Της Παρασκευής Τσαμαδού
Μονομελές Εφετείο Πειραιώς 58/2020
Περίληψη:
«Εν τοις πράγμασι» ομόρρυθμη εταιρεία. Προσωπική ευθύνη των εταίρων και των οργάνων της για τις υποχρεώσεις της εταιρείας. Σύμφωνα με το άρθρο 10 ΑΚ, τα νομικά πρόσωπα διέπονται ως προς την ίδρυση, τη νομική προσωπικότητα και την ικανότητα δικαίου από το δίκαιο της χώρας, στην οποία ασκείται η κεντρική διοίκηση αυτών, εκπορεύονται οι αποφάσεις και διαμορφώνεται η επιχειρηματική πολιτική της επιχείρησης (πραγματική έδρα). Έτσι, αλλοδαπές εταιρείες, οι οποίες έχουν ως πραγματική έδρα την Ελλάδα, δεν έχουν, όμως, συσταθεί σύμφωνα προς τις διατάξεις του ελληνικού δικαίου, πάσχουν ακυρότητα ως εταιρείες του αντίστοιχου εταιρικού τύπου και λειτουργούν ως ομόρρυθμες εταιρείες «εν τοις πράγμασι» και οι εταίροι αυτών ευθύνονται απεριόριστα και εις ολόκληρον μετά της εταιρείας. Περιπτώσεις μη εφαρμογής.
Κρίσιμα σημεία κειμένου απόφασης:
[…] Η εκκαλουμένη εφαρμόζοντας το ελληνικό δίκαιο δέχθηκε εν μέρει ως και κατ’ ουσία βάσιμη την από 14/07/2017 αγωγή, με την οποία η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη ζήτησε, μετά παραδεκτό περιορισμό του αιτήματος σε αναγνωριστικό, να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενοι, έκαστος εις ολόκληρον, υποχρεούνται, κατά τις διατάξεις περί πωλήσεως άλλως περί αναγνωρίσεως χρέους και επικουρικώς περί εφοπλισμού και περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, να της καταβάλουν το σε ευρώ ισόποσο, κατά την ημέρα πληρωμής, ποσό των 100.874,14 δολαρίων ΗΠΑ, ως συνολικό τίμημα (και ποινική ρήτρα για τη μη εμπρόθεσμη καταβολή του) των ναυτιλιακών καυσίμων και λιπαντικών, που πώλησε (η ενάγουσα), για τα αναφερόμενα πλοία, στην πρώτη εναγομένη, η οποία εδρεύει μεν στις Βερμούδες αλλά λειτουργεί στην Ελλάδα ως «εν τοις πράγμασι» ομόρρυθμη εταιρεία και της οποίας μέλη είναι οι λοιποί εναγόμενοι, όπως όλα τα προηγούμενα αναλυτικώς εκτίθενται στην αγωγή. Ειδικότερα, η εκκαλουμένη, αφού απέρριψε ως μη νόμιμες α) την ύψους 16.812,35 δολαρίων ΗΠΑ αξίωση από συμφωνηθείσα ποινική ρήτρα για τη μη εμπρόθεσμη καταβολή του τιμήματος και β) την επικουρική από αδικαιολόγητο πλουτισμό βάση της αγωγής, κεφάλαια κατά των οποίων δεν υπάρχουν λόγοι εφέσεως, αναγνώρισε ότι οι εναγόμενοι και ήδη εκκαλούντες, υποχρεούνται, έκαστος εις ολόκληρον, κατά τις διατάξεις περί πωλήσεως, να καταβάλουν στην ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη το σε ευρώ ισόποσο, κατά την ημέρα πληρωμής, ποσό των 84.061,79 δολαρίων ΗΠΑ, νομιμοτόκως κατά τα σε αυτή αναφερόμενα και καταδίκασε τους εναγομένους σε μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, ποσού 2.200 ευρώ, κρίνοντας ότι παρέλκει η εξέταση της σωρευόμενης βάσεως της αγωγής από τις διατάξεις περί αναγνωρίσεως χρέους και της επικουρικής από τις περί εφοπλισμού διατάξεις. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται τώρα οι εκκαλούντες, για κακή εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, και ζητούν την εξαφάνισή της και την απόρριψη της αγωγής, ισχυριζόμενοι ότι η πρώτη εξ αυτών δεν είναι εν τοις πράγμασι ομόρρυθμη εταιρεία αλλά αλλοδαπή εταιρεία συμμετοχών, οι θυγατρικές της οποίας εταιρείες που διαχειρίζονται τα υπό ξένη σημαία πλοία για τα οποία αγοράστηκαν τα ένδικα καύσιμα έχουν νόμιμα εγκατεστημένα γραφεία στην Ελλάδα, ότι η διεύθυνση και διαχείριση όλων των υποθέσεων της πρώτης γίνεται στην αλλοδαπή και ότι οι λοιποί εκκαλούντες δεν έχουν την ιδιότητα του ομόρρυθμου εταίρου της αλλά υπήρξαν ο δεύτερος μόνο νόμιμος εκπρόσωπος, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος αυτής και η τρίτη ιδιωτική υπάλληλος, που τυπικά μόνο άσκησε χρέη προέδρου και διευθύνοντος συμβούλου της πρώτης, από 20/10/2016 έως 19/12/2016, χωρίς να έχει αποφασιστική συμμετοχή στη διοίκηση της εταιρείας.
