top of page

Η Εικονική Δήλωση Βουλήσεως (ΕφΑθ 5415/2019)

Του Ανδρέα Γεωργαντή


Η Εικονική Δήλωση Βουλήσεως (ΕφΑθ 5415/2019)




 

Μπορεί ο καθολικός διάδοχος να επικαλεστεί την εικονικότητα δικαιοπραξίας λόγω εικονικότητας;


Έχουν σημασία τα κίνητρα του εικονικώς δικαιοπρακτούντως;


Αποτελεί η μη καταβολή τιμήματος τεκμήριο εικονικότητας;

 

Περίληψη Επίσημου Κειμένου


Εικονική δήλωση βουλήσεως. Έννοια, περιεχόμενο και αποτελέσματα. Εικονική σύμβαση πώλησης ακινήτου σε εταιρεία. Για την εικονικότητα μιας σύμβασης αρκεί το γεγονός ότι η περιεχόμενη σε αυτήν δήλωση των δικαιοπρακτούντων βρίσκεται σε ηθελημένη διάσταση με την βούλησή τους. Ο πωλητής, ο οποίος είχε λάβει μεγάλες πιστώσεις, αντιμετώπιζε ήδη δυσχέρειες στην εξυπηρέτηση των δανειακών του υποχρεώσεων και διέβλεπε ότι τα επόμενα έτη η εξυπηρέτηση των πιστώσεών του θα καθίστατο ανέφικτη και η ακίνητη περιουσία του θα κινδύνευε από αναγκαστικά μέτρα των πιστωτών του. Γι’ αυτό το λόγο, προέβη στη σύσταση της κυπριακής εταιρείας 3 μήνες πριν την πώληση σε αυτήν του ακινήτου του, η οποία ουδέποτε ανέπτυξε ουδεμία δραστηριότητα, ακριβώς για να υποδεχθεί στην συνέχεια η τελευταία το ακίνητο και έναντι τρίτων να εμφανίζεται το ακίνητο φαινομενικώς στο όνομά της (αλλά και οι μετοχές της στην κυριότητα άλλων προσώπων και όχι του πωλητή) και έτσι το ακίνητο μη εμφανιζόμενο στην κυριότητα του να μην είναι εκτεθειμένο στους δανειστές του.



Πραγματικά Περιστατικά


Στη συγκεκριμένη υπόθεση η εκκαλούσα στρέφεται εναντίον εταιρείας που συνέστησε ο αποθανών σύζυγός της. Συγκεκριμένα, εκείνος όσο βρισκόταν εν ζωή και μετά την αύξηση της περιουσίας του βρέθηκε σε σοβαρή προσωπική οικονομική κρίση, έχοντας εγγυηθεί για μεγάλες πιστώσεις του ομίλου του, αλλά κι έχοντας λάβει ένα υψηλό προσωπικό δάνειο. Τα παραπάνω ο ίδιος προέβλεψε ότι θα ήταν αδύνατο να ικανοποιηθούν και θα κινδύνευε η ακίνητη περιουσία του από αναγκαστικά μέτρα των δανειστών του.


Γι’ αυτό το λόγο συνέστησε κεφαλαιουχική εταιρεία που στο νομικό κόσμο μέτοχοι ήταν δύο άλλες εταιρείες, ενώ στην πραγματικότητα αποκλειστικός μέτοχος ήταν ο ίδιος. Μετά τη σύσταση, μεταβίβασε εικονικά αιτία πώλησης μια τριώροφη οικοδομή στην εταιρεία, ώστε να μη βρεθεί εκτεθειμένη στους δανειστές του.


Μετά το θάνατό του, η σύζυγος του ασκεί αγωγή με σκοπό να αναγνωριστεί η πώληση ως εικονική (άκυρη) και να περιέλθει στην κληρονομιαία περιουσία της.



Ανάλυση Νομικών Ζητημάτων


Όπως προκύπτει από τη θεωρία, η δήλωση βουλήσεως που έγινε μόνο φαινομενικά (εικονικά) είναι άκυρη.


