Της Κατερίνας Παπάζογλου
Υπόθεση Δικαίου και λοιποί κατά Ελλάδας- Η κράτηση προσώπων με HIV
(ΕΔΔΑ 77457/13)
Πόσο ικανοποιητικές είναι οι συνθήκες κράτησης και η παρεχόμενη ιατρική περίθαλψη για μια κρατούμενη- φορέα του HIV;
Πώς αντιμετώπισε το Δικαστήριο τον κίνδυνο στιγματισμού και περιθωριοποίησης των οροθετικών κρατουμένων;
Περίληψη της υπόθεσης:
Οι προσφεύγουσες, έξι γυναίκες κρατούμενες στις γυναικείες φυλακές της Θήβας με HIV, προσέφυγαν τον Οκτώβριο του 2013 στον εισαγγελέα επόπτη των φυλακών Θήβας, υποστηρίζοντας ότι η φυλάκιση ασθενών που έχουν προσβληθεί από τον ιό HIVυπό τις δεδομένες συνθήκες κράτησης και χωρίς την κατάλληλη ιατρική και φαρμακευτική περίθαλψη συνιστούσε βασανιστήριο, εξευτελιστική και απάνθρωπη μεταχείριση.[1]Τα παράπονά τους αναφέρονταν συγκεκριμένα στην έλλειψη ιατρικού προσωπικού, ιδίως ιατρών ειδικών στις μολυσματικές ασθένειες, στη μη χορήγηση απαραίτητης θεραπευτικής αγωγής και γενικά στις συνθήκες κράτησης (θέρμανση, τροφή, πόσιμο νερό, υγιεινή). Επιπρόσθετα, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονταν ότι, ενώ βρίσκονταν στην ίδια φυλακή με τους υπόλοιπους κρατούμενους, «στιγματίστηκαν λόγω της «γκετοποίησης και της απομόνωσής τους στο ίδιο δωμάτιο», που κινδύνευε να τους προκαλέσει ψυχολογικά και νευρολογικά προβλήματα. Τέλος, εκείνες οι προσφεύγουσες που είχαν τεθεί σε προσωρινή κράτηση ή είχαν δικαστεί μόνο σε πρώτο βαθμό, θεωρούσαν τους εαυτούς τους θύματα διακριτικής μεταχείρισης, καθώς δεν μπορούσαν να επωφεληθούν βάσει του αρ. 110Α του Ποινικού Κώδικα (απόλυση για λόγους υγείας), σε αντίθεση με τις λοιπές κρατούμενες που μπορούσαν να επικαλεστούν την εν λόγω διάταξη. Για τη νομική θεμελίωση των ισχυρισμών τους οι προσφεύγουσες επικαλέστηκαν το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ, είτε μεμονωμένα, είτε σε συνδυασμό με το άρθρο 14, που αφορούν στα βασανιστήρια και στην απαγόρευση των διακρίσεων, αντίστοιχα. Παράλληλα, επικαλέστηκαν και το άρθρο 13 της Σύμβασης, υποστηρίζοντας ότι δεν είχαν στη διάθεσή τους αποτελεσματικά μέσα προσφυγής για να διατυπώσουν τις αιτιάσεις τους.
Από την πλευρά της η ελληνική κυβέρνηση υποστήριξε ότι κατά την είσοδό τους στη φυλακή, όλες οι τρόφιμοι υπόκεινται σε ιατρική εξέταση, λαμβάνουν θεραπεία αν αυτό κρίνεται απαραίτητο ή διαμετακομίζονται στο νοσοκομείο για να υποβληθούν σε συμπληρωματικές εξετάσεις. Ισχυρίστηκε ότι δεν είναι απαραίτητη η διασφάλιση της παρακολούθησής τους από ειδικό μολυσματικών ασθενειών εντός της φυλακής, ενώ τέλος, επιβεβαίωσε ότι ουδεμία από τις προσφεύγουσες δεν χρειάστηκε να πληρώσει για την αγωγή που της είχε συνταγογραφηθεί.
Η απόφαση του Δικαστηρίου:
Ως προς τον ισχυρισμό των προσφευγουσών περί αναξιοπρεπών συνθηκών κράτησης, το Δικαστήριο κατόπιν διαπίστωσής του κατέληξε στο συμπέρασμά ότι οι συνθήκες φυλάκισης ήταν αξιοπρεπείς.
