top of page

Η προσέγγιση της εξ αγχιστείας συγγένειας ως κώλυμα γάμου από το ΕΔΔΑ

Της Δήμητρας Καπρούλια


Η προσέγγιση της εξ αγχιστείας συγγένειας ως κώλυμα γάμου από το ΕΔΔΑ με αφορμή σχετική, πρόσφατη καταδίκη της Ελλάδος



 

Δημιουργείται πράγματι κώλυμα γάμου σε περίπτωση συγγένειας εξ αγχιστείας και συγκεκριμένα μεταξύ πρώην κουνιάδων, ειδικά εφόσον η έννομη τάξη δεν έχει εκφράσει αμφιβολίες ως προς την εγκυρότητα του γάμου;

 

I. Η απόφαση “Θεοδώρου και Τσοτσορού κατά Ελλάδος” του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του ανθρώπου


Μία ενδιαφέρουσα απόφαση εξέδωσε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του ανθρώπου (εφεξής ΕΔΔΑ) το έτος 2019, η οποία αφορούσε την ακύρωση του γάμου δύο Ελλήνων υπηκόων, οι οποίοι στο παρελθόν συνδέονταν ως εξ αγχιστείας συγγενείς. Ο Γ. Θεοδώρου και η Π. Τσοτσορού νυμφεύθηκαν το 1971, παραμένοντας έως το 2001 σύζυγοι, οπότε ο γάμος τους λύθηκε οριστικά, λόγω διασπάσεως της έγγαμης συμβίωσης και της επελθούσης διάστασής τους από το 1996. Ύστερα από την έκδοση αμετάκλητης απόφασης διαζυγίου, ο Γ. Θεοδώρου νυμφεύθηκε το 2005 την αδελφή της πρώην συζύγου του, την Σ. Τσοτσορού με την τέλεση θρησκευτικού γάμου. Το έτος 2006, η πρώην σύζυγος του Γ. Θεοδώρου και αδελφή της νυν συζύγου του, προσέφυγε στην αρμόδια εισαγγελική αρχή, ισχυριζόμενη, πως ο γάμος ήταν άκυρος λόγω του κωλύματος της εξ αγχιστείας συγγένειας των νυν συζύγων.


Πράγματι, το 2010 το δικαστήριο ακύρωσε το γάμο των προσφευγόντων, επικαλούμενο τη διάταξη 1357 του Αστικού Κώδικα, περί απαγόρευσης του γάμου συγγενών εξ αγχιστείας, σε ευθεία γραμμή απεριόριστα και έως τον τρίτο βαθμό πλαγίως. Εφόσον αυτοί ήταν εξ αγχιστείας συγγενείς δευτέρου βαθμού, τύγχανε εφαρμογής ο περιορισμός του άρθρου 1357 ΑΚ, ώστε το δικαστήριο ακύρωσε τον γάμο, επικαλούμενο λόγους δημόσιας τάξεως και σεβασμού του θεσμού της οικογένειας. Ύστερα από την απόρριψη της έφεσής τους από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, ο γάμος τους λύθηκε αμετάκλητα με δικαστική απόφαση του Αρείου Πάγου το 2015. Η υπόθεση έφτασε στο ΕΔΔΑ το 2016, ύστερα από κατάθεση προσφυγής τους, στηριζόμενη στο άρθρο 12 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του ανθρώπου.



II. Το νομικό πλαίσιο στη διεθνή, αλλά και εθνική έννομη τάξη


Ο γάμος, σημαίνων θεσμός του οικογενειακού δικαίου, αποτελεί από νομική άποψη μία σύμβαση, που χαρακτηρίζεται από μόνιμη και διαρκή συμβίωση των συζύγων, διεπόμενη κατά κύριο λόγο από κανόνες αναγκαστικού δικαίου. Η έννοια του γάμου είναι διττή. Περιλαμβάνει αφενός την συστατική πράξη του γάμου και αφετέρου την οικογενειακή σχέση, που αναδεικνύεται μέσω της πράξης αυτής[1]. Η οικογενειακή αυτή σχέση έχει διάρκεια στο χρόνο και προστατεύεται από πλήθος κανόνων.


