top of page

Η έννοια της αξίωσης συμμετοχής στα αποκτήματα και η παραίτηση από αυτή - ΟλΑΠ 6/2019

Της Πέννυς Τσάτσαρη


Η έννοια της αξίωσης συμμετοχής στα αποκτήματα και η παραίτηση από αυτή στα πλαίσια έκδοσης συναινετικού διαζυγίου


Ολομέλεια Αρείου Πάγου 6/2019




Αποσπάσματα Απόφασης


Με την 514/2018 απόφαση του Α2 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, το ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος ως προς τη φύση και το κύρος της συμβατικής παραίτησης από την αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα, που γίνεται από τον δικαιούχο σύζυγο στο πλαίσιο της γενικότερης ρύθμισης των περιουσιακών σχέσεών του με τον υπόχρεο σύζυγο, πριν όμως από τη γέννηση της αξίωσης, δηλαδή πριν λυθεί ή ακυρωθεί αμετακλήτως ο γάμος ή πριν συμπληρωθεί η τριετία στα διάσταση, ενόψει κοινής συμφωνίας αυτών για τη λύση του γάμου τους με συναινετικό διαζύγιο και υπό την προϋπόθεση ότι ο γάμος θα λυθεί πράγματι με συναινετικό διαζύγιο.


Κατά τη διάταξη του 454 ΑΚ, όταν ο δανειστής συμφωνήσει με τον οφειλέτη άφεση χρέους ή με σύμβαση μαζί του αναγνωρίσει ότι δεν υπάρχει χρέος, επέρχεται απόσβεση της ενοχής. Σύμφωνα με τα παραπάνω, οδηγούμαστε στο ότι η σύμβαση άφεσης χρέους, που αφορά παραίτηση από ενοχικό και μόνο δικαίωμα, ήτοι από απαίτηση, προϋποθέτει χρέος που ήδη υπάρχει και όχι χρέος από το μέλλον. Αν αφορά χρέος που έχει αποσβεσθεί, τότε μιλάμε για δικαιοπραξία βεβαιωτική της απόσβεσης, ενώ αν αφορά απαίτηση υπό αίρεση, όπως στην προκειμένη περίπτωση, τότε πρόκειται για συμφωνία εκ των προτέρων προσδιοριστική της έκτασης της ενοχής.


Περίληψη της Απόφασης


Με την παρούσα απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, κρίθηκε ότι η συμφωνία των συζύγων για παραίτηση του ενός από την αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα του άλλου συζύγου είναι έγκυρη και θεμιτή, έστω και αν γίνεται πριν τη λύση του γάμου τους, με την αναγκαία προϋπόθεση ότι τα μέρη κατά τον χρόνο εκείνο έχουν ήδη ξεκινήσει την διαδικασία έκδοσης του συναινετικού τους διαζυγίου. Σε αυτή την περίπτωση, λοιπόν, και με αυτό τον τρόπο ρυθμίζουν τις μετά τη λύση του γάμου τους περιουσιακές τους σχέσεις. Η ως άνω συμφωνία τους λαμβάνεται υπ’ όψιν ως παραίτηση υπό την αναβλητική αίρεση λύσης του γάμου τους με συναινετικό διαζύγιο και θεμελιώνεται στις διατάξεις 3, 174, 178, 871, 1441 Αστικού Κώδικα, και όχι ως άφεση χρέους, όπως είχε κριθεί από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο. Εν προκειμένω, η παραίτηση από την αξίωση δεν έχει ως νομική βάση τη διάταξη του άρθρου 454 ΑΚ, δηλαδή σύμβαση άφεσης χρέους, εφόσον η σχετική απαίτηση ανάγεται στο μέλλον και δεν έχει γεννηθεί κατά τον χρόνο που η παραίτηση λαμβάνει χώρα.


Ανάλυση Απόφασης


Ο Άρειος Πάγος εκκίνησε από την κρατούσα τόσο κατά τη θεωρία όσο και κατά τη νομολογία θέση, με βάση την οποία το άρθρο 1400 ΑΚ είναι αναγκαστικού δικαίου. Παρ’ όλ’ αυτά, αποδέχτηκε συγχρόνως ότι ο αναγκαστικός αυτός χαρακτήρας μπορεί να αμβλύνεται ανάλογα με τις περιστάσεις και πως η σχετική αξίωση δύναται να αποτελέσει αντικείμενο γενικότερου διακανονισμού μεταξύ των μερών σχετικά με τη ρύθμιση των περιουσιακών τους σχέσεων, με αποτέλεσμα να καταλήξουν στο περιεχόμενο συμφωνίας συναινετικού διαζυγίου (1441 ΑΚ).


