top of page
Writer's picturethelawproject

Η υπόθεση Weiss και το πρόσχημα της οικονομικής πολιτικής

Της Παγοροπούλου Μυρτούς


Η υπόθεση Weiss και το πρόσχημα της οικονομικής πολιτικής




 

Στις 5 Μαΐου 2020, για πρώτη φορά στα χρονικά το Γερμανικό Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο έκρινε πως μπορεί να ελέγχει την ορθότητα των αποφάσεων του ΔΕΕ με μία απόφαση σταθμό για το ευρωπαϊκό κράτος δικαίου.

 


Εισαγωγή

Τον Μάιο του 2020, το Γερμανικό Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο εξέδωσε την απόφασή του για την υπόθεση Weiss (2 BvR859/15) ύστερα από την απάντηση που έλαβε από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στα προδικαστικά ερωτήματα που είχε αποστείλει το 2017. Η υπόθεση Weiss είχε καθαρά οικονομικό και νομισματικό χαρακτήρα αφού καταπιανόταν με το πρόγραμμα PSPP που είχε θέσει σε εφαρμογή η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα το 2015 για να αντιμετωπίσει την χρηματοπιστωτική κρίση και να εξυγιάνει την οικονομία των Κρατών Μελών. Παρόλη την εμπεριστατωμένη αιτιολογία του ΔΕΕ, βασισμένη στην κεκτημένη νομολογία του Δικαστηρίου, το Γερμανικό Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο, με μία απόφαση σταθμό για την ευρωπαϊκή δικαιοσύνη, έκρινε πως η απόφαση Weiss του ΔΕΕ είναι ανεφάρμοστη για το γερμανικό κράτος.


Πραγματικά Περιστατικά


Η διεθνής χρηματοπιστωτική κρίση της περιόδου 2007-2009 έπληξε ανυπολόγιστα τις παγκόσμιες αγορές, με πρωτοφανή αποτελέσματα στην υπερεθνική οικονομία. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, ως σχετικά νέα οικονομική και νομισματική ένωση, βρέθηκε απροετοίμαστη να ανταπεξέλθει στη κρίση, χωρίς να διαθέτει τα απαραίτητα μέσα προκειμένου να συνδράμει καταλλήλως τα πληγέντα Κράτη Μέλη της Ευρωζώνης και συγκεκριμένα την Ελλάδα, την Κύπρο, την Ισπανία, κτλ. Κατά την περίοδο της κρίσης, και με το ευρώ να δέχεται πιέσεις στις διεθνείς αγορές, η ΕΕ και τα Κράτη Μέλη, εδραίωσαν σταδιακά πλείονες μηχανισμούς και προγράμματα, ο στόχος των οποίων ήταν η οικονομική ανακούφιση των Κρατών Μελών που επλήγησαν περισσότερο, καθώς μία σταθερή και ‘υγιής’ οικονομική κατάσταση αυτών, θα σήμαινε σταθερότητα και εκ νέου εμπιστοσύνη προς το ίδιο το ευρώ[1].

Εντός αυτής της λογικής, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (στο εξής ‘ΕΚΤ’), ως όργανο κυρίως υπεύθυνο για την πορεία της ΕΕ ως νομισματικής ένωσης, κατά τα άρθρα 127, 282 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής ‘ΣΛΕΕ’) και κατά το Πρωτόκολλο 4 για το Καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, προσαρτώμενο στην Συνθήκη της Λισαβώνας, με την Απόφαση 2015/774 τέθηκε σε εφαρμογή το πρόγραμμα PSPP[2]. Με βάση το Άρθρο 1, οι κεντρικές τράπεζες των Κρατών Μελών που έχουν ως νόμισμα το ευρώ μπορούν, υπό προϋποθέσεις, να αγοράζουν στις δευτερογενείς αγορές εμπορεύσιμα χρεόγραφα που εκδίδουν οι κυβερνήσεις των Κρατών Μελών. Με απλά λόγια, ανεξάρτητοι επενδυτές, φυσικά και νομικά πρόσωπα που αγοράζουν απευθείας από τις κυβερνήσεις των Κρατών Μελών χρεόγραφα (πρωτογενής αγορά), θα έχουν την δυνατότητα να τα πωλήσουν μεταγενέστερα στις κεντρικές τράπεζες των Κρατών Μελών, οι οποίες τα αγοράζουν στη δευτερογενή αγορά (δηλαδή όχι απευθείας από το κράτος, αλλά από τους επενδυτές). Το πρόγραμμα αυτό προσφέρει στους επενδυτές το κίνητρο να αγοράσουν πρωτογενώς χρεόγραφα, επενδύοντας έτσι με ασφάλεια σε Κράτος Μέλος που βρίσκεται ‘σε ανάγκη’, καθώς γνωρίζουν ότι μεταγενέστερα θα έχουν τη δυνατότητα να τα πωλήσουν εκ νέου[3].


