Tης Αλεξάνδρας Οικονόμου
Κοινός Τραπεζικός λογαριασμός
(ΜονΕφΠειρ 276/2020)
Το ζήτημα του νομικού χαρακτήρα του κοινού Τραπεζικού λογαριασμού και της Ακυρότητα κλήσης για λήψη ένορκης βεβαίωσης κατά το 424 Κ.Πολ.Δ
Η απόφαση κρίνει το ζήτημα της ακυρότητας της κλήσης προς λήψη ένορκης βεβαίωσης αν δεν αναγράφεται κάποιο από τα στοιχεία του άρθρου 424 Κ.Πολ.Δ. Σε περίπτωση που λείπει έστω ένα εκ των αναγκαίων στοιχείων της, η τελευταία δεν λαμβάνεται υπόψη ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων.
Πραγματικά Περιστατικά
Το δικάσαν δικαστήριο επιλήφθηκε ως δευτεροβάθμιο την ασκηθείσα έφεση από πλευράς του ηττηθέντος συζύγου, ο οποίος διατηρούσε κοινό Τραπεζικό λογαριασμό με την πρώην σύζυγό του, η οποία προέβη μονομερώς σε αναλήψεις μεγάλων ποσών από τον λογαριασμό που διατηρούσαν όσο ήταν σύζυγοι.
Ειδικότερα, ο ενάγων λόγω κλειστοφοβίας και αγοραφοβίας συμφώνησε με τη σύζυγό του να ανοίξουν από κοινού τραπεζικό λογαριασμό, ο οποίος τροφοδοτούνταν μόνο με δικά του χρήματα που προέρχονταν από το εισπραχθέν ποσό της αποζημίωσης του λόγω απόλυσης, από έπαθλο και από την πώληση των αυτοκινήτων του. Λόγω οικονομικής ανάγκης που είχαν ως σύζυγοι, η μητέρα του ενάγοντος διατίθεντο να τους βοηθήσει οικονομικά, δίνοντας τους μισθώματα ύψους 400 ευρώ από μισθωμένη κατοικία που ήταν στο όνομα της, Η εναγόμενη εισέπραττε κανονιά τα μισθώματα για λογαριασμό του ενάγοντος μέχρι το έτος 2012.Από τον μήνα Ιούλιο του 2012 έως και τον Απρίλιο του 2016 σταμάτησε να εισπράττει τα χρήματα σε μετρητά για λογαριασμό του ενάγοντος αλλά ζήτησε από τη μισθώτρια να τα καταθέτει σε δικό της τραπεζικό λογαριασμό και όχι σε αυτόν που διατηρούσε από κοινού με τον ενάγοντα. με αποτέλεσμα να εισπράξει αδικαιολόγητα το ποσό των 7.500 ευρώ περίπου.
Το πρώτο θέμα που λύνει το δικάσαν Δικαστήριο αφορά το χαρακτήρα της σύμβασης κοινού λογαριασμού. Συγκεκριμένα , πρόκειται για μια τριμερή σχέση, η οποία περιλαμβάνει τους δικαιούχους του λογαριασμού και την Τράπεζα. Αυτή έχει το χαρακτήρα της ιδιόμορφης σύμβασης υπέρ τρίτου και μάλιστα γνήσιας. Από την πιο πάνω σύμβαση τρίτος μη συμβαλλόμενος αποκτά ευθεία ενοχική αξίωση κατά του δότη της υπόσχεσης (άρθρο 411 του Α.Κ.), αλλά ταυτόχρονα και ο συμβαλλόμενος καταθέτης έχει δικαίωμα να απαιτήσει την παροχή από τον δότη της υπόσχεσης (τράπεζα) για τον εαυτό του. Δημιουργείται δηλαδή ένας συνδυασμός ενεργητικής εις ολόκληρον ενοχής και γνήσιας σύμβασης υπέρ τρίτου, μία sui generis συμβατική ενοχή, επιτρεπτή, σύμφωνα με την ελευθερία των συναλλαγών και την αυτονομία της ιδιωτικής βούλησης.
