top of page

Ευθύνη βοηθού εκπλήρωσης μισθωτή προς τον εκμισθωτή εξαιτίας καταστροφής μισθίου-(ΑΠ 156/2021)

Της Καράλα Δέσποινας - Ασημίνας


Ευθύνη βοηθού εκπλήρωσης μισθωτή απέναντι στον εκμισθωτή εξαιτίας

καταστροφής του μισθίου (ΑΠ 156/2021)




 

Στη σύμβαση μίσθωσης, ποια είναι η φύση και το μέτρο της ευθύνης του βοηθού εκπλήρωσης του μισθωτή απέναντι στον εκμισθωτή, σε περίπτωση καταστροφής του μισθίου;


Σύμφωνα με ποια νομική βάση θα επιδιώξει να επιτύχει ο εκμισθωτής τις αξιώσεις του κατά του βοηθού εκπλήρωσης και πότε αυτές παραγράφονται;


Πότε συντρέχει ευθύνη και του εκμισθωτή στην καταστροφή και τί συμβαίνει σε αυτή την περίπτωση;

 


Περίληψη επίσημου κειμένου


Στη συγκεκριμένη υπόθεση η ενάγουσα/εκμισθώτρια ασκεί αγωγή αποζημίωσης κατά της βοηθού εκπλήρωσης του μισθωτή της, η οποία έκανε χρήση του επίδικου μίσθιου ακινήτου, εξαιτίας της πρόκλησης πυρκαγιάς στο συγκεκριμένο ακίνητο από αμέλεια της τελευταίας. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε την ένσταση της εναγομένης περί παραγραφής των εκ της μισθώσεως αξιώσεων της ενάγουσας, λόγω του ότι, η αγωγή ασκήθηκε εντός εξαμήνου, όπως προβλέπει η νομοθεσία του ΑΚ για τις μισθώσεις. Η αναβολή της συζήτησης δεν σχετίζεται με την παραγραφή, καθώς η τελευταία διακόπτεται με την άσκηση της αγωγής. Έκρινε στη συνέχεια την ενάγουσα συνυπεύθυνη για την πρόκληση της πυρκαγιάς κατά ποσοστό 40%, μειώνοντας αντιστοίχως και το εύρος της ζημίας που υπέστη. Η εναγομένη άσκησε έφεση αρνούμενη το ποσοστό συνυπαιτιότητάς της και εκτός των άλλων πρόβαλε ξανά την ένσταση παραγραφής των ενοχικών αξιώσεων της ενάγουσας κατά αυτής. Το Εφετείο κρίνοντας πως οι αξιώσεις της εκμισθώτριας υπάγονται στις διατάξεις περί αδικοπραξιών και όχι της μίσθωσης, απέρριψε τη σχετική έφεση της εναγομένης. Επιπλέον, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο απέρριψε την έφεση της εναγομένης για το ποσοστό ευθύνης της για την καταστροφή του μισθίου, κρίνοντάς την ως αποκλειστική υπεύθυνη για την πρόκληση της φωτιάς και επιβάλλοντάς της την καταβολή αποζημίωσης στην αντίδικό της ύψους 28.800 ευρώ μαζί με τους νόμιμους τόκους από τη στιγμή της επίδοσης της αγωγής. Ωστόσο, ελλείψει σαφούς και επαρκούς νομικής βάσης της Εφετειακής απόφασης ως προς τα ζητήματα της υπαιτιότητας της εναγομένης και της αμέλειας της ενάγουσας, η πρώτη άσκησε αναίρεση, κι έτσι ο Άρειος Πάγος εξέτασε την υπόθεση. Αναιρώντας λοιπόν την απόφαση του Εφετείου, παρέπεμψε την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, διέταξε την απόδοση στην αναιρεσείουσα/ εναγομένη του καταβληθέντος από αυτή παραβόλου και τέλος, επέβαλλε στην αναιρεσίβήτη/ ενάγουσα τη δικαστική δαπάνη της αναιρεσείουσας , ήτοι 3.000 ευρώ.