Αναφορικά με τον ισχυρισμό περί «γκετοποίησης», όπως διαπιστώθηκε, οι προσφεύγουσες τοποθετήθηκαν σε θάλαμο όπου στεγάζονταν κι άλλες κρατούμενες. Από μόνο του και ελλείψει άλλων στοιχείων τα οποία δεν ανέφεραν οι προσφεύγουσες, το γεγονός ότι τοποθετήθηκαν μαζί δεν αποδεικνύει οποιαδήποτε πρόθεση των αρχών των Φυλακών να τις θέσουν σε κατάσταση διαχωρισμού. Κατά τη γνώμη του Δικαστηρίου, είναι λογικό να συναχθεί το συμπέρασμα ότι αυτή η συγκέντρωση στον ίδιο θάλαμο, αλλά σε μια πτέρυγα που στέγαζε και άλλες κρατούμενες, στόχευε στην αποτελεσματική διαχείριση της ομάδας των προσφευγουσών, καθώς και, γενικότερα, στο σύνολο της Φυλακής. Η τοποθέτησή τους [των κρατουμένων που ζουν με HIV/AIDS] σε διαφορετικά κελιά και δωμάτια, θα είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση της ανησυχίας των άλλων κρατουμένων, κάτι που μπορεί να είναι κατανοητό σε ένα κλειστό μέρος, όπως αυτό μιας φυλακής.
Περαιτέρω, το Δικαστήριο δέχτηκε ότι η ομαδοποίηση των προσφευγόντων, ακόμη και αν υποτεθεί ότι θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως διαφορετική μεταχείριση αυτών σε σύγκριση με τους απλούς κρατούμενους, ερειδόταν σε θεμιτό σκοπό και αποτελούσε, υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, εύλογο και επιτρεπτό μέσο, σύμφωνο με την αρχή της αναλογικότητας.
Τρίτον, όσον αφορά την ιατρική περίθαλψη, το Δικαστήριο σημειώνει εξ’ αρχής ότι η Κυβέρνηση προσκόμισε ενώπιόν της φάκελο που περιέχει αντίγραφα μεγάλου αριθμού ιατρικών εκθέσεων, αποτελεσμάτων ιατρικών εξετάσεων και συνταγών φαρμάκων, που καταρτίσθηκαν κατά την περίοδο κράτησης των προσφευγουσών. Το Δικαστήριο θεώρησε ότι ούτε η ζωή ούτε η υγεία των κρατουμένων τέθηκαν σε κίνδυνο καθ’ όλη την διάρκεια της κράτησής τους στις Φυλακές της Θήβας και ότι οι αρχές δεν παρέβησαν την υποχρέωσή τους να τους παρέχουν ιατρική βοήθεια σύμφωνα με τις απαιτήσεις της κατάστασης της υγείας τους.
Αναφορικά με το ζήτημα παραβίασης ή μη του άρθρου 13 της Σύμβασης, το Δικαστήριο, επικαλέστηκε τη νομολογία του και, συγκεκριμένα, την υπόθεση Umelek κατά Κροατίας, στην οποία και αποσαφήνισε τις έννοιες των «προληπτικών» και «αντισταθμιστικών» μέτρων που έχει στη διάθεσή του ο προσφεύγων. Εν προκειμένω διαπίστωσε ότι ούτε η προληπτική προσφυγή (προσφυγή στον εισαγγελέα), ούτε και η αντισταθμιστική (αγωγή αποζημίωσης) θα μπορούσαν να θεωρηθούν πραγματικές κατά την έννοια της νομολογίας Umelek. Έτσι, το Δικαστήριο διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 13.
Τέλος, το Δικαστήριο απέρριψε ως προδήλως αβάσιμο τον ισχυρισμό των προσφευγουσών περί διαφοράς αντιμετώπισης μεταξύ των προσφευγουσών, καταδικασθέντων οριστικώς και των λοιπών σε θέματα απόλυσης για λόγους υγείας, καθώς διαπίστωσε ότι η ελληνική έννομη τάξη προβλέπει διαφορετική (ευνοϊκή) ποινική μεταχείριση για όσα άτομα έχουν προσβληθεί από τον ιό HIV, διακρίνοντας πολλές περιπτώσεις.
