Tης Αλεξάνδρας Οικονόμου
Η έννοια του διαδίκου κατά την εκούσια δικαιοδοσία & το ανέκκλητο αποφάσεων- Συμφωνία με το Σύνταγμα
(108/2021 Εφετείο Αιγαίου)
Ποια η θέση του Εισαγγελέα στη δική εκούσιας δικαιοδοσίας;
Η μη παράσταση του κατά τη συζήτηση της υπόθεσης επηρεάζει το παραδεκτό αυτής;
Επιπλέον κατά πόσο είναι επιτρεπτό το ανέκκλητο ορισμένων δικαστικών αποφάσεων που εκδίδονται κατά την διαδικασία εκούσιας δικαιοδοσίας ;
Περίληψη
Η απόφαση αφορά έφεση κατά πρωτόδικης απόφασης που κρίνει το ζήτημα της αφαίρεσης (εξ ολοκλήρου) της γονικής μέριμνας ανηλίκων τέκνων με αίτηση που εκδικάζεται με τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας. Στην προκειμένη περίπτωση το Δικαστήριο που δίκασε την έφεση του πατέρα (εκκαλούντος) απέρριψε την έφεση του ως απαράδεκτη λόγω του ανέκκλητου χαρακτήρα της πρωτοβάθμιας απόφασης που διέταξε την αφαίρεση της γονικής μέριμνας των τέκνων σύμφωνα με το άρθρο 47 του Ν.2447/1996 και 532 Κ.ΠολΔ.
Πραγματικά Περιστατικά
Η υπόθεση άρχισε με την αίτηση του Εισαγγελέα Πρωτοδικών ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (ήτοι το Μονομελές Πρωτοδικείο Σύρου) και ακολούθησε η αίτηση του πατέρα και ήδη καθ’ ου η αίτηση κατά της μητέρας. Ο Εισαγγελέας άσκησε την αίτηση και κατά των δύο γονέων αιτούμενος την ολική αφαίρεση της γονικής μέριμνας και από τους δύο γονείς και την ανάθεσή της σε ίδρυμα. Ο πατέρας από την άλλη ζήτησε με την αίτησή του να αφαιρεθεί η γονική μέριμνα από την μητέρα και να ανατεθεί αποκλειστικά στον ίδιο. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο συνεκδίκασε κατά το 246 Κ.Πολ.Δ. τις ως άνω αιτήσεις και πρώτον απέρριψε την αίτηση του πατέρα, αφού έκανε δεκτή την αίτηση του Εισαγγελέα και αφαίρεσε την γονική μέριμνα των ανηλίκων τέκνων τόσο από την μητέρα όσο και από τον πατέρα, αναθέτοντας την σε ίδρυμα. Το μέτρο της αφαίρεσης του δικαιώματος αυτού συνιστά Ultima ratio,δηλαδή έσχατο μέτρο με σκοπό την προστασία της σωματικής και ψυχικής υγείας του τέκνου. Μόνο εφόσον από την δυναμική συμπεριφορά του ασκούντος ή των ασκούντων τη γονικής μέριμνας γονέων ανακύπτει από την εκτίμηση όλων των αποδεικτικών ότι τίθεται άμεσος η σοβαρός κίνδυνος για την υγεία του τέκνου το Δικαστήριο διατάσσει την ολική αφαίρεση της γονικής μέριμνας είτε από τον έναν μόνο είτε και από τους δύο γονείς. Κατ’ εκτίμηση της διαμορφωθεί σας κατάστασης, λαμβάνοντας υπόψη και την οικονομική και κοινωνική θέση του γονέα, το Δικαστήριο μπορεί να αφαίρεση την γονική μέριμνα από τον έναν γονέα και να σταθερή αυτή αποκλειστικά στον άλλο. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις η αφαίρεση αφορά την άσκηση της γονικής μέριμνας και από τους δύο γονείς όπως για παράδειγμα αν οι γονείς ασκούν βία (ψυχολογική ή σωματική) στο τέκνο, ή αδυνατούν να εκπληρώσουν την υποχρέωση διατροφής λόγω οικονομικής πείνας ή λόγω χρήσης ναρκωτικών ουσιών ή άλλου είδους εθισμού.