Κατά τον ελληνικό αστικό κώδικα, εισάγεται ως νόμιμο σύστημα ρύθμισης των περιουσιακών σχέσεων των συζύγων, αυτό της περιουσιακής αυτοτέλειας των μερών, με τη δυνατότητα να αξιώσουν συμμετοχή στα αποκτήματα (1400 ΑΚ). Σύμφωνα με το τελευταίο, ασχέτως αν αποκτήθηκε πριν από το γάμο ή κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης, η ατομική περιουσία του κάθε συζύγου παραμένει αποκλειστικά στην κυριότητά του, χωρίς ο γάμος να διαφοροποιεί την κατάσταση. Ωστόσο, έχουν και την επιλογή του συστήματος της κοινοκτημοσύνης (1403 ΑΚ). Ο σύζυγος που με την οποιαδήποτε προσφορά του συνέβαλε στην αύξηση της περιουσίας του άλλου, δύναται να απαιτήσει από αυτόν του οποίου η περιουσία αυξήθηκε (υπόχρεος) ή από τους κληρονόμους του, μέρος της αύξησης ή και ολόκληρη, αφότου λυθεί ή ακυρωθεί ο γάμος τους ή ακόμα και με τη συμπλήρωση τριετούς διάστασης. Αυτή η απαίτηση δικαιολογείται και στηρίζεται στην κοινότητα βίου που δημιουργείται με το γάμο, αφού συχνά παρατηρείται η επαύξηση της περιουσίας του ενός να οφείλεται στην συνδρομή του άλλου. Τέτοια συνδρομή δεν είναι απαραίτητο να είναι υλικής μορφής, αλλά λαμβάνεται υπ’ όψιν τόσο η ψυχική όσο και η ηθική συμπαράσταση. Η αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα του άλλου έχει ενοχικό χαρακτήρα. Αυτό σημαίνει πως η απαίτηση στρέφεται από τον ένα σύζυγο στον άλλο και όχι κατά τρίτων, με την εξαίρεση κατά την οποία ως «τρίτους» μπορούμε να θεωρήσουμε τους κληρονόμους του υποχρέου (1401 ΑΚ). Ο δικαιούχος, από την άλλη, δεν αποκτά αυτοδικαίως κυριότητα στο μερίδιο που δικαιούται, απλά έχει την εξουσία να απαιτήσει την απόδοσή του. Αξίζει να επισημανθεί πως η αξίωση τείνει κατά κανόνα σε χρηματική απόδοση χωρίς να αποκλείεται ωστόσο και η αυτούσια απόδοση μέρους των αποκτημάτων, εφόσον έχει προσφερθεί. Εάν, μάλιστα, ο ενάγων ζητήσει μόνο την αυτούσια, το δικαστήριο δε μπορεί να επιδικάσει αντίστοιχα την αξία της συμβολής της σε χρήμα.