Από τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 2 περ. στ’ του Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι)», ο οποίος εφαρμόζεται στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης -πλην της Δανίας- στις συμβάσεις που συνάπτονται μετά την 17/12/2009 (άρθρο 28) και έχει οικουμενικό χαρακτήρα, με βάση τη διάταξη του άρθρου 2, με την έννοια ότι μπορεί να οδηγήσει και στην εφαρμογή του δικαίου ενός κράτους που δεν είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συνάγεται ότι από το πεδίο εφαρμογής του παραπάνω Κανονισμού αποκλείονται τα ζητήματα που ανάγονται στο δίκαιο των εταιρειών, μεταξύ των οποίων και το ζήτημα της προσωπικής ευθύνης των εταίρων και των οργάνων τους για τις υποχρεώσεις της εταιρίας. Από τη διάταξη του άρθρου 10 ΑΚ συνάγεται ότι τα νομικά πρόσωπα διέπονται ως προς την ίδρυση, τη νομική προσωπικότητα και την ικανότητα δικαίου από το δίκαιο της χώρας, στην οποία ασκείται η κεντρική διοίκηση αυτών, εκπορεύονται οι αποφάσεις και διαμορφώνεται η επιχειρηματική πολιτική της επιχείρησης (πραγματική έδρα). Έτσι, αλλοδαπές εταιρείες, οι οποίες έχουν ως πραγματική έδρα την Ελλάδα, δεν έχουν, όμως, συσταθεί σύμφωνα προς τις διατάξεις του ελληνικού δικαίου, πάσχουν ακυρότητα ως εταιρείες του αντίστοιχου εταιρικού τύπου και λειτουργούν ως ομόρρυθμες εταιρείες «εν τοις πράγμασι» και οι εταίροι αυτών ευθύνονται απεριόριστα και εις ολόκληρον μετά της εταιρείας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 249 παρ. 1 και 258 παρ. 3 του Ν. 4072/2012. Τα προεκτεθέντα δεν ισχύουν προκειμένου περί: α) εταιρειών των ΗΠΑ συνεστημένων δυνάμει των νόμων και κανονισμών των ΗΠΑ (άρθρο 24 παρ. 3 εδ. 2 της από 3ης Αυγούστου 1951 Συνθήκης Φιλίας, Εμπορίου και Ναυτιλίας μεταξύ Ελλάδος και Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, που κυρώθηκε με το άρθρο μόνο του ν. 2893/1954), β) εταιρειών συσταθέντων σύμφωνα με τη νομοθεσία κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εντός του εδάφους του οποίου έχουν την καταστατική τους έδρα (άρθρα 43, 48 και 293 της Συνθήκης Ευρωπαϊκής Ενώσεως, όπως έχει τροποποιηθεί μεταγενέστερα, η οποία έχει κυρωθεί με το άρθρο πρώτο του Ν. 945/1979), γ) ναυτιλιακών εταιρειών, πλοιοκτητριών ή διαχειριστριών πλοίων υπό ελληνική σημαία, κατά τον ενεστώτα χρόνο ή κατά το παρελθόν, καθώς και των εταιρειών χαρτοφυλακίου αυτών, εξαιρουμένων των εταιρειών πλοιοκτητριών ή διαχειριστριών σκαφών αναψυχής, δ) ναυτιλιακών εταιρειών, μη πλοιοκτητριών ή διαχειριστριών πλοίων υπό ελληνική σημαία κατά τον ενεστώτα χρόνο ή κατά το παρελθόν, εγκατεστημένων εντός της ημεδαπής, δυνάμει αδείας χορηγούμενης δια κοινής αποφάσεως των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Εμπορικής Ναυτιλίας, δημοσιευομένης δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, καθώς και των εταιρειών χαρτοφυλακίου αυτών, υπό την αυτή ως άνω (υπό στοιχείο γ’) εξαίρεση, και ε) ναυτιλιακών εταιρειών πλοιοκτητριών ή διαχειριστριών πλοίων υπό ξένη σημαία ως και των εταιρειών χαρτοφυλακίου αυτών, εφόσον τα πλοία αυτών διαχειρίζονται ή διαχειρίζονταν γραφεία ή υποκαταστήματα εταιρειών εγκατεστημένων εντός της ημεδαπής δυνάμει ομοίας ως άνω (υπό στοιχείο δ’) άδειας, υπό την ίδια εξαίρεση (άρθρα 1 του Ν. 791/1978 και 25 του Ν. 27/1975, όπως έχει αντικατασταθεί δια του άρθρου 4 του Ν. 2234/1994 και 11 παρ. Δ του Ν. 3816/2010), οι οποίες διέπονται ως προς τη σύσταση, τη νομική προσωπικότητα και την ικανότητα δικαίου από το δίκαιο της χώρας, όπου ευρίσκεται η καταστατική τους έδρα, ανεξαρτήτως του τόπου διεύθυνσης των εταιρικών υποθέσεων (Βλ. ΟλΑΠ 2/2003 ΕλλΔνη 2003.388, ΑΠ 803/2010, ΑΠ 812/2008, ΕφΠειρ 151/2016 – ΝΟΜΟΣ).
Από την εκτίμηση όλων ανεξαιρέτως των νομίμως μετ’ επικλήσεως προσκομιζομένων εγγράφων, σε μερικά από τα οποία ενδεικτικώς μόνο γίνεται μνεία κατωτέρω, χωρίς ωστόσο να λαμβάνεται υπόψη ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων η από 26/04/2017 ένορκη βεβαίωση (affidavit), την οποία προσάγουν με επίκληση οι εκκαλούντες (με αριθμό σχετικού 12), καθόσον κρίνεται ότι αυτή δεν συντάχθηκε σε ανύποπτο χρόνο σε σχέση με την παρούσα δίκη αλλά στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς για να χρησιμεύσει ως αποδεικτικό μέσο σε αυτή, συνεπώς αποτελεί μαρτυρία τρίτου που δόθηκε κατά τρόπο μη προβλεπόμενο στο νόμο και κατά καταστρατήγηση των σχετικών διατάξεων των άρθρων 421 επ. ΚΠολΔ (πρβλ. ΟλΑΠ 8/1987 ΕλλΔνη 1987.628, ΑΠ 524/2018, ΑΠ 6/2019 – ΝΟΜΟΣ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη εταιρεία, εδρεύει στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και δραστηριοποιείται στον τομέα της διεθνούς εμπορίας πετρελαιοειδών και ναυτιλιακών καυσίμων. Η εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα εταιρεία συστήθηκε στις 12/01/2005, σύμφωνα με το κεφάλαιο 14 του νόμου περί εταιρειών 1981 της Δημοκρατίας των Βερμούδων