top of page

Ιατρική αμέλεια και αδικοπρακτική ευθύνη του ιατρού για ζημία σε ασθενή - (ΤρΕφΑθ 1972/2021)

Της Έλενας Μαυρονικόλα


Ιατρική αμέλεια και αδικοπρακτική ευθύνη του ιατρού για ζημία

σε ασθενή κατά την παροχή ιατρικών υπηρεσιών (ΤρΕφΑθ 1972/2021)





 

Ως ασθενείς εμπιστευόμαστε τους ιατρούς επειδή γνωρίζουμε καλά ότι θα τιμήσουν τον ιπποκρατικό όρκο και θα μας θεραπεύσουν.


Όταν όμως ο ιατρός δεν ενεργεί με βάση το ιατρικό του καθήκον και θέτει τη ζωή του ασθενούς σε κίνδυνο, τότε τα πράγματα είναι δύσκολα.

 


Περίληψη Απόφασης


Η εν λόγω υπόθεση αφορά τη δικαστική διαμάχη της ιατρού (Γ), η οποία είχε την ειδικότητα της πλαστικού χειρουργού και της νεαρής τότε ασθενούς (Α), η οποία επιθυμούσε να υποβληθεί σε επέμβαση μαστοπλαστικής. Η ενάγουσα μάλιστα είχε επισκεφθεί την εναγόμενη στο ιατρείο της και προέβη στην συγκεκριμένη επέμβαση ύστερα από τη θετική παρότρυνση της εναγομένης και δημιουργίας αισθημάτων σιγουριάς και ασφάλειας ότι επρόκειτο για μια επέμβαση ρουτίνας, η οποία και έφερε υψηλό ποσοστό επιτυχίας. Ωστόσο με βάση τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης, τα πράγματα ήδη από την επόμενη ημέρα της επέμβασης δεν είχαν την επιθυμητή πορεία. Το μετεγχειρητικό στάδιο ήταν για την ενάγουσα ιδιαιτέρως επώδυνο και παρουσίαζε εξ’ αρχής αρκετές επιπλοκές. Η ενάγουσα πραγματοποιούσε συχνότατες επισκέψεις στο ιατρείο της εναγομένης εξηγώντας της ότι αισθάνεται οξύ πόνο στον δεξιό της μαστό και ότι παρατηρεί εκροή πυώδους υγρού. Η Γ παρ’ όλ’ αυτά δεν έδειχνε την παραμικρή προσοχή, παρά εξακολουθούσε να καθησυχάζει την Α ότι όσα παρατηρεί είναι σημάδι της ομαλούς εξέλιξης της μετεγχειρητικής της πορείας. Η Γ ουδέποτε επέδειξε την επιμέλεια που διέπει το ιατρικό της καθήκον και ουδέποτε υπέβαλλε την Α σε περεταίρω εξετάσεις για να βεβαιωθεί αν κάτι δεν θεραπεύεται σωστά. Η Α ως εκ τούτου εξαναγκάστηκε να επισκεφθεί πολλούς ακόμα ιατρούς της ίδιας ειδικότητας, οι οποίοι την υπέβαλλαν σε εξετάσεις και διαπίστωσαν ότι είχε μολυνθεί από ένα βακτήριο, γνωστό ως “streptococcus agalactiae group B”. Ο ιατρός μάλιστα που ανέλαβε την ασθενής και ενάγουσα (Α), αφού της χορήγησε την κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή, την υπέβαλλε εκ νέου σε πλαστική επέμβαση καθώς είχε διαπιστώσει ότι η τοποθέτηση του ενθέματος στον δεξιό μαστό δεν είχε διεξαχθεί ορθώς. Κατόπιν τούτων η ενάγουσα επέστρεψε στην καθημερινότητά της χωρίς άλλους πόνους. Η Α στράφηκε επομένως δικαστικά κατά της ιατρού της, της Γ και ζήτησε με την εν λόγω έφεση, να καταδικαστεί η Γ να της καταβάλει ένα ποσό για τη ζημία της, ήτοι τα διάφορα ιατρικά έξοδα, καθώς επίσης και ένα ποσό ως χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση και την εξισορρόπηση της δυσμενούς κατάστασης που βίωσε.



Ανάλυση Νομικών Ζητημάτων


Η συγκεκριμένη υπόθεση παρουσιάζει πραγματικά εξαιρετικό ενδιαφέρον για το νομικό κόσμο καθώς αφορά γεγονότα που θα μπορούσαν να συμβούν σε όλους μας, δεδομένης της επαφής μας με τους ιατρούς προς επίλυση των θεμάτων υγείας μας.