Στην εικονική δήλωση ο δηλών εν γνώσει του καταρτίζει δικαιοπραξία η οποία δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα με σκοπό να δημιουργηθεί στους τρίτους η εντύπωση μεταβολής της νομικής κατάστασης.


Διατυπώνονται δύο απόψεις ως προς το αν για την ύπαρξη εικονικής δικαιοπραξίας πρέπει να το γνωρίζει και το αντισυμβαλλόμενο πρόσωπο. Η πρώτη και κρατούσα, τόσο στη θεωρία, όσο και στη νομολογία άποψη, υποστηρίζει ότι απαιτείται τέτοια γνώση, δηλαδή η εικονικότητα να είναι διμερής. Η άποψη αυτή υπερίσχυσε επειδή προστατεύει τον καλόπιστο συναλλασσόμενο, ο οποίος δε γνώριζε και δεν είχε πρόθεση εικονικής δικαιοπραξίας και σε αυτή την περίπτωση μιλάμε για «κρυψιβουλία». Η λιγότερο κρατούσα γνώμη θέλει να αρκεί για την ύπαρξη εικονικότητας να αρκεί να το γνωρίζει μόνο το ένα μέρος. Σε αυτή την περίπτωση μάλλον θα επικρατούσε μια νομική «ανασφάλεια» αφού οι καλόπιστοι συναλλασσόμενοι θα ήταν εκτεθειμένοι σε φαινομενικές συναλλαγές και κάθε δικαιοπραξία θα έφερε τη δαμόκλειο σπάθη της ακυρότητας λόγω εικονικότητας. Η ακυρότητα αφορά τόσο την ενοχική όσο και την εμπράγματη δικαιοπραξία (αφού εκλείπει η αιτία) οι οποίες δεν παράγουν κανένα έννομο αποτέλεσμα αναδρομικά. Επίσης, η ακυρότητα της εικονικής δικαιοπραξίας μπορεί να επικληθεί όχι μόνο από τους συμβαλλόμενους αλλά και από τους ειδικούς και καθολικούς διαδόχους τους και όσους έχουν έννομο συμφέρον. Η ακυρότητα επέρχεται αυτοδικαίως κι επίκλησή της μπορεί να γίνει με απαράγραπτη αναγνωριστική αγωγή ή καταχρηστική ένσταση (με την εξαίρεση της κατάχρησης δικαιώματος).


Με άλλα λόγια, για να αναγνωριστεί ως άκυρη μια δικαιοπραξία πρέπει να συρρέουν οι εξής προϋποθέσεις: φαινομενική πρόταση για δικαιοπραξία, φαινομενική αποδοχή της πρότασης, συμφωνία των συμβαλλομένων ότι η δικαιοπραξία τους δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Ο σκοπός για την κατάρτησή της δεν αναζητείται.


Αντίθετα, από τη στιγμή της αναγνώρισης μιας δικαιοπραξίας ως εικονικής αίρεται η φαινομενικότητά της. Αναζητείται, δηλαδή, η πραγματική βούληση των συναλλασσόμενων. Αν οι δικαιοπρακτούντες στην πραγματικότητα δεν επιθυμούσαν να επέλθει καμία μεταβολή στο νομικό κόσμο, τότε κάνουμε λόγω για απόλυτη εικονικότητα και η δικαιοπραξία είναι αναδρομικά άκυρη. Αν στην πραγματικότητα υποκρύπτεται μια άλλη δικαιοπραξία από αυτή που πραγματικά συστάθηκε, τότε κάνουμε λόγο για σχετική εικονικότητα και η «καλυπτόμενη» δικαιοπραξία είναι έγκυρη, με ό,τι συνέπειες μπορεί να φέρει αυτή (πχ υψηλότερη φορολογική επιβάρυνση). Η κάλυψη μπορεί να είναι πλήρης, αν η ηθελημένη δικαιοπραξία ήταν διαφορετική από την εικονική (πχ δωρεά αντί πώλησης) ή μερική, αν η καλυπτόμενη δικαιοπραξία είναι ίδιου τύπου αλλά με διαφορετικούς όρους από την εικονική (πχ διαφορετικό τίμημα).


