Του Ανδρέα Γεωργαντή
Καταχρηστική Άσκηση (Δικονομικού) Δικαιώματος
(ΑΠ 528/2021)
Καταχρηστική Άσκηση Δικαιώματος: σε ποιες περιπτώσεις μπορεί να προβληθεί; μπορεί να είναι καταχρηστική η άσκηση ενός δικονομικού δικαιώματος; μπορεί να απορριφθεί μια αγωγή στη βάση καταχρηστικής άσκησης αγωγικού δικαιώματος;
Περίληψη Επίσημου Κειμένου
Η παρούσα απόφαση, μολονότι εστιάζει στο ζήτημα της καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, παρουσιάζει ταυτόχρονα περισσότερα ενδιαφέροντα νομικά ζητήματα, ιδίως εμπραγμάτου Δικαίου. Η εναγομένη ως δικαιοπάροχος οριζόντιας ιδιοκτησίας ακινήτου σε εσοχή αξιοποιεί την ταράτσα του κτηρίου ως μπαλκόνι, όπως και οι προκάτοχοί της ήδη από την κατασκευή του κτηρίου. Οι ιδιοκτήτες των διαμερισμάτων της οικοδομής στρέφονται κατά της ιδιοκτήτριας του διαμερίσματος αξιώνοντας (συν)κυριότητα στην ταράτσα. Η εναγομένη προβάλει ένσταση καταχρηστικής άσκησης του Δικαιώματος (ΑΚ 281) λόγω αδιατάρακτης νομής του επίδικου χώρου για πενήντα χρόνια (1962-2012), γεγονός που δημιούργησε την πεποίθηση ότι η αξίωση δε θα ασκηθεί ποτέ.
Πραγματικά Περιστατικά
Κατά το έτος 1957, ιδιοκτήτης μεγάλης εκτάσεως οικοπέδου αποφάσισε να κατασκευάσει πολυκατοικία, οπότε και συνήψε προσύμφωνο με εργολάβο. Στο προσύμφωνο προβλεπόταν η πολυκατοικία να αποτελείται από υπόγειο, ισόγειο, ημιώροφο, τέσσερις ορόφους και δύο εσοχές, ενώ θα είχε προσόψεις σε τρεις δρόμους. Τα παραπάνω συμφωνηθέντα δεν τηρήθηκαν κι εκδόθηκε άδεια για πολυκατοικία αποτελούμενη από ισόγειο, ημιώροφο θεωρούμενο ως πρώτο όροφο κι ακόμα δύο κύριους ορόφους (2ο και 3ο). Κατόπιν, κι εκμεταλλευόμενοι το τότε νομοθετικό καθεστώς, ο εργολάβος με τον ιδιοκτήτη συμφώνησαν στην ανέγερση δύο ξεχωριστών οικοδομών (εκτός του ημιωρόφου) με δύο ξεχωριστές εισόδους, όπου το πρώτο θα αποτελείτο από τέσσερις κύριους ορόφους και δύο εσοχές και το δεύτερο πέντε κύριους ορόφους και δύο εσοχές (δηλαδή συνολικά και συμπεριλαμβανομένου και του ημιωρόφου οκτώ ορόφων) όπου βρίσκονται 28 διαμερίσματα, στα οποία βρίσκονται και οι ιδιοκτησίες των εναγόντων.
Στο δεύτερο τμήμα της οικοδομής κατασκευάστηκε καθ’ υπέρβαση της οικοδομικής άδειας και δεύτερος σε εσοχή όροφος με δύο διαμερίσματα. Εν συνεχεία, και μετά τη σύσταση οριζόντιου ιδιοκτησίας που νόμιμα μεταγράφηκε στο υποθηκοφυλακείο, ο έως τότε μοναδικός κύριος της οικοδομής πούλησε τη δεύτερη εσοχή (δεύτερο ρετιρέ) 55,20 τ.μ. μαζί με μια ξυλαποθήκη κείμενης στο δόμα της οικοδομής ως παράρτημα της οριζόντιας ιδιοκτησίας και επιφάνειας 2 τ.μ.. Στην αγοραπωλησία φυσικά συμπεριλήφθηκαν τα χιλιοστά της εξ αδιαιρέτου κατοχής του ακινήτου από τον αγοραστή, καθώς και η συμμετοχή του στα κοινόχρηστα, ώστε να γίνει νόμιμα ο νέος ιδιοκτήτης του ακινήτου. Μετά την υπογραφή του συμβολαίου παραδόθηκε και η νομή του ακινήτου, ενώ ο νέος ιδιοκτήτης κατοίκησε εντός αυτού.
