top of page

Η άσκηση της αγωγής περί κλήρου από τον καταπιστευματοδόχο (ΑΠ 274/2021)

Της Παπαδοπούλου Άννας


Η άσκηση της αγωγής περί κλήρου από τον καταπιστευματοδόχο

(ΑΠ 274/2021)



 

Έχει νόμιμο δικαίωμα ο καταπιστευματοδόχος να ασκήσει την αγωγή περί κλήρου; Πως μπορεί να προστατευτεί κατά του νομέα της κληρονομιάς και πότε παραγράφεται η αξίωση του;

 

Περίληψη Απόφασης

Με την συγκεκριμένη απόφαση έρχεται στο προσκήνιο η νομική έννοια του καταπιστεύματος, και πιο συγκεκριμένα η νομιμοποίηση του καταπιστευματοδόχου να ασκήσει την αγωγή περί κλήρου και ο χρόνος παραγραφής της σχετικής αξίωσης. Αναλυτικότερα, η ενάγουσα και ήδη αναιρεσίβλητη άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης αγωγή περί κλήρου, με αίτημα την αναγνώρισή της ως νόμιμης εκ διαθήκης κληρονόμου του θείου της κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου και την απόδοση εκ μέρους των εναγομένων του ανωτέρου ποσοστού επί των επίδικων κληρονομιαίων ακινήτων. Εφόσον έγινε δεκτή η αγωγή της τόσο σε πρώτο όσο και σε δεύτερο βαθμό, οι εναγόμενοι και δη αναιρεσίοντες εισήγαγαν με αναίρεση την υπόθεση στο ανώτατο δικαστήριο το Αρείου Πάγου.

Πραγματικά Περιστατικά

Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της ενάγουσας ο ξάδερφος του πατέρα της και θείος της, απεβίωσε το 2011 αφήνοντας μια ιδιόγραφη διαθήκη νόμιμα δημοσιευθείσα κατά το έτος 2014, με την οποία την εγκαθιστούσε κληρονόμο στο σύνολο της κινητής και ακίνητης περιουσίας του σε ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου. Μετά τη δημοσίευση της διαθήκης αυτής όλοι οι τετιμημένοι συμπεριλαμβανομένης και της ενάγουσας, προέβησαν νόμιμα σε σιωπηρή αποδοχή της κληρονομιάς.

Ωστόσο, ένα χρόνο αργότερα, το έτος 2015 βρέθηκε και δημοσιεύτηκε η δεύτερη ιδιόχειρη διαθήκη που είχε συντάξει ο κληρονομούμενος δυνάμει της οποίας εγκατέστησε κληρονόμο στο σύνολο της κινητής και ακίνητης περιουσίας του την μητέρα του. Παράλληλα όρισε ότι μετά τον θάνατο της μητέρας του το σύνολο της κινητής και ακίνητης περιουσίας του θα περιέλθει στην ενάγουσα σε ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου, εγκαθιστώντας την δηλαδή καταπιστευματοδόχο. Στη συνέχεια, η μητέρα του μετά την αποδοχή της κληρονομιάς, στη δημόσια διαθήκη που συνέταξε εγκατέστησε ως κληρονόμους της τους εναγόμενους, χωρίς να λάβει υπόψη το καταπίστευμα που είχε συσταθεί με την διαθήκη του υιού της. Στηριζόμενοι στην διαθήκη αυτή, οι εναγόμενοι απέκτησαν την νομή των κληρονομιαίων, αντιποιούμενοι το κληρονομικό δικαίωμα της ενάγουσας η οποία είχε τιμηθεί με καταπίστευμα.

Εξ αυτού του λόγου η ενάγουσα προέβη στην άσκηση της αγωγής περί κλήρου ζητώντας την αναγνώριση του κληρονομικού της δικαιώματος ως καταπιστευματοδόχο και την απόδοση του ποσοστού της επί των ακινήτων, η οποία έγινε δεκτή τόσο σε πρώτο όσο και σε δεύτερο βαθμό. Το εφετείο απέρριψε τον ισχυρισμό των εναγομένων και δη εκκαλούντων, σύμφωνα με τον οποίο η ενάγουσα – εφεσίβλητη εσφαλμένα στήριξε το δικαίωμά της στην δεύτερη διαθήκη, καθώς έκρινε ότι ως μεταγενέστερη ανακαλεί το περιεχόμενο της πρώτης και ισχύει εκείνη.

