νομοθετικής ενότητας για το θέμα του ηλεκτρονικού εγγράφου, ενόψει της υπάρχουσας ήδη διάταξης του άρθρου 13 περ. γ’ τελευταίο εδάφιο του ΠΚ, στην ελληνική έννομη τάξη9.


Αντιπροσωπευτικές μηχανικές απεικονίσεις ήταν αρχικά, κατά την έννοια του άρθρου 444 παρ. 1 περ. γ’ ΚΠολΔ, η μαγνητοταινία10, η κινηματογραφική απεικόνιση, η βιντεοταινία ή βιντεοκασέτα11, ενώ ήδη χρησιμοποιούνται πιο σύγχρονα μέσα ψηφιακής αποθήκευσης της φωνής και της εικόνας, λ.χ. CD, DVD, USB sticks, συσκευές κινητών τηλεφώνων, κ.λπ. Για να ληφθούν οι παραπάνω φορείς ήχου και εικόνας υπόψη ως αποδεικτικό μέσο, πρέπει να προταθούν και να προσκομιστούν με επίκληση στη δίκη12, και το περιεχόμενό τους να εκτίθεται στις προτάσεις του διαδίκου που επικαλείται τα μέσα αυτά, καθώς επίσης να βεβαιώνεται από τον πληρεξούσιο δικηγόρο ότι η απομαγνητοφώνηση αφορά το περιεχόμενο του μέσου13. Είναι δυνατό στους εν λόγω φορείς ήχου και εικόνας να περιέχεται συνομιλία των διαδίκων ή δήλωση ή ομολογία κάποιου απ’ αυτούς, ή τηλεφωνική συνομιλία αυτών είτε τρίτου που αφορά στο αντικείμενο της δίκης, υπό την προϋπόθεση όμως ότι η δήλωση του τρίτου έγινε πριν από την άσκηση της αγωγής. Η εν αγνοία, όμως, και χωρίς τη συναίνεση ενός των συνομιλητών μαγνητοφώνηση ιδιωτικής συνομιλίας ενέχει παγίδευσή του και συνεπώς, αποτελεί δέσμευση και περιορισμό στην ελεύθερη άσκηση της επικοινωνίας. Για αυτό, ασχέτως του χώρου όπου έγινε η συνομιλία, η μαγνητοταινία και οι λοιποί φορείς ήχου και εικόνας, στους οποίους αυτή, χωρίς τη συναίνεση του ετέρου των συνομιλητών, αποτυπώθηκε, είναι συνταγματικά απαγορευμένο αποδεικτικό μέσο και δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιηθεί εναντίον του σε πολιτική δίκη, ανεξαρτήτως του προσώπου που επιχείρησε τη μαγνητοφώνηση, δηλαδή έστω κι αν πρόκειται για πρόσωπο που μετείχε στη μαγνητοφωνηθείσα συζήτηση14. Εξαίρεση από αυτόν τον, συνταγματικής ισχύος, κανόνα της απαγορεύσεως των εν λόγω αποδεικτικών μέσων ισχύει μόνο χάριν της προστασίας συνταγματικά υπέρτερων έννομων αγαθών, όπως είναι η ανθρώπινη ζωή15,16.


Επομένως, βάσει όλων των προεκτεθέντων, η προσέγγιση αυτή της υπό κρίση δικαστικής απόφασης βρίσκεται στη σωστή κατεύθυνση. Στη σύγχρονη κοινωνική ζωή τα ηλεκτρονικά μέσα αποτελούν το βασικότερο -αν όχι το μοναδικό πλέον- τρόπο επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων, γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα τα μέσα αυτά να δύνανται αποκλειστικά να αποδείξουν τις έννομες σχέσεις -σε κοινωνικό τουλάχιστον επίπεδο- μεταξύ των ιδιωτών. Η μόνη τελολογικά ορθή λύση, λοιπόν, είναι -πάντα υπό την προϋπόθεση του νομίμου- τα μέσα αυτά να χρησιμοποιούνται από το Δικαστήριο προς το σκοπό της διαμόρφωσης της δικανικής του πεποίθησης.


ΙΙΙ. Σύγκρουση συνταγματικώς κατοχυρωμένων δικαιωμάτων


Το σημαντικότερο ίσως ζήτημα που τίθεται στη σχολιαζόμενη απόφαση -όπως ήδη ακροθιγώς αναφέρθηκε και ανωτέρω- είναι το ζήτημα της σύγκρουσης διαφορετικών δικαιωμάτων, εκείνων της ενάγουσας και εκείνων των εναγομένων, δικαιώματα τα οποία στο σύνολό τους απολαμβάνουν την υπέρτατη προστασία του Συντάγματος.