Το διαμέρισμα, ωστόσο, με την πράξη οροφοκτησίας υπήχθη στο σύστημα των κατ’ ορόφων ιδιοκτησιών και εξαιρέθηκε των κοινοχρήστων και κοινοτήτων μέρος της οικοδομής, αποτελώντας ιδιαίτερο τμήμα αυτής. Φυσικά καταβαλλόταν το ανάλογο ποσό για τις κοινόχρηστες δαπάνες, ενώ είχε αυτόνομη παροχή ύδρευσης και ηλεκτρισμού. Για να εξασφαλιστεί, μάλιστα, η ασφάλεια και η αυτοτέλεια του ακινήτου από τον υπόλοιπο κοινόχρηστο χώρο, ο νέος αγοραστής με την ανοχή του εργολάβου και του κυρίου της υπόλοιπης οικοδομής έχτισε τοιχίο ύψους 1,5 μέτρου και μήκους 5,75 μέτρων και χρησιμοποιούσε έκτοτε το πλέον περίκλειστο τμήμα της ταράτσας ως μπαλκόνι, αποκτώντας ταυτόχρονα και αυτοτέλεια από την υπόλοιπη ταράτσα.
Με τον παραπάνω τρόπο χρησιμοποιούσε το διαμέρισμα ο νέος ιδιοκτήτης από το 1962 και εξής, γεγονός που ήταν προφανές και δεν υπήρξε καμία πρόθεση απόκρυψης αυτού από τους υπόλοιπους ιδιοκτήτες και τους μελλοντικούς δικαιοπαρόχους αυτών, χωρίς οιαδήποτε διαμαρτυρία από αυτούς.
Στη συνέχει και συγκεκριμένα το 1995 ο ως άνω κύριος του επίδικου διαμερίσματος μεταβίβασε την κυριότητα του ακινήτου στον υιό του παρακρατώντας την επικαρπία, μέχρι και το θάνατό του το 2008, οπότε και ο υιός του απέκτησε την πλήρη κυριότητα. Ο νέος κύριος κατοίκησε με τον ίδιο τρόπο το ακίνητο έως το 2009, όπου και το μεταβίβασε στην εναγομένη, η οποία νόμιμα μετάγραψε το συμβόλαιο και προέβη και σε τακτοποίηση του αυθαίρετου κτίσματος ως κυρία αυτού με δήλωση της στο κτηματολόγιο.
Η νέα ιδιοκτήτης και εναγομένη μετά την αγορά του διαμερίσματος ξεκίνησε εργασίες επισκευής του, ενσωματώνοντας παράλληλα και την ξυλαποθήκη. Σε αυτό το σημείο ξεκίνησαν και οι πρώτες διαμαρτυρίες των συνιδιοκτητών της οικοδομής, όπου και ζήτησαν ασφαλιστικά μέτρα, αλλά παραιτήθηκαν από το δικόγραφο. Τότε ξεκίνησε κι ο μακρύς δικαστικός τους αγώνας.
Από τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης, πάντως, αποδείχθηκε ότι οι ανωτέρω ιδιοκτήτες χωρίς ποτέ να ενοχληθούν από κανέναν χρησιμοποιούσαν αποκλειστικώς αυτό το τμήμα της ταράτσας από το 1962. Ακόμα κι όταν έλαβε χώρα επισκευή των κοινόχρηστων χώρων της πολυκατοικίας, το επίδικο τμήμα δεν επισκευάστηκε με τα χρήματα της συνιδιοκτησίας. Αλλά και ένας από τους εκκαλόντες είχε ζητήσει από την εναγομένη την επισκευή του τμήματος αυτού για να μην εισέρχεται υγρασία στην κατοικία του.