και, ακολούθως, στις 21/12/2009 καταχωρήθηκε στο μητρώο εταιρειών της Δημοκρατίας των Βερμούδων, σύμφωνα με το κεφάλαιο 10 του προαναφερόμενου νομοθετήματος (βλ. την από 17/01/2005 βεβαίωση σύστασης και την από 21/12/2009 βεβαίωση σύστασης λόγω αλλαγής επωνυμίας, τα οποία επαναπροσάγουν με επίκληση σε νόμιμη μετάφραση από την αγγλική γλώσσα στην ελληνική οι εφεσίβλητοι). Από το έτος 2009, τη διοίκηση της εναγόμενης εταιρείας ασκεί ο δεύτερος εναγόμενος, ο οποίος έχει τις ιδιότητες του Διευθύνοντος Συμβούλου, του Διευθυντή και Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου της, εκτός από το χρονικό διάστημα από 19/10/2016 έως 20/12/2016, κατά το οποίο, κατόπιν παραιτήσεώς του, τη διοίκηση ασκούσε η τρίτη εναγόμενη, υπό τις ίδιες ως άνω αναφερόμενες ιδιότητες. Η παραπάνω εταιρεία δεν διατηρεί οργανωμένο γραφείο ούτε έχει αναπτύξει οποιαδήποτε δραστηριότητα στην καταστατική της έδρα στη Δημοκρατία των Βερμούδων. Έχει συστήσει, όμως, διάφορες ναυτιλιακές εταιρείες, των οποίων είναι μοναδική μέτοχος, όπως μια εδρεύουσα στον Παναμά εταιρεία και μια εδρεύουσα στη Λιβερία εταιρεία, οι οποίες διαχειρίζονται, αντίστοιχα, ένα υπό σημαία Παναμά πλοίο, κυριότητας της εδρεύουσας στη Λιβερία εταιρείας, και ένα υπό σημαία Λιβερίας πλοίο, κυριότητας της εδρεύουσας στη Λιβερία εταιρείας. Οι θυγατρικές αυτές της πρώτης ενάγουσας εταιρείες, που είναι διαχειρίστριες των ανωτέρω πλοίων, έχουν εγκαταστήσει γραφεία στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στον Πειραιά, σύμφωνα με τις διατάξεις των ΑΝ 378/68, Ν. 27/75, Ν. 814/78, Ν. 3752/09 και Ν. 4150/13, δυνάμει της 3122.1/4132/24503/24.10.2007 (ΦΕΚ 2144/2007) υπουργικής αποφάσεως και της 31222.1/4379/11.01.2010 (ΦΕΚ 28/Β/2010) υπουργικής αποφάσεως αντίστοιχα. Των ανωτέρω γραφείων νόμιμος εκπρόσωπος είναι ο δεύτερος εναγόμενος-εκκαλών, ο οποίος είναι το πρόσωπο που επιχειρηματικά δραστηριοποιείται μέσω όλων των ανωτέρω εταιρειών λαμβάνοντας κατά κύριο λόγο ο ίδιος τις σχετικές με τη διοίκηση και διαχείρισή τους αποφάσεις. Ωστόσο, παρόλο που για την εκκαλούσα εταιρεία-πρώτη εναγομένη δεν έχουν τηρηθεί οι προβλεπόμενες από τους ελληνικούς νόμους διατυπώσεις σύστασης και δημοσιότητας ούτε έχει εγκατασταθεί με οποιονδήποτε τρόπο στην Ελλάδα, με βάση το ειδικό νομοθετικό καθεστώς που διέπει τις αλλοδαπές ναυτιλιακές εταιρείες (βλ. το προσαγόμενο από την εφεσίβλητη υπ’ αριθ. πρωτ. 2212.2-3/104913/09.12.2016 έγγραφο του Τμήματος Ναυτιλιακών Εταιρειών του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής), αυτή εμπίπτει στην ανωτέρω υπό στοιχείο ΙΙ ε’ εξαίρεση, διότι αποτελεί εταιρεία χαρτοφυλακίου, οι θυγατρικές της οποίας εταιρείες διαχειρίζονται πλοία υπό αλλοδαπή σημαία, τα οποία δεν είναι πλοία αναψυχής αλλά ποντοπόρα φορτηγά, και έχουν εγκαταστήσει νομίμως γραφείο στην Ελλάδα, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα. Το δε γεγονός ότι ο δεύτερος εναγόμενος ασκεί μέσω αυτής επιχειρηματική δραστηριότητα δεν αρκεί για να της προσδώσει τον χαρακτήρα εν τοις πράγμασι ομόρρυθμης εταιρείας ούτε να καταστήσει αυτόν ομόρρυθμο εταίρο της ευθυνόμενο εις ολόκληρον μαζί της για τα εταιρικά της χρέη. Κατά συνέπεια, έσφαλε η εκκαλουμένη που δέχθηκε ότι η πρώτη εναγομένη και ήδη εκκαλούσα θεωρείται ομόρρυθμη εν τοις πράγμασι εταιρεία που διέπεται ως προς την εσωτερική λειτουργία της από το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο και ότι οι δεύτερος και τρίτη των εναγομένων και ήδη εκκαλούντων επέχουν θέση ομορρύθμου εταίρου αυτής. […] Το τίμημα για καθεμία από τις προαναφερόμενες συμβάσεις πωλήσεως, δεν έχει εξοφληθεί, γεγονός που δεν αμφισβητήθηκε ειδικά από τους εναγόμενους (261 εδ. β’ ΚΠολΔ) ούτε παραπονούνται για το αντίθετο με λόγο εφέσεως.
Επομένως, οφείλεται στην ενάγουσα-εφεσίβλητη για την παραπάνω αιτία το συνολικό ποσό των (35.914,63 + 3.567,80 + 4.550 + 6.886,40 + 21.360 + 11.782,96=) 84.061,79 δολαρίων ΗΠΑ. Η δε εναγόμενη-εκκαλούσα εταιρεία κατήρτισε με την ενάγουσα-εφεσίβλητη τις εν λόγω συμβάσεις πωλήσεως στο δικό της όνομα και για δικό της λογαριασμό, χωρίς να δηλώσει στην αντισυμβαλλομένη της ότι ενεργεί για λογαριασμό τρίτου, κρίση που ενισχύεται από τα μηνύματα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας που απέστειλε η εναγόμενη-εκκαλούσα εταιρεία στην ενάγουσα- εφεσίβλητη, κατά τους μήνες Σεπτέμβριο και Οκτώβριο 2016, στο πλαίσιο της μεταξύ τους επικοινωνίας για τη συμβιβαστική επίλυση της ένδικης διαφοράς, η οποία τελικά δεν επιτεύχθηκε. Ειδικότερα, από τα μηνύματα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας που προσάγει με επίκληση η ενάγουσα-εφεσίβλητη αποδεικνύεται ότι η εναγόμενη εταιρεία, διά των υπαλλήλων της, κατά το παραπάνω διάστημα επικοινωνούσε με την ενάγουσα-εφεσίβλητη για την επίτευξη συμβιβαστικής επιλύσεως της ένδικης διαφοράς, χωρίς να προβεί σε οποιαδήποτε αναφορά ότι ενεργεί για λογαριασμό τρίτου.