Βέβαια, για να έχουν εφαρμογή όλα όσα προαναφέρθηκαν, θα πρέπει να πληρούνται και ορισμένες προϋποθέσεις. Αρχικά, το πιο σημαντικό είναι η τέλεση έγκυρου γάμου, ο οποίος και θα περατωθεί. Νομολογία και θεωρία κάνουν δεκτό τόσο τον άκυρο όσο και τον ακυρώσιμο, αλλά σε καμία περίπτωση τον ανυπόστατο. Αν ο γάμος λύθηκε αυτοδίκαια λόγω θανάτου του ενός συζύγου, την αξίωση συμμετοχής έχει μόνο ο επιζών σύζυγος, σύμφωνα με το γράμμα του νόμου και όχι οι κληρονόμοι του θανόντος (1400 ΑΚ, εδάφιο α’). Αρκεί, ωστόσο και η τριετής διάσταση, όπου η αξίωση γεννιέται στο πρόσωπο και των δύο συζύγων, ακόμα και σε αυτόν τον σύζυγο που προκάλεσε τη διάσταση (1400 §2 ΑΚ). Αν έγιναν κάποιες μικρές διακοπές στην τριετία, με στόχο να αποκατασταθεί η μεταξύ τους σχέση, οι οποίες όμως δεν ευδοκίμησαν, αυτές δεν κωλύουν την συμπλήρωση της τριετίας. Επίσης, εξίσου σημαντικό είναι τα μέρη να μην έχουν επιλέξει το σύστημα της κοινοκτημοσύνης των άρ.1403 επ. ΑΚ, σύμφωνα με το οποίο οι δύο σύζυγοι πρέπει να ρυθμίζουν τα ζητήματα που αφορούν γενικώς στη διοίκηση της κοινής περιουσίας τους, βασιζόμενοι στην αρχή της ισότητας δικαιωμάτων και υποχρεώσεων μεταξύ τους. Αν συμφώνησαν όμως να υπαχθούν στο σύστημα της μερικής κοινοκτημοσύνης, τότε στην κοινή περιουσία θα υπαχθούν ορισμένα μόνο περιουσιακά τους στοιχεία, όσα δηλαδή συμφώνησαν. Επομένως, μόνο αυτά θα υπόκεινται στα αποκτήματα και ο σύζυγος θα δικαιούται να τα απαιτήσει από τον υπόχρεο.


Μία ακόμα προϋπόθεση αποτελεί η οικονομική επαύξηση της περιουσίας του ενός που επήλθε κατά τη διάρκεια του γάμου. Απαραίτητο, δηλαδή, είναι ο σύζυγος να έχει συνδράμει στη μεγιστοποίηση της περιουσίας του άλλου, καθώς καλείται να αποδείξει το είδος και την έκταση της δικής του συμβολής. Η συμβολή αυτή τεκμαίρεται πως ανέρχεται στο 1/3, εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη, μικρότερη ή μηδενική (1400 §1 ΑΚ).


Ως προς την τελευταία μάλιστα και με βάση την απόφαση 318/2014 του Αρείου Πάγου, για να γίνει δεκτή η ανυπαρξία συμβολής που αποκλείει την αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα, θα πρέπει ο εναγόμενος σύζυγος να επικαλεσθεί και να αποδείξει ότι ο δικαιούχος της αξίωσης συμμετοχής σύζυγος, είτε δε μπορούσε εκ των πραγμάτων, είτε δεν ήθελε να συμβάλλει και ότι η επαύξηση της περιουσίας οφείλεται μόνο σ’ αυτόν. Ο ισχυρισμός αυτός του εναγομένου, ενόψει του ότι το καθιερωμένο από το άρθρο 1400 ΑΚ τεκμήριο της συμβολής συμμετοχής στα αποκτήματα κατά το 1/3, ενεργεί και ως προς τους δύο συζύγους, ο δε ενάγων έστω και αν δεν αποδείξει τη δική του συμβολή, θα δικαιούται οπωσδήποτε το 1/3 της αυξήσεως της περιουσίας τού εναγομένου, συνιστά ως προς την απόκρουση του τεκμηρίου ένσταση. Στην περιουσία περιλαμβάνονται όλα τα δικαιώματα που μπορούν να αποτιμηθούν σε χρήμα, όπως νομή ή κατοχή πράγματος, κυριότητα, χρήματα σε κοινό λογαριασμό τραπέζης, καρποί που έχουν παραχθεί από το απόκτημα κ.λπ. Αντίθετα, δεν συνυπολογίζονται οι δωρεές, κληρονομιά ή η διάθεση των αποκτημάτων από αυτές τις αιτίες, καθώς επίσης και κέρδη από λαχεία ή άλλα τυχερά παίγνια (1400 §3 ΑΚ). Ως δωρεά νοείται η απόκτηση οφέλους από χαριστική αιτία και ως τέτοιες θεωρούνται η δωρεά αιτία θανάτου, η γονική παροχή για το σύνολό της, η πληρωμή χρεών του συζύγου από τρίτα πρόσωπα ή παραχώρηση της νομής πράγματος κ.λπ. Ωστόσο, υπάρχει διχογνωμία για το αν και κατά πόσο πρέπει να συνυπολογίζεται ως δωρεά αυτή που γίνεται μεταξύ των συζύγων. Κατά την κρατούσα άποψη, μπορεί να θεωρηθεί ως συμβολή στην αύξηση της περιουσίας, όπως επίσης και η δωρεά που γίνεται από τους στενούς συγγενείς, έστω και αν γίνεται από ιδιαίτερο ηθικό καθήκον ή για λόγους ευπρέπειας. Στην τελευταία περίπτωση όμως ενδέχεται να κριθεί ότι η αξίωση ασκείται καταχρηστικά. Όσον αφορά τα κέρδη από τύχη, λαχεία και άλλα παιχνίδια, νομολογία και θεωρία τα υπάγουν στην έννοια των αποκτημάτων, αφού ο νόμος ορίζει ρητά και περιοριστικά τις εξαιρέσεις στην 1400 §3 ΑΚ· απλώς απόκειται στον υπόχρεο σύζυγο να επικαλεστεί και να αποδείξει ότι δεν υπήρξε στις περιπτώσεις αυτές καμία συμβολή του δικαιούχου συζύγου. Επίσης, ο δικαιούχος σύζυγος δε μπορεί να ζητήσει τη συμβολή του στο απόκτημα που πλέον δεν υπάρχει στην περιουσία τού άλλου συζύγου. Αυτό συμβαίνει όταν ο υπόχρεος διαθέτει κάποια από τα αποκτήματά του σε τρίτους, έστω και για βλάβη των συμφερόντων του άλλου συζύγου.