Για το εν λόγω ζήτημα η απόφαση 5415/2019 του Εφετείου Αθηνών αναφέρει: «Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρ. 138, 180, 211, 214, 513 και 1033 ΑΚ συνάγεται ότι, σε περίπτωση καταχωρισμένης σε συμβολαιογραφικό έγγραφο συμβάσεως πώλησης και, εξαιτίας της πώλησης, μεταβίβασης της κυριότητας ακινήτου από τον κύριο του ακινήτου σε άλλον, αν οι αντίστοιχες, για την πώληση, δηλώσεις βούλησης αφενός του πωλητή και αφετέρου του αγοραστή ήταν εικονικές, με την έννοια ότι δεν έγιναν σοβαρώς παρά μόνο φαινομενικώς, διότι οι βουλήσεις εκείνων ήταν είτε να μην υπάρχουν η υποχρέωση του πωλητή να μεταβιβάσει την κυριότητα και να παραδώσει το πωλούμενο και η υποχρέωση του αγοραστή να πληρώσει το τίμημα, είτε να μην υπάρχει η μία μόνο από αυτές τις εκατέρωθεν υποχρεώσεις, η σύμβαση πώλησης είναι, λόγω της εικονικότητας, άκυρη, θεωρούμενη γι’ αυτό ως μη γενόμενη, αυτή δε η ακυρότητα επισύρει και την ακυρότητα της σύμβασης μεταβίβασης της κυριότητας. λόγω του αιτιώδους χαρακτήρα της τελευταίας. Για την εικονικότητα της δικαιοπραξίας, αρκεί το γεγονός ότι, η δηλωθείσα βούληση των δικαιοπρακτούντων βαρύνεται με ελάττωμα, που συνίσταται στο ότι δεν αποσκοπεί πράγματι στην παραγωγή των έννομων αποτελεσμάτων της δικαιοπραξίας που καταρτίζεται».


«Ως εκ τούτου, δεν είναι ανάγκη να προκύπτει ο σκοπός ή τα αίτια που οδήγησαν στην ελαττωματική αυτή δήλωση, ούτε αποτελεί προϋπόθεση για την ύπαρξή της ο δόλος του οφειλέτη στρεφόμενος κατά των δανειστών του (όπως απαιτείται στην περίπτωση του άρθρου 939 AΚ) ή γενικότερα η πρόθεση εξαπάτησης κάποιου τρίτου, αλλά ούτε και η ύπαρξη απαίτησης προγενέστερης της εκποίησης. Όταν η δικαιοπραξία καταρτίζεται από αντιπρόσωπο, η συνδρομή των υποκειμενικών στοιχείων της εικονικότητας (μη σοβαρός χαρακτήρας της δήλωσης και αντίστοιχη γνώση αυτής) κρίνονται στο πρόσωπο του αντιπροσώπου. Περαιτέρω, το τίμημα, ήτοι η αντιπαροχή που οφείλεται από τον αγοραστή για την παροχή του πράγματος ή του δικαιώματος, πρέπει, να είναι αληθινό, δηλαδή η περί αυτού συμφωνία να είναι ειλικρινής και σπουδαία, διότι ναι μεν η μη καταβολή του δεν επηρεάζει το κύρος της σύμβασης, αφού η ενοχή προς καταβολή του μπορεί να αφεθεί ή κατ’ άλλο τρόπο να αποσβεσθεί, πλην όμως μπορεί το στοιχείο τούτο, κατά την έρευνα περί της συναλλακτικής πρόθεσης των συμβληθέντων, να αποτελέσει κατά τις περιστάσεις, τεκμήριο περί της εικονικότητας. Έτσι, εάν η συμφωνία που αφορά το τίμημα έγινε κατά το φαινόμενο μόνο, υπάρχει εικονικότητα κατά την έννοια του άρθρου 138 παρ. 1 AK, η οποία επιφέρει την ακυρότητα της υποσχετικής σύμβασης της πώλησης κατ’ επέκταση δε, όπως προαναφέρθηκε, και της εμπράγματης μεταβιβαστικής της κυριότητας του πωληθέντος πράγματος, εάν αφορά ακίνητο, αφού αυτή είναι αιτιώδης»


