top of page

Ζητήματα επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από κρυφή βιντεοσκόπηση αστυνομικών υπαλλήλων


Της Δήμητρας Καπρούλια


Ζητήματα επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από κρυφή βιντεοσκόπηση αστυνομικών υπαλλήλων από πολίτη και δημοσιοποίηση του υλικού



 

Πως εκλαμβάνει το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης την έννοια της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ειδικά στην ιδιάζουσα περίπτωση κρυφής βιντεοσκόπησης αστυνομικών οργάνων και δημοσιοποίησης του υλικού στο youtube από πολίτη;

 

I. Η απόφαση ΔΕΕ C-345/17 – Buivids


Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης απασχόλησε το 2019 μία ιδιάζουσα υπόθεση στη Λεττονία, αφορώσα την κρυφή βιντεοσκόπηση αστυνομικών υπαλλήλων από πολίτη, ο οποίος, και κλήθηκε να καταθέσει στο αστυνομικό τμήμα του Εθνικού Αστυνομικού Σώματος, στο πλαίσιο διαδικασίας λόγω διοικητικής παραβάσεως. Ο πολίτης, ενόσω διελάμβανε χώρα η διαδικασία της κατάθεσής του, μαγνητοσκόπησε τόσο τους αστυνομικούς υπαλλήλους και την εντός του αστυνομικού τμήματος δραστηριότητά τους, όσο και την ίδια την κατάθεσή του. Ακολούθως, ανήρτησε το εν λόγω- εν αγνοία των αστυνομικών οργάνων κτηθέν- υλικό στον διαδικτυακό τόπο του “youtube”, διαδεδομένο ιστότοπο ανάρτησης, παρακολούθησης και διαμοιρασμού οπτικοακουστικού υλικού, ελεύθερα προσβάσιμου από ένα ιδιαίτερα ευρύ κοινό παγκοσμίως[1]. Κατόπιν τούτου, η Εθνική Αρχή προστασίας δεδομένων της Λεττονίας ενέκρινε το 2013 απόφαση, δια της οποίας κατέφασκε την παραβίαση του άρθρου 8 παράγραφος 1 του νόμου περί προστασίας προσωπικών δεδομένων, δεδομένης της παράλειψης του πολίτη να παράσχει στους αστυνομικούς υπαλλήλους, “υπό την ιδιότητά τους ως θιγόμενων προσώπων, τις πληροφορίες που ορίζει η διάταξη για το σκοπό της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, που τους αφορούν.[2]Επιπροσθέτως, ο πολίτης παρέλειψε να παράσχει στην Αρχή πληροφορίες αναφορικά με την επιδίωξη της εν λόγω βιντεοσκοπήσεως, προς διασφάλιση της νομιμότητας της δράσης του.


Συνεπεία τούτου, η Αρχή ζήτησε από τον ιδιώτη την απόσυρση του εν λόγω υλικού από τους δημοσιευθέντες ιστότοπους. Ο ιδιώτης, ωστόσο, ύστερα από την απόρριψη της αρχικής προσφυγής του από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, άσκησε έφεση κατά της αποφάσεως της Αρχής, με την οποία ζητούσε την κήρυξή της ως παράνομης και την επιδίκαση σε αυτόν χρηματικής αποζημίωσης λόγω βλάβης. Στη δευτεροβάθμια δίκη προέβαλε τον ισχυρισμό, πως με το εν λόγω υλικό σκόπευε στην ευαισθητοποίηση της κοινωνίας αναφορικά με τη νομιμότητα και την ορθότητα της αστυνομικής δράσης. Ωστόσο η έφεση απερρίφθη, με το δικαστήριο να διαπιστώνει, πως το οπτικοακουστικό υλικό επέτρεπε τη διακρίβωση των στοιχείων των προβαλλόμενων υποκειμένων και δεν αποτέλεσε προϊόν δημοσιογραφικής έρευνας, κτηθέν με σκοπό τη δημοσιογραφική ενημέρωση. Το δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό του ιδιώτη περί σύγκρουσης του δικαιώματος ελεύθερης έκφρασης και του δικαιώματος της ιδιωτικής ζωής των υποκειμένων των δεδομένων, τονίζοντας, πως η μαγνητοσκόπηση των αστυνομικών υπαλλήλων στο χώρο εργασίας τους και κατά την ενάσκηση των καθηκόντων τους, δίχως προηγούμενη ενημέρωσή τους για την επεξεργασία, αντιτίθετο στο νόμο περί προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ενώ παράλληλα στερείτο του ενημερωτικού χαρακτήρα περί παράνομης συμπεριφοράς των αστυνομικών οργάνων.