Οι ενάγοντες – αναιρεσίοντες προέβαλλαν επίσης την ένσταση παραγραφής της περί κλήρου αγωγής. Πιο αναλυτικά, ισχυρίστηκαν ότι ο διαθέτης δεν προέβη ποτέ στην αποδοχή της κληρονομιάς της θείας του από την οποία κληρονόμησε την περιουσία, αντιθέτως η μητέρα του ήταν εκείνη που μετά το θάνατο της θείας του κατέλαβε τα ακίνητα και ασκούσε αδιάλειπτα πράξεις νομής και κατοχής. Επιπλέον, υποστήριξαν ότι το 2010 η μητέρα του διαθέτη ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος της αδερφής της και θείας του διαθέτη, προέβη στην αποδοχή της κληρονομιάς της αδερφής της. Όταν η μητέρα του διαθέτη απεβίωσε είχε καταστεί κυρία με έκτακτη χρησικτησία των κληρονομιαίων ακινήτων εφόσον είχε ήδη συμπληρωθεί 20 ετία.

Η ενάγουσα – αναιρεσίβλτη από την πλευρά της ισχυρίστηκε ότι εφόσον το δικαίωμα της στηρίζεται σε κληρονομική διαδοχή εκ διαθήκης, η παραγραφή που αρχίζει με την επαγωγή της κληρονομιάς, δεν συμπληρώνεται πριν από την δημοσίευση της ένδικης διαθήκης, την αποδοχή της κληρονομιάς μέσα στην νόμιμη προθεσμία και την παρέλευση ακολούθως εξαμήνου από αυτήν. Μετά την απόρριψη της έφεσης οι εναγόμενοι – αναιρεσίοντες απευθύνθηκαν στο ανώτατο δικαστήριο του Αρείου Πάγου ασκώντας το ένδικο μέσο της αναίρεσης το οποίο όμως κρίθηκε και αυτό απορριπτέο.



Ανάλυση Κρίσιμων Νομικών Ζητημάτων

Α. Σύσταση Καταπιστεύματος

Με τον θεσμό του κληρονομικού (καθολικού) καταπιστεύματος ο διαθέτης μπορεί να υποχρεώσει τον κληρονόμο να παραδώσει μετά από ορισμένο γεγονός (π.χ θάνατος του κληρονόμου) ή χρονικό σημείο (π.χ ενηλικίωση του καταπιστευματοδόχου) την κληρονομία ή μέρος αυτής σε άλλο πρόσωπο το οποίο καλείται καταπιστευματοδόχος. Ο καταπιστευματοδόχος είναι δεύτερος κληρονόμος του διαθέτη και από τότε που θα του επαχθεί η κληρονομία γίνεται καθολικός διάδοχος του διαθέτη, αφού όμως αποκτήσει πρώτα την κληρονομιά ο βεβαρημένος με καταπίστευμα κληρονόμος. Όπως συνέβη και στην συγκεκριμένη υπόθεση, ο κληρονομούμενος με τη διαθήκη του εγκατέστησε κληρονόμο τη μητέρα του, υπό τον όρο μετά το θάνατο της να περιέλθει η περιουσία του κατά ποσοστό 50% στην αναιρεσίβλητη. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η αναιρεσίβλητη κατέστη καταπιστευματοδόχος γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα, μετά το θάνατο της μητέρας του διαθέτη το 50% της περιουσίας του να επέλθει σε αυτή.

Το καταπίστευμα ως θεσμός δύο διαδοχικών επαγωγών σε διαφορετικά πρόσωπα της κληρονομιάς του ίδιου του κληρονομούμενου εξυπηρετεί τους ακόλουθους σκοπούς: Συνήθως ο διαθέτης επιδιώκει την διατήρηση της κληρονομιάς στην οικογένεια του ή στην οικογένεια του κληρονόμου (οικογενειακό καταπίστευμα). Άλλες φορές ο διαθέτης επιδιώκει τη διατήρηση της κληρονομιάς έτσι ώστε να εξασφαλίσει την επαγωγή της στον καταπιστευματοδόχο ο οποίος κατά το χρόνο θανάτου του διαθέτη μπορεί να είναι ανήλικος ή να μην έχει ακόμα γεννηθεί. Σε όλες τις περιπτώσεις ανεξαρτήτως των ιδιαίτερων επιδιώξεων του διαθέτη, ο σκοπός του καταπιστεύματος συνίσταται στη διατήρηση της κληρονομιάς υπέρ ορισμένου προσώπου.