Το πρόγραμμα PSPP, έχοντας ως κύριο στόχο την αύξηση της ρευστότητας στα Κράτη Μέλη της Ευρωζώνης και την εξυγίανση της οικονομίας τους, λειτούργησε με επιτυχία για αρκετά χρόνια, έως το 2017, οπότε το Γερμανικό Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο (στο εξής ‘ΓΟΣΔ’) απηύθυνε προς το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής ‘ΔΕΕ’) προδικαστική παραπομπή αμφισβητώντας τη νομιμότητα της Απόφασης 2015/774, επί της οποίας θεσπίστηκε. Η υπόθεση ενώπιον του ΓΟΣΔ αφορούσε τέσσερις συνταγματικές προσφυγές, ασκηθείσες από τους Heinrich Weiss κ.λπ., Bernd Lucke κ.λπ., Peter Gauweiler και Johann Heinrich von Stein κ.λπ., οι οποίοι υποστήριζαν πως η θέσπιση του προγράμματος PSPP είναι ultra vires, δηλαδή υπερβαίνει την αρμοδιότητα της ΕΚΤ και της ΕΕ σε ό, τι αφορά την οικονομική και νομισματική ένωση, και δευτερευόντως υποστήριξαν πως το πρόγραμμα PSPP είναι παράνομο, καθώς αντιβαίνει στο Άρθρο 123 ΣΛΕΕ που απαγορεύει την παροχή οικονομικής βοήθειας προς τα Κράτη Μέλη. Επί αυτής της βάσεως, οι προσφεύγοντες κατηγόρησαν την Γερμανική κεντρική τράπεζα, το Γερμανικό Κοινοβούλιο και την κυβέρνηση πως έπραξαν κατά τρόπο που προσέβαλε την συνταγματική ταυτότητα της Γερμανίας, παραχωρώντας στην ΕΕ οικονομικές αρμοδιότητες, οι οποίες με βάση τις συνθήκες ανήκουν στα Κράτη Μέλη.


Η Απόφαση του ΔΕΕ:


Στην απόφαση Weiss δεν ήταν η πρώτη φορά που το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης είχε την ευκαιρία να ερμηνεύσει διαφορά στο πλαίσιο της ΕΕ ως οικονομικής και νομισματικής ένωσης κατά τη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης στην ήπειρο. Ήδη από το 2012 με την υπόθεση Pringle[4] και το 2015 με την υπόθεση Gauweiler[5], το ΔΕΕ είχε διαμορφώσει ένα ισχυρό νομολογιακό προηγούμενο σε ό, τι αφορά μηχανισμούς στήριξης και προγράμματα οικονομικής ενίσχυσης στα κράτη της Ευρωζώνης. Δεδομένων των ανωτέρω υποθέσεων, η απόφαση Weiss δεν αποτέλεσε αυτή καθαυτή καινοτομία του Δικαστηρίου.