Ο ιδιώτης άσκησε αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως στο Ανώτατο Δικαστήριο της Λεττονίας, το οποίο, ευρισκόμενο ενώπιον δύο κρίσιμων ερωτημάτων, ανέστειλε τη διαδικασία της δίκης και απηύθυνε στο Δικαστήριο της Ένωσης, κατά τη διαδικασία του άρθρου 267 ΣΛΕΕ περί προδικαστικής παραπομπής, δύο ερωτήματα: Αρχικώς, κατά πόσο εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 95/46 τυχόν δραστηριότητες, όπως η μαγνητοσκόπηση και συνακόλουθα δημοσίευση υλικού σε ευρείας πρόσβασης πλατφόρμα (youtube), με περιεχόμενο την άσκηση διαδικαστικών ενεργειών των αστυνομικών οργάνων και συνακόλουθα, εάν εμπίπτουν οι ως άνω πράξεις του ιδιώτη στην έννοια του άρθρου 9 της οδηγίας περί επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για δημοσιογραφικούς σκοπούς. Το Δικαστήριο της Ένωσης παρείχε, δια της αποφάσεώς του, ορισμένες ερμηνευτικές κατευθύνσεις στο αιτούν δικαστήριο, οι οποίες κατά την κρίση του επιτρέπουν την εξαγωγή, εκ μέρους του λεττονικού δικαστηρίου, επαρκών συμπερασμάτων, ώστε να επιλύσει την εν λόγω διαφορά.



II. Το νομικό πλαίσιο της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα


Ισχύον προστατευτικό πλαίσιο ιδιαίτερης σημασίας αποτελεί ο Γενικός Κανονισμός 679/2016 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (GDPR), ο οποίος περιέχει διατάξεις για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών. Η ψήφιση του Γενικού Κανονισμού είχε ως συνέπεια τη μεταβολή αρκετών αρχών της οδηγίας 95/46 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, η οποία, ωστόσο, αποτέλεσε τη νομική βάση για την επίδικη διαφορά το 2013. Η ως άνω οδηγία ρύθμισε διεξοδικά πλήθος ζητημάτων, αναφορικά με την προστασία των δεδομένων, κρίθηκε, ωστόσο, ανεπαρκής για την επίλυση εκείνων των θεμάτων, που ανέκυψαν ύστερα από τη ραγδαία τεχνολογική ανάπτυξη. Συγκεκριμένα, η οδηγία αδυνατούσε να καλύψει εκείνες τις περιπτώσεις, που αφορούσαν ιδιαιτέρως γνωστά ηλεκτρονικά μέσα διάδρασης, με τεράστιο αριθμό επισκεπτών, δυνατότητες ταχείας αναδημοσίευσης και εντοπισμού πληροφοριών. Αυτά τα ζητήματα κλήθηκε να επιλύσει ο GDPR, καταργώντας την οδηγία 95/46.