Στη συνέχεια, για να διαπιστωθεί εάν υπάρχει αύξηση της περιουσίας, θα πρέπει να προσδιορισθεί και να εκτιμηθεί η τελευταία. Ως αύξηση, βέβαια, δεν νοείται μια συγκεκριμένη κτήση, αλλά η διαφορά που υπάρχει στην περιουσιακή κατάσταση του υπόχρεου σε δύο διαφορετικά χρονικά σημεία, ήτοι κατά την τέλεση του γάμου και κατά το χρόνο που γεννιέται η αξίωση. Από τη σύγκριση της αξίας αυτών, αναγομένης σε τιμές του χρόνου που γεννήθηκε η αξίωση, θα κριθεί αν θα υπάρχει περιουσιακή αύξηση του ενός συζύγου, που να δικαιολογεί την αύξηση του άλλου για συμμετοχή στα αποκτήματα. Για το ορισμένο, άρα, της αγωγής, πρέπει να προσδιορίζονται στο δικόγραφο, εκτός από τα κατά τη διάταξη κρίσιμα χρονικά σημεία, η διαφορά σύμφωνα με την οποία φαίνεται η αύξηση στην περιουσιακή κατάσταση του υπόχρεου, που συνιστά το απόκτημα με την ευρύτερη έννοια του όρου (θετική ή αρνητική με την αποφυγή μείωσης) και περιλαμβάνει το σύνολο των δικαιωμάτων που είναι δυνατόν να αποτιμηθούν, περαιτέρω δε η έκταση, καθώς και το είδος της συμβολής του δικαιούχου στην αύξηση αυτή με οποιονδήποτε τρόπο. Ειδικότερα, για το στοιχείο της αύξησης λαμβάνεται υπόψη το σύνολο της περιουσιακής κατάστασης του υπόχρεου, ώστε από τη σύγκριση αυτής στο χρονικό σημείο της τέλεσης του γάμου (αρχική περιουσία) με την υπάρχουσα στο χρονικό σημείο που γεννάται η αξίωση (τελική περιουσία) πρέπει να προκύπτει αύξηση. Περαιτέρω, η συμβολή του ενάγοντος στην περιουσιακή επαύξηση του άλλου συζύγου μπορεί να γίνει είτε με παροχή υπηρεσιών, είτε με παροχή κεφαλαίων, όταν οι παροχές αυτές δεν επιβάλλονται από την υποχρέωση συνεισφοράς στις οικογενειακές ανάγκες. Το είδος της συμβολής μπορεί να αναφέρεται σε οποιαδήποτε υλική παροχή, η οποία εξέρχεται από τα όρια της υποχρέωσης για συνεισφορά στην αντιμετώπιση των αναγκών της οικογένειας και στην παροχή υπηρεσιών στο συζυγικό οίκο, οι οποίες είναι αποτιμητές σε χρήμα, μετά όμως την αποτίμηση της υποχρέωσης για συνεισφορά στην κάλυψη των οικογενειακών αναγκών.