Πραγματικά περιστατικά


Στις 30 Ιανουαρίου του 2010 υπογράφθηκε ιδιωτικό συμφωνητικό μίσθωσης ακινήτου μεταξύ του αδερφού της ενάγουσας (αρχικού εκμισθωτή) και του πατέρα/μισθωτή της εναγομένης για δύο έτη, δηλαδή για το διάστημα από 1 Φεβρουαρίου του 2010 μέχρι 1 Φεβρουαρίου 2012. Τη χρήση του μισθίου παραχώρησε ο μισθωτής στην κόρη του για κατοικία της τελευταίας. Στις 9 Απριλίου του 2011 ο εκμισθωτής απεβίωσε και βάσει της από 27 Μαρτίου του 2011 συνταχθείσας ιδιόγραφης διαθήκης του, με την οποία αφήνει ως αποκλειστική κληρονόμο του συγκεκριμένου ακινήτου την αδερφή του, εκείνη ύστερα από την αποδοχή αυτής της κληρονομιάς απέκτησε την πλήρη κυριότητα του ακινήτου, κι έτσι περιήλθε στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της ήδη υφιστάμενης μισθωτικής σχέσης. Στις 13 Απριλίου του 2011 ξέσπασε πυρκαγιά στο συγκεκριμένο διαμέρισμα από φερόμενη αμέλεια της εναγόμενης. Πιο αναλυτικά το καλώδιο τροφοδοσίας της τηλεόρασης που διατηρούσε η τελευταία μέσα στο μίσθιο είχε φθαρεί και πλην αυτού, η τηλεόραση ήταν συνδεδεμένη σε κοινή πρίζα με παιχνιδομηχανή την οποία η ενάγουσα είχε αφήσει σε κατάσταση αναμονής κατά τη διάρκεια απουσίας της από το διαμέρισμα, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί σπινθήρας και εν συνεχεία να εκδηλωθεί φωτιά. Αυτή την αιτία πρόκλησης της πυρκαγιάς επιβεβαίωσαν η έκθεση απλής αυτοψίας της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας Πατρών, η έκθεση πραγματογνωμοσύνης Διπλωματούχου Ηλεκτρολόγου Μηχανικού, καθώς και η τεχνική έκθεση άλλου Διπλωματούχου Ηλεκτρολόγου Μηχανικού. Στις άνω εκθέσεις αναφέρεται πως η πυρκαγιά δεν οφείλεται σε κάποιο βραχυκύκλωμα ή σε άλλη βλάβη ηλεκτρικής εγκατάστασης, που θα δικαιολογούνταν άλλωστε από τη συνηθισμένη χρήση του μισθίου. Από τα πορίσματα των εκθέσεων αποδείχθηκε επίσης πως ο ηλεκτρικός πίνακας διανομής ρεύματος του σπιτιού ήταν παλιού τύπου και δεν διέθετε διάταξη διαφορικού ρεύματος (ρελε). Παρόλο που σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 1 της υπ’ αριθμόν Φ Α 501120811642/5-9-2006 ΥΑ (ΦΕΚ Β Ι 1222/5-9-2006) η εγκατάσταση τουλάχιστον μίας διάταξης διαφορικού ρεύματος (ρελέ) κατέστη υποχρεωτική για την αποτροπή ηλεκτροπληξίας και εκδήλωσης φωτιάς σε περίπτωση βραχυκυκλώματος, η εκμισθώτρια δεν είχε προχωρήσει σε αυτήν την εγκατάσταση, παρότι όφειλε να το είχε πράξει. Ωστόσο αυτή η διάταξη δε θα απέτρεπε εν προκειμένω την πυρκαγιά, αφού δεν υπήρξε κάποιο βραχυκύκλωμα, ώστε να ξεσπάσει η φωτιά. Το γεγονός αυτό επαλήθευσε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο ο μάρτυρας και Πολιτικός Μηχανικός της ενάγουσας, καθώς και Διπλωματούχος Ηλεκτρολόγος Μηχανικός και Τεχνολογίας Υπολογιστών σε έκθεσή του. Επομένως παρά το ότι, όπως προαναφέρθηκε, η ενάγουσα αν και γνώριζε (καθώς δεν δικαιολογείται η άγνοια νόμου) την σχετική υποχρέωσή της για την εγκατάσταση ρελέ στο επίδικο διαμέρισμα και την παρέλειψε, δεν συνετέλεσε στην εκδήλωση της πυρκαγιάς. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο απορρίφθηκε ως ουσία αβάσιμος από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ο ισχυρισμός της εναγομένης για την ευθύνη της ενάγουσας και η πρώτη κατέστη αποκλειστική υπαίτια για το συμβάν ως βοηθός εκπλήρωσης του πατέρα της/ μισθωτή εξαιτίας της αμέλειάς της που όφειλε να μην επιδείξει κατά τη χρήση του μισθίου. Εν συνεχεία η τελευταία ασκώντας αναίρεση, λόγω της έλλειψης νόμιμης βάσης της Εφετειακής απόφασης, η υπόθεση παραπέμφθηκε για επανεξέταση.