Πέραν των ως άνω ενωσιακών ρυθμίσεων, καίριας σημασίας καθίστανται, αφενός το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του ανθρώπου, και τα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ένωσης[3] αφετέρου, τα οποία και προβλέπουν το δικαίωμα κάθε προσώπου στην προστασία της ιδιωτικής του ζωής και των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν. Αντίστοιχα, το δικαίωμα της ελεύθερης έκφρασης, το οποίο και επικαλέστηκε ο θιγόμενος στην υπόθεση, κατοχυρώνεται στο άρθρο 10, παράγραφος 1 της ΕΣΔΑ και το άρθρο 11 του ΧΘΔ[4]. Το εν λόγω δικαίωμα, έκφανση του οποίου συνιστά η διαμόρφωση και έκφραση γνώμης ακόμα και σε ένα ευρύτερο ακροατήριο (όπως κοινωνικές πλατφόρμες και μέσα κοινωνικής δικτύωσης), συναρτάται άμεσα στη σύγχρονη εποχή με την εξέλιξη του διαδικτύου και την πρόσβαση σε τεράστιας εμβέλειας πλατφόρμες, με αόριστο αριθμό δεκτών. Ενόψει των ως άνω, καθίσταται σαφές, πως η διάδοση οπτικοακουστικού υλικού στο διαδίκτυο ενέχει συγκρούσεις θεμελιωδών δικαιωμάτων, όπως προέβαλε και ο ιδιώτης στην κατ΄ έφεση δίκη.



ΙΙΙ. Τα αναφυόμενα ζητήματα


Ενόψει της επίδικης διαφοράς, κρίνεται σκόπιμο να αναλυθούν τα βασικότερα άρθρα, που ερμήνευσε το Δικαστήριο, ώστε να παράσχει με τη σειρά του τις βασικές κατευθύνσεις στο λετονικό δικαστήριο. Μία αναλυτικότερη προσέγγιση της οδηγίας, ειδικώς των άρθρων 2, 3, 6 και 8, οδηγεί στα εξής συμπεράσματα: Αρχικώς τα άρθρα 2 και 3 αποτέλεσαν τη νομική βάση, ώστε να υπάγει το Δικαστήριο στην έννοια της επεξεργασίας την μαγνητοσκόπηση και τη δημοσίευση του υλικού -το οποίο και επεδείκνυε αστυνομικούς υπαλλήλους εντός του χώρου και του χρόνου εργασίας τους (κατά τη λήψη κατάθεσης)- στο διαδικτυακό χώρο του “youtube”. Ειδικότερα, σύμφωνα με το σκεπτικό του Δικαστηρίου, η απεικόνιση ενός προσώπου, κατόπιν καταγραφής του με κάμερα, παρέχει τη δυνατότητα – στο ευρύ κοινό- της εξακρίβωσης της ταυτότητάς του και κατά τούτο εμπίπτει στην έννοια των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, κατ' άρθρο 2 στοιχείο α΄ της οδηγίας. Εν προκειμένω, το εν λόγω υλικό επιτρέπει σε τρίτα πρόσωπα, μέσω της παρεχόμενης εικόνας και ήχου να ταυτοποιήσουν τα προβαλλόμενα πρόσωπα, ήτοι τους αστυνομικούς υπαλλήλους, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.