Το άρθρο 5 παράγραφος 1 του Συντάγματος, που αφορά την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας, περιλαμβάνει και την ελευθερία επιλογής συζύγου και σύναψης γάμου, δυνάμει της γενικής ελευθερίας του ατόμου. Το άρθρο 21 ορίζει, πως η οικογένεια είναι θεμέλιο της συντήρησης και προαγωγής του έθνους, ενώ ο γάμος συγκεκριμένα τελεί υπό την προστασία του κράτους. Η οικογένεια αποτελείται κατά πρώτο λόγο από τους συζύγους και τα τέκνα, αλλά και οι σύζυγοι μόνοι τους αποτελούν οικογένεια και προστατεύονται από το Σύνταγμα[2]. Παράλληλα κάθε άνθρωπος διαθέτει το ατομικό δικαίωμα να δημιουργήσει οικογένεια, με τη σύναψη γάμου ή και με την απόκτηση τέκνων, διαμορφώνοντας την οικογενειακή του ζωή όπως επιθυμεί, συμμετέχοντας στην κοινωνική ζωή της χώρας.


Προστατευτικές διατάξεις για το γάμο περιλαμβάνουν η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του ανθρώπου και ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων. Συγκεκριμένα, το άρθρο 12 της ΕΣΔΑ προβλέπει το δικαίωμα σύναψης γάμου και ίδρυσης οικογένειας, σύμφωνα με τις προβλεπόμενες στην εκάστοτε έννομη τάξη νομοθεσίες, ενώ το άρθρο 9 του ΧΘΔ της Ένωσης προβλέπει, πως τα ως άνω δικαιώματα διασφαλίζονται σύμφωνα με τις εθνικές νομοθεσίες που διέπουν την άσκησή τους. Τέλος, την συνταγματική προστασία του γάμου εξειδικεύει ο Αστικός Κώδικας, με σειρά διατάξεων, ιδίως στα άρθρα 1350 και επόμενα. Ειδικότερα, ο Αστικός Κώδικας προβλέπει διατάξεις σχετικά με τις προϋποθέσεις σύναψης του γάμου, τις έννομες συνέπειες του, τη σχέση των συζύγων, αλλά και τα κωλύματα, που αφορούν την έγκυρη σύναψη του γάμου.


Για την σύναψη γάμου, ο νόμος προβλέπει θετικές και αρνητικές προϋποθέσεις. Μεταξύ άλλων, στα άρθρα 1354 επόμενα, γίνεται αναφορά σε συγκεκριμένους λόγους, που εμποδίζουν την έγκυρη σύναψη γάμου, τα λεγόμενα κωλύματα γάμου. Ως κώλυμα γάμου, ορίζεται εκείνη η ιδιότητα ή κατάσταση του προσώπου, που το εμποδίζει να συνάψει νομότυπα γάμο με άλλα πρόσωπα εν γένει ή με ορισμένο πρόσωπο. Ο γάμος που συνάπτεται παρά την ύπαρξη του κωλύματος, είναι άκυρος κατά το άρθρο 1372 ΑΚ και θεραπεύεται μόνο αν ανατραπεί το κώλυμα. Τα άρθρα 1354 και επόμενα, αναφέρουν ορισμένα κωλύματα μεταξύ των οποίων και την εξ αγχιστείας συγγένεια. Ειδικότερα το άρθρο 1357 αναφέρει, πως εμποδίζεται η έγκυρη σύναψη γάμου μεταξύ συγγενών εξ αγχιστείας σε ευθεία γραμμή απεριόριστα και έως τον τρίτο βαθμό εκ πλαγίου. Η αγχιστεία νοείται κατά την έννοια του άρθρου 1462 ΑΚ και το σχετικό κώλυμα εξακολουθεί να υφίσταται και μετά την λύση του γάμου. Δικαιολογητική βάση του περιορισμού συνιστά ο σεβασμός του θεσμού της οικογένειας, υφίστανται δηλαδή λόγοι ηθικής τάξεως και ευπρέπειας, που εμποδίζουν τον εν λόγω γάμο. Υποστηρίζεται, ωστόσο, σθεναρά στη θεωρία, πως το κώλυμα του άρθρου 1357 πρέπει να καταργηθεί ή να περιορισθεί, ώστε να μη θίγει υπέρμετρα το δικαίωμα σύναψης γάμου.



ΙΙΙ. Η κρίση του ΕΔΔΑ σχετικά με το εν λόγω κώλυμα


Ύστερα από την κατάθεση προσφυγής από τους συζύγους, το ΕΔΔΑ κλήθηκε να διερευνήσει κατά πόσο η ακύρωση του εν λόγω γάμου από τα ελληνικά δικαστήρια -ύστερα από 10 χρόνια έγγαμης συμβίωσης των προσφευγόντων και κατόπιν έκδοσης της σχετικής άδειας γάμου από τις αρμόδιες αρχές- παραβίαζε το δικαίωμα σε γάμο, όπως αυτό προστατεύεται από το άρθρο 12 της Σύμβασης. Το Δικαστήριο απεφάνθη, πως η ακύρωση του γάμου τους ύστερα από 10 έτη και κατόπιν ύπαρξης σχετικής άδειας γάμου περιορίζει δυσανάλογα το δικαίωμά τους να συνάπτουν γάμο, ώστε ο πυρήνας και η ουσία του δικαιώματος έχουν πληγεί και υπάρχει πράγματι παραβίαση του άρθρου 12 της Σύμβασης. Έκρινε μάλιστα, πως η διάταξη του άρθρου 1357 ΑΚ χαρακτηρίζεται από απολυτότητα και δυσκαμψία, ώστε δεν συνάδει με την προστατευτική διάσταση του δικαιώματος, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 12 της ΕΣΔΑ.