Ανάλυση Νομικών Ζητημάτων
Ας ξεκινήσουμε την ανάλυση των κρίσιμων νομικών ζητημάτων από την ένσταση του άρθρου 281 ΑΚ που προέβαλε η εναγομένη. Το Δίκαιο περιορίζει σύμφωνα με την ΑΚ281 την άσκηση ενός δικαιώματος αν αυτή γίνεται με τρόπο που προσβάλλει το κοινό περί δικαίου αίσθημα ή αντιτίθεται στο σκοπό του δικαιώματος, αν δηλαδή ασκείται καταχρηστικά. Αν και το γράμμα της διάταξης αναφέρεται σε Δικαίωμα, αυτό γίνεται δεκτό ότι πρέπει να διασταλεί κατά τον ευρύτερο δυνατό τρόπο και να περιλαμβάνει κάθε δικαίωμα του ιδιωτικού δικαίου, ακόμα και κανόνες δημόσιας τάξης. Αυτό που μας απασχολεί στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι η εφαρμογή του ΑΚ281 σε δικονομικό δικαίωμα. Γενικότερα, η κρατούσα άποψη στη θεωρία δέχεται ότι τα δικονομικά δικαιώματα υπάγονται σε αυτά που αναφέρει η ΑΚ281. Ωστόσο, το μεγαλύτερο μέρος της νομολογίας διστάζει να το δεχτεί, εκτός από τις περιπτώσεις της αναγκαστικής εκτέλεσης. Η διάταξη προβλέπει πράξη (αν και γίνεται δεκτό ότι μπορεί να είναι καταχρηστική και η παράλειψη). Η πράξη πρέπει να υπερβαίνει τα όρια της καλής πίστης είτε των χρηστών ηθών είτε του κοινωνικού και οικονομικού σκοπού του δικαιώματος. Η καλή πίστη εν προκειμένω αναφέρεται με την έννοια της αντικειμενικής καλής πίστης -σε αντίθεση με την υποκειμενική που συναντάται κυρίως στο εμπράγματο δίκαιο- και πρόκειται για την εντιμότητα, την αμεσότητα και την ευπρέπεια στις συναλλαγές. Τα χρηστά ήθη αναφέρονται στην κρατούσα κοινωνική ηθική. Τέλος, ο σκοπός του δικαιώματος είναι αυτός που επιτελεί ο κάθε κανόνας της έννομης τάξης, σύμφωνα με τις κοινωνικές αντιλήψεις. Τα παραπάνω κριτήρια εφαρμόζονται διαζευκτικά, αν και στις περισσότερες περιπτώσεις αλληλοκαλύπτονται. Η διάταξη είναι εκουσίως πολύ γενική και αφήνει τον κάθε ερμηνευτή του νόμου να μπορεί να τον ερμηνεύσει ad hoc. Το καθοριστικότερο εργαλείο της ερμηνείας, όπως προκύπτει από τη θεωρία, είναι ότι η υπέρβαση των ορίων, η κατάχρηση δηλαδή της ΑΚ281, πρέπει να είναι προφανής, ήτοι να είναι πρόδηλη, οφθαλμοφανής και αναμφισβήτητη. Όπως είναι λογικό, καταχρηστική δε μπορεί να είναι η άσκηση ενός δικαιώματος απλώς επειδή επιφέρει επιβλαβή αποτελέσματα στον οφειλέτη.
Γενικότερα, οι ενστάσεις χρησιμοποιούνται για την «απόκρουση» αξιώσεων (ολικά ή μερικά, προσωρινά ή οριστικά) τόσο στο ουσιαστικό, όσο και στο δικονομικό δίκαιο. Οι ενστάσεις από τη στιγμή που προβληθούν μεταφέρουν το βάρος απόδειξης. Διαχωρίζονται σε γνήσιες και καταχρηστικές. Στις γνήσιες ενστάσεις επικαλείται ένα δικαίωμα, το οποίο καθιστά το δικαίωμα του ενάγοντος αδρανές, εμποδίζει δηλαδή την άσκησή του. Περαιτέρω οι γνήσιες ενστάσεις διακρίνονται σε αυτοτελείς όταν δεν στηρίζονται σε κάποιο άλλο δικαίωμα, αλλά προϋποθέτουν απλώς τη συνδρομή ορισμένων πραγματικών περιστατικών και σε μη αυτοτελείς που στηρίζονται σε κάποιο αυτοτελές δικαίωμα που ασκείται αμυντικά. Μια δεύτερη διάκρισή τους είναι σε αναβλητικές, που εμποδίζουν προσωρινά την άσκηση κάποιου δικαιώματος και σε ανατρεπτικές που εμποδίζουν οριστικά την άσκησή του. Στις καταχρηστικές ενστάσεις προβάλλεται ένα πραγματικό γεγονός εξαιτίας του οποίου το δικαίωμα του ενάγοντος δε γεννήθηκε καν ή γεννήθηκε αλλά αποσβέσθηκε. Εν προκειμένω η ένσταση ανήκει στο είδος των καταχρηστικών.