Στην παρούσα ενότητα επομένως θα γίνει λόγος για τα κυριότερα ζητήματα, τα οποία αναφύονται στην υπόθεση. Την ανάλυσή μας θα «μονοπωλήσουν» θέματα αφορώντα το ιατρικό δίκαιο και πιο συγκεκριμένα : η ιατρική πράξη, η σχέση μεταξύ ιατρού- ασθενούς, η υποχρέωση ενημέρωσης καθώς επίσης και η αμέλεια του ιατρού κατά την άσκηση των ιατρικών του καθηκόντων.


Είναι πραγματικότητα ότι κάθε ασθενής καταφεύγει στη βοήθεια του ιατρού όταν αισθάνεται αδύναμος ώστε να του ζητήσει την παροχή ιατρικής περίθαλψης και φροντίδας. Αναμφισβήτητα λοιπόν δημιουργείται ανάμεσά τους μια συμβατική σχέση κατά την οποία το ένα μέρος αναλαμβάνει να παράσχει τις ιατρικές του υπηρεσίες για την θεραπεία του ασθενούς και το άλλο μέρος αναλαμβάνει την υποχρέωση να παράσχει τη συμφωνημένη αμοιβή στον θεράποντα ιατρό. Γίνεται επομένως λόγος για τη δημιουργία μιας σχέσης, η οποία χαρακτηρίζεται με τον όρο «σύμβαση παροχής ιατρικών υπηρεσιών» ή «σύμβαση ιατρικής αγωγής». Η εν λόγω σύμβαση μάλιστα περιλαμβάνει παντός είδους ενέργειες των ιατρών αναφορικά με άμεσα ή έμμεσα ζητήματα της υγείας συγκεκριμένου προσώπου, ασχέτως αν αυτό νοσεί ή όχι. Σημαντικό επίσης ρόλο έχει εν προκειμένω ο ορισμός της ιατρικής πράξης για να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε λίγο καλύτερα σε ποιες ιατρικές πράξεις αναφερόμαστε. Τον ορισμό παρέχει το άρθρο 1 §1,2 &3 του ΚΙΔ κατά τον οποίο ιατρική πράξη είναι εκείνη που έχει ως σκοπό την πρόληψη, διάγνωση, θεραπεία και αποκατάσταση της υγείας του ασθενούς. Στις ιατρικές πράξεις περιλαμβάνονται επιπλέον όσες έχουν ερευνητικό χαρακτήρα, στο μέτρο που αποσκοπούν στην ακριβέστερη διάγνωση, αποκατάσταση ή βελτίωση της υγείας των ανθρώπων και στην προαγωγή της επιστήμης. Η συνταγογράφηση, η εντολή για διενέργεια παρακλινικών εξετάσεων, η έκδοση ιατρικών πιστοποιητικών και βεβαιώσεων καθώς και η συμβουλευτική υποστήριξη του ασθενούς συμπεριλαμβάνονται επίσης στην έννοια των ιατρικών πράξεων. Επιπλέον η ιατρική πράξη, ούσα μια σύνθετη πράξη περιλαμβάνει τόσο θεραπευτικές όσο και μη θεραπευτικές πράξεις όπως είναι λόγου χάρη οι αισθητικές επεμβάσεις και πράξεις υποβοηθητικές του ιατρικού έργου, όπως για παράδειγμα η λήψη αίματος (βλ. Πελλένη- Παπαγεωργίου Ανθή, Ιατρική Αστική ευθύνη και συναίνεση ασθενούς). Σημαντικό θα ήταν τέλος να αναφέρουμε πως αντίθετα με τα παραπάνω δεν εμπίπτουν στην έννοια της ιατρικής πράξης η κλωνοποίηση, καθώς αυτή ρητά απαγορεύεται – όπως προκύπτει από συγκεκριμένες διατάξεις (άρθρο 30§ 4 ΚΙΔ & 1456 ΑΚ).