Αφενός η ενάγουσα επικαλείται την προστασία του άρθρου 19 παρ. 1 του Συντάγματος σχετικά με το απόρρητο της ελεύθερης επικοινωνίας, του άρθρου 5 παρ. 1 και 9 παρ. 1 του Συντάγματος περί της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας και του απαραβίαστου της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής και του άρθρου 9Α παρ. 1 του Συντάγματος που αφορά την προστασία των προσωπικών δεδομένων. Αν και αδιαμφισβήτητα ο καθένας μας απολαμβάνει την προστασία όλων αυτών των διατάξεων, σε καμία περίπτωση δεν είναι δυνατό η προστασία αυτή να εκτείνεται σε σημείο τέτοιο ώστε να προσβάλλονται δικαιώματα τρίτων προσώπων. Η οικογένεια, ο γάμος και η παιδική ηλικία -όπως ακριβώς γίνεται μνεία και στη σχολιαζόμενη απόφαση- προστατεύονται εξίσου από το Σύνταγμα. Περαιτέρω, οι εναγόμενοι, προσκομίζοντας τις προδιαληφθείσες ένορκες βεβαιώσεις, φωτογραφίες και συνομιλίες, στην ουσία προσπαθούν να αποδείξουν τους ισχυρισμούς τους προς το σκοπό της εκπλήρωσης ενός από τα ουσιωδέστερα συνταγματικώς κατοχυρωμένα δικαιώματα, εκείνο της δικαστικής προστασίας όπως αποτυπώνεται στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος.

Ειδικότερα, ο σπουδαιότερος ίσως περιορισμός των ατομικών -αλλά και των κοινωνικών δικαιωμάτων- προέρχεται από την ανάγκη αμοιβαίας οριοθέτησης των βιοτικών σχέσεων που ρυθμίζουν, καθώς και της ένταξής τους στο συνολικό πλαίσιο της συνταγματικής τάξης, κατά τρόπο ώστε να διασφαλίζεται η συστηματική και τελολογική ενότητα του Συντάγματος. Έτσι, πολλές φορές καθίσταται ανέφικτη η υλοποίηση κοινωνικού δικαιώματος χωρίς αντίστοιχο περιορισμό ενός ατομικού, ή ακόμη η άσκηση ενός και του αυτού δικαιώματος από πολλούς φορείς του ταυτόχρονα μπορεί να καθίσταται ανέφικτη17.


Οποιαδήποτε προσπάθεια επίλυσης του προβλήματος οφείλει να έχει ως αφετηρία τη θεμελιώδη παραδοχή της «τυπικής νομικής ισοδυναμίας όλων των διατάξεων, οι οποίες περιλαμβάνονται στο Σύνταγμα». Κατά συνέπεια, δεν τίθεται θέμα in abstracto προτίμησης οποιασδήποτε συνταγματικής διάταξης σε βάρος άλλης. Πάντως, στις περισσότερες περιπτώσεις συγκρούσεων υπάρχει μερική επικάλυψη των πραγματικών των συγκρουόμενων δικαιωμάτων ή άλλων διατάξεων και ταυτόχρονα αντίθεση μεταξύ των έννομων συνεπειών τους. Δεδομένου ότι πρόκειται για τυπικά ισοδύναμες διατάξεις, η σύγκρουσή τους μπορεί να αντιμετωπισθεί μόνο με βάση «μία ad hoc σχέση προτιμήσεως ανάμεσά τους, με γνώμονα τη βέλτιστη δυνατή έκβαση στη σύγκρουση των διακυβευόμενων δικαιωμάτων και έννομων αγαθών»18.

Προς την κατεύθυνση της ιεράρχησης συνταγματικών αρχών και δικαιωμάτων φαίνεται να προχωρεί η υπ’ αριθμόν 13/1999 απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου19. Αυτή δέχθηκε ότι η προστασία της ελευθερίας της επιστήμης (άρθρο 16 παρ. 1 Συντ.) και της έκφρασης (άρθρο 14 Συντ.) «επειδή αποσκοπεί στη διαφύλαξη υψίστων κοινωνικών αγαθών, καλύπτει (νομιμοποιεί) και προσβολές του δικαιώματος της προσωπικότητας που τυχόν ενυπάρχουν στην ενάσκησή τους, οι οποίες έτσι, εφόσον δεν προσβάλλεται η αξία του ανθρώπου, δεν είναι παράνομες διότι η προσωπικότητα, κι αν θίγεται, έχει στη συγκεκριμένη περίπτωση υποδεέστερη σημασία σε σχέση με το αγαθό των ως άνω ελευθεριών». Προκύπτει έτσι μια ιεράρχηση με την αξία του ανθρώπου (άρθρο 2 παρ. 1 Συντ.) στην κορυφή, τις ελευθερίες της επιστήμης και της έκφρασης σ’ ένα επόμενο επίπεδο και τέλος το -κατοχυρωμένο επίσης στο Σύνταγμα- δικαίωμα της προσωπικότητας υποδεέστερο από αυτές. Στο ίδιο πλαίσιο κινήθηκαν στη συνέχεια και οι υπ’ αριθμούς 1/200120 και 1/201721 αποφάσεις της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου.