Η παραπάνω κρίση του Δικαστηρίου περί καταρτίσεως των ένδικων συμβάσεων πωλήσεως με την εναγόμενη-εκκαλούσα εταιρεία στο όνομα και για λογαριασμό της δεν αναιρείται από τα δικαστικά τεκμήρια που συνάγονται από τη νομοτύπως δοθείσα στα πλαίσια άλλης δίκης ένορκη βεβαίωση των υπαλλήλων της πρώτης εναγομένης, καθώς αυτοί καταθέτουν γενικά ότι η τιμολόγηση των παραγγελλόμενων προϊόντων για τον εφοδιασμό των διαχειριζόμενων από τις θυγατρικές της πρώτης εναγόμενης-εκκαλούσας εταιρείες πλοίων ζητείται να γίνεται στο όνομα των πλοιοκτητριών εταιρειών, χωρίς να καταθέτουν οτιδή- ποτε συγκεκριμένο σχετικά με τις ένδικες συμβάσεις. Τέλος, η ως άνω κρίση του Δικαστηρίου δεν αναιρείται ούτε από το γεγονός ότι τα τιμολόγια της ενάγουσας- εφεσίβλητης για τις ένδικες συμβάσεις πωλήσεως έχουν εκδοθεί, για μεν όσα λιπαντικά και καύσιμα παραδόθηκαν στο πλοίο «NV», σε χρέωση: «NV και/ή πλοίαρχος και/ή ιδιοκτήτες και/ή ναυλωτές και/ή διαχειριστές και/ή εφοπλιστές και/ή … και/ή … και/ή …», για δε όσα λιπαντικά και καύσιμα παραδόθηκαν στο πλοίο «I» σε χρέωση: «I και/ή πλοίαρχος και/ή ιδιοκτήτες και/ή ναυλωτές και/ή διαχειριστές και/ή εφοπλιστές και/ή … και/ή … και/ή …», καθόσον κατά τη διεθνή ναυτιλιακή πρακτική στα τιμολόγια πωλήσεως που εκδίδονται στο πλαίσιο εφοδιασμού πλοίων συνηθίζεται να αναφέρονται μονομερώς από την πωλήτρια -πέραν του αντισυμβαλλομένου της- και άλλα φυσικά και νομικά πρόσωπα που συνδέονται με οποιαδήποτε έννομη σχέση με το πλοίο, και μάλιστα χωρίς πάντοτε αυτά να κατονομάζονται ειδικά, αλλά μόνο με αναφορά της ιδιότητάς τους, σε κάθε περίπτωση δε σε όλα τα ανωτέρω τιμολόγια αναφέρεται ως υπόχρεη για την πληρωμή του τιμήματος και η πρώτη εναγομένη-εκκαλούσα εταιρεία, η οποία και ήταν η αντισυμβαλλομένη (αγοράστρια) της ενάγουσας-εφεσίβλητης (πωλήτριας) στις ένδικες συμβάσεις πωλήσεως, όπως ορθώς έκρινε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, η πρώτη εναγόμενη-εκκαλούσα βαρύνεται με την καταβολή του τιμήματος των διαδοχικών συμβάσεων πωλήσεως που κατήρτισε, δια των υπαλλήλων της, με την ενάγουσα, ευθυνόμενη κατά τις διατάξεις περί πωλήσεως, όπως ορθώς έκρινε η εκκαλουμένη απόφαση. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, δεν έσφαλε η εκκαλουμένη που αναγνώρισε ότι η πρώτη εναγομένη και ήδη εκκαλούσα υποχρεούται να καταβάλει στην ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη το τίμημα από τις ένδικες συμβάσεις πωλήσεως, νομιμοτόκως από τη δήλη ημέρα πληρωμής καθενός επιμέρους τιμολογίου αλλά σωστά εφάρμοσε το νόμο κι εκτίμησε τις αποδείξεις και όσα αντίθετα υποστηρίζει η πρώτη εναγομένη-εκκαλούσα με την υπό κρίση έφεση είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Έσφαλε, όμως, η εκκαλουμένη που δέχθηκε ότι η πρώτη εναγομένη λειτουργεί στην Ελλάδα ως εν τοις πράγμασι ομόρρυθμη εταιρεία της οποίας ομόρρυθμοι εταίροι είναι οι λοιποί εναγόμενοι ευθυνόμενοι εις ολόκληρον για τα χρέη της και πρέπει η υπό κρίση έφεση να γίνει δεκτή ως και κατ’ ουσία βάσιμη κατά τον δεύτερο, τρίτο και τέταρτο (τελευταίο) λόγους της, κατά το μέρος αυτών με το οποίο παραπονούνται οι εκκαλούντες ότι κατά κακή εκτίμηση των αποδείξεων δέχθηκε η εκκαλουμένη ότι η πρώτη εξ αυτών είναι εν τοις πράγμασι ομόρρυθμη εταιρεία και οι λοιποί ομόρρυθμοι αυτής εταίροι.
Στη συνέχεια, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στους εκκαλούντες του κατατεθέντος παραβόλου, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη κατά το εκκληθέν τμήμα της κι αφού κρατηθεί η αγωγή και δικασθεί κατ’ ουσίαν ως προς τα μεταβιβασθέντα στο εφετείο κεφάλαιά της, να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη ως προς τον δεύτερο και την τρίτη των εναγομένων και να γίνει δεκτή ως και κατ’ ουσία βάσιμη ως προς την πρώτη εναγομένη. Να αναγνωρισθεί δε ότι η πρώτη εναγομένη υποχρεούται να καταβάλει στην ενάγουσα το ισάξιο σε ευρώ συνολικό ποσό των (35.914,63 + 3.567,80 + 4.550 + 6.886,40 + 21.360 + 11.782,96 =) ογδόντα τεσσάρων χιλιάδων εξήντα ενός δολαρίων ΗΠΑ και εβδομήντα εννέα σεντς (84.061,79), με βάση την επίσημη ισοτιμία δολαρίου ΗΠΑ/ευρώ κατά το χρόνο της πληρωμής, νομιμοτόκως από την επομένη της ημέρας που συμφωνήθηκε ως δήλη ημέρα για την πληρωμή κάθε επιμέρους ποσού μέχρι την εξόφληση, σύμφωνα με όσα ορίζονται ειδικότερα στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί η πρώτη εναγομένη σε μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, σύμφωνα με όσα ορίζονται ειδικότερα στο διατακτικό και να συμψηφιστούν τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών μεταξύ των λοιπών διαδίκων λόγω του δυσερμήνευτου των εφαρμοστέων κανόνων δικαίου (176, 178, 179, 183 ΚΠολΔ) [...].
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ
Ι. Η θεωρία της πραγματικής έδρας στην ελληνική έννομη τάξη
Βάσει του άρθρου 10 ΑΚ «Η ικανότητα του νομικού προσώπου ρυθμίζεται από το δίκαιο της έδρας του». Η διάταξη αυτή παγίως ερμηνεύεται -τόσο από την επιστήμη1 όσο και από τη νομολογία2- με τρόπο ώστε υπόψη να λαμβάνεται η πραγματική έδρα του νομικού προσώπου, ο τόπος δηλαδή στον οποίο πράγματι ασκείται η διοίκησή του. Η αποδοχή της θεωρίας αυτής οδηγεί στο συμπέρασμα ότι νομικό πρόσωπο που έχει την πραγματική του έδρα στην Ελλάδα, αλλά έχει συσταθεί κατά το δίκαιο άλλης πολιτείας, δεν έχει νόμιμα συσταθεί από την οπτική γωνία της Ελλάδας, επειδή δεν έχουν ακολουθηθεί οι διαδικασίες σύστασης του ελληνικού δικαίου και κατά συνέπεια το νομικό αυτό πρόσωπο θεωρείται άκυρο και πρέπει να αντιμετωπιστεί κατά μετατροπή, εφόσον έχει εταιρικό χαρακτήρα, ως αστική εταιρεία ή, αν ασκεί κατ’ επάγγελμα εμπορικές πράξεις, ως αδημοσίευτη ομόρρυθμη εταιρεία3.