Ένα εξαιρετικά σπουδαίο ζήτημα αποτελεί αυτό της ενημέρωσης του ασθενούς από τον ιατρό. Η ανάγκη για ενημέρωση δικαιολογείται εξάλλου και από το γεγονός ότι ο ιατρός έρχεται σε επαφή με σημαντικά και απόλυτα αγαθά της προσωπικότητας του ασθενούς, ο οποίος με βάση την αρχή της αυτοδιάθεσης θα επιλέξει αν θα υποβληθεί τελικώς σε θεραπευτική αγωγή ή όχι. Σε κάθε περίπτωση αξίζει να αναφέρουμε ότι η υποχρέωση ενημέρωσης αποτελεί μια κύρια υποχρέωση και είναι ουσιαστική προϋπόθεση για το κύρος της μετέπειτα συναίνεσης του ασθενούς. Βασικός υπόχρεος προς ενημέρωση καθίσταται - βάσει της σχέσης εμπιστοσύνης και ειλικρίνειας που χαρακτηρίζει τα μέρη- ο θεράπων ιατρός. Μάλιστα γίνεται γενικά δεκτό ότι σε περίπτωση ύπαρξης περισσοτέρων θεραπόντων ιατρών, καθένας είναι υπεύθυνος για ενημέρωση στο μέτρο που αφορά την ειδικότητά του. Φυσικά η ενημέρωση στρέφεται προς τον ασθενή που έχει ικανότητα συναίνεσης, δηλαδή προς τον ψυχικά υγιή και νηφάλιο ασθενή. Αν ο ασθενής δεν έχει ικανότητα να συναινέσει ο ιατρός θα ενημερώσει τα αρμόδια προς συναίνεση πρόσωπα που ορίζονται στο νόμο (άρθρο 12§2ΚΙΔ.) Τα εν λόγω πρόσωπα είναι οι γονείς, αυτοί που ασκούν τη γονική επιμέλεια (αν ο ασθενής είναι ανήλικο πρόσωπο) και ο δικαστικός συμπαραστάτη (αν ο ασθενής είναι ενήλικο πρόσωπο, χωρίς δικαιοπρακτική ικανότητα).


Είναι δε γενικώς γνωστό ότι δεν υπάρχει κάποιος κανόνας που να ορίζει το αν η ενημέρωση πρέπει να διενεργείται γραπτά ή προφορικά, αρκεί σε κάθε περίπτωση να αποφεύγεται η λεγόμενη «γενική πληροφόρηση». Ο ιατρός θα πρέπει ως εκ τούτου να ενημερώνει τον ασθενή σε γλώσσα σαφή, κατανοητή και πλήρη σχετικά με το είδος της ασθένειας, την θεραπεία, τους κινδύνους ή επιπλοκές, το ποσοστό αποτυχίας, τις παρενέργειες, την διάρκεια της θεραπείας και τις εναλλακτικές προτάσεις ώστε ο ασθενής να μπορέσει να σχηματίσει μια πλήρη εικόνα για την κατάσταση της υγείας του και να καταλήξει συνειδητά στην λήψη μιας απόφασης. Προβληματισμός γεννάται για το εύρος των πληροφοριών τις οποίες είναι υποχρεωμένος ο ιατρός να μεταδώσει, καθώς αν ο ασθενής δεν ενημερωθεί πλήρως τότε η συναίνεσή του δεν θα είναι έγκυρη, όπερ οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η επακολούθησα ιατρική πράξη θα φέρει έναν χαρακτήρα άδικο και παράνομο. Είναι βέβαια γεγονός ότι οι ιατροί σχεδόν σε καθημερινή βάση έρχονται αντιμέτωποι με διλήμματα για το εάν ο ασθενής είναι «ικανός» να δεχτεί και να αντιμετωπίσει την αληθινή κατάσταση της υγείας του ή αν θα ήταν καλύτερα ο ιατρός από πλευράς του να μην αποκαλύψει την πλήρη αλήθεια στον ασθενή ώστε να μην τον αποτρέψει τελικά από την θεραπεία της υγείας του. Όπως γίνεται γενικά δεκτό στο αγγλικό δίκαιο, θα πρέπει να βρεθεί μια χρυσή τομή όταν πρόκειται να αποφασίσουμε πόσες πληροφορίες θα παρασχεθούν σε έναν ασθενή, διότι από τη μια πλευρά η υπερβολική πληροφόρηση μπορεί να καταβάλλει τον ασθενή, ενώ από την άλλη η ελλιπής πληροφόρηση υποκρύπτει την πιθανότητα να μην έχουν γίνει αντιληπτοί βασικοί κίνδυνοι (“A delicate balance needs to be drawn when deciding how much information needs to be given to a patient. Too much information may simply overwhelm a patient, but too little means they do not understand the key risks”, Herring Jonathan, Medical law and ethics).