Η σύσταση του καταπιστεύματος μπορεί να γίνει μόνο με τη δήλωση του διαθέτη η οποία όμως μπορεί να συνάγεται και ερμηνευτικώς. Ειδικότερα σύσταση καταπιστεύματος υπάρχει όταν η διαθήκη περιέχει διάταξη από την οποία προκύπτει σαφώς ότι ο κληρονόμος υποχρεούται να παραδώσει την κληρονομιά ολόκληρη ή σε ποσοστό της σε άλλο πρόσωπο (καταπιστευματοδόχο) έπειτα από ορισμένο γεγονός ή χρονικό σημείο. Η υποχρέωση παράδοσης της κληρονομιάς στον καταπιστευματοδόχο μπορεί να αφορά είτε σε ορισμένους είτε σε όλους τους κληρονόμους ως προς την κληρονομική μερίδα του καθενός, ενώ είναι δυνατή και η εγκατάσταση περισσότερων καταπιστευματοδόχων. Πρέπει δε να προκύπτει βούληση του διαθέτη να περιέλθει η κληρονομιά πρώτα στον κληρονόμο, δηλαδή να καταστεί αυτός οριστικός κληρονόμος και στη συνέχεια να περιέλθει στον καταπιστευματοδόχο. Αν αντιθέτως συνάγεται ότι ο διαθέτης επιθυμούσε η εγκατάσταση του κατά δεύτερο λόγο καλούμενου να τελεί υπό τον όρο ότι δεν θα γίνει κληρονόμος εκείνος που πρώτα καλείται στην κληρονομιά τότε δεν πρόκειται για σύσταση καταπιστεύματος αλλά για διορισμό υποκατάστατου.

Η επαγωγή της κληρονομιάς στον καταπιστευματοδόχο συντελείται μόλις επέλθει το γεγονός ή το χρονικό σημείο που έταξε ο διαθέτης. Για παράδειγμα, ο διαθέτης μπορεί να ορίσει ως χρόνο επαγωγής του καταπιστεύματος την παρέλευση δεκαετίας από τον θάνατο του ή την ενηλικίωση του καταπιστευματοδόχου ή τη σύναψη γάμου εκ μέρους του. Αν ο διαθέτης δεν έταξε τέτοιο γεγονός ή χρονικό σημείο το καταπίστευμα επάγεται σύμφωνα με την εικαζόμενη βούληση του διαθέτη μόλις πεθάνει ο κληρονόμος, όπως ακριβώς όρισε ο διαθέτης στην εν προκειμένω αναλυθείσα απόφαση. Με την επαγωγή του καταπιστεύματος ο βεβαρημένος παύει εφεξής να είναι κληρονόμος και η κληρονομιά επάγεται αυτοδικαίως στον καταπιστευματοδόχο. Από την επαγωγή της κληρονομίας στον καταπιστευματοδόχο αυτός αποκτά αυτοδικαίως την νομή ή κατοχή των κληρονομιαίων, τα οποία ο διαθέτης είχε στη νομή ή την κατοχή του κατά το χρόνο του θανάτου του.

Σε περίπτωση που ο κληρονόμος δεν παραδίδει στον καταπιστευματοδόχο μετά την επαγωγή του καταπιστεύματος τη νομή των κληρονομιαίων ο τελευταίος μπορεί να στραφεί εναντίον του με την αγωγή περί κλήρου καθώς και με τις προσήκουσες ειδικές αγωγές (π.χ διεκδικητική αγωγή, αγωγή νομής). Η ΑΚ 1923 παρ. 1 εξοπλίζει τον καταπιστευματοδόχο με μια πρόσθετη ενοχική αξίωση κληρονομικού δικαίου η οποία κατευθύνεται στην απόδοση της των αντικειμένων της κληρονομιάς ως ομάδας. Τη σχετική αξίωση μπορεί να ασκήσει ο καταπιστευματοδόχος κατά του βεβαρημένου ακόμη και αν δεν συντρέχουν προϋποθέσεις της περί κλήρου αγωγής


Β. Αγωγή Περί Κλήρου

Νομική Έννοια - Φύση

Ο νόμος (ΑΚ 1871) παρέχει στον κληρονόμο την αγωγή περί κλήρου, δηλαδή το δικαίωμα να απαιτήσει από εκείνον, ο οποίος κατακρατεί ως κληρονόμος αντικείμε­να της κληρονομιάς (νομέα της κληρονομιάς), να του αναγνωρίσει το κληρονομικό του δικαίωμα και να του αποδώσει την κληρονομιά ή κάποιο αντικείμενο αυτής. Η περί κλήρου αγωγή αποτελεί το κυριότερο και αποτελεσματικότερο μέσο προστα­σίας του κληρονόμου έναντι προσβολών του κληρονομικού του δικαιώματος.