Κρίσιμα Νομικά Ζητήματα
Το νομικό ζήτημα που ανέκυψε στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο είναι ποια είναι η θέση του Εισαγγελέα στα πλαίσια της εκούσιας δικαιοδοσίας και συγκεκριμένα αν ο τελευταίος λαμβάνει την ιδιότητα του διαδίκου. Σύμφωνα με τον Κ.Πολ.Δ. «την ιδιότητα του διαδίκου αποκτούν τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα, μεταξύ άλλων και εφόσον 1) υποβάλλουν αίτηση κατ’ άρθρο 747ΚΠολΔ για την εκδίκαση ορισμένης υπόθεσης της εκούσιας δικαιοδοσίας, 2) διαταχθεί η κλήτευσή τους από το Δικαστήριο, είτε κατά τον προσδιορισμό της δικασίμου (άρθρο 748 παρ.3 ΚΠολΔ), είτε μεταγενέστερα.». Αντίθετα, δεν είναι διάδικοι, αλλά τρίτοι, εκείνοι κατά των οποίων απευθύνθηκε (και επιδόθηκε) η αίτηση, χωρίς τούτο να προβλέπεται ή να επιβάλλεται από τον νόμο (ΑΠ 1305/1994, ΕλλΔνη 37, σελ. 638). Επίσης την ιδιότητα του διαδίκου αποκτούν αυτοί που ασκούν κύρια ή πρόσθετη παρέμβαση, κατ’ άρθρο 752 ΚΠολΔ (βλ. ΕφΠατρ 9/2017 ΕλλΔνη 2017. 499), η δε πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να ασκηθεί και κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο χωρίς προδικασία, με τις προτάσεις ή προφορικά με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά και στον δεύτερο βαθμό (Χ. Απαλαγάκη, ΚΠολΔ, Ερμηνεία κατ’ άρθρο 2, 4η έκδοση άρθρο 752, σελ. 2024, αρ. 5). Οι τρόποι με τους οποίους αποκτά πρόσωπο την ιδιότητα του διαδίκου και άρα έχει δικαίωμα παράστασης, δικαίωμα άσκησης ενδίκων μέσων και δη έφεσης και ανακοπής (όχι τριτανακοπής), είναι αποκλειστικά απαριθμημένοι. Δεν μπορεί να αποκτηθεί η ιδιότητα με άλλο τρόπο παρά με τους αναφερόμενους στα άρθρα 747, 748 παρ. 3 και 752 Κ.Πολ.Δ. Ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών έχει τη δικαιοδοσία να ασκήσει ο ίδιος αίτηση και να άρξει την διαδικασία της εκούσιας ως εκπρόσωπος της Πολιτείας με έντονο ενδιαφέρον για υπόθεση με δημόσιο χαρακτήρα, όπως η αφαίρεση της γονικής μέριμνας. Αυτό συνεπάγεται ότι εκ του νόμου έχει την ιδιότητα του διαδίκου, χωρίς να είναι απαραίτητο να κλητευθεί στη δίκη ή να ασκηθεί η αίτηση εναντίον του. Αν γινόταν δεκτό ότι ο Εισαγγελέας δεν ενέχει αυτοδικαίως θέση διαδίκου στη δίκη της εκούσιας, τότε θα έπρεπε να κλητεύεται ή να ασκεί πρόσθετη παρέμβαση ή να στρέφεται η αίτηση (και) εναντίον του. Η Νομολογία μας έχει καταλήξει ότι η ιδιότητά του και το λειτούργημα που ασκεί ο Εισαγγελέας είναι τέτοιας φύσης που αυτοδικαίως με την έναρξη της διαδικασίας και δη την κατάθεση της αίτησης είναι διάδικος στη δίκη.