Ανάλυση νομικών ζητημάτων

Η έννομη σχέση που, αποτελεί τον κεντρικό άξονα της δικαστικής απόφασης, είναι η σύμβαση της μίσθωσης. Με την συγκεκριμένη σύμβαση, το ένα συμβαλλόμενο μέρος, ο εκμισθωτής, έχει την υποχρέωση να παραχωρήσει στον αντισυμβαλλόμενό του, τον μισθωτή, τη χρήση του πράγματος για όσο διάστημα διαρκεί αυτή η μεταξύ τους σύμβαση και ο μισθωτής να καταβάλλει το συμφωνημένο μίσθωμα (574 ΑΚ).



1. Υποχρεώσεις μισθωτή


Στο δέκατο πέμπτο κεφάλαιο του δεύτερου βιβλίου του ΑΚ, ορίζονται με ενάργεια όλα τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των αντισυμβαλλόμενων μερών της μίσθωσης. Πιο αναλυτικά σύμφωνα με τις διατάξεις 592,594,599 ΑΚ σε συνδυασμό με την διάταξη 330 ΑΚ, ο μισθωτής πρέπει κατά τη διάρκεια της μίσθωσης να χρησιμοποιεί το μίσθιο με την απαιτούμενη στις συναλλαγές επιμέλεια, και όπως ειδικότερα έχει συμφωνηθεί από τα αντισυμβαλλόμενα μέρη, καθώς και να αποδώσει το μίσθιο στην ίδια κατάσταση που το παρέλαβε. Έτσι ο μισθωτής δεν μπορεί να προχωρά σε αυθαίρετες ενέργειες, που ξεφεύγουν της σφαίρας συμφωνίας των μερών, αλλά και ούτε να πετυχαίνει τέτοιες επεμβάσεις στο μίσθιο, ώστε να αλλάζει ουσιωδώς η διαμόρφωση, η διάταξη και η αξία του, καθώς και ούτε να προκαλεί φθορές, πέραν τούτων που προκλήθηκαν από τη συνήθη χρήση και σύμφωνα με την καλή πίστη κα τα συναλλακτικά ήθη. Σε περίπτωση υπαίτιας αθέτησης των παραπάνω υποχρεώσεών του, ο μισθωτής υποχρεούται να αποκαταστήσει κάθε θετική και αποθετική ζημία που τυχόν υπέστη ο εκμισθωτής εξ αυτής της παράνομης συμπεριφοράς(ΑΠ 513/2009, ΑΠ 1413/2008). Η ευθύνη αυτή του μισθωτή απορρέει από τη σύμβαση, λόγω των παραπάνω ενδοσυμβατικών του υποχρεώσεων.[i]