Παρατηρούμε ότι η νομολογία εισαγάγει, κάτω από συγκεκριμένες περιστάσεις, ένα «τεκμήριο εικονικότητας» από την έλλειψη καταβολής τιμήματος, η οποία συνεπάγεται και έλλειψη απόσβεσης της ενοχής και φαινομενικής δήλωσης βουλήσεως.


Στη συγκεκριμένη υπόθεση η ενάγουσα, ως η μοναδική καθολική διάδοχος του δικαιοπρακτούντος συζύγου της ζήτησε να αναγνωρισθεί η ακυρότητα, λόγω εικονικότητας, της σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης της κυριότητας ακινήτου. Επικουρικώς η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα ζήτησε να διαρρηχθεί η προαναφερόμενη σύμβαση ως καταδολιευτική. Η ενάγουσα έχει έννομο συμφέρον από την αναγνώριση της εικονικότητας, αφού το επίδικο ακίνητο σε περίπτωση εικονικότητας της προηγούμενης μεταβίβασής του από τον θανόντα στην εφεσίβλητη, παραμένει στην κληρονομιαία περιουσία εκείνου και κληρονομείται από τη σύζυγο αυτού, μετά την ικανοποίηση των δανειστών. Επιπλέον, ως κληρονόμος με το ευεργέτημα της απογραφής η εκκαλούσα διοικεί την κληρονομιαία περιουσία όχι μόνο για το δικό της προσωπικό συμφέρον, αλλά και για το συμφέρον των δανειστών στους οποίους και λογοδοτεί και ευθύνεται για αμέλεια.


Ο σύζυγος της ενάγουσας χάρη στην ανάπτυξη της επιχειρηματικής του δραστηριότητας, όσο αυτός βρισκόταν εν ζωή, απέκτησε σημαντική περιουσία περιλαμβάνουσα και αρκετά ακίνητα. Μεταξύ των ακινήτων της περιουσίας του ήταν και η εν λόγω τριώροφη οικοδομή την οποία φαίνεται και να μεταβίβασε αιτία πωλήσεως κατά κυριότητα στην εφεσίβλητη. Αυτή την πώληση το Δικαστήριο αναγνώρισε ως εικονική και μάλιστα αναγνωρίζοντας την εικονικότητα και στους δύο συμβαλλόμενους (της εφεσίβλητης όπως εκπροσωπήθηκε), αφού πρόθεση και των δύο μερών ήταν το ακίνητο να παραμείνει στην ατομική περιουσία του πωλητή.


Ως πρώτο στοιχείο της εικονικότητας το Δικαστήριο δέχεται την ίδια τη σύσταση της εφεσίβλητης εταιρείας. Αυτή συστάθηκε τρεις μόλις μήνες πριν από την υπογραφή του συμβολαίου πώλησης του ακινήτου και είχε ως πραγματικό μέτοχο τον ίδιο τον πωλητή, αν και καταχωρημένες στα μητρώα εταιρειών ήταν δύο άλλες εταιρείες, αμφότερες εδρεύουσες στην ίδια διεύθυνση με την εφεσίβλητη. Στην πώληση του ακινήτου μάλιστα την εφεσίβλητη εταιρεία εκπροσώπησε δικηγόρος που ήταν νομικός σύμβουλος του θανόντος.