Στην συγκεκριμένη περίπτωση η ενάγουσα χρησιμοποιεί ως ένσταση την ΑΚ281 για να απορριφθεί η αγωγή. Συγκεκριμένα το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου αναφέρει πως για την καταχρηστική άσκηση ενός δικαιώματος πρέπει να δημιουργήθηκε ευλόγως στον υπόχρεο η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δε θα ασκήσει το δικαίωμα και άρα η άσκησή του να γίνει υπέρμετρα επαχθής για τον υπόχρεο. Τα παραπάνω δύο στοιχεία, φυσικά, πρέπει να βρίσκονται και σε αιτιώδη συνάφεια. Η μακροχρόνια αδράνεια από μόνη της δεν είναι ικανή να δημιουργήσει στον υπόχρεο την πεποίθηση ότι το δικαίωμα δε θα ασκηθεί. Είναι, μάλιστα, πολύ κρίσιμο για τη διατήρηση της κοινωνικής ειρήνης η αναγνώριση και η μη απώλεια δικαιώματος απλώς και μόνο λόγω αδράνειας. Σε αντίθετη περίπτωση θα υπήρχε μια κοινωνική ανασφάλεια πως πρέπει διαρκώς ένα δικαίωμα να ασκείται γιατί αλλιώς θα χάνει την ισχύ του και τα πολιτικά δικαστήρια αντί να αναζητούν την απόδοση της δικαιοσύνης θα αξιολογούσαν τα κοινωνικά «αντανακλαστικά» του κάθε προσώπου. Από τα πραγματικά περιστατικά της συγκεκριμένης υπόθεσης δεν προκύπτει ότι η ενάγουσα βρισκόταν στην αποκλειστική νομή του επίδικου χώρου, αλλά και ούτε μπορεί αν θεωρηθεί καταχρηστική η άσκηση του αγωγικού δικαιώματος. Συγκεκριμένα, η συναίνεση ορισμένων εκ των εναγόντων, η συναίνεση, η ανοχή και η έμμεση παραδοχή ότι η εναγομένη και οι δικαιοπάροχοί της κάνουν ελεύθερη χρήση του χώρου, δεν μπορεί να δημιουργήσει κατά την αντικειμενική καλή πίστη και τα χρηστά ήθη την πεποίθηση ότι οι ενάγοντες δε θα αξιώσουν ποτέ να κάνουν χρήση των κοινόχρηστων χώρων. Οι ενάγοντες διατηρούν το δικαίωμά τους ακόμα και αν δεν κάνουν χρήση αυτού και mutatis mutandis η εναγομένη δε μπορεί με βάση την αντικειμενική καλή πίστη και το κοινό περί δικαίου αίσθημα να θεωρήσει ότι η ανοχή ή ακόμα και η αδιαφορία των δικαιούχων ερμηνεύεται ως παραίτηση από το δικαίωμα. Η στάση λοιπόν των εναγόντων είναι ανεκτή κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου ανθρώπου, ουδόλως μπορεί να χαρακτηριστεί καταχρηστική και γι’ αυτό η ένσταση περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος που προέβαλε η εναγομένη απορρίφθηκε ως αβάσιμη.
Περεταίρω το Δικαστήριο κρίνοντας ως ουσιαστικά βάσιμο το μέρος που αφορά τον εξώστη της κατοικίας της εναγομένης αποφάσισε την αναγνώριση του δικαιώματος των εναγόντων ως συγκύριων αυτής, του καθενός με το ποσοστό συμμετοχής του επί των κοινόχρηστων χώρων της πολυκατοικίας. Όσον αφορά το μέρος της αξίωσης επί της αποθήκης ως παρακολούθημα του σπιτιού, γίνεται δεκτή η ένσταση ιδίας κυριότητας της εναγομένης και άρα απορρίπτεται το αίτημα των εναγόντων.
Μνεία αξίζει να γίνει και στον αναιρετικό λόγο της υπόθεσης. Συγκεκριμένα το Εφετείο έκρινε ότι η ανατροπή της παρούσας καταστάσεως θα απέφερε στην εναγομένη δυσβάστακτα αποτελέσματα, προσθέτοντας ένα παραπάνω στοιχείο στη διάταξη της ΑΚ281. Ο Άρειος Πάγος αναίρεσε το συγκεκριμένο στοιχείο κρίνοντας ότι οι δυσβάστακτες για την εναγομένη συνέπειες δεν είναι στοιχείο της διάταξης.