Περαιτέρω, αναφορικά με την ερμηνεία των άρθρων 2, στοιχείο β' και 3, παράγραφος 1, το Δικαστήριο επιβεβαίωσε, πως στην έννοια της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα εμπίπτει, κατά πάγια νομολογία του, κάθε εργασία που πραγματοποιείται, με ή χωρίς τη συνδρομή αυτοματοποιημένων διαδικασιών, καθώς και η αποθήκευση σε μηχανισμό μαγνητοσκοπήσεως συνεχούς ροής, οπτικοακουστικού υλικού. Εξ αυτού του λόγου, εμπίπτει στην έννοια της αυτοματοποιημένης επεξεργασίας δεδομένων η πράξη του ιδιώτη, ο οποίος και κατέγραψε τη δράση των αστυνομικών υπαλλήλων με ψηφιακή φωτογραφική μηχανή, περιέχουσα μνήμη προς αποθήκευση μαγνητοσκοπημένου υλικού. Σύμφωνα με το Δικαστήριο, συνακόλουθα, επεξεργασία δεν συνιστά μόνο η προαναφερόμενη εργασία, αλλά και η ανάρτηση δεδομένων σε διαδικτυακούς τόπους, προσβάσιμους σε απεριόριστο και απροσδιόριστο αριθμό προσώπων. Τέλος, η επίδικη διαφορά δε συνιστά, κατά την κρίση του Δικαστήριου, περίπτωση εξαίρεσης από την εφαρμογή της οδηγίας, καθόσον δεν εμπίπτει σε επεξεργασία δεδομένων, τα οποία αφορούν τη δημόσια ασφάλεια, την εθνική άμυνα ή τη χρήση για αποκλειστικά προσωπικές δραστηριότητες, αλλά ούτε προβλέπεται περίπτωση εξαίρεσης των δημοσίων υπαλλήλων από την εφαρμογή της οδηγίας.


Κατ' επέκταση, έκανε δεκτό, πως ενόψει της μη εξαίρεσης της μαγνητοσκόπησης των δημοσίων υπαλλήλων από το ρυθμιστικό πεδίο της οδηγίας, τίθεται ζήτημα σύγκρουσης του θεμελιώδους δικαιώματος της ιδιωτικής ζωής – υπό τη μορφή της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα- και του δικαιώματος της ελευθερίας της έκφρασης, ισχυρισμό, που προέβαλε και ο ιδιώτης. Απέρριψε, ωστόσο, τον ισχυρισμό του περί μη επαγωγής των αστυνομικών υπαλλήλων στις διατάξεις της οδηγίας, επειδή το οπτικοακουστικό υλικό επεδείκνυε υπαλλήλους του εθνικού σώματος της αστυνομίας (δηλαδή δημόσια πρόσωπα), σε χώρο προσβάσιμο στο κοινό, ειδικά εφόσον η ίδια η οδηγία δεν προβλέπει μία τέτοια εξαίρεση. Το Δικαστήριο προέβη εδώ στη διατύπωση μίας πρωτοποριακής θέσης, μέσω της εξ αντιδιαστολής γραμματικής ερμηνείας των διατάξεων της οδηγίας.


Το Δικαστήριο, ωστόσο, απασχόλησε και ένα δεύτερο ζήτημα, το οποίο έθεσε το αιτούν δικαστήριο, αναφορικά με την επίδικη υπόθεση, ήτοι κατά πόσο η συγκεκριμένη δραστηριότητα του ιδιώτη (βιντεοσκόπηση και δημοσίευση του υλικού) συνιστά επεξεργασία δεδομένων για δημοσιογραφικούς σκοπούς, σύμφωνα με την έννοια του άρθρου 9 της οδηγίας. Στο εν λόγω άρθρο προβλέπεται η περίπτωση σύγκρουσης της επεξεργασίας δεδομένων για δημοσιογραφικούς σκοπούς με το δικαίωμα της ιδιωτικής ζωής. Ως προς την επεξεργασία των δεδομένων, σύμφωνα με τη διάταξη, για δημοσιογραφικούς σκοπούς, πρέπει να προβλέπονται εξαιρέσεις και περιορισμοί, οι οποίοι είναι αναγκαίοι για το συμβιβασμό των συγκρουόμενων θεμελιωδών δικαιωμάτων, πάντοτε επί τη βάσει της αρχής της αναλογικότητας. Εν προκειμένω, προκρίνεται η πρακτική εναρμόνισή τους, ώστε να διασφαλιστεί, αφενός το δικαίωμα της ιδιωτικής ζωής, αλλά και η ελευθερία λήψης και παροχής πληροφοριών αφετέρου, δίχως να θίγεται υπέρμετρα ο πυρήνας τους. Εναπόκειται, δε στα κράτη μέλη να προβούν στη θέσπιση των ως άνω αναγκαίων και ανάλογων περιορισμών, στοχεύοντας, τόσο στην προστασία της ιδιωτικής ζωής από την επεξεργασία των δεδομένων, όσο και στην ελεύθερη κυκλοφορία των πληροφοριών, ως απόρροια του θεμελιώδους δικαιώματος της ελευθερίας της έκφρασης.