Ως δεύτερο στοιχείο της εικονικότητας το Δικαστήριο δέχεται τη μη καταβολή του τιμήματος από την εφεσίβλητη. Συγκεκριμένα, αν και είχε συμφωνηθεί δήλη ημέρα για την καταβολή του τιμήματος της πώλησης, ο πωλητής προέβη στη μεταβίβαση της κυριότητας αρκετούς μήνες πριν την καταβολή του, χωρίς εξασφάλιση για τη μη καταβολή του τιμήματος. Όταν με τραπεζική κατάθεση μάλιστα κατατέθηκε το ποσό, αυτό επιστράφηκε στον πωλητή ως τίμημα και τελικώς το ακίνητο άλλαξε ιδιοκτήτη χωρίς το αντίστοιχο περιουσιακό αντάλλαγμα.


Εν συνεχεία το Δικαστήριο αναγνωρίζει το οικονομικό συμφέρον που είχε ο πωλητής για τη σύναψη της εικονικής πώλησης, αν και ο σκοπός για τη σύναψη της εικονικής δικαιοπραξίας δεν αποτελεί στοιχείο της. Συγκεκριμένα, φαίνεται ότι ο θανών ίδρυσε την εφεσίβλητη με μοναδικό σκοπό την εικονική μεταβίβαση, στην οποία φαίνονταν ως μέτοχοι άλλα πρόσωπα. Οι εταιρείες του ομίλου του κατά την περίοδο αυτή είχαν λάβει πολύ μεγάλες πιστώσεις από Τράπεζες, τις οποίες ατομικά είχε εγγυηθεί, αλλά και ο ίδιος είχε λάβει ατομικά ένα μεγάλο δάνειο. Οι προαναφερόμενες εταιρείες αντιμετώπιζαν σοβαρά οικονομικά προβλήματα με την κρίση του ελληνικού χρηματιστηρίου που οδήγησαν και στην οικονομική κατάρρευση του ομίλου λίγα χρόνια μετά. Ο θανών διέβλεπε ότι η εξυπηρέτηση των πιστώσεων θα καθίστατο ανέφικτη στα επόμενα χρόνια και η περιουσία του θα κινδύνευε από αναγκαστικά μέτρα δανειστών. Στο παραπάνω πλαίσιο, αποφάσισε τη μεταβίβαση του ακινήτου στην εφεσίβλητη με σκοπό να μην εμφανίζεται στην περιουσία του και να μην είναι εκτεθειμένο στους δανειστές του.


Η εφεσίβλητη εταιρεία ισχυρίστηκε ότι η μεταβίβαση αυτή έγινε για επιχειρηματικούς λόγους του θανόντος και συγκεκριμένα επειδή αυτός επιθυμούσε μείωση της φορολογίας του από το ακίνητο, αλλά και ευκολότερη μεταβίβαση στους διαδόχους του. Αν υποτεθεί ότι ο παραπάνω ισχυρισμός ευσταθεί και πάλι δεν αίρεται η εικονικότητα. Θα μπορούσε, όμως, να αναγνωριστεί ως σχετική εικονικότητα, ως προς την έλλειψη καταβολής του πραγματικού τιμήματος. Σε αυτή την περίπτωση το ακίνητο θα παρέμενε στην εταιρεία, η οποία θα έπρεπε να καταβάλει και το τότε συμφωνηθέν τίμημα στην εκκαλούσα, είτε να αποδείξει άλλο τρόπο απόσβεσης της ενοχής. Ωστόσο, από τα πραγματικά περιστατικά δε φαίνεται η εταιρεία να εκμεταλλεύτηκε το εν λόγω ακίνητο, παρά μόνο με μια εικονική μίσθωση στην οικογένεια του θανόντος και της εκκαλούσας με σκοπό να δικαιολογείται φορολογικά ως κατοικία που δε μπορεί να θεωρηθεί σε καμία περίπτωση επιχειρηματική δραστηριότητα.