Στον αντίποδα της θεωρίας της πραγματικής έδρας βρίσκεται η θεωρία της σύστασης, σύμφωνα με την οποία το νομικό πρόσωπο διέπεται από το δίκαιο της χώρας στην οποία συστάθηκε, χωρίς να απαιτείται να έχει οποιονδήποτε άλλο σύνδεσμο με τη χώρα αυτή4. Η εν λόγω θεωρία, δηλαδή, δίνει προτεραιότητα στην επιλογή της έννομης τάξης στην οποία προέβησαν τα μέρη κατά τη σύσταση του νομικού προσώπου.
Η βασικότερη δικαστική απόφαση που ερμήνευσε και παγίωσε την ανωτέρω κρατούσα θέση είναι η υπ’ αριθμόν 2/2003 απόφαση της Ολομελείας του Αρείου Πάγου5. Δυνάμει της απόφασης αυτής κρίθηκε ότι «ως «έδρα» νοείται στη διάταξη αυτή η πραγματική και όχι η καταστατική, δηλαδή ο τόπος, όπου είναι εγκατεστημένα τα όργανα που κινητοποιούν τον οργανισμό του νομικού προσώπου, δηλαδή ο τόπος στον οποίο συντελούνται οι σπουδαιότερες εκδηλώσεις της υποστάσεώς του, στον οποίο ασκείται πραγματικά η διοίκηση και λαμβάνονται οι βασικές για τη λειτουργία του αποφάσεις. Διάφορη εκδοχή θα καθιστούσε συνδετικό στοιχείο, για τον προσδιορισμό του εφαρμοστέου δικαίου, τη θέληση (επιλογή) των ενδιαφερομένων. Η λύση αυτή ενώ υιοθετείται προκειμένου περί συμβατικών ενοχών (βλ. ΑΚ 25), δεν αρμόζει προκειμένου να κριθεί η σύσταση και λειτουργία του νομικού προσώπου. Τούτο γιατί αυτό αποτελεί υποκείμενο δικαίου δηλαδή ενεργεί όχι μόνο μεταξύ των συμβαλλομένωνμερών, όπως η συμβατική ενοχή, αλλά έναντι όλων, ώστε η σύσταση, τα όργανα και η εν γένει δράση του ενδιαφέρουν τους τρίτους και τις συναλλαγές όπως είναι οι μέτοχοι της εταιρείας, αλλά και οι δανειστές αυτής και ενδεχομένως τον έλεγχο της εταιρείας από το Κράτος της πραγματικής έδρας του νομικού προσώπου. Επί πλέον το συνδετικό στοιχείο της θέλησης των ιδρυτών (καταστατική έδρα) θα κατέληγε στον παραμερισμό, στην εγχώρια έννομη τάξη, κανόνων δημοσίας τάξεως που είναι αντίθετο στη θεμελιώδη αρχή του άρθρου 3 ΑΚ. Ενόψει των ανωτέρω σκέψεων η θεωρία της πραγματικής έδρας κρατεί απολύτως στη νομολογία (ΟλΑΠ 2/1999, 461/1978) και στη θεωρία. Αντίθετο δεν προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 48 (πρώην 58) της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης που ορίζει, ότι «οι εταιρείες που έχουν συσταθεί σύμφωνα με τη νομοθεσία ενός Κράτους-μέλους και οι οποίες έχουν την καταστατική τους έδρα, την κεντρική τους διοίκηση ή την κύρια εγκατάστασή τους εντός της Κοινότητας εξομοιώνονται, για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος κεφαλαίου, προς τα φυσικά πρόσωπα που είναι υπήκοοι των κρατών-μελών». Τούτο γιατί η διάταξη προϋποθέτει, ότι πρόκειται για άσκηση του δικαιώματος της ελεύθερης εγκαταστάσεως εταιρείας μέσα στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα που είναι εγγυημένη από τα άρθρα 43 και 48 της ΣυνθΕΕ. Δεν ισχύει όμως τούτο, όταν πρόκειται για εταιρεία συνεστημένη σύμφωνα με το δίκαιο Κράτους εκτός της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, η οποία επιθυμεί να έχει την πραγματική της έδρα σε Κράτος της Ευρωπαϊκής Ενώσεως».
Όπως ακροθιγώς αναφέρεται και στην ανωτέρω απόφαση, η θεωρία της πραγματικής έδρας [real seat theory] έχει εγκαταλειφθεί στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Με βάση το άρθρο 49 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) πλέον, στο οποίο εγκαθιδρύεται το θεμελιώδες δικαίωμα στην ελεύθερη εγκατάσταση [freedom of establishment], το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με σειρά αποφάσεών του6 έχει ταχθεί υπέρ της θεωρίας της σύστασης [incorporation theory] ως περισσότερο συμβατής με την εν λόγω ελευθερία της εγκατάστασης που απολαμβάνουν και τα νομικά πρόσωπα. Αποτέλεσμα της νομολογίας αυτής είναι πως η αντιμετώπιση εταιρειών που έχουν συσταθεί και λειτουργούν υπό το δίκαιο άλλου Κράτους Μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά έχουν την πραγματική έδρα τους στην Ελλάδα, ως εν τοις πράγμασι εταιρειών, δεν είναι πλέον δυνατή7.
Την κρατούσα θέση, όπως αυτή ήδη αναλύθηκε και υπό το πρίσμα της ΟλΑΠ 2/2003, υιοθετεί και η σχολιαζόμενη απόφαση καθώς ρητά αναφέρει πως «αλλοδαπές εταιρεί- ες, οι οποίες έχουν ως πραγματική έδρα την Ελλάδα, δεν έχουν, όμως, συσταθεί σύμ- φωνα με τις διατάξεις του ελληνικού δικαίου, πάσχουν ακυρότητα ως εταιρείες του αν- τίστοιχου εταιρικού τύπου και λειτουργούν ως ομόρρυθμες εταιρείες «εν τοις πράγμασι» και οι εταίροι αυτών ευθύνονται απεριόριστα και εις ολόκληρον μετά της εταιρείας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 249 παρ. 1 και 258 παρ. 3 του Ν. 4072/2012».