Παράγεται μεταξύ του καταθέτη και του τρίτου αφενός και του δέκτη της καταθέσεως νομικού προσώπου αφετέρου, ενεργητική εις ολόκληρο ενοχή, υπό την έννοια των άρθρων 489 έως 493 του Α.Κ., συνάγεται δε σαφώς από την διάταξη του άρθρου 493 του Α.Κ., κατά το οποίο, μεταξύ τους οι περισσότεροι δανειστές έχουν δικαίωμα σε ίσα μέρη, εκτός αν προκύπτει κάτι άλλο από τη σχέση, συνδυαζόμενο με το άρθρο 491 §1 εδ. α´ του ίδιου Κώδικα, ότι σε περίπτωση αναλήψεως ολόκληρου του ποσού της χρηματικής καταθέσεως από τον ένα μόνο δικαιούχο, αποσβένεται μεν έναντι του δέκτη της κατάθεσης η απαίτηση και ως προς τον άλλο, μη αναλαβόντα δανειστή, αποκτά, όμως, ο δανειστής αυτός απαίτηση εκ του νόμου, έναντι του αναλαβόντος, για καταβολή σε αυτόν ποσού ίσου προς το μισό του αναληφθέντος ισόποσου της κατάθεσης, εκτός εάν, από τη μεταξύ τους εσωτερική σχέση, προκύπτει άλλη αναλογία ή δικαίωμα στο σύνολο του ποσού της κατάθεσης ή έλλειψη δικαιώματος αναγωγής, εξαίρεση της οποίας το βάρος της επίκλησης και απόδειξης έχει ο διάδικος, ο οποίος προβάλλει περιστατικά που θεμελιώνουν το ως άνω εξαιρετικό δικαίωμα (Α.Π. 902/2019, ΑΠ 431/2019, Α.Π. 1095/2018 και Α.Π. 1462/2006 όλες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”).
Το δεύτερο ζήτημα που κρίνει η απόφαση αφορά την ακυρότητα της κλήσης προς λήψη ένορκης βεβαίωσης αν δεν αναγράφεται το επάγγελμα του μάρτυρα ως αναγκαίο στοιχείο κατά το 424 Κ.Πολ.Δ Ειδκότερα οι κρίσιμες νομικές διατάξεις είναι τα άρθρα 422 §1 και 424 του Κ.Πολ.Δ., τα οποία εισήχθησαν με την §3 του άρθρου δεύτερου του άρθρου 1 του ν. 4335/2015 και, κατά την §4 του άρθρου ένατου του άρθρου 1 του ως άνω νόμου, η ισχύς τους αρχίζει από 1.1.2016, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά σε επιμέρους διατάξεις (422 §1: “ο διάδικος που επιδιώκει τη λήψη ένορκης βεβαίωσης, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο προηγούμενο άρθρο, επιδίδει δύο τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από την βεβαίωση στον αντίδικο κλήση, η οποία αναφέρει την αγωγή, το ένδικο βοήθημα ή μέσο, που αφορά η βεβαίωση, τόπο, ημέρα και ώρα που θα δοθεί, το ονοματεπώνυμο, το επάγγελμα και τη διεύθυνση της κατοικίας του μάρτυρα”). Και (424: “ένορκη βεβαίωση, που δίδεται κατά παράβαση των προηγούμενων διατάξεων, δεν λαμβάνεται καθόλου υπόψη στο πλαίσιο της δίκης για την οποία δόθηκε, ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων”). Συνεπώς, μόνο αν τηρηθεί η προηγούμενη νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήση του αντιδίκου να παραστεί ενώπιον της συμβολαιογράφου ή του Ειρηνοδίκη, αποτελεί η ληφθείσα ένορκη βεβαίωση νόμιμο επώνυμο αποδεικτικό μέσο, αλλιώς δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη καθόλου, δηλαδή ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων. Ο διάδικος που επιδιώκει τη λήψη ένορκης βεβαίωσης θα πρέπει να επιδώσει δύο τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από τη βεβαίωση στον αντίδικο κλήση, η οποία αναφέρει την αγωγή, το ένδικο βοήθημα ή μέσο που αφορά η βεβαίωση, τόπο, ημέρα και ώρα που θα δοθεί, το ονοματεπώνυμο, το επάγγελμα και τη διεύθυνση της κατοικίας του μάρτυρα. Την τήρηση των αναγκαίων αυτών προϋποθέσεων έχει υποχρέωση το δικαστήριο της ουσίας να ερευνήσει, όχι μόνο κατ’ ένσταση, αλλά και αυτεπαγγέλτως, διότι η έλλειψή τους έχει ως συνέπεια ότι η ένορκη βεβαίωση δεν είναι απλώς άκυρη, αλλά ανύπαρκτη ως αποδεικτικό μέσο (ad hoc Α.