Εν τελεί, το Δικαστήριο αναγνώρισε την απόλυτη εικονικότητα της σύμβασης πώλησης και την αναδρομική ακυρότητά της.



Προσωπικές Απόψεις του Γράφοντος


Η νομολογία ακολουθεί πιστά τις απόψεις της θεωρίας και αναγνωρίζει την άκυρη πώληση. Αν και φυσικά δε μπορούμε να γνωρίζουμε πλήρως τα πραγματικά περιστατικά, το Δικαστήριο φαίνεται δικαίως να αναγνωρίζει την ακυρότητα. Το «δικαίως» αναφέρεται τόσο ως προς την καθολική διάδοχο του θανόντος, που φαίνεται χάρη στους επιχειρηματικούς ελιγμούς του συζύγου της να στερούνταν την πρώτη της κατοικία, αλλά και ως προς τους δανειστές οι οποίοι όπως είναι φανερό παρέμειναν ανικανοποίητοι. Το ιδιαίτερο μέρος αυτής της υπόθεσης είναι ότι πωλητής καθ’ όλη τη διάρκεια και του πρώτου και του δευτέρου βαθμού δε βρισκόταν εν ζωή. Χάρη σ’ αυτό είναι σαφές ότι ήταν πολύ δυσκολότερο για την εκκαλούσα να αποδείξει την πραγματική βούληση του συζύγου της και να ακυρώσει την πώληση που ο ίδιος συνήψε και μάλιστα πολλά χρόνια μετά.


Ιδιαίτερο ενδιαφέρον επίσης παρουσιάζει ο ισχυρισμός της εφεσίβλητης ότι ο θανών είχε μεταβιβάσει στην εταιρεία το ακίνητο για μείωση της φορολογικής του επιβάρυνσης. Στόχος αυτού του ισχυρισμού δεν είναι η μη αναγνώριση της εικονικότητας, αλλά η αναγνώριση της σχετικής εικονικότητας, σύμφωνα με την οποία, αφού στην πραγματικότητα θα υποκρυπτόταν μια δωρεά ως προς την εταιρεία, το ακίνητο θα παρέμενε στην ιδιοκτησία της, καταβάλλοντας τον αντίστοιχο φόρο.


Εν κατακλείδι, ιδιαίτερη μνεία αξίζει στο «τεκμήριο εικονικότητας» που δημιουργεί η νομολογία. Αν και η μη καταβολή του τιμήματος, ως μη απόσβεση της ενοχής, αποτελεί μια ένδειξη εικονικότητας, και στη συγκεκριμένη περίπτωση το Δικαστήριο το εφαρμόζει σωστά, είναι σίγουρα ένας «επικίνδυνος» τρόπος αναζήτησης της εικονικής δικαιοπραξίας, αφού η ενοχή θα μπορούσε να είχε αποσβεστεί με διαφορετικό τρόπο. Αντίστροφα, το Δικαστήριο έχοντας υπ’ όψιν του την καταβολή και επιστροφή του τιμήματος, την αναγνωρίζει σαν ένδειξη εικονικότητας πολύ ορθά. Το εν λόγω τεκμήριο σίγουρα μπορεί να αποτελέσει ένα πολύ χρήσιμο εργαλείο αναζήτησης εικονικότητας, αλλά πρέπει να χρησιμοποιείται πάντα με προσοχή κι επαρκείς αποδείξεις.


Βιβλιογραφία


Γεωργιάδης Σ. Απόστολος, Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, Εκδόσεις ΠΝ Σάκκουλα, 5η Έκδοση

Καλλιρρόη Δ. Παντελίδου, Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, Νομική Βιβλιοθήκη,

ΕφΑθ 5415/2019, Νόμος


Ανδρέας Γεωργαντής,

Νομική Σχολή - Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, 2ο έτος φοίτησης,

Μέλος της ομάδας σχολιασμού δικαστικών αποφάσεων The Law Project.

93 views0 comments
bottom of page