2. Βοηθός εκπλήρωσης μισθωτή ( υποχρεώσεις-σχέσεις)


Με το άρθρο 593 ΑΚ προβλέπεται η δυνατότητα του μισθωτή, εφόσον δεν έχει συμφωνηθεί το αντίθετο, να παραχωρήσει τη χρήση του μισθίου σε τρίτο πρόσωπο, όπως εν προκειμένω συνέβη, με την παραχώρηση εκ μέρους του μισθωτή στην κόρη του, ώστε η τελευταία να χρησιμοποιεί το μίσθιο ως κατοικία της. Σ’ αυτή την περίπτωση όμως, τις προαναφερθείσες υποχρεώσεις φέρει πέραν του μισθωτή και το τρίτο αυτό πρόσωπο. Ο τρίτος χρήστης του μισθίου μπορεί να συνδέεται με τον μισθωτή είτε με την ιδιότητα του υπομισθωτή, είτε με την ιδιότητα του προστηθέντος του μισθωτή, είτε τέλος να είναι βοηθός εκπλήρωσης του μισθωτή στη χρήση του μισθίου. Στη συγκεκριμένη υπόθεση η κόρη του μισθωτή είναι βοηθός εκπλήρωσής του και επομένως δεσμεύεται και εκείνη με τις παραπάνω υποχρεώσεις.

Σε αυτό το σημείο δύναται να αναζητηθεί η σχέση που συνδέει την βοηθό εκπλήρωσης με την εκμισθώτρια και πως η τελευταία μπορεί να επιδιώξει κατ’ αυτής τις αξιώσεις της από την υπάρχουσα μισθωτική σύμβαση σε περίπτωση υπαίτιας αθέτησης των ενοχικών της υποχρεώσεων. Ελλείψει προσωπικού ενοχικού δεσμού μεταξύ της εκμισθώτριας και της βοηθού εκπλήρωσης, τυχούσες παράνομες και υπαίτιες ενέργειες της τελευταίας που φθείρουν ή καταστρέφουν το μίσθιο, μπορούν να στοιχειοθετήσουν μόνο αδικοπραξίες και όχι αντισυμβατικές ενέργειες. Ακολούθως σε μία τέτοια περίπτωση, όπως αυτή που εξετάζεται με την υπαίτια πρόκληση πυρκαγιάς στο μίσθιο από την βοηθό εκπλήρωσης, η εκμισθώτρια μπορεί να διεκδικήσει τα δικαιώματά της λόγω της ζημίας που υπέστη παρανόμως και υπαιτίως μέσω των διατάξεων περί αδικοπραξιών (914,919 ΑΚ), εφόσον συντρέχουν βεβαίως οι προϋποθέσεις εφαρμογής των συγκεκριμένων διατάξεων (δηλαδή ζημιογόνα πράξη ή παράλειψη, παράνομος χαρακτήρας της πράξης ή της παράλειψης, υπαιτιότητα, ζημία, και πρόσφορη αιτιώδη συνάφεια μεταξύ ζημιογόνου συμπεριφοράς και ζημίας). Στην περίπτωση μας, πράγματι, η καταστροφή του μισθίου προήλθε από την αμέλεια που όφειλε να αποφύγει η εναγόμενη και επομένως ευθύνεται κι εκείνη εις ολόκληρον (όπως και ο μισθωτής) απέναντι στην ενάγουσα (330 ΑΚ). Αυτή της η ευθύνη περιλαμβάνει την καταβολή από μέρους της αποζημίωσης, που θα καλύπτει τόσο την θετική ζημία που υπέστη η εκμισθώτρια, όσο και την αποθετική της ζημία σύμφωνα με τα άρθρα 297,298 ΑΚ.[ii] Αξίζει να σημειωθεί επιπλέον πως σε αντίθεση με την ενδοσυμβατική ευθύνη, στην περίπτωση της αδικοπραξίας, ο ζημιωθείς μπορεί να αξιώσει κατά του ζημιωθέντα αποζημίωση όχι μόνο για την προκληθείσα και τη μελλοντική του ζημία, αλλά και για την ηθική βλάβη που υπέστη εξαιτίας του ζημιογόνου γεγονότος (932 ΑΚ). Η αξίωση αυτή ασφαλώς αναγνωρίζεται και στην ενάγουσα της υπόθεσης.[iii]


