Της Αλεξάνδρας Οικονόμου
Ο έλεγχος της ρήτρας διαιτησίας από τα Πολιτικά Δικαστήρια
(ΜονΠρΘεσ7611/2019)
Το νομικό ζήτημα που ανακύπτει και εκτιμά το Δικαστήριο στην απόφαση αυτή αφορά το κύρος της συμφωνίας διαιτησίας φυσικών ή νομικών προσώπων που επέχουν θέση διαδίκων, τον τύπο της συμφωνίας διαιτησίας, όπως επίσης και τις συνέπειες αποδοχής μιας τέτοιας συμφωνίας από το Δικαστήριο.
Πραγματικά Περιστατικά Απόφασης
Στην περίπτωση αυτή εταίροι είχαν συμφωνήσει εγγράφως ότι σε περίπτωση που ανακύψει ιδιωτικού δικαίου διαφορά ανάμεσα σε κάποιον εταίρο και το νομικό πρόσωπο (ΟΕ) , η μελλοντική αυτή διαφορά θα υπάγεται σε Διαιτητικό Δικαστήριο προς επίλυση. Δηλαδή , αν κάποιος εταίρος ενάγει το νομικό πρόσωπο επειδή λόγου χάρη δεν του καταβλήθηκε η αξία της συμμετοχής του μετά την εκούσια έξοδό του από την εταιρία, η διαφορά αυτή θα πρέπει να υπαχθεί ενώπιον Διαιτητικού Δικαστηρίου και όχι ενώπιον των Πολιτικών. Ειδικότερα ο όρος στο καταστατικό της εν λόγω εταιρίας που αποτελεί τον «χάρτη της εταιρίας», όριζε στο άρθρο 10 ότι «Κάθε διαφορά που θα προκύψει μεταξύ των εταίρων από την εφαρμογή του παρόντος, θα λύεται υποχρεωτικώς με διαιτησία κατά τις διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας περί διαιτησίας από δύο διαιτητές, σε περίπτωση δε διαφωνίας τους, ως επιδιαιτητής αυτών διορίζεται από τώρα ο Προϊστάμενος του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης ή αυτός που θα διοριστεί από αυτόν»
Με βάση το άρθρο αυτό ο αιτών ζητούσε να αναγνωριστεί ότι η αξία της συμμετοχής του στην καθ’ ης η αίτηση ανέρχεται στο ποσό των 152.206,095 ευρώ, να υποχρεωθεί δε αυτή, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να καταβάλει σ’ αυτόν το ποσό των 152.206,095 ευρώ καθώς και το ποσό των 1.500,72 ευρώ για τους προαναφερόμενους λόγους, ήτοι συνολικά το ποσό των 153.706,815 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την ημέρα αποχώρησής του από την ως άνω εταιρία (12.10.2017), άλλως από το τέλος της εταιρικής χρήσης (1.1.2018), άλλως από την επίδοση της ένδικης αίτησης και μέχρι την εξόφληση, καταδικαζόμενη, επιπλέον, η αντίδικος στην πληρωμή των δικαστικών του εξόδων.
Νομικά Ζητήματα και σχολιασμός
Το πρώτο ζήτημα που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου ήταν αν η φύση της διαφοράς μπορεί να υπαχθεί σε Διαιτησία. Η αίτηση εταίρου που στρέφεται κατά της εταιρίας με αίτημα την απόδοση της αξίας της εταιρικής μερίδας εκδικάζεται κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας που περιέχει στοιχεία «δημοσίου» χαρακτήρα λόγω του ανακριτικού συστήματος που εφαρμόζει το Δικαστήριο και της αυξημένης εξουσίας που έχει ως προς τη συλλογή των αποδείξεων .Το Δικαστήριο έκρινε ότι τόσο ο τύπος της συμφωνίας περί υπαγωγής μελλοντικών διαφορών σε Διαιτησία όσο και ο χαρακτήρας της διαφοράς επιτρέπουν την υπαγωγή της σε Διαιτησία. Η αίτηση έχει ως αντικείμενο απαλλοτριωτό - περιουσιακό-ενοχικό δικαίωμα, το οποίο τα μέρη μπορούν να το διαθέσουν. Η ικανότητα αυτή της επίμαχης αξίωσης καλείται κατά τη διεθνή νομολογία «arbitrability», δηλαδή η κατάσταση κατά την οποία η αξίωση, άλλως το αντικείμενο της διαφοράς μπορεί να διατεθεί από τα μέρη. Αν τα μέρη δεν έχουν εξουσία διαθέσεως, όπως συμβαίνει με τις αιτήσεις που εκδικάζονται κατά τη διαδικασία της εκουσίας όχι απλά για λόγους ταχύτητας αλλά επειδή το αντικείμενο της διαφοράς έχει να κάνει με δικαίωμα ή αξίωση δημοσίου χαρακτήρα, τότε τα μέρη δεν έχουν εξουσία διαθέσεως και άρα μια τέτοια συμφωνία στερείται ικανότητας υπαγωγής σε διαιτησία. Παράδειγμα τέτοιας διαφοράς είναι η αίτηση υπαγωγής προσώπου σε δικαστική συμπαράσταση που εκδικάζεται κατά τη διαδικασία της εκουσίας (γνήσια διαφορά εκούσιας) κατά τα άρθρα 782 επ. ΚΠολΔ. Περαιτέρω, η συμφωνία κατά το 867 ΚπολΔ πρέπει να είναι έγγραφη αλλά δεν απαιτείται να ενσωματώνεται λογού χάρη στην ιδρυτική πράξη ή στο καταστατικό της εταιρίας. Αυτό που ενδιαφέρει ως προς τον τύπο είναι να είναι έγγραφη η συμφωνία. Το κύρος της συμφωνίας περί υπαγωγής της διαφοράς σε Διαιτησία δε κρίνεται αυτοτελώς και διακρίνεται από το καταστατικό ή άλλη δικαιοπραξία των εταίρων. Ο διαχωρισμός του κύρους και η αυτοτέλεια ως προς την κρίση του κύρους της καλείται διεθνώς «seperability » και σε περίπτωση που κριθεί άκυρη η συμφωνία αυτή δεν επηρεάζεται το κύρος της λοιπής συμφωνίας των εταίρων. Αυτό το έχει δεχτεί και το ανώτατο ακυρωτικό με την με αριθμό ΑΠ 842/2008 απόφασή του (όπως και με την ΑΠ 360/2018). Συνεπώς κατά το σκεπτικό του Δικαστηρίου και σύμφωνα με τα άρθρα 867, 868, 263, 264 ΚπολΔ η πρώτη προϋπόθεση υπαγωγής της διαφοράς σε Διαιτησία είναι η φύση της διαφοράς που πληρείται στην περίπτωση που η αξίωση αφορά την απόδοση της αξίας της εταιρικής συμμετοχής εταίρου σε ΟΕ.
