top of page

Κτήση πραγματικής δουλείας με έκτακτη χρησικτησία (ΕφΑιγ 32/2021)

Της Χάριτος Αναγνωστοπούλου


Κτήση πραγματικής δουλείας με έκτακτη χρησικτησία (ΕφΑιγ 32/2021)



 

Ποιά είναι τα χαρακτηριστικά που πρέπει να συγκεντρώνει στο πρόσωπό του εκείνος που ασκεί την οιονεί νομή στο δουλεύον ακίνητο, ώστε να αποκτήσει πραγματική δουλεία με χρησικτησία;

 

Περίληψη Ιστορικού Αποφάσεως


Στην παρούσα απόφαση υπ’ αριθ. 32/2021 του Εφετείου Αιγαίου επανήλθε για περαιτέρω συζήτηση η υπ’ αριθμ. 282/2019 απόφαση του Αρείου Πάγου (Γ’ Πολιτικό Τμήμα) για την από 18-2-2015 έφεση που άσκησε η ενάγουσα κατά της υπ’ αριθ. 240 ΤΜ/2014 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Σύρου.


Στην υπ’ αριθ. 240ΤΜ/2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Σύρου, ο ενάγων με αγωγή ως κύριος, νομέας και κάτοχος ενός ακινήτου το οποίο επικοινωνεί με τον δημοτικό δρόμο μέσω του ακινήτου της εναγομένης με χρήση δουλείας διόδου, η οποία είναι κύριος, νομέας και κάτοχος του όμορου με τον ενάγοντα ακινήτου, «......ζήτησε να του αναγνωρισθεί το δικαίωμα δουλείας διόδου πεζή και με τροχοφόρα υπέρ του ακινήτου του και σε βάρος του ακινήτου της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας, να διαταχθεί η διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής στο Κτηματολογικό Βιβλίο του Κτηματολογικού Γραφείου ............, έτσι ώστε να καταχωρηθεί υπέρ του ακινήτου του και σε βάρος του ακινήτου της εναγομένης δουλεία διόδου και να υποχρεωθεί η τελευταία και κάθε άλλος που έλκει δικαιώματα από αυτή να απέχει στο μέλλον από κάθε ενέργεια που τείνει στην αποβολή ή στη διατάραξη της οιονεί νομής επί της άνω εδαφικής λωρίδας.».


Το Μονομελές Πρωτοδικείο Σύρου απέρριψε την αγωγή ως μη νόμιμη, ως προς την κύρια βάση της, δηλαδή την αναγνώριση δικαιώματος δουλείας βάση άτυπης διανομής λόγω τακτικής χρησικτησίας, απέρριψε επίσης ως μη νόμιμο το αίτημα παράλειψης της διατάραξης της οιονεί νομής του ενάγοντος στην επίδικη δουλεία και έκρινε νόμιμη την αγωγή, ως προς την επικουρική της βάση περί σύστασης δουλείας με τα προσόντα έκτακτης χρησικτησίας. Αναγνώρισε ότι ο ενάγων είναι δικαιούχος πραγματικής δουλείας διόδου υπέρ του ακινήτου του και σε βάρος του ακινήτου της εναγομένης και διέταξε την διόρθωση του κτηματολογικού φύλλου ώστε να καταχωρηθεί σε αυτό το ανωτέρω δικαίωμα του ενάγοντος, με αιτία κτήσης τη χρησικτησία.


Κατά της άνω απόφασης η εναγομένη άσκησε έφεση παραπονούμενη για την εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων ζητώντας την εξαφάνισή της, ώστε να απορριφθεί η αγωγή στο σύνολό της. Επί της εφέσεως αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 108/2017 απόφαση του Εφετείου. Το Δικαστήριο αφού δίκασε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων, απέρριψε κατ’ ουσία την κρινόμενη έφεση, επικυρώνοντας την απόφαση του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, αναγνωρίζοντας ότι ο ενάγων ήταν δικαιούχος πραγματικής δουλείας διόδου υπέρ του ακινήτου του, σε βάρος του ακινήτου της εναγομένης.