Το δεύτερο ζήτημα που ανακύπτει είναι αν κατά το 750 Κ.Πολ.Δ ο Εισαγγελέας υποχρεούται να παρίσταται στη δίκη της εκούσιας ή αν αφήνεται στη διακριτική του ευχέρεια η παράσταση στην εκάστοτε δίκη. Η Νομολογία μας δέχεται ότι ο Εισαγγελέας δεν υποχρεούται να παρίσταται κατά τη συζήτηση υποθέσεων εκούσιας δικαιοδοσίας, ακόμα κι αν την αίτηση την έχει κάνει ο ίδιος. Δηλαδή η διαδικασία μπορεί να αρχίσει είτε με αίτηση του ενδιαφερομένου είτε με αίτηση του Εισαγγελέα και να προχωρήσει το Δικαστήριο σε συζήτηση ακόμα και χωρίς την παρουσία του Εισαγγελέα. Η θέση αυτή τα Νομολογίας συνάδει πρώτον με το λειτούργημα που ασκεί ο Εισαγγελέας ,ο οποίος εποπτεύει την ορθή εφαρμογή του νόμου και δη ελέγχει αν ασκείται σωστά το δικαίωμα της γονικής μέριμνας, το οποίο αν και από Νομικής φύσεως συνιστά εξουσία, η άσκηση του έχει δημόσιο και υποχρεωτικό χαρακτήρα Δεύτερον, η παρουσία του Εισαγγελέα σε κάθε δική είναι αδύνατη για πρακτικούς λόγους, καθώς ο αριθμός των αστικών αλλά και ποινικών υποθέσεων είναι ιδιαίτερα μεγάλος, με αποτέλεσμα να μην κρίνεται σκόπιμο η υποχρεωτική παρουσία του Εισαγγελέα για το παραδεκτό της αίτησης.
Περαιτέρω, η απόφαση που διατάσσει την αφαίρεση της γονικής μέριμνας είναι ανέκκλητη κατά το άρθρο 121 ΕισΝΑΚ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο τέταρτο του ν. 3089/2002: «Στις περιπτώσεις των άρθρων 42, 46, 79, 105, 111, 1350 παράγραφος 2, 1352 εδ. β, 1368, 1407, 1441, 1457, 1458, 1522, 1525, 1526, 1532, 1533, 1660 έως 1663, 1667, 1865, 1866, 1868, 1908, 1913, 1917 παράγραφος 2, 1919, 1920, 1956, 1965, 2021, 2024, 2027, 2028, 2031 του Αστικού Κώδικα, καθώς και σε κάθε δίκη που αφορά την υιοθεσία, την επιτροπεία, τη δικαστική συμπαράσταση ή την επιμέλεια ξένων υποθέσεων, εφαρμόζεται η διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας». Ακόμη, κατά τη διάταξη του άρθρου 47 εδ. α’ του ν. 2447/1996: «Στις περιπτώσεις των άρθρων 1515, 1517, 1521, 1522, 1525, 1526, 1532 παρ. 1, 1594 παρ. 2, 1613, 1616, 1622, 1623, 1624, 1625 και 1630 του Αστικού Κώδικα δεν επιτρέπεται το ένδικο μέσο της έφεσης». Έτσι, η τελευταία αυτή διάταξη καθιστά ανέκκλητη την απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, η οποία αφορά στις συνέπειες κακής άσκησης της γονικής μέριμνας ανηλίκου τέκνου, υπόκειται δε η απόφαση αυτή μόνο σε αναίρεση (ΑΠ 25/2005 Δνη 47/821, ΑΠ 1111/2002, ΜονΕφΠατρ 14/2020, ΜονΕφΠατρ 13/2013 στην ΤΝΠ Νόμος).