Από τον παραπάνω ορισμό της αγωγής περί κλήρου αλλά και από τη σχέση της με το απόλυτο κληρονομικό δικαίωμα προκύπτει ο καθολικός της χαρακτήρας. Η αγωγή περί κλήρου είναι καθολική, διότι αναφέρεται στην προστασία καθολικού δικαιώματος και εισάγει καθολική αξίωση, δηλα­δή αξίωση επί του συνόλου των ενσώματων και των ασώματων αντικειμένων της κληρονομιάς. Ακόμα και όταν ζητείται η απόδοση συγκεκριμένου αντικειμένου της κληρονομιάς, η αγωγή είναι καθολική, γιατί το συγκεκριμένο αντικείμενο αναζητείται ως μέρος του όλου, δηλαδή της κληρονομιάς, και με βάση το καθολικό κλη­ρονομικό δικαίωμα. Επίσης, η περί κλήρου αξίωση είναι ενιαία πρόκειται δηλαδή για μία αξίωση, η οποία περικλείει όλες τις επιμέρους αξιώσεις του κληρονόμου για απόδοση των στοιχείων της κληρονομιάς που έλαβε και κατακρατεί ο εναγόμε­νος. Συνέπεια τούτου είναι ότι η περί κλήρου αξίωση υπόκειται σε ενιαία παρα­γραφή και γενικότερα σε ενιαία ρύθμιση. Εκτός από ενιαία, η περί κλήρου αξίωση είναι και αυτοτελής έναντι των επιμέρους αξιώσεων που έχει ο κληρονόμος ως προς τα κατ' ιδίαν περιουσιακά στοιχεία της κληρονομιάς.


Ενεργητική και Παθητική Νομιμοποίηση

Ενάγων στην αγωγή περί κλήρου είναι ο κληρονόμος, ως φορέας του κληρονομι­κού δικαιώματος. Η ενεργητική νομιμοποίηση για την άσκησή της θεμελιώνεται στον ισχυρισμό του ενάγοντος ότι είναι κληρονόμος, ανεξάρτητα από τον λόγο κλή­σης του στην κληρονομιά από το μέγεθος της με­ρίδας του και από το εάν αποδέχθηκε με το ευεργέτημα της απογραφής. Ενάγων μπορεί να είναι και ο εγκατάστατος σε δήλο πράγμα, εφόσον προκύπτει ότι ο διαθέτης θέλησε αυτόν ως καθολικό του διάδοχο και όχι ως κληροδόχο.

Για την άσκηση της περί κλήρου αγωγής δεν απαιτείται ο ενάγων να έχει αποδεχθεί προηγουμένως την κληρονομιά ούτε να έχει μεταγράψει την αποδοχή, σε περίπτωση που περιλαμβάνονται στην κληρονομιαία περιουσία εμπράγματα δικαιώματα σε ακίνη­τα. Σχετικός με αυτό είναι ο ισχυρισμός των αναιρεσίοντων οι οποίοι, υποστήριξαν ότι επειδή τόσο η αναιρεσίβλητη όσο και οι λοιποί τετιμημένοι της πρώτης διαθήκης προέβησαν σε αποδοχή αυτής με το ευεργέτημα της απογραφής, η αναιρεσίβλητη δεν νομιμοποιείται να ασκήσει την αγωγή περί κλήρου στηρίζοντας το δικαίωμα της στην μεταγενέστερη διαθήκη. Ωστόσο αυτό απορρίφθηκε από το δικαστήριο καθώς η αποδοχή με το ευεργέτημα της απογραφής δεν παίζει κάποιο ρόλο στην νομιμοποίηση για την άσκηση της αγωγής περί κλήρου. Και μόνο ο ισχυρισμός της ενάγουσας ότι είναι κληρονόμος με βάση την δεύτερη διαθήκη αρκεί. Αν υπάρχουν περισσότεροι κληρονόμοι, καθένας από αυτούς μπορεί να εγείρει την περί κλήρου αγωγή για αποκατάσταση του ιδανικού του μεριδίου στην κληρονομιά.