Η ελληνική πλευρά, προς υπεράσπιση της θέσεώς της, προέβαλε σειρά ισχυρισμών στο Δικαστήριο, οι οποίοι όμως δεν έγιναν δεκτοί. Αρχικά έκανε λόγο για ζητήματα κινδύνου σύγχυσης, που προκύπτουν από τον εν λόγω γάμο, αν γίνει δεκτή η εγκυρότητά του, ενώ έθεσε και ζητήματα βιολογικών εκτιμήσεων προς επίρρωση του κινδύνου. Επίσης προέβαλε την κοινωνική ανάγκη επικοινωνίας μεταξύ των μελών της οικογένειας και του εξωτερικού κόσμου, ισχυριζόμενη, πως ο εν λόγω γάμος έθετε σε κίνδυνο αυτή την επικοινωνία και τον εν γένει σεβασμό στο θεσμό της οικογένειας. Συνολικά εξέφρασε επιχειρήματα, που αφορούσαν την ανάγκη διασφάλισης της εθνικής δημόσιας τάξης και την κοινωνική πτυχή του θεσμού της οικογένειας.


Το Δικαστήριο, ωστόσο, προέβη σε μία -ορθή κατά τη γνώμη της γράφουσας- αντίκρουση των εν λόγω επιχειρημάτων, η οποία στηρίχθηκε στα κάτωθι: Αρχικά, επεσήμανε την ιδιαιτέρως σημαντική συναίνεση που είχαν εκφράσει τα κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης σχετικά με τη μη ύπαρξη κωλύματος γάμου μεταξύ κουνιάδων. Μάλιστα επεσήμανε πως υπήρξε σχεδόν ομόφωνη συναίνεση ως προς το ζήτημα αυτό, θίγοντας έτσι έμμεσα και την υπεροχή της Σύμβασης έναντι του κοινού νόμου. Στην ελληνική έννομη τάξη έρεισμα της υπεροχής αυτής συνιστά το άρθρο 28 του Συντάγματος, που κατοχυρώνει την υπερνομοθετική ισχύ των διεθνών συμβάσεων και κανόνων έναντι του κοινού νόμου, με την κύρωσή τους με νόμο.


Επιπροσθέτως, επεσήμανε, πως οι προσφεύγοντες είχαν ακολουθήσει την τυπική διαδικασία, που επιτάσσει ο νόμος για την έγκυρη σύναψη του γάμου, αφού είχε εκδοθεί και η απαραίτητη άδεια. Οι προσφεύγοντες συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τα πραγματικά περιστατικά, είχαν ακολουθήσει τις προβλεπόμενες στο νόμο διαδικασίες, ήτοι είχαν προβεί στην αναγκαία κατ' άρθρον 1369 ΑΚ γνωστοποίηση του μελλοντικού τους γάμου και είχαν λάβει την κατ' άρθρον 1368 ΑΚ άδεια, που επιβεβαίωσε τη νομιμότητα του γάμου τους. Συνεπώς, κατά το Δικαστήριο, είχε εξασφαλιστεί ο προληπτικός έλεγχος των προϋποθέσεων από τις αρμόδιες αρχές, όπως αυτός απαιτείται κατά νόμον, ώστε να ολοκληρωθεί η σύναψη του γάμου. Μάλιστα, οι αρμόδιες αρχές δεν εντόπισαν κωλύματα και δεν εξέφρασαν αντιρρήσεις κατά την εν λόγω διαδικασία, γεγονός που δημιούργησε ως προς τους συζύγους δικαιολογημένη ασφάλεια δικαίου. Αντίθετα, αντιρρήσεις σχετικά με την εγκυρότητα του γάμου εκφράστηκαν δύο χρόνια μετά το γάμο τους, αιφνιδιάζοντας τους συζύγους, οι οποίοι απολάμβαναν την κοινωνική αναγνώριση της έγγαμης σχέσης τους.