ΙΙ. Οι εξαιρέσεις από τον κανόνα της πραγματικής έδρας
Παρά την απολύτως κρατούσα θέση περί εφαρμογής της θεωρίας της πραγματικής έδρας στην ελληνική έννομη τάξη, έχουν καθοριστεί και ορισμένες εξαιρέσεις βάσει ειδικών νομοθετημάτων, εξαιρέσεις οι οποίες αναφέρονται αναλυτικά στη σχολιαζόμενη απόφαση. Εν συνόψει, οι εξαιρέσεις αυτές αφορούν εταιρείες των Η.Π.Α. δυνάμει της Συνθήκης Φιλίας, Εμπορίου και Ναυτιλίας μεταξύ Ελλάδος και Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής 1951, εταιρείες συσταθείσες σύμφωνα με τη νομοθεσία Κράτους Μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης -ως ανωτέρω αναφέρθηκε- και ορισμένες ναυτιλιακές εταιρείες υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις8. Στις περιπτώσεις αυτές, λοιπόν, οι εν λόγω εξαιρούμενες εταιρείες διέπονται ως προς τη σύσταση, τη νομική προσωπικότητα και την ικανότητα δικαίου από το δίκαιο της χώρας, όπου ευρίσκεται η καταστατική τους έδρα, ανεξαρτήτως του τόπου διεύθυνσης των εταιρικών τους υποθέσεων∙ υιοθετείται, δηλαδή, εν προκειμένω η θεωρία της σύστασης.
Καθώς η υπό κρίση απόφαση ασχολείται ακριβώς με μια τέτοια εξαίρεση, ουδόλως αναλώνεται στην ανωτέρω προβληματική περί εφαρμογής της θεωρίας της πραγματικής έδρας ή της σύστασης στην προκειμένη περίπτωση∙ υιοθετεί, δηλαδή, μεν την κρατούσα θεωρία περί πραγματικής έδρας, θέση την οποία όμως, εν τέλει, δεν εφαρμόζει λόγω της συνδρομής εξαίρεσης στον ανωτέρω κανόνα.
ΙΙΙ. Αποτίμηση της θεωρίας της πραγματικής έδρας
Ο λόγος για τον οποίο έχει υιοθετηθεί ως κανόνας η θεωρία της πραγματικής έδρας ανευρίσκεται στα πλεονεκτήματα που προσφέρει η εφαρμογή της θεωρίας αυτής. Καταρχήν, η συντριπτική πλειοψηφία των μετόχων/εταίρων που συμμετέχουν στο νομικό πρόσωπο, των συμμετεχόντων στη διοίκηση αυτού, αλλά και των δανειστών του θα βρίσκονται κατά κανόνα στο έδαφος του κράτους όπου η επιχείρηση δραστηριοποιείται πραγματικά. Επομένως, η προστασία όλων αυτών των προσώπων καθίσταται αποτελεσματικότερη όταν το νομικό πρόσωπο υπόκειται στο δίκαιο του κράτους όπου βρίσκεται το κέντρο της επιχειρηματικής του δραστηριότητας.
Το επιχείρημα αυτό είναι μεν πειστικό, όμως δεν λαμβάνει υπόψη τις συνεχείς εξελίξεις που πραγματοποιούνται στις διεθνείς συναλλαγές∙ το τοπίο, δηλαδή, διαθέτει πλέον μια διεθνή διάσταση, η οποία, βάσει της θεωρίας της πραγματικής έδρας, δεν εξυπηρετείται. Κάθε νομικό πρόσωπο, λοιπόν, διατρέχει τον κίνδυνο της μη αναγνώρισης στο έδαφος κράτους στο οποίο δραστηριοποιείται, όταν έχει επιλέξει να συσταθεί στο έδαφος διαφορετικού κράτους. Ειδικά ως προς την ευρωπαϊκή διάσταση του ζητήματος, ως αναφέρθηκε και ανωτέρω, η εφαρμογή της θεωρίας της πραγματικής έδρας, εν τέλει, δημιουργεί επιπλοκές στην άσκηση του θεμελιώδους δικαιώματος εγκατάστασης και εξ αυτού του λόγου έχει πλέον εγκαταλειφθεί.
Από την άλλη πλευρά, τυχόν εφαρμογή της θεωρίας της σύστασης απλουστεύει τα πράγματα∙ δεν είναι αναγκαία η αναζήτηση του κέντρου της επιχειρηματικής δρα- στηριότητας του νομικού προσώπου -αναζήτηση η οποία δεν είναι πάντοτε εύκολη υπόθεση- αλλά αρκεί η ανεύρεση του κράτους στο οποίο συστάθηκε το υπό κρίση νομικό πρόσωπο. Όπως προείπαμε, η θεωρία αυτή είναι που υπερέχει στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως συμβαδίζουσα με τις επιταγές της ελευθερίας εγκατάστασης.
Επιπλέον, καταγράφονται ως πλεονεκτήματα της θεωρίας της σύστασης η διευκόλυνση της κινητικότητας των εταιρειών, αφού η μεταφορά της διοίκησής τους από ένα κράτος σε άλλο δεν συνεπάγεται μεταβολή του εφαρμοστέου εταιρικού δικαίου, η εξασφάλιση της βεβαιότητας δικαίου στις -λίγες στην πράξη- περιπτώσεις που η διοίκηση του νομικού προσώπου ασκείται σε περισσότερα του ενός κράτη και συνεπώς δεν μπορεί εύκολα να εξακριβωθεί που βρίσκεται η πραγματική έδρα και τέλος η αποφυγή της δημιουργίας χωλών σχέσεων, στις οποίες οδηγεί η θεωρία της πραγματικής έδρας, αφού κρίνει ως άκυρες από την οπτική του κράτους τις πραγματικής έδρας εταιρείες που έχουν συσταθεί έγκυρα κατά το δίκαιο της καταστατικής έδρας9.
Ο σημαντικότερος κίνδυνος που εντοπίζεται κατά την εφαρμογή της θεωρίας της σύστασης είναι εκείνος της άγρας δικαστηρίου [forum shopping], ο κίνδυνος, δηλαδή, να επιλεχθεί το πιο ευνοϊκό νομοθετικό καθεστώς για τη σύσταση του νομικού προσώπου προς το σκοπό αποφυγής της εφαρμογής δυσμενών νομικών διατάξεων στο νομικό αυτό πρόσωπο (π.χ. υφίσταται προϋπόθεση κατώτατου μετοχικού κεφαλαίου για τη νόμιμη σύσταση ανώνυμης εταιρείας στην Ελλάδα, ενώ σε άλλη έννομη τάξη αυτή η προϋπόθεση μπορεί να μην τίθεται). Η τακτική αυτή πολύ συχνά οδηγεί σε καταστρατήγηση αναγκαστικών θεσμών και διατάξεων και γι’ αυτό το λόγο πολλά είναι τα κράτη που δεν υιοθετούν τη θεωρία της σύστασης, ώστε να αποφύγουν στην πράξη τέτοιες πρακτικές και να προστατεύσουν αποτελεσματικότερα τα συμφέροντα των τρίτων10. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, βέβαια, έχει αποκρυσταλλωθεί πλέον η θέση πως η επιλογή της πιο ευνοϊκής έννομης τάξης προς το σκοπό εγκατάστασης και λειτουργίας νομικού προσώπου δεν αποτελεί εξ υπαρχής αθέμιτη πρακτική ούτε κατάχρηση του νόμου, αλλά αποτελεί καταρχήν νόμιμη άσκηση του δικαιώματος εγκατάστασης που απολαμβάνει ο καθένας υπό το άρθρο 49 ΣΛΕΕ.