Εκτός από τον κληρονόμο, την αγωγή περί κλήρου μπορούν να εγείρουν και καθολικός καταπιστευματοδόχος από τότε που του επάγεται το καταπίστευμα, οι δανειστές του κληρονόμου ή του καταπιστευματοδόχου πλαγιαστικώς και ο αγοραστής της κληρονομιάς εφό­σον του εκχωρήθηκε η σχετική αξίωση. Επίσης, μπορεί να την ασκήσει και ο κληρονόμος του αρχικού κλη­ρονόμου ή του καταπιστευματοδόχου. Στην προκειμένη περίπτωση η αναιρεσίβλητη νόμιμα ασκεί την αγωγή περί κλήρου καθώς, όπως αποδείχθηκε και έγινε δεκτό στο εφετείο, ο διαθέτης την κατέστησε καταπιστευματοδόχο με την διαθήκη του, με αποτέλεσμα να εμπίπτει στα νομιμοποιούμενα πρόσωπα. Αντίθετα, την περί κλήρου αγωγή δεν μπορούν να ασκήσουν, εκτός από τον κληρονόμο και τον καταπιστευματοδόχο, άλλα ενεργητικά υποκείμενα της κληρονομικής διαδοχής με την ευρεία έννοια, τα οποία δεν έχουν την ιδιότητα του καθολικού διαδόχου του κληρονομουμένου, όπως ο κληροδόχος και ο αιτία θανάτου δωρεοδόχος.

Εναγόμενος στην αγωγή περί κλήρου είναι ο νομέας της κληρονομιάς, δηλαδή αυτός που παρακρατεί αντικείμενα της κληρονομιάς ως κληρονόμος. Οι εναγόμενοι στην αναλυθείσα απόφαση ισχυριζόμενοι ότι τα επίδικα ακίνητα ανήκαν, κατά πλήρη κυριότητα νομή και κατοχή, στην μητέρα του διαθέτη δυνάμει της αποδοχής κληρονομιάς, νέμονται τα κληρονομιαία αντικείμενα αντιποιούμενοι το κληρονομικό δικαίωμα της ενάγουσας επ’ αυτων. Η παθητική νομιμοποίηση του νομέα της κληρονομιάς θεμελιώνεται έτσι σε δύο στοιχεία το αντικειμενικό, ήτοι την κατακράτηση αντικειμένων της κληρονομιάς και το υποκειμενικό, δηλαδή την κατακράτηση αυτή με διάνοια κληρονόμου. Βασιζόμενοι στην διαθήκη της μητέρας του διαθέτη που τους εγκαθιστούσε κληρονόμους, παρακρατούσαν με διάνοια κληρονόμου την κληρονομιαία περιουσία της ενάγουσας.


Αίτημα

Το αίτημα της αγωγής περί κλήρου είναι διπλό, συνιστάμενο αφενός στην ανα­γνώριση του κληρονομικού δικαιώματος (αναγνωριστικό αίτημα) και αφετέρου στην απόδοση της κληρονομιάς ή κάποιου αντικειμένου της (καταψηφιστικό αίτημα). Ειδικότερα, η αναγνώριση του κληρονομικού δικαιώμα­τος αποτελεί πρόκριμα για την κατάφαση του καταψηφιστικού αιτήματος. Αν με την αγωγή δεν ζητείται και η απόδοση της κληρονομιάς ή αντικειμένου της αλλά μόνον η αναγνώριση του κληρονομικού δικαιώματος, τότε πρόκειται για αναγνωριστική του κληρονομικού δικαιώματος αγωγή (ΚΠολΔ 70) και όχι για αγωγή περί κλήρου.


Το καταψηφιστικό αίτημα της αγωγής περί κλήρου συνίσταται στην απόδοση της κληρονομιάς ή κάποιου αντικειμένου της. O όρος «απόδοση» χρησιμοποιείται στην ΑΚ 1871 με ευρεία έννοια, περιλαμβάνοντας ανάλογα με το αποδοτέο αντικείμενο, άλλοτε τη σωματική παράδοση της νομής ή οιονεί νομής ή κατοχής, άλλοτε εκτός από τη σωματική παράδοση και την κα­τάρτιση της οικείας μεταβιβαστικής πράξης, άλλοτε την εκχώρηση απαίτησης και άλλοτε την εκπλήρωση οφειλόμενης προς την κληρονομιά παροχής.