Επομένως, όταν ο ενάγων σύζυγος επικαλείται συμβολή στην αύξηση της περιουσίας του εναγομένου συζύγου δια παροχών, οι οποίες συνιστούν ειδικότερους τρόπους εκπλήρωσης της υποχρέωσής του για συνεισφορά στην αντιμετώπιση των αναγκών της οικογένειας, όπως μεταξύ άλλων είναι και η παροχή χρημάτων προερχόμενων από την εργασία του και από την επαγγελματική του δραστηριότητα, τότε για την πληρότητα του δικογράφου της αγωγής του, με την οποία ζητάει από τον εναγόμενο να του αποδώσει τη συμβολή τους στην αύξηση της περιουσίας του, δεν αρκεί μόνον η εις χρήμα αποτίμηση των παροχών αυτών, αλλά πρέπει να καθορίσει στο δικόγραφό της και το ποσό το οποίο όφειλε, με βάση τις δυνάμεις του, να συνεισφέρει στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών, αφού οι παραπάνω παροχές μόνο κατά το μέρος που υπερβαίνουν το ποσό της οφειλόμενης συνεισφοράς συνιστούν συμβολή στην περιουσιακή επαύξηση του άλλου συζύγου και παρέχουν δικαίωμα απόδοσης και όχι στο σύνολό τους. Γίνεται δεκτό ότι στην επαύξηση της περιουσίας του ενός συζύγου συμβάλλει και ο έτερος σύζυγος που αν και δεν εργάζεται, ωστόσο είναι επιφορτισμένος με την καθημερινή φροντίδα του σπιτιού, των τέκνων και εν γένει της οικογένειας.


Ως προς αυτό, είναι σύμφωνη θεωρία με τη νομολογία, καθώς παρατηρείται πως κάτι τέτοιο προκύπτει και από άλλες αποφάσεις που έχουν εκδοθεί. Αναλόγως είχε αποφανθεί και το Εφετείο Αθηνών με την 5357/2011 απόφαση. Σύμφωνα με την τελευταία, η συμβολή της ενάγουσας έχει ως έρεισμα την είσπραξη μισθωμάτων, την ενασχόληση με τις οικογενειακές εργασίες και την ανατροφή των παιδιών.


Βέβαια, εκτός από τα παραπάνω, πρέπει να ελέγχεται εάν η αξίωση έχει παραγραφεί, γεγονός που επέρχεται δύο χρόνια μετά τη λύση ή την ακύρωση του γάμου (1401 εδ. γ΄). Το χρονικό σημείο έναρξης της διετίας είναι ο θάνατος του υπόχρεου ή η έκδοση αμετάκλητης απόφασης που λύνει ή ακυρώνει το γάμο ή σε περίπτωση αφάνειας η έκδοση αμετάκλητης απόφασης που κηρύσσει την αφάνεια. Στην περίπτωση όμως της τριετούς διάστασης των συζύγων, χωρίς έκδοση διαζυγίου, κατά την άποψη που κυριαρχεί σε θεωρία και νομολογία, για όσο χρονικό διάστημα εξακολουθεί να υπάρχει διάσταση πέραν της ανωτέρω τριετίας από την έναρξή της, το δικαίωμα του συζύγου να ασκήσει την αγωγή συμμετοχής στα αποκτήματα δεν παραγράφεται. Ο λόγος της μη παραγραφής αυτής είναι το ότι, εφόσον δεν έχει λυθεί ακόμα ο γάμος, δεν έχουν γεννηθεί ακόμα και οι συνέπειες της λύσης αυτού. Γίνεται δεκτό ότι και η υπερβολικά καθυστερημένη άσκηση της αξίωσης ενδέχεται να απορριφθεί με την ένσταση της κατάχρησης δικαιώματος. Η τελευταία θεμελιώνεται στο άρθρο 281 ΑΚ, ενώ η αξίωση για συμμετοχή υπόκειται σε έλεγχο για να διαλευκανθεί αν ασκείται καταχρηστικά και αναλόγως να απορριφθεί ή να γίνει δεκτή.