Είναι ευνόητο, βέβαια, πως οι ευρωπαϊκές έννομες τάξεις παρέχουν ορισμένα εχέγγυα νομιμότητας, αποτελεσματικότητας και προστασίας των συμφερόντων των ενδιαφερομένων λόγω της σε μεγάλο βαθμό εναρμόνισης των δικαίων όλων των κρατών μελών. Εξ αυτού και δεν εντοπίζεται καμία δυσκολία ως προς την εφαρμογή της θεωρίας της σύστασης στην περίπτωση αυτή. Όταν, όμως, πρόκειται για έννομη τάξη εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης τα εχέγγυα αυτά δεν διασφαλίζονται και γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο εταιρείες συσταθείσες στο έδαφος άλλων κρατών που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα αντιμετωπίζονται με αρκετή επιφυλακτικότητα και προσδίδεται σε αυτές ο χαρακτήρας εν τοις πράγμασι ομόρρυθμης εταιρείας, διότι ο εταιρικός αυτός τύπος είναι που προσφέρει τη μεγαλύτερη προστασία στους τρίτους.
Αξίζει να σημειωθεί, επιπλέον, πως λόγω της ενωσιακής νομολογίας των τελευταίων ετών αλλά και της όλο και αυξανόμενης κινητικότητας των εταιρειών σε διεθνές επίπεδο, παρατηρείται μια γενικότερη κάμψη της θεωρίας της πραγματικής έδρας. Στην Ελλάδα, το σύστημα της πραγματικής έδρας έχει διαρραγεί και νομοθετικά στην περίπτωση της Ιδιωτικής Κεφαλαιουχικής Εταιρείας (ΙΚΕ), η οποία σύμφωνα με το άρθρο 45 του σχετικού νόμου δεν έχει υποχρέωση να έχει την πραγματική της έδρα στην Ελλάδα. Ανάλογη ρύθμιση, όμως, δεν κατάφερε να ευδοκιμήσει και κατά την πρόσφατη τροποποίηση του δικαίου της ανώνυμης εταιρείας11.
IV. Η προτεινόμενη λύση
Καταληκτικά, θα πρέπει να διατυπωθεί και μια περαιτέρω σκέψη ως προς την αντιμετώπιση του φαινομένου της κατάχρησης διατάξεων και θεσμών αναγκαστικού δικαίου μέσω της επιλογής διαφορετικού κράτους για τη σύσταση της εταιρείας, η οποία σκέψη είναι μεν πιο ευνοϊκή σε σχέση με την εφαρμογή της θεωρίας της πραγματικής έδρας, κρίνεται όμως ότι διασφαλίζει εξίσου αποτελεσματικά την αποφυγή καταχρήσεων και την προστασία των τρίτων. Η σκέψη αυτή αφορά την εφαρμογή και εν προκειμένω του θεσμού της άρσης της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου.
Καταρχήν, η πρακτική αυτή -της άρσης της αυτοτέλειας- εφαρμόζεται ήδη στην περίπτωση των ναυτιλιακών εταιρειών, για τις οποίες, όπως ήδη αναφέραμε, δεν βρίσκει εφαρμογή η θεωρία της πραγματικής έδρας. Επομένως, καθώς πρέπει με κάποιον τρόπο να αντιμετωπιστούν φαινόμενα κατάχρησης του εταιρικού δικαίου, έχει επιλεγεί προς το σκοπό αυτό ο θεσμός της άρσης της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνει η υπ’ αριθμόν 2/2013 απόφαση της Ολομελείας του Αρείου Πάγου12, η οποία εξετάζει ακριβώς την περίπτωση της άρσης αυτοτέλειας νομικού προσώπου και σύμφωνα με την οποία «Στο πλαίσιο ακριβώς αυτό εντάσσεται και αξιολογείται και η συνηθισμένη στη ναυτιλία επιχειρηματική δραστηριότητα, κατά την οποία ο επιχειρηματίας, που δεν επιθυμεί να διακινδυνεύσει απεριόριστα κεφάλαια, συνιστά μία ή περισσότερες εταιρείες στο εσωτερικό ή στο εξωτερικό της Χώρας, οι οποίες αγοράζουν ένα ή περισσότερα πλοία και τα εκμεταλλεύονται για δικό τους λογαριασμό, είτε απευθείας οι ίδιες είτε με ανάθεση της διαχείρισής τους σε άλλη εταιρεία, η οποία προϋπάρχει ή ιδρύεται για το σκοπό αυτό και ενεργεί για λογαριασμό τους. Κατ’ αυτό τον τρόπο τον έλεγχο της πλοιοκτήτριας, αλλά συνήθως και της διαχειρίστριας εταιρείας, διατηρεί ο επιχειρηματίας, που συμμετέχει κατά κανόνα και στη διοίκησή τους και ως κύριος μέτοχος κερδοσκοπεί έμμεσα με την απόληψη των κερδών της πλοιοκτήτριας εταιρείας. Η επιχειρηματική αυτή δραστηριότητα δεν προσδίδει από μόνη της την ιδιότητα και τις έννομες συνέπειες του εφοπλιστή στον επιχειρηματία, αφού λείπει από αυτόν η βούληση της εκμετάλλευσης του πλοίου για λογαριασμό του». Μάλιστα, και η σχολιαζόμενη απόφαση που ασχολείται με ναυτιλιακή εταιρεία κάνει μια νύξη προς αυτή την κατεύθυνση. Αναφέρει, δηλαδή, επί λέξει ότι «Το δε γεγονός ότι ο δεύτερος εναγόμενος ασκεί μέσω αυτής επιχειρηματική δραστηριότητα δεν αρκεί για να της προσδώσει τον χαρακτήρα εν τοις πράγμασι ομόρρυθμης εταιρείας ούτε να καταστήσει αυτόν ομόρρυθμο εταίρο της ευθυνόμενο εις ολόκληρον μαζί της για τα εταιρικά της χρέη».