Ως προς το επιχείρημα ότι η θέσπιση του PSPP αποτέλεσε κίνηση που υπερέβαινε την αρμοδιότητα της ΕΚΤ και της ΕΕ, το ΔΕΕ εξέτασε καταρχήν το νομικό πλαίσιο της ‘οικονομικής και νομισματικής ένωσης’ (στο εξής ‘ΟΝΕ’). Με βάση τη Συνθήκη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής ‘ΣΕΕ’) και τη ΣΛΕΕ, τα Κράτη Μέλη έχουν την υποχρέωση να υιοθετήσουν το ευρώ ως το επίσημο νόμισμά τους, παραχωρώντας την ευθύνη της εθνικής νομισματικής πολιτικής τους στην ΕΕ, η οποία έχει την αποκλειστική αρμοδιότητα να χαράσσει την κοινή νομισματική πολιτική όλης της Ευρωζώνης[6]. Τα Κράτη Μέλη έχουν την υποχρέωση να υπακούν στις υποδείξεις της ΕΕ και συγκεκριμένα της ΕΚΤ σε ό, τι αφορά την νομισματική πολιτική, χωρίς να δύνανται να αποκλίνουν από αυτή. Αντίθετα, η ΕΕ δεν έχει την αρμοδιότητα να επεμβαίνει στην οικονομική πολιτική των Κρατών Μελών, ούτε χαράσσει και επιβάλλει κοινή οικονομική πολιτική για όλη την Ένωση. Στην πραγματικότητα, η εν λόγω αρμοδιότητα ανήκει στις κυβερνήσεις των Κρατών Μελών, οι οποίες, με βάση το Άρθρο 119 παράγραφος 1 ΣΛΕΕ, υποχρεούνται να συντονίζουν στενά τις οικονομικές πολιτικές τους εντός της εσωτερικής αγοράς, υιοθετώντας κοινούς στόχους. Υπό αυτό το πρίσμα, η ΕΕ απλώς παρέχει το κατάλληλο νομικό πλαίσιο προκειμένου τα Κράτη Μέλη να ορίσουν το περιεχόμενων των εν λόγω οικονομικών πολιτικών.


Όπως και το ΔΕΕ εξηγεί στην παράγραφο 60 της απόφασης, σύμφωνα με το Άρθρο 127 παράγραφος 1 ΣΛΕΕ, η ΕΚΤ και το Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών[7] (στο εξής ‘ΕΣΚΤ’) έχουν την αποκλειστική αρμοδιότητα να επιβλέπουν και να διατηρούν ‘σταθερότητα τιμών’ (price stability), που αποτελεί στόχο νομισματικής πολιτικής, έχοντας ταυτόχρονα την ευχέρεια να στηρίζουν τις ‘γενικές οικονομικές πολιτικές’ της Ένωσης για να συνεισφέρουν στην επίτευξη των προαναφερθέντων κοινών στόχων. Το πρόγραμμα PSPP, όπως είχε διαμορφωθεί, ήταν ικανό να επηρεάσει και τους δύο αυτούς τομείς, δηλαδή κατ’ αρχάς την νομισματική πολιτική, εφόσον παράγει άμεσα αποτελέσματα στον ισολογισμό των εμπορικών τραπεζών και την χρηματοδότηση των Κρατών Μελών που συμμετέχουν σ’ αυτό, και δευτερευόντως, μέσω των μέτρων, δύναται να δημιουργήσει έμμεσα (θετικά) αποτελέσματα στην οικονομία τους[8]. Εξάλλου, όπως τονίζει και το Δικαστήριο στην ίδια παράγραφο, οι ΣΕΕ και ΣΛΕΕ δεν διαχωρίζουν σε καμία περίπτωση με αυστηρότητα την οικονομική από τη νομισματική πολιτική, γεγονός που τους επιτρέπει να αλληλοεπιδρούν και να επηρεάζουν η μία την άλλη. Εφόσον το PSPP αποτελεί ένα πρόγραμμα με πρωταρχικό στόχο την νομισματική πολιτική, δεν μπορεί να εξομοιωθεί με μέτρο οικονομικής πολιτικής μόνο και μόνο διότι παράγει έμμεσα αποτελέσματα στην οικονομία των Κρατών Μελών[9]. Συμπερασματικά, ως πρόγραμμα νομισματικής πολιτικής εμπίπτει στην αρμοδιότητα της ΕΚΤ, χωρίς να είναι δηλαδή ultra vires.