Ωστόσο η εναγόμενη ζήτησε την αναίρεση της απόφασης 108/2017 από τον Άρειο Πάγο, που με την απόφασή του με αριθμό 282/2019 την έκανε δεκτή, για το λόγο ότι το Εφετείο υπέπεσε στις πλημμέλειες του 559 άρθρο 1 ΚΠολΔ, διότι προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία και εσφαλμένη εφαρμογή των διατάξεων ΑΚ 975 (οιονεί νομή), ΑΚ 1118 (αναφορά στην πραγματική δουλεία), ΑΚ 1121(σύσταση πραγματικών δουλειών) και ΑΚ 1045 (περί εκτάκτου χρησικτησίας), καθώς και στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ. 11 στ.γ του ΚΠολΔ λόγω ενός συμβολαίου νομίμως μεταγεγραμμένου, το οποίο η εναγόμενη στον δεύτερο λόγο της εφέσεώς της είχε επικαλεστεί και προσκομίσει, <<......τίτλο επί τη βάσει του οποίου ο αναιρεσίβλητος είχε εμφανισθεί ως (ιδανικός) κύριος των 12/36 επί του όλου ακινήτου (με εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή του πατρός του και δύο αμφοτεροβαρείς συμβάσεις στην συνέχεια) και δεν μπορούσε (κατά την αναιρεσείουσα), να είναι αυτός (αναιρεσίβλητος) νομέας επί διακριτού τμήματος αυτού, ούτε οιονεί νομέας επί εδαφικής λωρίδος άλλου τμήματος αυτού.>>. Με αποτέλεσμα ο ενάγων να εμφανίζεται ως συγκύριος και όχι ως αποκλειστικός κύριος στο δουλεύον ακίνητο, υπέρ του οποίου διεκδικεί το δικαίωμα της απόκτησης πραγματικής δουλείας διόδου σε βάρος του ακινήτου της εναγομένης.


O Άρειος Πάγος παρέπεμψε την υπόθεση στο Εφετείο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, προκειμένου να την εκδικάσει περαιτέρω σε άλλη σύνθεση. Το Εφετείο εφόσον περιορίστηκε μέσα στα όρια της αποφάσεως του Αρείου Πάγου, έκρινε ότι ο εφεσίβλητος και ο δικαιοπάροχός του, που χρησιμοποιούσαν την δίοδο για περισσότερο από είκοσι έτη για να διέρχονται στην ιδιοκτησία τους, δεν απέκτησαν δουλεία διόδου με έκτακτη χρησικτησία υπέρ του ακινήτου του εφεσίβλητου και σε βάρος του ακινήτου της εκκαλούσας.


Επιπροσθέτως σε απόσπασμα της απόφασης αναφέρεται ότι «Περαιτέρω από κανένα έγγραφο, συμβόλαιο ή ιδιωτικό συμφωνητικό, κανενός διαδίκων ή των δικαιοπαρόχων τους, δεν αποδεικνύεται η παρακράτηση εφεσίβλητου του δικαιώματος διόδου μέσω του ακινήτου της εκκαλούσας διά της αιτηθείσας διόδου». Όσον αφορά το δικαίωμα δουλείας διόδου υπέρ του εφεσίβλητου και του ακινήτου του, δεν γίνεται καμία αναφορά στα μεταγενέστερα συμβόλαια κτήσης της εκκαλούσας ούτε σε δίοδο υπέρ του εφεσίβλητου και του ακινήτου του, για το λόγο αυτό άλλωστε δεν υπήρξε μεταγραφή τέτοιου δικαιώματος στο Υποθηκοφυλακείο ή και στο Εθνικό Κτηματολόγιο, με αποτέλεσμα τέτοιο, δικαίωμα να μην αποτελεί αναγνωρισμένο και κτηματογραφημένο δικαίωμα. Με βάση την ανάλυση των παραπάνω περιστατικών το Δικαστήριο έκρινε πως η έφεση της εναγομένης πρέπει να γίνει δεκτή και εξαφάνισε την προσβαλλόμενη απόφαση υπ’ αριθμ. 240 ΤΜ/2014 Μονομελούς Πρωτοδικείου Σύρου.