Στην περίπτωση που έχουν αυξηθεί οι περιουσίες και των δύο, γεννώνται δύο αμοιβαίες αξιώσεις για συμμετοχή στα αποκτήματα, οι οποίες δύναται να υπαχθούν σε συμψηφισμό, αφότου υπολογιστεί η συμβολή του κάθε συζύγου στην επαύξηση της τελικής περιουσίας του άλλου.


Όπως προαναφέρθηκε, η αξίωση αυτή γεννάται μετά την λύση του γάμου. Ωστόσο, γίνεται δεκτό ότι η ανωτέρω απαίτηση δύναται να γεννηθεί και πριν τη λύση με την αίρεση ότι θα εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση συναινετικού διαζυγίου. Στην πραγματικότητα υφίσταται ένας γενικότερος διακανονισμός των περιουσιακών στοιχείων των συζύγων και όχι άφεση χρέους (454 ΑΚ), που ορίζεται ως συμφωνία μεταξύ “δανειστή” και “οφειλέτη” πως ο πρώτος παραιτείται από το ενοχικό του δικαίωμα και ο δεύτερος απαλλάσσεται από το χρέος του. Και αυτό, διότι η σύμβαση άφεσης χρέους, που αφορά ενοχικό και μόνο δικαίωμα, δεν προϋποθέτει μελλοντικό αόριστο και εντελώς άγνωστο χρέος, αλλά υπαρκτό κατά το χρόνο της ύπαρξής της. Αν πρόκειται για σύμβαση που αφορά χρέος που δεν έχει συσταθεί ποτέ ή έχει αποσβεστεί πρόκειται για δικαιοπραξία βεβαιωτική της απόσβεσης ή για αρνητική αναγνωριστική σύμβαση αντίστοιχα, ενώ αν αφορά απαίτηση υπό αίρεση, τότε υφίσταται συμφωνία που προσδιορίζει εκ των προτέρων την έκταση της ενοχής.


Μια επιπλέον δικαστική απόφαση, που έρχεται να επιβεβαιώσει όλα όσα προαναφέρθηκαν, είναι η εκδοθείσα 1252/2017 απόφαση του Αρείου Πάγου, σχετικά με το θεμιτό της παραίτησης από την απαίτηση.


Έκθεση της προσωπικής άποψης της γράφουσας


Συμπερασματικά, θεωρώ πως σωστά έκρινε το παραπάνω δικαστήριο και έκανε δεκτή την παραίτηση αυτή ή έστω κάποια εκ των προτέρων συμφωνία, διότι με αυτόν τον τρόπο καθίσταται εύκολος και πιο αποτελεσματικός και για τα δύο μέρη ο διακανονισμός των περιουσιακών τους σχέσεων από πλευράς χρόνου και οργάνωσης. Για να είναι έγκυρη, ωστόσο, η μεταξύ τους συμφωνία, θα πρέπει να ληφθούν υπόψιν τόσο από τα μέρη, όσο και από το δικαστήριο αυτεπάγγελτα, όλες οι προϋποθέσεις που αναλύθηκαν παραπάνω. Τέλος, με αυτή την συμφωνία δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να θίγεται η προσωπικότητα των συζύγων, ασκώντας καταχρηστικά τα δικαιώματά τους.


Βιβλιογραφία


ΑΠ 1252/2017


ΑΠ 318/2014


ΕφΑθ 5357/2011

Γεωργιάδης Α., Εγχειριδίου Οικογενειακού Δικαίου, Εκδόσεις Σάκκουλας, 2017, Β’ Έκδοση, σελ. 156-179, 181


Παπαχρίστου Θ., Εγχειρίδιο Οικογενειακού Δικαίου, Εκδόσεις Π. Ν. Σάκκουλας, 2014, 93, 101-107, 113


Σταθόπουλος Μ., Επιτομή Γενικού Ενοχικού Δικαίου, Εκδόσεις Σάκκουλας, 2016, Β’ Έκδοση, σελ. 101-105


Πέννυ Τσάτσαρη, Νομική Σχολή – Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, 4ο έτος φοίτησης, μέλος της ομάδας σχολιασμού δικαστικών αποφάσεων ThelawProject.


108 views0 comments
bottom of page