Ως προς το ερώτημα του Γερμανικού Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου εάν το πρόγραμμα PSPP αντίκειται στο Άρθρο 123 ΣΛΕΕ, το ΔΕΕ επικαλέστηκε και πάλι προηγούμενη νομολογία του, συγκεκριμένα την απόφαση στην υπόθεση Gauweiler. Κατά το γράμμα του εν λόγω άρθρου, απαγορεύεται η υπερανάληψη και κάθε είδους πιστωτική διευκόλυνση από την ΕΚΤ προς τα Κράτη Μέλη, καθώς επίσης και η αγορά χρεογράφων απευθείας από αυτά, τις κυβερνήσεις και τα δημόσια όργανά τους από την ΕΚΤ και τις εθνικές κεντρικές τράπεζες. Όπως προαναφέρθηκε όμως, το πρόγραμμα PSPP προβλέπει την αγορά χρεογράφων εμμέσως στις δευτερογενείς αγορές από ιδιώτες επενδυτές και όχι στις πρωτογενείς κατά την έννοια του Άρθρου 123 ΣΛΕΕ. Παρόλα αυτά, το Δικαστήριο αναγνωρίζοντας την πιθανότητα η αγορά χρεογράφων στις δευτερογενείς αγορές να διενεργηθεί καταχρηστικά, επιβάλλει δύο επιπλέον κριτήρια. Κατ’ αρχάς, η ΕΚΤ οφείλει να βεβαιώσει πως τα ομόλογα που αγοράζονται στις δευτερογενείς αγορές δεν είναι ισοδύναμα με ομόλογα αγορασμένα στην πρωτογενή αγορά, και δεύτερον ότι η αγορά αυτή δεν επιτρέπει στα Κράτη Μέλη να παραβιάζουν την υποχρέωση τους να ασκήσουν υγιή δημοσιονομική πολιτική. Η εξέταση των ανωτέρω κριτηρίων, οδήγησε το ΔΕΕ στο συμπέρασμα πως κανένα χαρακτηριστικό του προγράμματος PSPP δεν αντιβαίνει στην απαγόρευση του Άρθρου 123 ΣΛΕΕ και εξ αυτού του λόγου είναι καθόλα νόμιμο.



Η Απόφαση του Γερμανικού Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου


Στις 5 Μαΐου 2020,το Γερμανικό Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο εξέδωσε την απόφασή του 2 BvR859/15 για την υπόθεση Weiss, δημιουργώντας κύμα αντιδράσεων στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα. Το ΓΟΣΔ σε μία πρωτοφανή κίνηση για τα ευρωπαϊκά δεδομένα αρνήθηκε να εφαρμόσει την απόφαση του ΔΕΕ, κρίνοντάς την ultra vires και νομικά λανθασμένη, καθώς το Δικαστήριο δεν εφήρμοσε σωστά την αρχή της αναλογικότητας σε ό, τι έχει να κάνει με το πρόγραμμα PSPP. Στις περισσότερες από εκατό σελίδες της απόφασης, το ΓΟΣΔ εξήγησε πως η απόφαση του ΔΕΕ δεν υπήρξε ικανοποιητική διότι δεν ανέφερε λεπτομερώς ούτε έλαβε υπόψη, κατά την κρίση του γερμανικού δικαστηρίου, τις πλήρεις οικονομικές συνέπειες του προγράμματος PSPP, καθώς και το γεγονός ότι η ύπαρξη του προγράμματος συνιστά παραβίαση της αυστηρής αρμοδιότητας της EKT να ασκεί νομισματική πολιτική. Έχοντας διαπιστώσει αυτά, το ΓΟΣΔ έκρινε πως η απόφαση του ΔΕΕ είναι ανεφάρμοστη και ουσιαστικά ‘ανύπαρκτη’ για τη Γερμανία, χωρίς να δεσμεύει τα δικαστήρια και τους πολίτες της.


Σχολιασμός


Όπως προαναφέρθηκε ανωτέρω, η υπόθεση Weiss και τα συμπεράσματα του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την σχέση οικονομικής και νομισματικής πολιτικής της Κοινότητας, δεν αποτέλεσαν αυτά καθαυτά καινοτομία. Κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης της προηγούμενης δεκαετίας, το Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να ερμηνεύσει πλείονες διατάξεις των συνθηκών και άλλων νομοθετικών κειμένων με το σχετικό αντικείμενο, ‘χτίζοντας’ ένα νομολογιακό κεκτημένο σε ό, τι αφορά την ερμηνεία των αρμοδιοτήτων της ΕΕ στην οικονομική και νομισματική πολιτική. Όπως και το ίδιο το ΔΕΕ αναφέρει σε πολλαπλά σημεία στο κείμενο της απόφασης, η υπόθεση Weiss στηρίζεται έντονα σε αποφάσεις προηγούμενων ετών και δη στις υποθέσεις Gauweiler και Pringle, οι οποίες επίσης καταπιάνονται με παρόμοιο οικονομικό/ νομισματικό αντικείμενο.