Παραγραφή


Η περί κλήρου αξίωση υπόκειται στη συνήθη εικοσαετή παραγραφή, η οποία αρχίζει από τότε που γεννήθηκε η αξίωση και είναι δυνατή η δικαστική επι­δίωξή της (ΑΚ 251). Δεδομένου ότι η περί κλήρου αξίωση γεννάται με την προσβο­λή του κληρονομικού δικαιώματος, η παραγραφή αρχίζει από τη στιγμή που κά­ποιος τρίτος κατέλαβε έστω και μερικά από τα κληρονομιαία αντικείμενα με βούλη­ση αντιποίησης κληρονομικού δικαιώματος. Προκειμένου δε περί διαδοχής εκ διαθήκης είναι δυνατόν η έναρξη της παραγραφής να προηγηθεί της δημοσίευσης της διαθήκης, δεδομένου ότι η επαγωγή της κληρονομιάς επέρχεται ανεξαρτήτως της δημοσίευσης αυτής. Όμως, στην περίπτωση αυτή, η παραγραφή που άρχισε δεν μπορεί να συμπληρωθεί παρά μόνο, όταν δημοσιευθεί η διαθήκη, γίνει αποδοχή της κληρονομιάς εντός της νόμιμης προθεσμίας ή σιωπηρή αποποίηση και παρέλθει τουλάχιστον ένα εξάμηνο κατ' άρθρο 259 ΑΚ. Με την τελευταία αυτή διάταξη θεσπίζεται ειδικός λόγος αναστολής συμπλήρωσης της παραγραφής και αποτελεί αντένσταση κατά της ένστασης παραγραφής. Αυτήν ακριβώς την αντένσταση χρησιμοποίησε η ενάγουσα – εφεσίβλητη ενώπιον του εφετείου προκειμένου να καταρρίψει την ένσταση παραγραφής που πρότειναν οι εναγόμενοι – εκκαλούντες.


Συμπέρασμα


Όπως προκύπτει από την ανάλυση των κυριότερων νομικών ζητημάτων που τίθενται στην απόφαση αυτή, το ανώτατο δικαστήριο του Αρείου Πάγου ορθώς απέρριψε την αίτηση αναίρεσης που ασκήθηκε κατά της εφετειακής απόφασης απορρίπτοντας όλους τους ισχυρισμούς των αναιρεσίοντων και αναγνωρίζοντας το κληρονομικό δικαίωμα της καταπιστευματοδόχου.

Συγκεκριμένα, εφόσον βρέθηκε και δημοσιεύθηκε νομότυπα δεύτερη διαθήκη του ίδιου διαθέτη, σύμφωνα με τα άρθρα 1763 και 1764 η μεταγενέστερη διαθήκη ανακαλεί την προηγούμενη κατά το μέρος που εναντιώνεται σ αυτήν. Εξ’ αυτού του λόγου η αναιρεσίουσα στήριξε πρωτόδικα την αγωγή της στην μεταγενέστερη διαθήκη, αντλώντας το έννομο συμφέρον της από την εγκατάσταση της ως καταπιστευματοδόχου. Επομένως ορθώς ο πρώτος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, απορρίπτεται από τον Άρειο Πάγο.

Τέλος, σχετικά με τον δεύτερο και τον τρίτο λόγο αναίρεσης που αφορούν την ένσταση παραγραφής και την αντένσταση αναστολής της παραγραφής, κρίθηκαν επίσης αμφότεροι απορριπτέοι. Πιο αναλυτικά, οι ενάγοντες προέβαλαν ότι το εφετείο απέρριψε την ένσταση παραγραφής λαμβάνοντας υπόψη απαραδέκτως την προταθείσα αντένσταση. Ωστόσο, σύμφωνα με τα αποδεικτικά μέσα που προσκομίστηκαν κρίθηκε ότι η αντένσταση παρ’ ότι δεν αναφέρθηκε αυτός ο όρος για τον χαρακτηρισμό της ορθώς λήφθηκε υπόψη, αφού περιείχε όλα τα αναγκαία για το ορισμένο αυτής στοιχεία.


Βιβλιογραφία

Απόστολος Σ. Γεωργίαδης, Εγχειρίδιο Κληρονομικού Δικαίου, Εκδόσεις Π.Ν Σάκκουλας, 2014,σελίδες 425-427, 430, 443, 444, 534-536, 557-560

ΑΠ 1822/2014 ΝΟΜΟΣ

ΑΠ 1538/1995 ΝΟΜΟΣ


Παπαδοπούλου Άννα,

Ασκούμενη Δικηγόρος,

Απόφοιτη της Νομικής Σχολής του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης,

Mέλος της ομάδας σχολιασμού δικαστικών αποφάσεων Αστικού Δικαίου του The Law Project




42 views0 comments
bottom of page