Εφόσον λοιπόν καταλήξαμε στην νομική βάση με την οποία η εκμισθώτρια θα διεκδικήσει αποζημίωση, κρίσιμο είναι να αναζητηθεί πότε η αξίωσή της αυτή παραγράφεται. Αφού λοιπόν στην περίπτωσή μας γίνεται λόγος για αδικοπραξία, και όχι για αθέτηση συμβατικής υποχρέωσης, επομένως οι οικείες διατάξεις των αδικοπραξιών θα αποτελέσουν και το νομικό οπλοστάσιο της ενάγουσας. Σύμφωνα μάλιστα με την 937 ΑΚ προβλέπεται πενταετής παραγραφή, ήτοι κατά πολύ μακρότερη από την εξάμηνη παραγραφή αξιώσεων του 602 ΑΚ που προβλέπεται για τη μίσθωση.[iv]



3. Υποχρεώσεις εκμισθωτή και συντρέχον πταίσμα του


Αναμφισβήτητα υποχρεώσεις βαραίνουν και τον εκμισθωτή. Πιο αναλυτικά μάλιστα, σύμφωνα με την 575 ΑΚ, ο εκμισθωτής υποχρεούται να παραδώσει στον μισθωτή το μίσθιο κατάλληλο για την συμφωνημένη χρήση, καθώς και να το διατηρεί κατάλληλο σε όλη τη διάρκεια της μίσθωσης. Προφανώς η προβλεπόμενη αυτή καταλληλότητα έγκειται μεταξύ άλλων και στη λήψη εκ μέρους του εκμισθωτή όλων των απαραίτητων μέτρων για την ασφάλεια του μισθίου. Υψίστης σημασίας κρίνεται και η προστασία του ακινήτου από την εκδήλωση πυρκαγιάς ύστερα από ηλεκτροπληξία. Γι’ αυτόν τον λόγο ψηφίστηκε η Φ Α 501120811642/5-9-2006 ΥΑ (ΦΕΚ Β Ι 1222/5-9-2006) που καθιέρωσε την υποχρεωτικότητα της εγκατάστασης διάταξης διαφορικού ρεύματος για πρόσθετη προστασία από ηλεκτροπληξία σε όλες τις Εσωτερικές Ηλεκτρικές Εγκαταστάσεις (ΕΗΕ) προκειμένου να προστατεύονται όλοι οι χρήστες της ηλεκτρικής ενέργειας κάθε σπιτιού. Η υποχρέωση αυτή βαρύνει κάθε ιδιοκτήτη ακινήτου, όπως εν προκειμένω την εκμισθώτρια.