Άρα, σκοπός του άρθρου 9 είναι ακριβώς η εναρμόνιση των αντιτιθέμενων δικαιωμάτων, η οποία, ωστόσο, μπορεί να επιτευχθεί, εφόσον ληφθεί υπόψη η σημασία της ελευθερίας της έκφρασης στο πλαίσιο του δημοκρατικού πολιτεύματος. Απόρροια της κεφαλαιώδους σημασίας της ελευθερίας της έκφρασης συνιστά και η ευρεία ερμηνεία των εννοιών, που σχετίζονται με το εν λόγω δικαίωμα. Ως εκ τούτου, η έννοια του δημοσιογραφικού σκοπού, οφείλει να ερμηνευθεί διασταλτικά, ώστε να περιλάβει, όχι μόνο την αμιγώς δημοσιογραφική εργασία, που εκτελείται από τα επαγγελματικώς αρμόδια προς τούτο πρόσωπα, αλλά και την “οιονεί δημοσιογραφική δραστηριότητα”, η οποία εκτελείται και από ιδιώτες, προς το σκοπό της ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης του κοινωνικού συνόλου. Κατά το σκεπτικό του Δικαστηρίου, οι εξαιρέσεις του άρθρου 9 της οδηγίας ισχύουν και στην περίπτωση της άσκησης δημοσιογραφικής δραστηριότητας από ανεξάρτητους ιδιώτες, οι οποίοι δεν ασκούν το εν λόγω επάγγελμα. Κατ' επέκταση, το γεγονός ότι ο ιδιώτης στην επίδικη διαφορά δεν είναι επαγγελματίας δημοσιογράφος, δεν αρκεί, ώστε να αποκλειστεί από τις εξαιρέσεις της οδηγίας και κατά τούτου η ανάρτηση του υλικού στον προαναφερθέντα διαδικτυακό χώρο συνιστά επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για δημοσιογραφικούς σκοπούς κατά τους όρους του άρθρου 9 της οδηγίας.


Η διασταλτική ερμηνεία του Δικαστηρίου, ωστόσο, δεν περιλαμβάνει στην έννοια των δημοσιογραφικών σκοπών κάθε ιδιωτική πρωτοβουλία μετάδοσης και ανάρτησης πληροφοριών, που περιέχουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα. Κρίσιμα κριτήρια για τη στάθμιση του δικαιώματος της ελευθερίας της έκφρασης και του δικαιώματος της ιδιωτικής ζωής καθίστανται, μεταξύ άλλων, ο σκοπός ανακοίνωσης απόψεων και ιδεών προς ευαισθητοποίηση του κοινωνικού συνόλου, η συμβολή σε συζήτηση δημοσίου συμφέροντος, η φήμη του θιγόμενου προσώπου, οι συνέπειες της δημοσίευσης, το αληθές του περιεχομένου. Εφόσον, από την εξέταση των προσκομισθέντων στοιχείων προκύπτει, πως η μαγνητοσκόπηση της δραστηριότητας των αστυνομικών υπαλλήλων, που συνιστά επέμβαση στο θεμελιώδες δικαίωμα της ιδιωτικής ζωής τους, δεν εμπίπτει σε κάποιο από τα προαναφερθέντα κριτήρια, το αιτούν δικαστήριο οφείλει να προβεί σε έλεγχο αναλογικότητας, ώστε να εκτιμήσει το αναγκαίο της επεξεργασίας των δεδομένων. Εν προκειμένω, το Δικαστήριο απεφάνθη, πως εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να κρίνει κατά πόσο θα ερμηνευθεί η δραστηριότητα του ιδιώτη ως δράση για δημοσιογραφικούς σκοπούς.