Τελικώς, το Δικαστήριο, έχοντας διαπιστώσει παραβίαση μόνο του άρθρου 13, επιδίκασε βάσει του αρ. 41 της Σύμβασης αποζημίωση σε κάθε προσφεύγουσα για ηθική βλάβη το ποσό των 2.000€.[2]
Άρθρο 3 της ΕΣΔΑ:
Όπως προαναφέρθηκε, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι συνθήκες κράτησης στις γυναικείες φυλακές της Θήβας δεν συνιστούσαν εξευτελιστική μεταχείριση, και κατά συνέπεια, δεν διαπιστώθηκε παραβίαση του άρθρου 3 περί απαγόρευσης των βασανιστηρίων. Γενικά, το άρθρο 3 της Σύμβασης κατοχυρώνει μια από τις πιο θεμελιώδεις αξίες των δημοκρατικών κοινωνιών. Πράγματι, η απαγόρευση των βασανιστηρίων και της απάνθρωπης ή ταπεινωτικής μεταχείρισης ή τιμωρίας συνδέεται στενά με τον σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Η εν λόγω απαγόρευση είναι απόλυτη, δεν επιτρέπεται καμία παρέκκλιση από αυτήν σύμφωνα με το άρθρο 15 § 2 ακόμη και σε περίπτωση δημόσιας έκτακτης ανάγκης που απειλεί τη ζωή του έθνους ή στις πιο δύσκολες συνθήκες, όπως η καταπολέμηση της τρομοκρατίας και του οργανωμένου εγκλήματος ή εισροή των μεταναστών και των αιτούντων άσυλο, ανεξάρτητα από τη συμπεριφορά του ενδιαφερομένου. Έτσι, η συγκεκριμένη διάταξη επιβάλει πρωτίστως την αρνητική υποχρέωση στα κράτη να απέχουν από την πρόκληση σοβαρής βλάβης κατά προσώπων που υπάγονται στη δικαιοδοσία των κρατών, ενώ παράλληλα θεμελιώνεται και μια σειρά θετικών υποχρεώσεων προστασίας.[3]
Άρθρο 14:
Το άρθρο 14 κατοχυρώνει την απόλαυση σε ισότιμη βάση όλων των δικαιωμάτων και ελευθεριών που εγγυάται η Σύμβαση, χωρίς καμία διάκριση. Γίνεται φανερό ότι η εγγύηση που παρέχεται από το άρθρο 14 δεν έχει αυτοτελή ύπαρξη, αλλά αποτελεί αναπόσπαστο μέρος καθενός από τα άρθρα που θεμελιώνουν δικαιώματα και ελευθερίες. Πρακτικά, το Δικαστήριο εξετάζει το άρθρο 14 πάντα σε συνδυασμό με μια άλλη ουσιαστική διάταξη της Σύμβασης. Γι’ αυτό άλλωστε το εν λόγω άρθρο έχει ευρύτατο πεδίο εφαρμογής (εργασία, ιδιωτική ζωή, εκπαίδευση, πρόσβαση στη δικαιοσύνη κλπ.). Η «διάκριση» συνίσταται στη λιγότερο ευνοϊκή αντιμετώπιση προσώπων που βρίσκονται σε παρόμοια κατάσταση, και αυτή η λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση δεν δικαιολογείται αντικειμενικά και εύλογα. Η προστασία των ανθρώπινων δικαιωμάτων από τις διακρίσεις καλύπτει τόσο τις άμεσες όσο και τις έμμεσες διακρίσεις. Παρόλο που η έννοια των άμεσων διακρίσεων γίνεται εύκολα αντιληπτή, το περιεχόμενο των έμμεσων διακρίσεων παρουσιάζεται πιο δυσνόητο. Συγκεκριμένα, πρόκειται για περιπτώσεις όπου ένας κανόνας ή μια πολιτική που υποτίθεται ότι ισχύουν για όλους εξίσου, στην πραγματικότητα καταλήγουν να λειτουργούν σε βάρος μιας ομάδας.[4] Στην εν λόγω υπόθεση, το Δικαστήριο δεν θεώρησε ότι συνέτρεξε περίπτωση διακριτικής μεταχείρισης των προσφευγουσών, παρόλο που οι ίδιες παραπονέθηκαν ότι απομονώθηκαν και στιγματίστηκαν λόγω της κατάστασής τους, καθώς θεώρησε το Δικαστήριο ότι δεν ήταν στις προθέσεις της κυβέρνησης ο διαχωρισμός και η περιθωριοποίηση των κρατουμένων, και πάντως, σε κάθε περίπτωση, επιδιωκόταν ένας θεμιτός σκοπός.