Τί συμβαίνει όμως στην περίπτωση που στην πρόκληση της ζημίας του παθόντος, εν προκειμένω δηλαδή της εκμισθώτριας, συνέβαλε και ο ίδιος με δικό του πταίσμα και ποια η τύχη της αποζημίωσης που οφείλει ο ζημιώσας απέναντί του σ’ αυτή την περίπτωση; Η απάντηση δίνεται ευθέως από τον νόμο σύμφωνα με τη διάταξη 300 ΑΚ. Με το άρθρο αυτό προβλέπεται η απαλλαγή του οφειλέτη από την καταβολή της αποζημίωσης, ή η μείωση αυτής στο αντίστοιχο μέτρο της συνυπαιτιότητας του ζημιωθέντος. Σύμφωνα μάλιστα με την κρίση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών, όπως προαναφέρθηκε, η εκμισθώτρια θεωρήθηκε συνυπεύθυνη στον πρώτο βαθμό για την πρόκληση της πυρκαγιάς κατά 40%, επειδή αν και γνώριζε πως ήταν υποχρεωμένη να εγκαταστήσει στο ακίνητο διάταξη διαφορικού ρεύματος στον ηλεκτρικό πίνακα, υπαιτίως το παρέλειψε. Αν η απόφαση αυτή δεν προσβαλλόταν και δεν παραπεμπόταν προς εξέταση στο Μονομελές Εφετείο Πατρών (το οποίο έκρινε την εναγομένη ως αποκλειστική υπεύθυνη για τη δημιουργία της φωτιάς αίροντας κάθε μερίδιο ευθύνης της ενάγουσας, διότι δέχτηκε πως ακόμα και να είχε προβεί εκείνη στην παραπάνω υποχρεωτική εγκατάσταση δε θα αποτρεπόταν η εκδήλωση της πυρκαγιάς) πιθανώς θα είχε περιοριστεί κατ’ αντίστοιχο μέτρο με την συνυπαιτιότητα της εκμισθώτριας η αποζημίωση που αυτή αξίωνε κατά της κόρης του μισθωτή. Εφόσον όμως η εκμισθώτρια κρίθηκε, σύμφωνα και με τα πορίσματα ειδικών, πως δεν συνέβαλε στο παραπάνω ζημιογόνο γεγονός για την περιουσία της, δεν τίθεται πλέον η προβληματική περί εφαρμογής του άρθρου 300 ΑΚ και η ευθύνη και η συνακόλουθη αποζημίωση που όφειλε η ενάγουσα παρέμειναν ακαίρεες.[v]



4. Παραγραφή αξιώσεων εκμισθωτή


Στο Μονομελές Εφετείο Πατρών δεν απορρίφθηκε μόνο η ένσταση της εναγομένης, που αφορούσε το ποσοστό ευθύνης της, αλλά και η ένστασή της περί παραγραφής των αξιώσεων της αντιδίκου της. Η εναγομένη υποστηρίζοντας πως οι αξιώσεις της εκμισθώτριας από τη μισθωτική σύμβαση έχουν παραγραφεί, στηριζόμενη στο άρθρο 602 ΑΚ., καθώς τη στιγμή της συζήτησης της υπόθεσης, ήδη στον πρώτο βαθμό, είχε παρέλθει το προβλεπόμενο από την άνω διάταξη εξάμηνο, δεν κατόρθωσε τη θετική έκβαση της έφεσής της. Την απόρριψη της έφεσης δικαιολόγησε το αρμόδιο δικαστήριο ισχυριζόμενο πως η παραγραφή που προβλέπεται για την ενάγουσα εμπίπτει στις διατάξεις περί αδικοπραξιών και όχι στις διατάξεις της μίσθωσης, ελλείψει ενοχικού δεσμού αυτής με την εναγομένη. Σε καμία περίπτωση πάντως, και σε κανένα στάδιο της δίκης δεν είχε παρέλεθει η πενταετία που προβλέπεται στις διατάξεις αυτές και η ενάγουσα δικαίως έχαιρε ακόμα δικαστικής προστασίας έναντι της εναγομένης. Επομένως, με την υπαγωγή από το Εφετείο των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης στον κανόνα 937 ΑΚ, και όχι στη διάταξη 602 ΑΚ που επικαλέστηκε η ενάγουσα, δεν παραβιάστηκε η τελευταία διάταξη, καθόσον αυτή σύμφωνα με τη μείζονα σκέψη του δικαστηρίου, δεν ήταν εφαρμοστέα. Απόρροια των παραπάνω είναι πως η αίτηση αναίρεσης της αναιρεσείουσας κρίθηκε ορθώς αβάσιμος, καθώς δεν παραβιάστηκε κανένας κανόνας δικαίου, περίπτωση που θα αποτελούσε βάσιμο λόγο αναίρεσης σύμφωνα με το 559 παρ.1 ΚΠολΔ.