Τίθεται, βέβαια, το ζήτημα της αντικειμενικότητας, ή, κατ’ άλλη άποψη, της αμεροληψίας της δικαστικής κρίσης, ένα ζήτημα συνυφασμένο άρρηκτα με το γενικότερο θέμα της ερμηνείας του Συντάγματος. Προς αυτή την κατεύθυνση μπορεί να διατυπωθεί η κατευθυντήρια αρχή της πρακτικής αρμονίας ή πρακτικής εναρμόνισης των συγκρουόμενων δικαιωμάτων ή διατάξεων. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει καταρχήν να αποφεύγεται η βιαστική στάθμιση των εκατέρωθεν συνταγματικά αναγνωρισμένων αγαθών και συνακόλουθα η επιλογή ενός, με πλήρη παραμερισμό του άλλου. Αντίθετα, ο ερμηνευτής και ο εφαρμοστής του Συντάγματος οφείλουν να επιδιώκουν την εναρμόνισή τους, έτσι ώστε το καθένα από τα αγαθά αυτά να προστατεύεται στο μέτρο του αμοιβαία δυνατού. Η αμοιβαία οριοθέτησή τους οδηγεί στην καλύτερη πρακτική εφαρμογή και των δύο, ή των τυχόν περισσότερων, έννομων αγαθών, τα οποία κατοχυρώνουν οι συγκρουόμενες συνταγματικές διατάξεις. Γενικότερα, η αρχή της πρακτικής εναρμόνισης συνεπάγεται την απαίτηση του σεβασμού «της εύλογης σχέσης των χρησιμοποιούμενων μέσων, προς τον επιδιωκόμενο σκοπό ή της συνάφειας του μέσου προς το σκοπό». Παραπέρα, ο εφαρμοστής του Συντάγματος και ιδίως ο δικαστής οφείλει να λάβει υπόψη του τα πραγματικά δεδομένα και να τα εκτιμήσει κατά τρόπο τέτοιο ώστε οι σχετικές κρίσεις του να μπορούν να συναντήσουν ευρύτερη αποδοχή. Πρέπει λοιπόν «η νομική λύση να μπορεί να γίνει διυποκειμενικά δεκτή, ακριβώς διότι είναι γενικεύσιμη σε κάθε περίπτωση, ασχέτως προς τα πρόσωπα αυτών που κρίνουν ή κρίνονται κάθε φορά»22.

Εν συνόψει, δηλαδή, προς επίλυση της σύγκρουσης μεταξύ δικαιωμάτων ίσης τυπικής ισχύος, αναγκαία είναι η προσφυγή στο μηχανισμό της στάθμισης των εκατέρωθεν συγκρουόμενων συμφερόντων, στάθμιση η οποία λαμβάνει χώρα βάσει της -επίσης συνταγματικώς κατοχυρωμένης στο άρθρο 25 παρ. 1 εδ. δ’ του Συντάγματος- αρχής της αναλογικότητας.

IV. Συμπέρασμα


Το Δικαστήριο λοιπόν, εν προκειμένω, προέβη σε στάθμιση των εκατέρωθεν συγκρουόμενων συμφερόντων λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαίτερες περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης και κατέληξε στο ότι τα δικαιώματα των εναγομένων υπερτερούν και πρέπει σε κάθε περίπτωση να προστατευτούν, αφού τηρείται και στο ακέραιο η αρχή της αναλογικότητας κατά την παραβίαση των δικαιωμάτων της ενάγουσας, παραβίαση η οποία λαμβάνει χώρα μόνο στο απολύτως αναγκαίο και πρόσφορο επίπεδο για την αποτελεσματική προστασία του δικαιώματος δικαστικής προστασίας των εναγομένων. Η αναγωγή στα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά προς εξαγωγή δικανικής κρίσης, η οποία αναλυτικώς έχει λάβει χώρα στη σχολιαζόμενη απόφαση, κρίνεται μείζονος σημασίας σε κάθε σύστημα απονομής δικαιοσύνης και στην ουσία ενσαρκώνει το δικαίωμα στην αποτελεσματική δικαστική προστασία του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος.