Στο επόμενο στάδιο θα ασχοληθούμε με την περίπτωση του ιατρικού σφάλματος και της αμέλειας του ιατρού, κάτι το οποίο αποτελεί εξάλλου και τον πυρήνα της υπόθεσης, την οποία επιλαμβάνεται το δικαστήριο. Ιατρικό σφάλμα (Behandlungsfehler, medical malpractice), αποτελεί η συμπεριφορά του ιατρού που αξιολογείται ως υπολειπόμενη της επιβαλλόμενης επιμέλειας στο επάγγελμά του γενικά και στη συγκεκριμένη περίπτωση ειδικότερα. Η έννοια αυτή του ιατρικού σφάλματος περιλαμβάνει την υπαιτιότητα του ιατρού, ενώ δικαιολογεί επιπρόσθετα και απόδοση προσωπικής μομφής σε βάρος του. Το δε ιατρικό σφάλμα θεμελιώνει ταυτοχρόνως αδικοπρακτική και ενδοσυμβατική ευθύνη στο δίκαιό μας, ενώ εμπίπτει στην έννοια της αμέλειας ως μορφής παρανομίας και υπαιτιότητας. Στο σημείο αυτό θα αναφέρουμε ένα απόσπασμα της νομολογίας σχετικά με αυτά τα θέματα. Εκεί ορίζεται (ΑΠ 1227/2007): «Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαιώματα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξης … Αμέλεια ως μορφή υπαιτιότητας, υπάρχει όταν εξαιτίας της παράλειψης του δράστη να καταβάλει την επιμέλεια που αν κατέβαλε- με μέτρο τη συμπεριφορά του μέσου συνετού και επιμελούς εκπροσώπου του κύκλου δραστηριότητάς του- θα ήταν δυνατή η αποτροπή του ζημιογόνου αποτελέσματος … Αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει όταν η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του δράστη ήταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει τη ζημία και την επέφερε στη συγκεκριμένη περίπτωση. Η συνδρομή των ανωτέρω προϋποθέσεων θεμελιώνει την αδικοπρακτική ευθύνη του ιατρού για ζημία που προκαλείται από αυτόν κατά την παροχή των ιατρικών υπηρεσιών του … Για τη θεμελίωση της αδικοπρακτικής ιατρικής ευθύνης απαιτείται παράνομη και υπαίτια πρόκληση ζημίας … Έτσι αν, στο πλαίσιο μιας ιατρικής πράξης, παραβιασθούν οι κανόνες και οι αρχές της ιατρικής επιστήμης και εμπειρίας ή και οι εκ του γενικού καθήκοντος πρόνοιας και ασφάλειας απορρέουσες υποχρεώσεις επιμέλειας του μέσου συνετού ιατρού της ειδικότητας του ζημιώσαντος, τότε η συμπεριφορά αυτή είναι παράνομη και συγχρόνως, υπαίτια.». Επιπρόσθετα, σε κάθε περίπτωση ιατρικής ευθύνης για ιατρικό σφάλμα, ο ασθενής δεν έχει καμία υποχρέωση να αποδείξει τη διάπραξη του σφάλματος, αλλά ο γιατρός οφείλει να αποδείξει ότι η παροχή της ιατρικής υπηρεσίας ήταν απαλλαγμένη από λάθη (άρθρο 8 ν.2251/1994, βλ. και Φουντεδάκη Κατερίνα, Παραδόσεις Αστικής Ιατρικής Ευθύνης).


Το δικαστήριο στην προκειμένη περίπτωση έλαβε υπόψιν του όλα όσα αναφέραμε και στάθμισε τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης. Καταλήγει με βεβαιότητα ότι η εναγόμενη (Γ) έδρασε κατά παράβαση των γενικώς αναγνωρισμένων κανόνων της ιατρικής επιστήμης και επεδείκνυε καθ’ όλη τη διάρκεια παράνομη και αμελή συμπεριφορά, καθώς δεν προσπάθησε να εξετάσει την ασθενή και να διαπιστώσει τη μόλυνση παρά τις συχνές οχλήσεις της Α, η οποία (συμπεριφορά) κατέληξε σε επιδείνωση της μετεγχειρητικής πορείας της ενάγουσας. Το δικαστήριο ακολούθως κάνει λόγω για αδικοπρακτική συμπεριφορά της Γ και ως εκ τούτου την καταδικάζει να καταβάλλει το ποσό των 6.626,33€ ως αποζημίωση για τη θετική ζημία που υπέστη η Α και το ποσό των 7.000€ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης καθώς επίσης και τον νόμιμο τόκο από την επόμενη της επίδοσης και μέχρι εξοφλήσεως του ποσού.