Προσωπικές Απόψεις Γράφοντος
Στη συγκεκριμένη περίπτωση και με βάση τα πραγματικά περιστατικά που έχομε στη διάθεση μας ορθώς ο Άρειος Πάγος δε δέχεται ως καταχρηστική την άσκηση του αγώγιμου δικαιώματος και αναιρεί την απόφαση του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης. Κάτι τέτοιο προκύπτει σαφώς και από τη θεωρία όπου απαιτεί για την αναγνώριση καταχρηστικού δικαιώματος την προφανή κατάχρηση αυτού. Η ΑΚ281 λειτουργεί ως προστάτιδα του κοινού περί δικαίου αισθήματος, αφού παραβιάζει τη γενική αρχή της έννομης τάξης για ελεύθερη διάθεση των δικαιωμάτων.
Σε ένα θεωρητικό επίπεδο θα μπορούσαμε να πούμε ότι για να δεχθεί το Δικαστήριο την ένσταση της εναγομένης θα έπρεπε είτε ρητά οι ενάγοντες να είχαν παραχωρήσει τη χρήση του χώρου στην εναγομένη, παραιτούμενοι ταυτόχρονα από το δικαίωμά τους επί αυτής, είτε και σιωπηρώς (οφθαλμοφανώς), όπως αν παραδείγματος χάριν σε μια αναθεώρηση του καταστατικού της πολυκατοικίας εξαιρούσαν το συγκεκριμένο χώρο από τα κοινόχρηστα σημεία της πολυκατοικίας. Στα παραπάνω βέβαια θα έπρεπε για να έχουν ισχύ να έχουν συναινέσει όλοι οι έχοντες επί αυτού δικαίωμα, δηλαδή όλοι όσοι είχαν συνιδιοκτησία επί του οικοπέδου και των κοινόχρηστων χώρων της πολυκατοικίας. Εάν το Δικαστήριο δεχόταν την ένσταση της εναγομένης δε θα αναγνώριζε τη συγκυριότητα των εναγόντων, ωστόσο η προβολή ένστασης δε θα αναγνώριζε και το δικαίωμα της εναγομένης, το οποίο ενδεχομένως θα έπρεπε να αναζητηθεί με ξεχωριστή αναγνωριστική αγωγή αυτής (ΚΠολΔ 70) και μεταγραφή/ εγγραφή στα κτηματολογικά βιβλία της απόφασης.
Ωστόσο, ιδιαίτερο σχολιασμό χρήζει η στάση της εναγομένης, η οποία -και πάντα σύμφωνα με τα πραγματικά περιστατικά που έχουμε στη διάθεσή μας- είναι ελλιπής. Συγκεκριμένα, από τον συνδυασμό των διατάξεων για τη χρησικτησία θα μπορούσε να σταθεί ο εξής ισχυρισμός: από τη στιγμή που ο πρώτος κύριος αποκτά γνώση του ιδιοκτήτη της πολυκατοικίας και του εργολάβου της οικοδομής τη νομή του χώρου, όπου μετέτρεψε σε μπαλκόνι και ουδέποτε έκρυψε και προφανώς το εκδήλωσε ότι αυτό το νέμεται για τον εαυτό του, συντρέχουν προϋποθέσεις έκτακτης χρησικτησίας. Μάλιστα στη συγκεκριμένη υπόθεση το Δικαστήριο αναγνωρίζει την αδιατάρακτη νομή και μάλιστα όχι για είκοσι χρόνια που απαιτούνται για την αξίωση χρησικτησίας, αλλά για πενήντα (με τις προσαυξήσεις των δικαιοπαρόχων). Φυσικά, κανένα Δικαστήριο δε μπορεί να λάβει υπ’ όψιν αυτεπαγγέλτως τη χρησικτησία η οποία πρέπει να προταθεί. Ορθότερο θεωρώ ότι η εναγομένη μπορούσε με ανταγωγή της να διεκδικήσει σε κάθε περίπτωση την αναγνώριση της κυριότητας της στον χώρο με χρησικτησία.
Βιβλιογραφία
Γεωργιάδης Σ. Απόστολος, Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, Εκδόσεις ΠΝ Σάκκουλα, 5η Έκδοση
Καλλιρρόη Δ. Παντελίδου, Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, Νομική Βιβλιοθήκη, 1η έκδοση
Γεωργιάδης Σ. Απόστολος, Εγχειρίδιο Εμπραγμάτου Δικαίου, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα 2012
Γεωργιάδης Σ. Απόστολος, Ενοχικό Δίκαιο Γενικό Μέρος, Εκδόσεις ΠΝ Σάκκουλα, 2 Έκδοση
ΑΠ 528/2021, Νόμος
Ανδρέας Γεωργαντής, Νομική Σχολή- Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, 2ο έτος φοίτησης, Μέλος της ομάδας σχολιασμού δικαστικών αποφάσεων The Law Project για το ακαδημαϊκό έτος 2021-22.
Comments