Π. 1175/2019 και Α.Π. 673/2018 αμφότερες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”)., Η έλλειψή τους έχει ως συνέπεια ότι δεν είναι απλώς άκυρες, αλλά ανύπαρκτες ως αποδεικτικό μέσο, η τήρηση δε των αναγκαίων αυτών προϋποθέσεων ερευνάται από το δικαστήριο, όχι μόνο κατ’ ένσταση, αλλά και αυτεπάγγελτα, καθώς και όλων των εγγράφων που οι διάδικοι νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν, τα οποία λαμβάνονται υπόψη, είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (Α.Π. 1001/2012 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ» και Α.Π. 1628/2003 Ελλ.Δ/νη 2004, σελ. 724). Η ratio της διάταξης αφορά την πλήρη και προηγούμενη γνώση του κάθε διαδίκου ως προς το πρόσωπο και της ιδιότητες του με ειδική αναφορά πέραν του ονοματεπωνύμου που είναι αναγκαίο στοιχείο κάθε διαδικαστικής πράξης ,αλλά η γνώση του αντιδίκου περιλαμβάνει και τη διεύθυνση του μάρτυρα και το επάγγελμά του. Το τελευταίο είναι κρίσιμο, αφού μπορεί να σχετίζεται με το αντικείμενο της ένδικης διαφοράς ή αν συμβάλει στη διάγνωση της αλήθειας κατά τρόπο καθοριστικό. Συνεπώς, ο αντίδικος θα πρέπει να γνωρίζει ουσιώδη στοιχεία για τον μάρτυρα που καταθέτει και μάλιστα εμπρόθεσμα ( πριν από δύο εργάσιμες ημέρες), ώστε να μπορεί να είναι σε θέση να αντικρούσει και να απαντήσει στη ληφθείσα ένορκη βεβαίωση. Επιπρόσθετα, η ‘ένορκη βεβαίωση αποτελεί επώνυμο αποδεικτικό μέσο που σημαίνει ότι στην δικαστική απόφαση θα πρέπει να γίνεται ειδική μνεία για τις ένορκες και δεν αρκεί μια απλή αναφορά από πλευράς του Δικαστηρίου ότι λήφθησαν υπόψη όλα τα αποδεικτικά αλλά θα πρέπει να αναφέρει ρητά ότι λήφθησαν υπ΄όψη και οι ένορκες και αν κάποια από αυτές δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη, θα πρέπει να αιτιολογείται ειδικά στα πλαίσια του 193 Κ.Πολ.Δ. Σε διαφορετική περίπτωση η δικαστική απόφαση μπορεί να προσβληθεί με έφεση και αναίρεση.
Η σοβαρότητα της παράβασης της διάταξης του 422 και 424 Κ.Πολ.Δ είναι τέτοια που όχι μόνο δεν μπορεί να συναχθεί κανένα συμπέρασμα από την ένορκη βεβαίωση αλλά η ακυρότητα λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, αφού τα αναγκαία στοιχεία είναι κρίσιμα και για τα ίδιο το Δικαστήριο, ώστε να κρίνει τη βασιμότητα της κατάθεσης του μάρτυρα. Εξ αυτού γίνεται αντιληπτό ότι η ακυρότητα δεν θίγει μόνο τα συμφέροντα του αντιδίκου αλλά και την αντίληψη του Δικαστηρίου ως προς το περιεχόμενο της ένορκης, με αποτέλεσμα ακόμα και αν δεν προταθεί από τον διάδικο η ακυρότητας της κλήσης και κατ’ επέκταση της ένορκης , το Δικαστήριο τη λαμβάνει υπόψη και αυτεπαγγέλτως, κρίνοντας την ένορκη ανύπαρκτη ως αποδεικτικό μέσο.