Άρθρο 13:
Η μόνη παραβίαση την οποία έκανε δεκτή το Δικαστήριο ήταν αυτή του άρθρου 13, σχετικά με το δικαίωμα αποτελεσματικής ένδικης προστασίας. Είναι εμφανές ότι την κύρια ευθύνη για την εφαρμογή των δικαιωμάτων που εγγυάται η Σύμβαση τη φέρουν οι εθνικές αρχές. Τα εθνικά συστήματα είναι εκείνα που πρέπει να προστατεύουν τα ανθρώπινα δικαιώματα, με τον ρόλο του Δικαστηρίου να είναι επικουρικός. Για να πληροί την έννοια του άρθρου 13 ένα μέσο πρέπει να δίνει στους πολίτες τη δυνατότητα να ικανοποιηθούν σε εθνικό επίπεδο για παραβιάσεις που έχουν υποστεί προτού χρειαστεί να τεθεί σε εφαρμογή ο διεθνής μηχανισμός προσφυγής ενώπιον του ΕΔΔΑ. Έτσι, μέσω του άρθρου 13 θεσπίζεται για τα άτομα μια πρόσθετη εγγύηση, προκειμένου να διασφαλιστεί η αποτελεσματική προστασία των δικαιωμάτων τους.[5]
Κριτική της απόφασης:
Αμφιβολίες έχουν εγερθεί για την κρίση του δικαστηρίου αναφορικά κυρίως με το ζήτημα της παραβίασης του αρ.14 της Σύμβασης για την απαγόρευση των διακρίσεων.
Στην απόφασή του το Δικαστήριο σκέφτηκε αμφίβολα ότι δεν είχε αποδειχθεί πως οι αρχές είχαν ενεργήσει με «πρόθεση» να θέσουν τις προσφεύγουσες σε κατάσταση διαχωρισμού, αλλά ότι απλώς είχαν προσπαθήσει να «διαχειριστούν» την ομάδα των προσφευγόντων και το σύνολο φυλακή «αποτελεσματικά». Η μεταγενέστερη συλλογιστική του Δικαστηρίου, ωστόσο, αποδεικνύει όχι μόνο ότι υπήρχε πρόθεση διαχωρισμού, αλλά και ότι βασιζόταν στην άμβλυνση του άγχους των λοιπών κρατουμένων σχετικά με την επαφή με άτομα που ζουν με HIV/AIDS . Το Δικαστήριο νομιμοποίησε ουσιαστικά με την απόφασή του τον στιγματισμό των κρατουμένων φορέων του HIV και έκρινε ότι η χωριστή κράτηση είναι συμβατή με τα άρθρα 3 και 14 της ΕΣΔΑ.
Η στάση αυτή του Δικαστηρίου φαίνεται άλλωστε να αντιφάσκει με προγενέστερη νομολογία του: Στην υπόθεση Kiyutin κατά Ρωσίας και στην Ι. Β. κατά Ελλάδας το ΕΔΔΑ είχε αναγνωρίσει τα οροθετικά άτομα ως «ευάλωτη ομάδα», λόγω των προκαταλήψεων που αντιμετώπιζαν και του εκτεταμένου κοινωνικού αποκλεισμού. Όσον αφορά οποιονδήποτε περιορισμό των δικαιωμάτων μιας τέτοιας «ευάλωτης ομάδας της κοινωνίας που έχει υποστεί σημαντικές διακρίσεις στο παρελθόν… το περιθώριο εκτίμησης του κράτους είναι σημαντικά μικρότερο και πρέπει να έχει πολύ σοβαρούς λόγους για να προβεί σε κάποιον περιορισμό»[6]. Η σημασία αυτής της διαπίστωσης (πρέπει να) ενισχύεται στο πλαίσιο μιας πολιτικής που διαχωρίζει τα άτομα λόγω της κατάστασης της υγείας τους και μάλιστα σ’ ένα μέρος όπως η φυλακή, που εγκυμονεί περισσότερους κινδύνους ψυχολογικούς και σωματικούς.[7]
Η σοβαρότητα της υπόθεσης γίνεται αντιληπτή, αν αναλογιστούμε τον αριθμό κρατουμένων με HIV και λοιπές μεταδοτικές ασθένειες στα σωφρονιστικά ιδρύματα όλου του κόσμου.