Τα επιχειρήματα της ελληνικής κυβέρνησης περί βιολογικών εκτιμήσεων και κινδύνου σύγχυσης κρίθηκαν ανεπαρκή και αόριστα, δεδομένου ότι δεν ήταν σαφές στο Δικαστήριο, ποιος ήταν ο κίνδυνος που υφίστατο στην εν λόγω περίπτωση, αφού οι προσφεύγοντες δεν ήταν συγγενείς εξ αίματος και δεν είχαν δικά τους τέκνα. Επιπλέον κατά το Δικαστήριο η ελληνική κυβέρνηση δεν επεξήγησε επαρκώς, πώς η εν λόγω απαγόρευση του γάμου θα εξασφάλιζε την επικοινωνία των μελών και του εξωτερικού κόσμου ή σε τι συνίσταντο οι βιολογικές εκτιμήσεις, που αφορούσαν το εν λόγω κώλυμα. Κατά τούτο οι προσφεύγοντες στερήθηκαν τα δικαιώματα, που γεννήθηκαν δυνάμει του γάμου τους, ο οποίος διήρκησε 10 έτη.


Το Δικαστήριο έκρινε, πως υφίστατο πράγματι παραβίαση του άρθρου 12 της Σύμβασης, αφού η ακύρωση του γάμου δεν συνιστούσε απλώς περιορισμό του δικαιώματος, αλλά έθιγε στον πυρήνα του το δικαίωμα, φτάνοντας έως και την αδυναμία άσκησής του. Παρότι οι τυπικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις σύναψης έγκυρου γάμου ανήκουν στη διακριτική ευχέρεια των κρατών, εντούτοις δεν επιτρέπεται οι τυχόν περιορισμοί, που προβλέπονται, να θίγουν το δικαίωμα σε τέτοιο βαθμό, ώστε να καταλύεται η δυνατότητα ουσιαστικής και πραγματικής άσκησής του. Ιδιάζουσας σημασίας κρίνεται η αρχή της αναλογικότητας, σύμφωνα με την οποία οι περιορισμοί του εκάστοτε δικαιώματος οφείλουν να είναι αναγκαίοι, πρόσφοροι και όχι δυσανάλογοι σε σχέση με τον σκοπό που επιδιώκεται.


Κατά τη γνώμη της γράφουσας το Δικαστήριο ορθώς επεσήμανε, πως η κήρυξη της ακυρότητας του γάμου ύστερα από την παρέλευση 10 ετών οδήγησε σε σοβαρή διατάραξη της οικογενειακής ζωής των προσφευγόντων, οι οποίοι απολάμβαναν την ασφάλεια δικαίου, που δημιούργησε σε αυτούς η εκ των αρμόδιων οργάνων επισφράγιση της εγκυρότητας του γάμου τους. Περαιτέρω, όπως ορθώς επισημαίνει η θεωρία, το κώλυμα του άρθρου 1357 του ΑΚ, όπως διατυπώθηκε από τον εθνικό νομοθέτη, συνιστά ευθύ και υπέρμετρο περιορισμό του δικαιώματος σύναψης γάμου, καθώς απαγορεύει αδιακρίτως τη σύναψη γάμου μεταξύ προσώπων, τα οποία δεν συνδέονται με εξ αίματος συγγένεια, ούτε δύνανται -ελλείψει τέκνων-, να δημιουργήσουν κίνδυνο σύγχυσης του οικογενειακού θεσμού. Η απόλυτη διατύπωση του εν λόγω άρθρου παραβλέπει και τις περιπτώσεις εκείνες, που ο αρχικός γάμος (που δημιουργεί και το σχετικό κώλυμα) είναι άκυρος ή ακυρώσιμος ή διαρκεί ελάχιστο χρονικό διάστημα, ώστε δε γεννάται κίνδυνος εξαρχής για τους οικογενειακούς δεσμούς. Κατά τούτο, ορθώς επισημαίνεται, πως το εν λόγω άρθρο πρέπει να απαλειφθεί από τον Αστικό Κώδικα, ειδικά μετά την καταδίκη της Ελλάδος στην εν λόγω υπόθεση, προς συμμόρφωση της χώρας με τις διεθνείς της υποχρεώσεις.



 

[1] Βλ. Γεωργιάδη Α., Εγχειρίδιο οικογενειακού δικαίου, 2017, Σάκκουλας, σελ. 51 επ. [2] Βλ. Δαγτόγλου Π., Ατομικά Δικαιώματα, 2012, Σάκκουλας, σ. 275


Δήμητρα Καπρούλια,

επί πτυχίω φοιτήτρια της Νομικής Σχολής Αθηνών,

Μέλος της ομάδας σχολιασμού δικαστικών αποφάσεων του The Law Project


38 views0 comments
bottom of page