Κλείνοντας, η απόφαση αυτή κρίνεται πρωτοποριακή, ειδικά, εάν ληφθεί υπόψιν το σκεπτικό του Δικαστηρίου αναφορικά με τη διασταλτική ερμηνεία των δημοσιογραφικών σκοπών. Γίνεται, μεν, αντιληπτό, πως η δράση των αστυνομικών οργάνων υπόκειται σε κριτική και οιονεί έλεγχο από τον εκάστοτε ιδιώτη, ως έκφανση του δημοκρατικού κράτους δικαίου, γεννώνται, ωστόσο, ζητήματα πραγματικά, εάν η διεύρυνση του όρου προκαλέσει υπέρμετρο πλήγμα στη δράση του αστυνομικού σώματος. Το σκεπτικό του Δικαστηρίου προσιδιάζει αρκετά με το αίτημα περί ελέγχου και δημοσιότητας της αστυνομικής δράσης στον ευρωπαϊκό χώρο, ειδικότερα ύστερα από τα αυξημένα περιστατικά αστυνομικής αυθαιρεσίας, που σημειώθηκαν την τελευταία δεκαετία. Ωστόσο, αποφεύγει να λάβει το ίδιο σαφή θέση, αναφορικά με ζητήματα, που αφορούν συγκρούσεις θεμελιωδών δικαιωμάτων, που άπτονται ακριβώς της δημοκρατικής λειτουργίας του εκάστοτε κράτους μέλους, προσπαθώντας, όμως, να παρέχει κατευθυντήριες αρχές προς την προάσπιση και την επικράτηση της ελευθερίας της έκφρασης.


Το προβάδισμα της ελευθερίας της έκφρασης έναντι της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των αστυνομικών υπαλλήλων, όπως αναγνωρίζει και η εισαγγελέας της εν λόγω απόφασης δεν εξεικνύται έως του σημείου να διατίθενται στο ευρύ κοινό πληροφορίες, που δεν ανάγονται στη σφαίρα του δημοσίου ενδιαφέροντος και γνωστοποιούν στοιχεία ευαίσθητα των θιγόμενων προσώπων. Ο έλεγχος της αρχής της αναλογικότητας οφείλει να συνοδεύεται και από έλεγχο νομιμότητας της εν λόγω δραστηριότητας του ιδιώτη, ενώ η έννοια του δημοσιογραφικού σκοπού οφείλει περαιτέρω να ερμηνεύεται κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να αποφεύγονται υπερβολές και καταχρήσεις εις βάρος των θιγόμενων. Απομένει, εν τέλει, να φανεί, υπό την ισχύ του νέου Κανονισμού για την προστασία των προσωπικών δεδομένων, πως θα επιλύσει το Δικαστήριο ανάλογες διαφορές.



 

[1] Απόφαση ΔΕΕ C-345/17 – Buivids, σκέψη 15, διαθέσιμη εδώ [2] ο.π., σκέψη 16 [3] Ηλιοπούλου- Στράγγα, Τζούλια, Κώδικας Ατομικών και Κοινωνικών Δικαιωμάτων, Αθήνα, Νομική Βιλβιοθήκη, 2012, σελ. 113,168 [4] Ηλιοπούλου- Στράγγα, Τζούλια, Κώδικας Ατομικών και Κοινωνικών Δικαιωμάτων, Αθήνα, Νομική Βιλβιοθήκη, 2012, σελ. 114, 169



Δήμητρα Καπρούλια,

επί πτυχίω φοιτήτρια της Νομικής Σχολής Αθηνών,

Μέλος της ομάδας σχολιασμού δικαστικών αποφάσεων του The Law Project


131 views0 comments
bottom of page