O τρόπος γνωστοποίησης του μάρτυρα γίνεται με επίδοση κλήσης προς τον αντίδικο στη διεύθυνση που έχει δηλώσει σε δικόγραφο ή στις προτάσεις το, άλλως κατά το 143 επιδίδεται στη διεύθυνση του υπογράφοντος το δικόγραφο δικηγόρου του. Πρόσφατα η Νομολογία μας δέχτηκε ότι η γνωστοποίηση εξέτασης μάρτυρα και η λήψη ένορκης βεβαίωσης μπορεί αν γίνει και με την επίδοσή της αγωγής και μάλιστα ορίζει ρητά ότι δεν απαιτείται η έκδοση γραμματίου για την επιδοθείσα κλήση όταν η ένορκη λαμβάνεται ενώπιον Ειρηνοδίκη. Η απόφαση με αριθμό 254.2020 ΜΠ Λαμίας δέχεται ότι «ι ως άνω ένορκες βεβαιώσεις παραδεκτώς λαμβάνονται υπόψη, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού του εναγομένου, ο οποίος, διατείνεται ότι τούτες δεν θα πρέπει να ληφθούν υπόψη, για το λόγο ότι ο πληρεξούσιος δικηγόρος της ενάγουσας, που υπέγραψε τη σχετική για τις ως άνω ένορκες βεβαιώσεις κλήση γνωστοποίησης, δεν προσκόμισε το σχετικό γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών για την αμοιβή του, με συνέπεια το απαράδεκτο κατ’ άρθρο 61 παρ. 4 του Ν. 4194/2013 (Κώδικα Δικηγόρων) της σχετικής διαδικαστικής πράξης (κλήσης) και το ανυπόστατο των ενόρκων βεβαιώσεων. Και τούτο διότι, αφενός μεν, όσον αφορά τη γνωστοποίηση της λήψης της ως άνω με αριθμό 20676/26-02-2019 ένορκης βεβαίωσης, τούτη δεν πραγματοποιήθηκε διά επιδόσεως σχετικής κλήσεως από την ενάγουσα, αλλά δια της επιδόσεως του ιδίου του δικογράφου της κρινόμενης αγωγής, στο οποίο εμπεριέχεται η σχετική ειδοποίηση προς τον εναγόμενο, και για το οποίο δικόγραφο, προσκομίσθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της ενάγουσας, κατά την κατάθεσή του στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου, το σχετικό γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών, αφετέρου δε, εκ του παραρτήματος του Κώδικα Δικηγόρων δεν προκύπτει η πρόβλεψη εκδόσεως σχετικού γραμματίου προείσπραξης για την περίπτωση της κλήσης σε ένορκη βεβαίωση, εφόσον υποχρέωση εκδόσεως γραμματίου προβλέπεται μόνον για την κατάθεση αίτησης και για την παράσταση στη λήψη ενόρκου βεβαιώσεως ενώπιον Ειρηνοδίκη, με συνέπεια να μην στοιχειοθετείται σχετικό απαράδεκτο κατ’ άρθρο 61 παρ. 4 του Κώδικα Δικηγόρων εκ της μη εκδόσεως γραμματίου προείσπραξης.