Η νομοθετική αυτή επιλογή θεωρήθηκε ότι αποτελεί παράβαση του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας. Ο λόγος είναι ότι δεν μπορεί ο διάδικος να αμφισβητήσει την ουσιαστική ορθότητα της απόφασης και να επικαλεστεί κακή εκτίμηση των αποδείξεων. Με άλλα λόγια, αν το Δικαστήριο δεν εκτίμησε ορθά τα έγγραφα, όπως τις ένορκες καταθέσεις των γονέων ή έγγραφη γνώμη αρμόδιας κοινωνικής υπηρεσίας, δεν δύναται να προσβάλει με έφεση την απόφαση αυτή. Ειδικά επί της αίτησης που αφορά την αφαίρεση ενός τόσο σημαντικού δικαιώματος, όπως αυτό της γονικής μέριμνας θα έπρεπε να δίνεται δικαίωμα έφεσης. Παραδείγματος χάριν , μπορεί στα πλαίσια της ακροαματικής διαδικασίας να μην εκτιμήθηκε ορθά από το Δικαστήριο ότι η μητέρα δεν ασχολείται με το τέκνο της, δεν φροντίζει για την σωστή εκπαίδευσή του, είναι βίαιη απέναντι στο τέκνο, κάνει χρήση αλκοολ ή ναρκωτικών κτλ. Τέτοιοι λόγοι στηρίζονται στο άρθρο 1532 ΑΚ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 28 του ν. 2447/1996 και συμπληρώθηκε με το άρθρο 22 του ν. 3346/2005: «Αν ο πατέρας ή η μητέρα παραβαίνουν τα καθήκοντα που τους επιβάλλει το λειτούργημά τους για την επιμέλεια του προσώπου του τέκνου ή τη διοίκηση της περιουσίας του ή αν ασκούν το λειτούργημα αυτό καταχρηστικά ή δεν είναι σε θέση να ανταποκριθούν σ` αυτό, το δικαστήριο μπορεί, εφόσον το ζητήσουν ο άλλος γονέας, οι πλησιέστεροι συγγενείς του τέκνου, ο εισαγγελέας ή και αυτεπαγγέλτως, να διατάξει οποιοδήποτε πρόσφορο μέτρο. Το δικαστήριο μπορεί ιδίως να αφαιρέσει από τον ένα γονέα την άσκηση της γονικής μέριμνας ολικά ή μερικά και να την αναθέσει αποκλειστικά στον άλλο ή, αν συντρέχουν και στο πρόσωπο αυτού οι προϋποθέσεις της προηγούμενης παραγράφου, να αναθέσει την πραγματική φροντίδα του τέκνου ή, ακόμη, και την επιμέλειά του ολικά ή μερικά σε τρίτον ή και να διορίσει επίτροπο. Σε εξαιρετικά επείγουσες περιπτώσεις, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του πρώτου εδαφίου και επίκειται άμεσος κίνδυνος για τη σωματική ή την ψυχική υγεία του τέκνου, ο εισαγγελέας μπορεί να διατάσσει κάθε πρόσφορο μέτρο για την προστασία του, μέχρι την έκδοση της αποφάσεως του δικαστηρίου, στο οποίο πρέπει να απευθύνεται εντός τριάντα ημερών.»