Το δεύτερο νομικό ζήτημα έχει να κάνει με το κατά πόσο τα μέρη συμφώνησαν πράγματι στην υπαγωγή μελλοντικών διαφορών σε Διαιτησία, αφού δεν υπήρξε χωριστή συμφωνία αλλά η ρήτρα διαιτησίας αποτελούσε μέρος του καταστατικού της εταιρίας. Το Δικαστήριο έκρινε ότι υπάρχει η συμφωνία όλων των μερών, αφού το καταστατικό αποτελεί σύμβαση που υπογράφουν τα μέρη-εταίροι και συνεπώς δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πράγματι τα μέρη θέλησαν να υποβάλλουν τις μελλοντικές διαφορές σε Διαιτησία.
Περαιτέρω ως προς το εύρος των υπαγόμενων σε Διαιτησία υποθέσεων το Δικαστήριο έκρινε ότι αν τα μέρη επιθυμούσαν την υπαγωγή σε διαιτησία μόνο των διαφορών μεταξύ των εταίρων κι όχι των διαφορών μεταξύ της εταιρίας και των εταίρων, τότε, λόγω του εξαιρετικού χαρακτήρα της εν λόγω ρύθμισης, ρητώς θα το όριζαν. Συνεπώς, εφόσον τα μέρη δεν ανέφεραν ρητά ποιες διαφορές υπάγονται σε Διαιτησία, θεωρείται ότι κάθε διαφορά που ανακύπτει είτε μεταξύ των εταίρων είτε μεταξύ των εταίρων και της εταιρίας, θα υπάγεται σε Διαιτησία (ΑΠ 842/2008, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Επιπρόσθετα, στην περίπτωση αυτή ο ενάγων εταίρος είχε προηγουμένως υποβάλει αίτηση ενώπιον του ιδίου Δικαστηρίου για δικαστικό διορισμό διαιτητών κατά το άρθρο 787 ΚΠολΔ, προκειμένου να επιλυθεί διαφορά μεταξύ των ιδίων προσώπων αλλά αναφορικά με διαφορετικό αντικείμενο και άρα η ένσταση περί ύπαρξης δε δεδικασμένου απορρίφθηκε ως αβάσιμη από το Δικαστήριο.
Η βασική συνέπεια αποδοχής της δικαιοδοσίας του Διαιτητικού Δικαστηρίου είναι η παραπομπή της υπόθεσης στο Διαιτητικό Δικαστήριο. Ο χαρακτήρας της απόφασης αυτής κατά το σκεπτικό του Δικαστηρίου βασισμένο στο άρθρο 308 παρ. 1 του ΚΠολΔ είναι μη οριστικός και γι’ αυτό το λόγο δεν επεβλήθησαν δικαστικά έξοδα (264, 308 παρ 1 και 263 περ β ΚπολΔ).
Συμπέρασμα
Η συμφωνία υπαγωγής μελλοντικών διαφορών σε διαιτησία έχει αναγκαστικό χαρακτήρα για τα μέρη και άπαξ και συμφωνήσουν σε αυτό, αρμόδια αποκλειστικά είναι τα Διαιτητικά και όχι τα Πολίτικά Δικαστήρια. Τα τελευταία οφείλουν να απέχουν από την κρίση της ουσίας της υπόθεσης αλλά οφείλουν αν κρίνουν παρεμπιπτόντως και καταλήξουν ότι η συμφωνία είναι έγκυρη, παραπέμπουν την διαφορά σε Διαιτησία.
Πηγές
ΑΠ 360/2018, ΑΠ 539/2013, ΑΠ543/2017, ΑΠ 877/2000, ΑΠ 34/2015, ΑΠ 560/2013
Αλεξάνδρα Οικονόμου,
Απόφοιτη της Νομικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, έτος αποφοίτησης Ιούνιος του 2020,
Μέλος της ομάδας Σχολιασμού Δικαστικών Αποφάσεων The Law Project
Kommentare