Σε γενικότερο επίπεδο, η αρχή της οικονομικής αυτοτέλειας και ευθύνης του νομικού προσώπου της εταιρείας έναντι των μετόχων ή των εταίρων της υποχωρεί όταν η επίκληση της διαφορετικής προσωπικότητάς της χρησιμεύει για να νομιμοποιηθεί αποτέλεσμα αντίθετο προς τους κανόνες της καλής πίστης, δηλαδή όταν οι πράξεις της εταιρείας είναι στην πραγματικότητα πράξεις του κυρίαρχου μετόχου ή εταίρου της που σκόπιμα παραλλάσσονται ή αντιστρόφως όταν οι πράξεις του φυσικού προσώπου συνέχονται με την εταιρεία από την οποία αθέμιτα επιχειρείται να αποκοπούν. Ο κανόνας αυτός δύναται να χρησιμοποιηθεί και στην περίπτωση εταιρειών που επιλέγουν να συσταθούν σε χώρα του εξωτερικού, ώστε να απολάβουν του ευνοϊκότερου εταιρικού δικαίου της χώρας αυτής, όμως μοναδικός σκοπός της επιλογής τους αυτής είναι η καταστρατήγηση κανόνων αναγκαστικού δικαίου της χώρας στην οποία πράγματι δραστηριοποιούνται. Η λύση αυτή κρίνεται πιο ελαστική, διότι δεν μετατρέπεται μια κεφαλαιουχική εταιρεία, επί παραδείγματι, εκ των προτέρων και σε κάθε περίπτωση, σε εν τοις πράγμασι ομόρρυθμη εταιρεία στο πλαίσιο του ελληνικού δικαίου, αλλά η δράση και η λειτουργία της ελέγχεται κατά περίπτωση διασφαλίζοντας έτσι τόσο την εφαρμογή των αναγκαστικού δικαίου διατάξεων όσο και την ιδιωτική αυτονομία των μερών.
V. Συμπέρασμα
Από τις αναλύσεις που προηγήθηκαν μπορεί να συναχθεί με ασφάλεια το συμπέρασμα πως, παρόλο που η θεωρία της σύστασης αποτελεί τον ενδεδειγμένο τρόπο με τον οποίο τα μέρη μπορούν να επιλέγουν το πιο συμφέρον νομικό πλαίσιο για την επιχειρηματική δραστηριότητά τους, αυτή αντιμετωπίζεται από τα κράτη με δυσπιστία λόγω των κινδύνων αυθαιρεσίας που περικλείει. Περιθώρια για επιεικέστερη μεταχείριση των αλλοδαπών εταιρειών υπάρχουν και μια ίσως εφαρμόσιμη λύση θα ήταν η θέση σε κίνηση, στη συγκεκριμένη περίπτωση, του μηχανισμού της άρσης της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου, λύση η οποία αποφεύγει μεν τις αυστηρότητες της θεωρίας της πραγματικής έδρας, διασφαλίζει δε, όταν κρίνεται απαραίτητο, την τήρηση των θεμελιωδών θεσμών εταιρικού δικαίου της εκάστοτε -εν προκειμένω της ελληνικής- έννομης τάξης.
Σε κάθε περίπτωση, η σχολιαζόμενη απόφαση βρίσκεται στη σωστή κατεύθυνση, διότι εκκαλεί την πολύ αυστηρότερη προσέγγιση που υιοθέτησε η πρωτόδικη απόφαση και καταλήγει σε μη μετατροπή της υπό κρίση κεφαλαιουχικής εταιρείας σε εν τοις πράγμασι ομόρρυθμη εταιρεία, πράγμα που θα είχε το πολύ δυσμενές αποτέλεσμα για τους μετόχους της να ευθύνονται απεριόριστα και εις ολόκληρον με την εταιρεία για τα χρέη της.
Παρασκευή Τσαμαδού
Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών ΠΜΣ Πολιτικής Δικονομίας 2019 – 2020
Μέλος της ομάδας σχολιασμού δικαστικών αποφάσεων του The Law Project
1 Ν. Λεοντής, Ερμηνεία Αστικού Κώδικα, τόμος Ι, 2020, σελ. 32, Χ. Παμπούκης, Δίκαιο Διεθνών Συναλλαγών, 2010, Μέρος Α, Τίτλος 1, Κεφάλαιο 1.Β.αα, Γ. Σωτηρόπουλος, Δίκαιο Ανώνυμης Εταιρείας, Ερμηνεία κατ’ άρθρο του ν. 4548/2018, τόμος Ι, 2020, σελ. 220.
2 ΟλΑΠ 2/2003, ΤΝΠ ΔΣΑ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ∙ ΟλΑΠ 2/1999, ΝοΒ 1999, σελ. 1113∙ ΠΠρΑθ 6049/2008, ΔΕΕ 2009, σελ. 455∙ ΑΠ 2/2003, ΕΕμπΔ 2003, σελ. 60∙ ΑΠ 796/1993, ΔΕΕ 1995, σελ. 281∙ ΑΠ 335/2001, ΕΝΔ 2001, σελ. 193.
3 Χ. Παμπούκης, Δίκαιο Διεθνών Συναλλαγών, ό.π., Κεφάλαιο 1.Β.αα, Γ. Σωτηρόπουλος, Δίκαιο Ανώνυμης Εταιρείας, ό.π., σελ. 221.
4 Χ. Παμπούκης, Δίκαιο Διεθνών Συναλλαγών, ό.π., Κεφάλαιο 1.Β.αα.
5 ΤΝΠ ΔΣΑ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ.
6 ΔΕΚ C-212/97, Centros Ltd v. Erhvervs-og Selskabsstyrelsen, 1999 [Centros]∙ ΔΕΚ C-167/01, Kamer van Koophandel en Fabrieken voor Amsterdam v. Inspire Art Ltd, 2003 [Inspire Art]∙ ΔΕΚ C- 208/00, Überseering BV v. Nordic Construction Company Baumanagement GmbH, 2002 [Überseering]. Για τις αποφάσεις αυτές βλ. και Ν. Λεοντή, Ερμηνεία Αστικού Κώδικα, ό.π., σελ. 34.
7 Ν. Λεοντής, Ερμηνεία Αστικού Κώδικα, ό.π., σελ. 34.
8 Αναλυτικότερα για τις εξαιρέσεις αυτές βλ. Χ. Παμπούκη, Δίκαιο Διεθνών Συναλλαγών, ό.π., Κεφάλαιο 1.Β.ββ και Γ. Σωτηρόπουλο, Δίκαιο Ανώνυμης Εταιρείας, ό.π., σελ. 221 επ.
9 Χ. Παμπούκης, Δίκαιο Διεθνών Συναλλαγών, ό.π., Κεφάλαιο 1.Β.αα.
10 Χ. Παμπούκης, Δίκαιο Διεθνών Συναλλαγών, ό.π., Κεφάλαιο 1.Β.αα.
11 Γ. Σωτηρόπουλος, Δίκαιο Ανώνυμης Εταιρείας, ό.π., σελ. 222-223.
12 ΕφΑΔΠολΔ 3/2013, σελ. 228 επ.
Comments