Αν δεν εκτιμηθούν ορθά αυτοί οι λόγοι, ο διάδικος μπορεί να αμφισβητήσει μόνο την νομική και όχι την ουσιαστική ορθότητα της απόφασης. Συνεπώς, μένει άοπλος απέναντι στην κακή εκτίμηση των αποδείξεων. Σύμφωνα με την άποψη του παρόντος Δικαστηρίου αλλά και κατά τον Άρειο Πάγο, η ρύθμιση αυτή είναι σύμφωνη με το 20 Σ και το 6 της Σύμβασης της Ρώμης, καθώς δεν εντάσσεται το δικαίωμα άσκησης ενδίκων μέσων στις διατάξεις αυτές. Αυτό σημαίνει ότι ο νομοθέτης είναι ελεύθερος να καθορίσει το ανέκκλητο ορισμένων αποφάσεων, όπως περιπτώσεις αφαίρεσης γονικής μέριμνας λόγω της ανάγκης γρήγορης επίλυσης του ζητήματος και της ανάγκης ορθής φροντίδας του τέκνου. Η φροντίδα του τελευταία κρίνεται προέχουσα και το συμφέρον του τέκνου είναι αυτό που προκρίνει ο νομοθέτης και γι αυτό το λόγο δεν δίνει το δικαίωμα εφέσεως αλλά μόνο το δικαίωμα αναίρεσης. Χαρακτηριστικά δε αναφέρει ότι «Δεν αντίκειται δε στο άρθρο 20 ή σε άλλη διάταξη του Συντάγματος ούτε στο άρθρο 6 της Σύμβασης της Ρώμης για τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις θεμελιώδεις ελευθερίες (ν.δ. 53/1974), γιατί οι διατάξεις αυτές διασφαλίζουν τη δυνατότητα προσφυγής σε δικαστήριο όχι όμως και δικαίωμα σε ένδικο μέσο κατά απόφασης που θα εκδοθεί, οι διατάξεις δε των άρθρων 741 επ. ΚΠολΔ, που κατά τα ως άνω εφαρμόζονται, κατά την εκδίκαση τέτοιας αίτησης, διασφαλίζουν πλήρως το δικαίωμα απόδειξης των ισχυρισμών των διαδίκων και συνεπώς εκπληρώνονται οι όροι διεξαγωγής δίκαιης δίκης (ΑΠ 1543/2010 δημ. ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 235/2005 δημ. ΤΝΠ Νόμος,βλ. Εφ. Πειρ. 279/2021, 490/2016, 622/2014, ΕφΠατρ. 14/2020, ΕφΔωδ 115/2014, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ)». Η πάγια νομολογία ότι στο δικαίωμα της δικαστικής προστασίας δεν εντάσσεται το δικαίωμα άσκησης ενδίκου μέσου μπορεί σε ορισμένες περιπτώσεις να οδηγήσει σε άτοπο αποτέλεσμα με κίνδυνο την υγεία τέκνου.
Συμπέρασμα
Η δύση των υποθέσεων της εκούσιας δικαιοδοσίας επιβάλει την διαφοροποίηση της διαδικασίας, καθώς ο Εισαγγελέας δικαιούται να ασκήσει αίτηση, όταν συντρέχει λόγος δημοσίου ενδιαφέροντος. Περαιτέρω, ο δημόσιος χαρακτήρας της διαδικασίας φαίνεται τόσο από τον όρο αίτηση, αντί αγωγής και από τον ανέκκλητο ορισμένης κατηγορίας αποφάσεων, όπως η επίμαχη.
Πηγές
ΑΠ 1305/1994, ΕλλΔνη 37, ΕφΠατρ 9/2017 ΕλλΔνη 2017, ,Απαλαγάκη, ΚΠολΔ, Ερμηνεία κατ’ άρθρο 2, 4η έκδοση άρθρο 752, σελ. 2024, αρ. 5, ΑΠ 25/2005 Δνη 47/821, ΑΠ 1111/2002, ΜονΕφΠατρ 14/2020, ΜονΕφΠατρ 13/2013 στην ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1543/2010 δημ. ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 235/2005 δημ. ΤΝΠ Νόμος,βλ. Εφ. Πειρ. 279/2021, 490/2016, 622/2014, ΕφΠατρ. 14/2020, ΕφΔωδ 115/2014, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ΑΠ 1543/2010 δημ. ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 235/2005 δημ. ΤΝΠ Νόμος,βλ. Εφ. Πειρ. 279/2021, 490/2016, 622/2014, ΕφΠατρ. 14/2020, ΕφΔωδ 115/2014, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ
Αλεξάνδρα Οικονόμου,
Απόφοιτη της Νομικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, έτος αποφοίτησης Ιούνιος του 2020, μέλος της ομάδας Σχολιασμού Δικαστικών Αποφάσεων TheLawProject
Comentarios