Οι Weiss, Gauweiler, και Pringle, πέραν των επιμέρους χαρακτηριστικών τους, τα οποία εκπορεύονται από τα πραγματικά περιστατικά της κάθε υπόθεσης, επέτρεψαν στο Δικαστήριο να ερμηνεύσει για πρώτη φορά με σαφήνεια μία ‘αχαρτογράφητη περιοχή’ του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οριοθετώντας παράλληλα και τις αρμοδιότητες των οργάνων της υπό τις νέες συνθήκες της οικονομικής κρίσης. Το ΔΕΕ ανέλυσε και ερμήνευσε με περισσή επιείκεια τις διατάξεις των προγραμμάτων οικονομικής εξυγίανσης που τέθηκαν σε εφαρμογή κατά την περίοδο της προηγούμενης δεκαετίας επιτρέποντας στα όργανα της ΕΕ και στα Κράτη Μέλη την άσκηση ευρείας διακριτικής ευχέρειας ως προς τα μέτρα που υιοθετούσαν για να αντιμετωπίσουν την κρίση. Το πρόγραμμα PSPP που αναλύθηκε στην υπόθεση Weiss, το πρόγραμμα OMT (‘Outright Monetary Transactions’, ‘Οριστικές Νομισματικές Συναλλαγές’) της υπόθεσης Gauweiler, και το πρόγραμμα ESM[10] (‘European Stability Mechanism’, ‘Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας’) αποτέλεσαν μέτρα που η ΕΕ και τα Κράτη Μέλη έθεσαν σε εφαρμογή εκείνη την περίοδο, τα οποία ερμηνεύτηκαν από το ΔΕΕ στις αντίστοιχες υποθέσεις ως προδικαστικά ερωτήματα.


Παρόλα αυτά, η ιδιαιτερότητα της υπόθεσης Weiss δεν έγκειται στα πραγματικά περιστατικά της ή στα πρωτοφανή νομικά συμπεράσματα στα οποία κατέληξε το Δικαστήριο, αλλά στην μετέπειτα αντίδραση του Γερμανικού Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου που είχε θέσει το προδικαστικό ερώτημα. Το ΓΟΣΔ σε μία πρωτοφανή κίνηση ‘ανυπακοής’ προς την υποχρέωση αναγνώρισης της υπέροχής της ΕΕ, αποφάσισε πως παρόλη την (απόλυτα δεσμευτική) νομική επιχειρηματολογία του ΔΕΕ, η απόφαση που εξέδωσε ήταν νομικά λανθασμένη και ελλιπώς εμπεριστατωμένη, καθώς το Δικαστήριο δεν θεμελίωσε με επαρκή αποδεικτικά στοιχεία, κατά την κρίση του γερμανικού δικαστηρίου, ότι το πρόγραμμα PSPP ήταν ανάλογο προς τους οικονομικούς και νομισματικούς στόχους στους οποίους απέβλεπε.

Οι αιτούντες ενώπιον του ΓΟΣΔ, υποστήριξαν πως η γερμανική κυβέρνηση, η Βουλή και η γερμανική κεντρική τράπεζα όφειλαν να αναγνωρίσουν πως η ΕΚΤ δεν είχε την αρμοδιότητα επί ενός προγράμματος όπως το PSPP, καθώς η αρμοδιότητα υιοθέτησης μέτρων οικονομικού χαρακτήρα ανήκει στα Κράτη Μέλη και όχι στην ΕΕ. Εφόσον η πρωτοβουλία αυτή ανήκει στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, οι αιτούντες συμπέραναν πως η παραχώρηση αρμοδιοτήτων οικονομικής πολιτικής προς την ΕΕ ήταν απαγορευμένη ‘επίθεση’ προς τη συνταγματική ταυτότητα της Γερμανίας. Το Γερμανικό Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο υιοθέτησε αυτή την άποψη, διακηρύσσοντας πως η απόφαση που εξέδωσε το ΔΕΕ ήταν λανθασμένη και ανεφάρμοστη για το γερμανικό κράτος.