Συμπεράσματα:
Εν προκειμένω, το δίλημμα που τίθεται σχετίζεται με τη δικαιολογημένη ή μη, διαφορετική μεταχείριση των κρατουμένων εκ μέρους της κυβέρνησης. Αφενός, σύμφωνα με τη θέση του Δικαστηρίου η διακριτική μεταχείριση των οροθετικών κρατουμένων επιβαλλόταν για λόγους δημοσίου συμφέροντος, και προστασίας της δημόσιας υγείας. Αφετέρου, ήταν ξεκάθαρο ότι η πολιτική χωριστής κράτησης στις φυλακές υιοθετήθηκε προκειμένου να κατευναστούν οι ανησυχίες των συγκρατουμένων τους σχετικά με τον HIV. Βέβαια, η όποια ανασφάλεια και ανησυχία των λοιπών κρατουμένων είναι δεδομένο ότι οφείλεται στην άγνοια σχετικά με τον τρόπο εξάπλωσης της νόσου. Δεν επρόκειτο, επομένως για βάσιμους φόβους, αλλά για έναν εσφαλμένα αντιληπτό κίνδυνο βασιζόμενο σε προκαταλήψεις, οι οποίες, λόγω των μέτρων που υιοθετούνται, διαιωνίζονται. Δεδομένου, τέλος, ότι διακυβεύονται θεμελιώδη αγαθά, πρέπει κάθε φορά η στάθμιση και η κρίση κάθε δικαιοδοτικού οργάνου που επιτρέπει μια διακριτική μεταχείριση, και καθιστά ανεκτή τη διάκριση σε βάρος ομάδων προσώπων χάριν μιας ανάγκης, να διέπεται από μεγάλη συστολή και προσοχή, με σεβασμό στην αρχή της ισότητας και την ισότιμη απόλαυση των κατοχυρωμένων στη Σύμβαση δικαιωμάτων.
[1] ΕΔΔΑ- Υπόθεση ΔΙΚΑΙΟΥ και λοιποί κατά Ελλάδας, διαθέσιμη στο: https://hudoc.echr.coe.int/eng#{%22itemid%22:[%22001-218885%22]}
[2] ΕΔΔΑ- Υπόθεση ΔΙΚΑΙΟΥ και λοιποί κατά Ελλάδας, διαθέσιμη στο: https://hudoc.echr.coe.int/eng#{%22itemid%22:[%22001-218885%22]}
[3] Guide on Article 3 of the European Convention on Human Rights- Prohibition of Torture, First Edition- 31 August 2022, διαθέσιμο στο: https://www.echr.coe.int/Documents/Guide_Art_3_ENG.pdf
[4] Guide on Article 14 of the European Convention on Human Rights and on Article 1 of Protocol No. 12 to the Convention, Prohibition of Discrimination, 31 August 2022, διαθέσιμο στο: https://www.echr.coe.int/Documents/Guide_Art_14_Art_1_Protocol_12_ENG.pdf
[5] Guide on Article 13 of the European Convention on Human Rights- Right on Effective Remedy, 31 August 2022, διαθέσιμο στο: https://www.echr.coe.int/documents/guide_art_13_eng.pdf
[6] Απόφαση του ΕΔΔΑ στην υπόθεση Kiyutin κατά Ρωσίας, παράγραφος 63, διαθέσιμη στο: https://hudoc.echr.coe.int/eng#{%22itemid%22:[%22001-103904%22]}
[7] Strasbourg Observers “Living with HIV/AIDS in Prison: Segregation and Othering Endorsed by the ECtHR in Dikaiou v Greece”, by Vandita Khanna and Natasa Mavronicola, διαθέσιμο στο: https://strasbourgobservers.com/2020/09/21/living-with-hiv-aids-in-prison-segregation-and-othering-endorsed-by-the-ecthr-in-dikaiou-v-greece/
Κατερίνα Παπάζογλου,
Τριτοετής φοιτήτρια Νομικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης,
Μέλος της ομάδας Σχολιασμού Δικαστικών Αποφάσεων του The Law Project
Comments