Προσωπικές Θέσεις

Τα ζητήματα που άπτονται του ιατρικού δικαίου παρουσιάζουν πραγματικά εντονότατο ενδιαφέρον και μας απασχολούν όλους σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό. Βέβαια είναι γεγονός πως ο κλάδος αυτός του δικαίου συναντά μεγαλύτερη «ανάπτυξη» στην αλλοδαπή, χάριν στην ποικιλία των αναφυόμενων υποθέσεων, οι οποίες έχουν με τον καιρό οδηγήσει σε πληθώρα νομοθετικών ρυθμίσεων και νομολογιακών αποφάσεων. Η ανάπτυξη του κλάδου εμφανίζεται στην Ελλάδα μόλις τις τελευταίες δεκαετίες και αυτό είναι φυσιολογικό δεδομένου ότι η χώρα μας βρίσκεται πάντα σε «εμβρυακό» στάδιο όταν πραγματοποιούνται εξελικτικά άλματα στην αλλοδαπή και χρειαζόμαστε επομένως περισσότερο χρόνο προσαρμογής.


Η ιατρική επιστήμη έχει προσφέρει πολλά στην ανθρωπότητα και με την βοήθεια της τεχνολογίας έχει ακόμα περισσότερα να μας δώσει. Δεν παύει ωστόσο να αποτελεί κάθε ιατρική πράξη επέμβαση στο ανθρώπινο σώμα και πρέπει εξ’ αυτού του λόγου οι θεράποντες κάθε φορά ιατροί να επιδεικνύουν τη βέλτιστη προσοχή και επιμέλεια.

Στη συγκεκριμένη δε υπόθεση η Α παραπονούνταν αδιαλείπτως και εξ’ αρχής για τους πόνους που αισθανόταν και η ιατρός «απέφευγε» πεισματικά να προβεί σε περεταίρω έλεγχο της κατάστασης της υγείας της. Αυτή η στάση της ιατρού φαίνεται προβληματική ακόμα και σε πρόσωπα τα οποία ουδεμία γνώση περί της ιατρικής επιστήμης διαθέτουν. Η αμελής αυτή συμπεριφορά δεν συνάδει με την φύση της ιατρικής επιστήμης και επομένως ορθώς έκρινε το δικαστήριο καταδικάζοντας την εναγόμενη στην καταβολή αποζημίωσης προς την ενάγουσα. Μάλιστα προσωπικά πιστεύω, όσο ακραία και αν φανεί η άποψή μου, ότι η αμελής συμπεριφορά της ιατρού και η καταδίκη της σε καταβολή αποζημίωσης, δεν μπορεί να θεραπεύσει τη ζημία που υπέστη η ενάγουσα, αλλά ούτε και να οδηγήσει σε μη επίδειξη παρόμοιας συμπεριφοράς στο μέλλον σε βάρος άλλου ασθενούς. Θεωρώ λοιπόν σώφρον να προβεί η δικαιοσύνη σε αφαίρεση της άδειας άσκησης επαγγέλματος της συγκεκριμένης ιατρού, με απώτερο στόχο την προστασία του γενικού συμφέροντος και του καλοπροαίρετου ασθενούς που θα την επισκεφθεί στο μέλλον. Η άποψή μου αυτή δικαιολογείται από το γεγονός ότι η στάση της ιατρού ήταν καταφανώς παράνομη και υπαίτια δεδομένου ότι ουδέποτε ύστερα από τα παράπονα της ασθενούς προσπάθησε να εξετάσει αν κάτι έχει πάει λάθος στην μετεγχειρητική της πορεία.

Βιβλιογραφία

Herring Jonathan, Medical law and ethics

ΑΠ 1227/2007

Πενέλλη- Παπαγεωργίου Ανθή, Ιατρική Αστική ευθύνη και συναίνεση ασθενούς

Φουντεδάκη Κατερίνα, Παραδόσεις Αστικής Ιατρικής Ευθύνης


Έλενα Μαυρονικόλα,

Νομική Σχολή – Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, 3ο Έτος.

Μέλος της ομάδας σχολιασμού δικαστικών αποφάσεων του The Law Project

63 views0 comments
bottom of page