Παρασκευή Τσαμαδού

Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών ΠΜΣ Πολιτικής Δικονομίας 2019 – 2020

Μέλος της ομάδας σχολιασμού δικαστικών αποφάσεων του The Law Project


 

1 ΑΠ 762/2016, ΝοΒ 2017, σελ. 310· ΑΠ 273/2008, ΕλλΔνη 2009, σελ. 470· ΑΠ 1599/2000, ΕλλΔνη

42, σελ. 1345· ΕφΑθ 4969/2007, ΕλλΔνη 2009, σελ. 194· ΕφΑθ 6655/1996, ΕλλΔνη 1997, σελ. 924.

2 ΑΠ 385/2011, ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ· ΑΠ 79/2010, ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ· ΑΠ 1735/2009, ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ· ΑΠ 1609/2009, ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ· ΑΠ 543/2009, ΝοΒ 57, σελ. 1709· ΑΠ 273/2008, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· ΑΠ 1987/2007, ΕλλΔνη 2008, σελ. 500· ΑΠ 195/2007, ΕλλΔνη 2007, σελ. 1436· ΕφΑθ 3181/2006, ΕλλΔνη 2007, σελ. 612.

3 Ε. Καστρήσιος, Ενστάσεις κατά τον Αστικό Κώδικα, 2η έκδοση, 2019, σελ. 43, Ν. Λεοντής, Ερμηνεία Αστικού Κώδικα, τόμος Ι, 2020, σελ. 133.

4 ΑΠ 385/2011, ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ· ΑΠ 79/2010, ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ· ΑΠ 543/2009, ΝοΒ 57, σελ. 1709· ΑΠ 1731/2008, ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ.

5 Ε. Καστρήσιος, Ενστάσεις κατά τον Αστικό Κώδικα, ό.π., σελ. 44, Ν. Λεοντής, Ερμηνεία Αστικού Κώδικα, ό.π., σελ. 134.

6 Βλ. κατωτέρω υπό ΙΙΙ, σελ. 7.

7 ΑΠ 1351/2007, ΧρΙΔ 2008, σελ. 347· ΑΠ 1286/2003, ΕλλΔνη 46, σελ. 406.

8 Η απαρίθμηση είναι ενδεικτική [ΑΠ 203/2006, ΝοΒ 54, σελ. 1503].

9 Χ. Απαλαγάκη, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, τόμος Ι, άρθρα 1-590, 6η έκδοση, 2019, σελ. 1231.

10 ΑΠ 1351/2007, ΝοΒ 55, σελ. 2390.

11 ΑΠ 228/2012, ΝοΒ 2012, σελ. 2364· ΑΠ 813/2010, ΝοΒ 2010, σελ. 2480

12 ΑΠ 813/2010, ΝοΒ 2010, σελ. 2480· ΑΠ 71/1973, ΝοΒ 21, σελ. 758· ΕφΘεσ 334/1972, Αρμ 26,

σελ. 491· ΕφΑθ 4179/72, ΝοΒ 21, σελ. 787.

13 ΑΠ 1133/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· ΕφΘρακ 72/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ.

14 ΟλΑΠ 1/2001, Δ 32, σελ. 517· ΟλΑΠ 18/1995, ΝοΒ 1996, σελ. 411· ΑΠ 1092/2009, ΕφΑΔΠολΔ 2009, σελ. 1370 με παρατ. Π. Ρεντούλη· ΑΠ 981/2009, ΕφΑΔΠολΔ 2009, σελ. 1372 με παρατ. Π. Ρεντούλη· ΑΠ 1351/2007, ΝοΒ 55, σελ. 2390· ΑΠ 1367/1998, Δ 1999, σελ. 407· ΑΠ 130/1996, ΕλλΔνη 1996, σελ. 1325· ΕφΠειρ 876/1994, Δ 1995, σελ. 476.

15 ΑΠ 1092/2009, ΕφΑΔΠολΔ 2009, σελ. 1370 με παρατ. Π. Ρεντούλη· ΑΠ 981/2009, ΕφΑΔΠολΔ 2009, σελ. 1372 με παρατ. Π. Ρεντούλη.

16 Χ. Απαλαγάκη, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, ό.π., σελ. 1232-1233.

17 Κ. Χρυσόγονος/Σπ. Βλαχόπουλος, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, 4η αναθεωρημένη έκδοση, 2017, Γενικό μέρος, Κεφάλαιο Τέταρτο, § 10.

18 Κ. Χρυσόγονος/Σπ. Βλαχόπουλος, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, ό.π., § 10. 19 ΝοΒ 2000, σελ. 447. 20 Δ 32, σελ. 517. 21 Αρμ 2017, σελ. 982. 22 Κ. Χρυσόγονος/Σπ. Βλαχόπουλος, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, ό.π., § 10.



181 views0 comments

Comments


bottom of page