Διατάξεις του Αστικού Κώδικα οι οποίες ανεφύησαν με τα νομικά ζητήματα της υπόθεσης στο Εφετείο:


α) Οιονεί νομή (ΑΚ 975)


Η οιονεί νομή είναι η μερική εξουσίαση του πράγματος διότι εκτείνεται σε ορισμένες μόνο χρησιμότητες του, που αποτελούν περιορισμένα εμπράγματα δικαιώματα, δουλεία ή ενέχυρο. Η νομή προϋποθέτει ως στοιχεία το σωματικό (corpus), που είναι η καθολική εξουσίαση του πράγματος, και το πνευματικό (animus), που είναι η διάνοια κυρίου. Ομοίως, λοιπόν, και η οιονεί νομή προϋποθέτει τα δύο αυτά στοιχεία, δηλαδή το σωματικό στοιχείο, το οποίο είναι η μερική εξουσίαση του πράγματος, και το πνευματικό στοιχείο, το οποίο είναι η διάνοια δικαιούχου περιορισμένου εμπράγματου δικαιώματος.


Για να υπάρξει οιονεί νομή, ο οιονεί νομέας δεν είναι απαραίτητο να συστήσει έγκυρα υπέρ αυτού δουλεία ή ενέχυρο, αλλά αρκεί να συμπεριφέρεται ως δικαιούχος. Επίσης για την απόκτηση της οιονεί νομής δεν απαιτείται καλή πίστη. Ωστόσο, η οιονεί νομή προϋποθέτει την καθολική εξουσίαση του πράγματος υπέρ του οποίου γίνεται η μερική φυσική εξουσίαση άλλου πράγματος με διάνοια δικαιούχου δουλείας ή ενεχύρου.


β) Πραγματικές δουλείες και σύσταση πραγματικής δουλείας ( ΑΚ 1118 και ΑΚ 1121)


i) Η πραγματική δουλεία είναι περιορισμένο εμπράγματο δικαίωμα πάνω σε ακίνητο (δουλεύον), που συνίσταται για την εξυπηρέτηση των αναγκών ενός άλλου ακινήτου (δεσπόζοντος) και παρέχει κάποια ωφέλεια στον εκάστοτε κύριο του ακινήτου αυτού (ΑΚ 1118). Οι δουλείες είναι περιορισμένα εμπράγματα δικαιώματα που συνιστώνται μόνο σε ακίνητο. Επίσης, σύμφωνα με την αρχή της ωφέλειας, η πραγματική δουλεία πρέπει να παρέχει κάποια ωφέλεια στο δεσπόζον, η οποία πρέπει να συνίσταται στην άντληση ορισμένων ωφελειών από την ουσία, την υλική υπόσταση του δουλεύοντος ή των συστατικών του, ενώ είναι αδιάφορο αν η αξία της ωφέλειας είναι περιουσιακή ή ιδεατή, παρούσα ή μέλλουσα.


Η πραγματική δουλεία είναι δικαίωμα αδιαίρετο, δεν μπορεί, δηλαδή, να συσταθεί σε ιδανικό μέρος του δουλεύοντος, διότι επιβαρύνει όλο το ακίνητο. Είναι παρεπόμενο της κυριότητας του δεσπόζοντος και συνίσταται σε ένα μόνο ακίνητο παρέχοντας κάποια ωφέλεια στον εκάστοτε κύριο γειτονικού ακινήτου.


H σύσταση πραγματικής δουλείας μπορεί να γίνει είτε με δικαιοπραξία, είτε με χρησικτησία τακτική ή έκτακτη, ακολουθώντας τις διατάξεις της χρησικτησίας σε ακίνητα, καθώς και με άλλους τρόπους στους οποίους περιλαμβάνονται η δικαστική απόφαση, ο νόμος και η διοικητική πράξη.


Σύμφωνα με την ΑΚ 1121 μπορεί να υπάρξει πρωτότυπη κτήση πραγματικής δουλείας με χρησικτησία, τακτική ή έκτακτη, οπότε εφαρμόζονται ομοίως οι διατάξεις για τη χρησικτησία ακινήτου.