Όπως ήταν φυσικό, η απόφαση του ΓΟΣΔ προκάλεσε κύμα αντιδράσεων στον νομικό κόσμο της ΕΕ, με πλείονες σχολιαστές και μελετητές του ευρωπαϊκού δικαίου να μιλούν για μία πρωτάκουστη συμπεριφορά δικαστηρίου Κράτους Μέλους που διακυβεύει την συνοχή της Ένωσης και θέτει σε κίνδυνο την αυτονομία και υπεροχή της[11]. Η εν λόγω απόφαση υποδηλώνει μία έντονη διάθεση ‘ελέγχου’ του ευρωπαϊκού κράτους δικαίου από τους δικαστές του ΓΟΣΔ, με βάση το οποίο η ισχύς των αποφάσεων ευρωπαϊκής προέλευσης θα εξαρτάται από την κρίση τους[12]. Αυτό το σχήμα όπως έχει διαμορφωθεί έπειτα από την απόφαση Weiss, είναι πολύ επικίνδυνο σε μία περίοδο συνεχών οικονομικών, υγειονομικών, και πολιτικών κρίσεων μετά από το 2020, καθώς η κίνηση αυτή του ΓΟΣΔ, ενός από τα δικαστήρια με την περισσότερη επιρροή στην Ευρώπη, δίνει το έναυσμα σε Κράτη Μέλη που προβάλλουν αντίσταση προς της επιταγές της ΕΕ, όπως η Πολωνία και η Ουγγαρία, να ακολουθήσουν το γερμανικό παράδειγμα, κηρύττοντας αποφάσεις του ΔΕΕ ανεφάρμοστες όποτε το κρίνουν.


Επίλογος:

Όπως κατέστη σαφές και ανωτέρω, το πραγματικό νόημα της απόφασης Weiss δεν έγκειται στα συμπεράσματα του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε ό,τι έχει να κάνει με την οικονομική και νομισματική πολιτική κατά την περίοδο την κρίσης, αλλά με την πρωτοφανή συμπεριφορά του Γερμανικού Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου. Όπως ήταν αναμενόμενο, η ΕΕ αντέδρασε άμεσα στην επικείμενη απειλή που έθετε το γερμανικό κράτος προς τις αρχές την Ένωσης, εκκινώντας την διαδικασία επί παραβάσει (infringement proceedings) κατά της Γερμανίας για την παραβίαση των αρχών της υπεροχής, αυτονομίας, αποτελεσματικότητας, και ομοιόμορφης εφαρμογής του ευρωπαϊκού δικαίου επί τη βάσει του Άρθρου 267 ΣΛΕΕ το 2021[13]. Μία συντονισμένη και αποφασιστική κίνηση από μέρους της ΕΕ απέναντι στο γερμανικό κράτος είναι απαραίτητη για να κοινοποιηθεί ένα ισχυρό μήνυμα σε όλα τα Κράτη Μέλη με βλέψεις αντίστοιχου ανεπιθύμητου ‘δικαστικού ακτιβισμού’.



Παγοροπούλου Μυρτώ,

LLM International and European Legal Studies, Νομική Σχολή Αθηνών,

Μέλος ομάδας σχολιασμού δικαστικών αποφάσεων του The Law Project


 

Βιβλιογραφία


Αλιβιζάτος, Νίκος Κ. (2020), ‘Όταν οι συνταγματικοί δικαστές ξεφεύγουν…’, Καθημερινή, 13.05.2020. https://www.kathimerini.gr/politics/1077988/arthro-n-alivizatoy-stin-k-otan-oi-syntagmatikoi-dikastes-xefeygoyn/

A Joint Statement in Defense of the EU Legal Order, (2020) ‘National Courts Cannot Override CJEU Judgments’. Verfassungsblog, 26 May 2020. Available at: https://verfassungsblog.de/national-courts-cannot-override-cjeu-judgments/

Benedikt Riedl, (2021) ‘Ultra Vires Control and European Democracy’. Verfassungsblog 18 June 2021. Available at: https://verfassungsblog.de/ultra-vires-control-and-european-democracy/