5. Ελλιπής νόμιμη βάση δικαστικής απόφασης ως λόγος αναίρεσης


Αντιθέτως, βάσιμος λόγος αναίρεσης χωρεί σε περιπτώσεις που απόφαση δικαστηρίου δε στηρίζεται σε νόμιμη βάση, ιδίως αν δεν παρέχονται στην απόφαση αυτή επαρκείς αιτιολογίες για ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης σύμφωνα με το άρθρο 559 παρ.19 ΚΠολΔ.[vi]


Στην περίπτωση που εξετάζεται, έτσι που έκρινε το Εφετείο, στέρησε την προσβαλλόμενη απόφασή του από νόμιμη βάση, καθώς διέλαβε ασαφείς και ανεπαρκείς αιτιολογίες, ως προς το κρίσιμο ζήτημα της αποκλειστικής ή όχι υπαιτιότητας της αναιρεσείουσας και της ύπαρξης ή όχι συντρέχουσας ή αποκλειστικής αμέλειας της αναιρεσίβλητης στην πρόκληση της πυρκαγιάς στο ένδικο διαμέρισμα. Πρόκειται για δύο νομικές έννοιες μείζονος σημασίας, που οπωσδήποτε χρήζουν επαρκούς και σαφούς δικαστικής ερμηνείας για την δίκαιη έκβαση της δίκης. Πιο αναλυτικά, η υπαιτιότητα αποτελεί την ενδιάθετη ενέργεια εκείνου που προέβη σε μια παράνομη πράξη. Συνίσταται στον δόλο (δηλαδή στην επιδίωξη ή στην αποδοχή του παράνομου αποτελέσματος μιας πράξης) ή στην αμέλεια του τελευταίου και αποτελεί προϋπόθεση του αξιοποίνου μιας παράνομης συμπεριφοράς. Όταν η υπαιτιότητα πέρα από την δράστη χαρακτηρίζει και τον παθόντα τότε γίνεται λόγος για συνυπαιτιότητα. Το δεύτερο εννοιολογικό στοιχείο της υπαιτιότητας, δηλαδή η αμέλεια, είναι η απουσία της απαιτούμενης προσοχής που όφειλε και μπορούσε να καταβάλει κατά τις περιστάσεις εκείνος που προέβη σε μια συμπεριφορά, η οποία είχε παράνομα αποτελέσματα.[vii] Είναι σημαντικό να εξεταστούν και να αποδοθούν επακριβώς αυτές οι παραπάνω νομικές έννοιες, γιατί όταν συναντώνται στα πρόσωπα των διαδίκων προκύπτουν πολλά νομικά ζητήματα, όπως αυτό του μέτρου της ευθύνης καθενός από αυτούς , καθώς και η τύχη και το μέτρο της αποζημίωσης που οφείλει ο ζημειώσας. Συνεπώς, ο λόγος αναίρεσης που πρόβαλε η αναιρεσείουσα ήταν βάσιμος. Εξ αυτού του λόγου η υπόθεση εξετάστηκε από τον Άρειο Πάγο, ο οποίος απορρίπτοντας την Εφετειακή απόφαση την παρέπεμψε για περαιτέρω εκδίκαση στο «αυτό» δικαστήριο.


Προσωπικές απόψεις του γράφοντος


Εφόσον λοιπόν, απουσίαζε ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς της εκμισθώτριας (παράλειψη εγκατάσταση ρελέ) και της φωτιάς που προκλήθηκε στο μίσθιο, ορθώς κρίθηκε από το Εφετείο πως αποκλειστική υπεύθυνη ήταν εναγομένη, απορρίπτοντας την πρωτόδικη απόφαση με την οποία η εκμισθώτρια κρίθηκε συνυπεύθυνη για το επιζήμιο αυτό αποτέλεσμα. Επομένως, γι’ αυτό ορθά πάλι δεν εφαρμόστηκε η διάταξη 300 ΑΚ και δεν τέθηκε ζήτημα περί συνυπαιτιότητας της εκμισθώτριας για την πρόκληση της πυρκαγιάς, γεγονός που θα συντελούσε ενδεχομένως και στην επιδίκαση μειωμένης αποζημίωσης κατά της εναγόμενης.