Στην περίπτωση της έκτακτης χρησικτησίας, σύμφωνα με το ΑΚ 1045, το πράγμα πρέπει να είναι δεκτικό χρησικτησίας, να υπάρχει άσκηση οιονεί νομής πραγματικής δουλείας και η άσκηση της να έχει διάρκεια τουλάχιστον είκοσι χρόνια.


Προς συμπλήρωση της εικοσαετίας επί καθολικής ή ειδικής διαδοχής, προσμετράται και ο χρόνος χρησικτησίας του δικαιοπαρόχου. Στην περίπτωση τακτικής χρησικτησίας σύμφωνα με την ΑΚ 1041, απαιτείται επιπλέον ο οιονεί νομέας να βρίσκεται σε καλή πίστη ως προς την κτήση της δουλείας καθώς και αυτή να στηρίζεται σε νόμιμο ή νομιζόμενο τίτλο (ο οποίος δεν υπάρχει χωρίς μεταγραφή) και η πάροδος του χρόνου άσκησης της οιονεί νομής πρέπει να είναι τουλάχιστον δεκαετής. Η έναρξη της χρησικτησίας αρχίζει με την έναρξη της οιονεί νομής από τον χρησιδεσπόζοντα.


Ωστόσο και στις δύο περιπτώσεις χρησικτησίας απαραίτητη προϋπόθεση είναι αυτός που ασκεί την οιονεί νομή πραγματικής δουλείας να είναι κύριος του δεσπόζοντος ακινήτου. Αν δεν είναι κύριος, αλλά νομέας του δεσπόζοντος ακινήτου, τότε η χρησικτησία πραγματικής δουλείας αρχίζει εφόσον ο χρησιδεσπόζων γίνει κύριος του δεσπόζοντος ακινήτου.


Σύντομος σχολιασμός της απόφασης:


Για την οιονεί νομή


Στη συγκεκριμένη απόφαση όπως προκύπτει από τα πραγματικά περιστατικά, ο αρχικώς ενάγων δε δύναται να έχει την ιδιότητα του οιονεί νομέα διότι αν και πληροί τις προϋποθέσεις άσκησης της οιονεί νομής χωρίς σύσταση πραγματικής δουλείας αλλά συμπεριφερόμενος με διάνοια δικαιούχου σύμφωνα με το άρθρο ΑΚ 975, από το αγοραπωλητήριο συμβόλαιο το οποίο κατέθεσε η ενάγουσα στο Εφετείο, προκύπτει πως το δεσπόζον ακίνητο σύμφωνα με την διάταξη 1113 ΑΚ χαρακτηρίζεται ως κοινό πράγμα εφόσον η κυριότητά του ανήκει σε περισσότερους και ό,τι ο ενάγοντας δεν έχει την καθολική εξουσίαση του.


Η συγκυριότητα είναι η συνηθέστερη μορφή κοινωνίας.


Η κοινωνία είναι ο ενοχικός δεσμός, ο οποίος συνδέει τους (περισσότερους) δικαιούχους ενός ενοχικού ή εμπράγματου δικαιώματος ή μιας περιουσιακής ομάδας. Κάθε κοινωνός έχει ιδανικό μερίδιο στο κοινό δικαίωμα ή στην κοινή περιουσία, δηλαδή ένα κλάσμα των εξουσιών που συνθέτουν το κοινό δικαίωμα ή ένα κλάσμα των εξουσιών και των υποχρεώσεων που συνθέτουν την περιουσία. Στο δεσπόζον ακίνητο εφαρμόζονται οι διατάξεις της κοινωνίας δικαιώματος κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 785 ΑΚ, ήτοι συννομή.


Επί της συννομής το δικαίωμα καθενός από τους συννομείς περιορίζεται στην ιδανική του μερίδα. Επομένως η ύπαρξη οιονεί νομής δεν είναι εφικτή σε περίπτωση συνιδιοκτησίας, με κοινωνό τον ίδιο που επικαλείται τη δουλεία, όπως ορθώς έκρινε και το Εφετείο.