European Parliament (October 2019) ‘A decade from the crisis: Main responses and remaining challenges (Briefing). Author: Marcin Szczepanski for the European Parliamentary Research Service. Available at: https://www.europarl.europa.eu/RegData/etudes/BRIE/2019/642253/EPRS_BRI(2019)642253_EN.pdf


 

[1]European Parliament (October 2019) ‘A decade from the crisis: Main responses and remaining challenges (Briefing). Author: Marcin Szczepanski for the European Parliamentary Research Service. Available at: https://www.europarl.europa.eu/RegData/etudes/BRIE/2019/642253/EPRS_BRI(2019)642253_EN.pdf [2]ΑΠΌΦΑΣΗ (ΕΕ) 2015/774 ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΉΣ ΚΕΝΤΡΙΚΉΣ ΤΡΆΠΕΖΑΣ της 4ης Μαρτίου 2015 σχετικά με πρόγραμμα αγοράς στοιχείων του ενεργητικού του δημόσιου τομέα στις δευτερογενείς αγορές (ΕΚΤ/2015/10). [3]Η εν λόγω ανάλυση είναι υπεραπλούστευση του προγράμματος PSPP χάριν του σχολιασμού της υπόθεσης Weiss. Ο στόχος του εν λόγω άρθρου είναι η ανάλυση όχι των οικονομικών, αλλά των νομικών ζητημάτων του προγράμματος PSPP, όπως τα αντιλήφθηκε το ΔΕΕ και το Γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο. Εξ αυτού του λόγου δεν θα γίνει κάποια άλλη αναφορά στη λειτουργία του προγράμματος, καθώς δεν εξυπηρετεί στην νομική ανάλυση της απόφασης. [4]C-370/12 - Pringle [5]C-62/14 - Gauweiler and Others [6]Σημειώνεται πως με βάση τα άρθρα 139 και 140 ΣΛΕΕ και το Πρωτόκολλο 13 επισυναπτόμενο στη Συνθήκη της Λισαβώνας όλα τα Κράτη Μέλη έχουν την υποχρέωση να υιοθετήσουν το ευρώ ως επίσημό τους νόμισμα, εκτός από τη Δανία, η οποία έχει διαπραγματευτεί ‘εξαίρεση’ (‘opt-out’) από την Ευρωζώνη, με βάση το Πρωτόκολλο 16. Μέχρι και σήμερα 19 από τα 27 Κράτη Μέλη της ΕΕ έχουν υιοθετήσει το ευρώ. [7]Το Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών αποτελείται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και τις κεντρικές τράπεζες των Κρατών Μελών, σύμφωνα με το Άρθρο 282 ΣΛΕΕ και το Πρωτόκολλο 4. [8]Παράγραφοι 59-60 της απόφασης. [9]Παράγραφος 61 της απόφασης. [10]Σημειώνεται πως το ESM διαφέρει από τα PSPP και OMT, καθώς δεν αποτελεί μηχανισμό της ΕΕ, αλλά διεθνή σύμβαση υπογεγραμμένη από τα Κράτη Μέλη της Ευρωζώνης με στόχο την οικονομική ενίσχυση αυτών, στο οποίο όργανα της ΕΕ, και ιδίως η Επιτροπή και η ΕΚΤ, έχουν κάποιους συμβουλευτικούς ρόλους. [11]Αλιβιζάτος, Νίκος Κ. (2020), ‘Όταν οι συνταγματικοί δικαστές ξεφεύγουν…’, Καθημερινή, 13.05.2020. https://www.kathimerini.gr/politics/1077988/arthro-n-alivizatoy-stin-k-otan-oi-syntagmatikoi-dikastes-xefeygoyn/ [12]A Joint Statement in Defense of the EU Legal Order, (2020) ‘National Courts Cannot Override CJEU Judgments’. Verfassungsblog, 26 May 2020. Available at: https://verfassungsblog.de/national-courts-cannot-override-cjeu-judgments/ [13]Benedikt Riedl, (2021) ‘Ultra Vires Control and European Democracy’. Verfassungsblog 18 June 2021. Available at: https://verfassungsblog.de/ultra-vires-control-and-european-democracy/

57 views0 comments

댓글


bottom of page