Η ευθύνη της εκμισθώτριας για την απουσία ρελέ στο διαμέρισμα και οι αντίστοιχες αξιώσεις της κόρης του μισθωτή, θα μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο διαφορετικής δίκης, αφού στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο έγινε δεκτό ότι η εγκατάσταση αυτή δεν θα απέτρεπε το ζημιογόνο αποτέλεσμα. Κατά τη γνώμη της γράφουσας, παρότι ορθή η Εφετειακή απόφαση, δεν υπήρξε σαφώς και επαρκώς αιτιολογημένη ως προς κρίσιμα νομικά ζητήματα, τα οποία διαδραματίζουν σημαίνοντα ρόλο για την έκβαση της δίκης. Γι’ αυτόν τον λόγο δικαίως επιλήφθηκε της υπόθεσης ο Άρειος Πάγος, καθώς ήταν σημαντικό να αποδειχθεί όχι μόνο αν υπήρχε υπαιτιότητα από μεριάς της ενάγουσας και αμέλεια εκ μέρους της εναγομένης, αλλά και να διευκρινιστούν αυτοί οι σημαντικοί για την εξέλιξη της δίκης όροι. Εξάλλου, σπουδαίο κομμάτι του νομικού μας πολιτισμού είναι η πρόβλεψη μεταξύ άλλων λόγων αναίρεσης, της ελλιπούς νομικής βάσης μιας δικαστικής απόφασης (559 παρ 19 ΚΠολΔ), όπως συνέβη και την περίπτωση που εξετάζουμε. Η πρόβλεψη αυτή παρέχει ένα άρτιο και ασφαλές πλαίσιο δικαστικών αποφάσεων απαλλαγμένο από αυθαίρετες και αναπόδεικτες κρίσεις. Κρίνεται επιτακτικό κάθε δικαστική απόφαση να στηρίζεται σε επαρκώς και σαφώς αιτιολογημένες κρίσεις για τα ουσιώδη για την έκβαση της δίκης ζητήματα. Η νομική αυτή πρόβλεψη παρέχει αναμφισβήτητα την ασφάλεια δικαίου στους διαδίκους και γι’ αυτό δικαίως έγινε δεκτός ο λόγος αναίρεσης, που πρόβαλε η αναιρεσείουσα για την έλλειψη νόμιμης βάσης της απόφασης του Εφετείου.



 

[i] Κακή χρήση του μισθίου | Νομικά Blogs | Lawspot [ii] Φθορές στο μίσθιο από πυρκαγιά – Αξίωση αποζημίωσης από πταίσμα του μισθωτή [ΑΠ 156/2021] - Λαγοπούλου-Μαλαμίδης και Συνεργάτες Δικηγορική Εταιρεία (lagopoulou.gr) [iii] Απόστολος Σ. Γεωργιάδης Εγχειρίδιο Ειδικού Ενοχικού Δικαίου Αθήνα 2014 [iv] Απόστολος Σ. Γεωργιάδης Εγχειρίδιο Ειδικού Ενοχικού Δικαίου Αθήνα 2014 [v] Ένσταση συντρέχοντος πταίσματος (ΑΚ 300) - Προϋποθέσει (efotopoulou.gr) [vi] Νίκας Θ. Νικόλαος Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας Γ’ Έκδοση 2018 [vii] Μιχαήλ Π. Σταθόπουλος Επιτομή Γενικού Ενοχικού Δικαίου Β’ έκδοση 2016 Καράλα Δέσποινα Ασημίνα, Τμήμα Νομικής, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Προπτυχιακή Φοιτήτρια, Μέλος της ομάδας σχολιασμού δικαστικών αποφάσεων του The Law Project.

17 views0 comments
bottom of page