Για τη σύσταση πραγματικής δουλείας


Όσον αφορά την συγκεκριμένη υπόθεση, στην πρώτη απόφασή του το Εφετείο έκρινε (χωρίς να λάβει υπ’ όψιν του το αγοραπωλητήριο συμβόλαιο που κατέθεσε η ενάγουσα) πως ο αρχικός ενάγων λόγω της άτυπης διανομής της πατρικής του περιουσίας απέκτησε με χρησικτησία την κυριότητα του δεσπόζοντος ακινήτου και με οιονεί νομή της πραγματικής δουλείας διόδου, θα αποκτούσε με χρησικτησία και την πραγματική δουλεία, μετά το πέρας του προβλεπόμενου χρόνου.


Από το αγοραπωλητήριο συμβόλαιο όμως που κατέθεσε η ενάγουσα προκύπτει πως ο εφεσίβλητος είναι συγκύριος στο ακίνητο κατά 12/36 ιδανικά μερίδια και δεν μπορεί να είναι νομέας ούτε οιονεί νομέας επί τμήματος του ακινήτου ούτε εδαφικής λωρίδας. Έτσι το Εφετείο ορθώς έκρινε πως ο εφεσίβλητος δεν απέκτησε πραγματική δουλεία υπέρ του ακινήτου του και σε βάρος του ακινήτου της εκκαλούσας αν και ο ίδιος όσο και ο δικαιοπάροχος του χρησιμοποιούσαν την δίοδο για τουλάχιστον είκοσι χρόνια εφόσον ο ίδιος του δεν θα μπορούσε να είναι οιονεί νομέας της δουλείας διόδου λόγω της συγκυριότητας του, αρνητική προϋπόθεση η οποία αποτελεί κώλυμα στην άσκηση της οιονεί νομής.


Αξίζει να σημειωθεί πως ο εφεσίβλητος στη συγκεκριμένη υπόθεση είναι κύριος των ιδανικών μεριδίων που του αναλογούν και όχι ολόκληρου του δεσπόζοντος ακινήτου, με αποτέλεσμα να μην πληροί την προϋπόθεση περί κυριότητας ολόκληρου του δεσπόζοντος για την έναρξη απόκτησης δουλείας διόδου με χρησικτησία. Στην συγκυριότητα εφαρμόζονται οι διατάξεις του αστικού κώδικα περί κοινωνίας δικαιωμάτων.


Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι τα δικαιώματα των κοινωνών διατηρούνται ακόμη και αν δεν πρόβαλαν αξίωση σύγχρησης.


Επομένως, για να αποκτήσει κυριότητα επί ολόκληρου του δεσπόζοντος ο ενάγων έναντι των συγκυρίων με χρησικτησία, η πάροδος του απαιτούμενου χρόνου ξεκινά από την γνωστοποίηση προς όλους τους συγκυρίους ρητή ή σιωπηρή (να συνάγεται από πράξεις που φανερώνουν την πρόθεσή του) πως ξεκινά να νέμεται το κοινό πράγμα ως κύριος, για δικό του λογαριασμό, γεγονός το οποίο δεν αναφέρθηκε στα πραγματικά περιστατικά κανενός εκ των συγκεκριμένων αποφάσεων.


Βιβλιογραφία


Γεωργιάδης Α.Σ., «Εγχειρίδιο Εμπράγματου Δικαίου», Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη:

Κεφάλαιο πρώτο (μέρος δεύτερο §15) : Ιδιαίτερες μορφές νομής (σελ. 136)

Κεφάλαιο τέταρτο(μέρος τρίτο): Κτήση και απώλεια κυριότητας ακινήτου (σελ. 343)

Κεφάλαιο πρώτο (μέρος τέταρτο): Οι δουλείες (σελ. 601)


Σημειώσεις από το προσωπικό μου αρχείο χρησιμοποιήθηκαν επικουρικά, από το μάθημα «Εμπράγματου Δικαίου».


Χάρις Αναγνωστοπούλου

Τριτοετής φοιτήτρια Νομικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου,

Πτυχιούχος του τμήματος Ελληνικής Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής Ιωαννίνων,

Μέλος της ομάδας Σχολιασμού Δικαστικών Αποφάσεων του The Law Project.


1,040 views0 comments
bottom of page