Εξ άλλου, και σε κάθε περίπτωση, τυχόν απαράδεκτο της κλητεύσεως για τον ανωτέρω λόγο, αφού, κατά τα λοιπά η σχετική κλήση περιέχει όλα τα απαιτούμενα κατά νόμο τυπικά στοιχεία και έχει νομίμως και εμπροθέσμως επιδοθεί στον εναγόμενο, έχει εν προκειμένω θεραπευθεί, εφόσον, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο των δύο ως άνω ενόρκων βεβαιώσεων, κατά τη λήψη της μεν πρώτης είχε παρασταθεί ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εναγομένου, κατά δε τη δεύτερη ο ίδιος ο εναγόμενος. Περαιτέρω, αναφορικά με τον προβληθέντα από τον εναγόμενο ισχυρισμό περί καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος της ενάγουσας λόγω της γνωστοποίησης σε αυτόν της λήψεως δύο ενόρκων βεβαιώσεων κατά την ιδία ημέρα (26-03-2019) σε δύο διαφορετικούς τόπους (Αθήνα και Λαμία) σε διαφορετικές ώρες (16.00 μ.μ. και 19.30 μ.μ. αντιστοίχως), πρέπει να σημειωθεί ότι ο εν λόγω ισχυρισμός τυγχάνει απορριπτέος ως μη νόμιμος, δοθέντος ότι δεν καθίσταται άκυρη η κλήση προς παράσταση για ένορκη βεβαίωση την ίδια ημέρα και σε διαφορετικές ώρες, αφού ο αντίδικος εκείνου, με επιμέλεια του οποίου δίδεται η ένορκη βεβαίωση, μπορεί να ορίσει πληρεξούσιους δικηγόρους για τις αντίστοιχες παραστάσεις (ΑΠ 771/2010, ΑΠ 36/2006, ΕφΠατρ 71/2016 δημοσιευμένες σε ΤραπΝομΠληρΝΟΜΟΣ)»
Προσωπική θέση της γράφουσας
Η ανωτέρω ρύθμιση του Κ.Πολ.Δ. έχει δημιουργήσει ιδιαίτερα προβλήματα και πολλές φορές ένορκες βεβαιώσεις δεν λαμβάνονται υπόψη από τα Δικαστήρια, με αποτέλεσμα η δικαστική διάγνωση της διαφοράς να είναι ιδιαίτερα δυσχερής, αν το Δικαστήριο δεν μπορεί να αιτιολογήσει την απόφαση βασισμένο στις ένορκες που είναι ένα από τα κρισιμότερα αποδεικτικά μέσα. Η έλλειψη προφορικότητας στο ακροαήριο αποδυναμώνει το ρόλο του μάρτυρα και δυσχεραίνει στην εύρεση ουσιαστικής αλήθειας,αφού η αμεσότητα της εξέτασης του μάρτυρα δεν μπορεί να υποκατασταθεί από μια έγγραφη μαρτυρία. Το δικαίωμα αποδείξεως είναι κρίσιμο στις δικαστικές διαμάχες και δεν θα πρέπει να περιορίζεται με τέτοιο τρόπο, ώστε εν τέλει να είναι αδύνατη ή ιδιαίτερα δυσχερής η δικαστική διάγνωση της αλήθειας. Υπάρχει σε κάθε περίπτωση και η ασφαλιστική δικλείδα του άρθρου 254 Κ.Πολ.Δ , δηλαδή το Δικαστήριο μετά το πέρας της συζήτησης να διατάξει την επανάληψή της και να ζητήσει την εμφάνιση του μάρτυρα ενώπιόν Του αλλά είναι μια λύση που καθιστά την απονομή της Δικαιοσύνης δύο φορές πιο αργή.
Συμπέρασμα
H επίδοση της κλήσης για λήψη ένορκης βεβαίωσης μπορεί να γίνει και με την επίδοση της αγωγής , όπως έγινε εν τέλει δεκτό από τη Νομολογία αλλά σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να διασφαλίζεται το εμπρόθεσμο και το νομότυπο αυτής, δηλαδή να γίνεται τουλάχιστον δύο εργάσιμες μέρες πριν τη λήψη της και να αναφέρονται το ονοματεπώνυμο, η διεύθυνση και το επάγγελμα του μάρτυρα.
Πηγές
Α.Π. 902/2019, ΑΠ 431/2019, Α.Π. 1095/2018 και Α.Π. 1462/2006 όλες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”,Α.Π. 1175/2019 και Α.Π. 673/2018 αμφότερες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ,Α.Π. 1001/2012 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ» και Α.Π. 1628/2003 Ελλ.Δ/νη 2004, σελ. 724,ΑΠ 771/2010, ΑΠ 36/2006, ΕφΠατρ 71/2016 δημοσιευμένες σε ΤραπΝομΠληρΝΟΜΟΣ)
Αλεξάνδρα Οικονόμου,
Απόφοιτη της Νομικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, έτος αποφοίτησης Ιούνιος του 2020,
Μέλος της ομάδας Σχολιασμού Δικαστικών Αποφάσεων TheLawProject
Comments