top of page

Επιδίκαση Παραχώρησης Χρήσης Οικογενειακής Στέγης - Εξαφάνιση Αγώγιμου Αιτήματος... (ΕφΠατρ 27/2019)

Της Σπυριδοπούλου Ειρήνης Μαρίας


Διάσταση : Επιδίκαση Παραχώρησης Χρήσης Οικογενειακής Στέγης και Εξαφάνιση Αγώγιμου Αιτήματος για Καταβολή Μηνιαίας Διατροφής κατ’Έφεση

(ΕφΠατρ 27/2019)



Περίληψη Απόφασης


Ο παρακάτω σχολιασμός αφορά μία εφετειακή απόφαση, η οποία θίγει το ζήτημα της διατροφής μεταξύ δύο συζύγων που τελούν σε διάσταση, έπειτα από οριστική διάσπαση της έγγαμης συμβίωσής τους. Εξίσου σημαντικό κεφάλαιο της εκκαλούμενης απόφασης αποτελεί και η διαφωνία του εκκαλούντος συζύγου σχετικά με την έκδοση της προσωρινώς εκτελεστής απόφασης που παραχωρεί την χρήση της οικογενειακής στέγης αποκλειστικώς στην εφεσίβλητη, εν προκειμένω, σύζυγό του.


Αξίζει, αρχικά να παραθέσουμε το παρασκήνιο της εκδικαζόμενης υπόθεσης, το οποίο βρίσκει έδαφος στην προγενέστερη αγωγή της ενάγουσας συζύγου κατά του συζύγου της, η οποία όπως γίνεται γνωστό εκδικάστηκε «κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών που αφορούν διατρο­φή και επιμέλεια τέκνων των άρθρων 591 § 1 και 681Β § 1 περ. α και γ του KΠολΔ, όπως είχαν πριν την ισχύ του Ν 4335/2015» . Η ίδια επικαλούμενη την αποκλειστική υπαιτιότητα του εναγομένου για την διακοπή της έγγαμης συμβίωσής τους και λόγους επιείκειας, καταθέτει αγωγή με την οποία αιτείται τα παρακάτω, τα οποία κατόπιν εξετάσεως, εν τέλει γίνονται δεκτά εν συνόλω από το Μονομελές Πρωτοδικείο Πατρών:


Α) την παραχώρηση χρήσης της οικογενειακής στέγης


Β) τακτική μηνιαία διατροφή πεντακοσίων ευρώ (500€) με τους προβλεπόμενους τόκους σε περίπτωση καθυστέρησης


Γ) την καταβολή των εξόδων και τελών της δίκης/προκαταβληθέντων, ποσού τριακοσίων ευρώ (300€)


Δ) την καταβολή της δικαστικής της δαπάνης ύψους τετρακοσίων πενήντα ευρώ (450€)


Ε) την κήρυξη της εκδοθησόμενης απόφασης ως προσωρινώς εκτελεστή


Σύμφωνα με το άρθρο 511 του ΚΠολΔικ υπάρχει δυνατότητα ασκήσεως έφεσης από τον, εν προκειμένω, ολικώς ηττηθέντα εναγόμενο (516 §1 ΚΠολΔικ) κατά της αντιδίκου του (517 εδ.α ΚΠολΔικ) επί της παραπάνω οριστικής απόφασης (513 §1 περ.β εδ.α ΚΠολΔικ), η οποία εφόσον ασκήθηκε εμπροθέσμως (518 §1 εδ.α και γ ΚΠολΔικ) και εμπεριείχε όλα τα απαραίτητα στοιχεία (ΚΠολΔικ 118 έως 120 ) και τους λόγους της έφεσης (ΚΠολΔικ 520 §1) έγινε τυπικώς δεκτή (532 ΚΠολΔικ). Επομένως, έργο του Δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου εν συνεχεία είναι η διερεύνησή της κατ’ουσίαν, ώστε να διαπιστωθεί το βάσιμο των λόγων της(522 και 533 §1 ΚΠολΔικ). Η δίκη διεξάγεται, όπως και η πρωτοβάθμια (533 §2 ΚΠολΔικ)/ σύμφωνα με τον νόμο που ίσχυε κατά την περίοδο που διεξαγόταν και η πρωτοβάθμια, όπως διευκρινίστηκε παραπάνω «κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών που αφορούν διατρο­φή και επιμέλεια τέκνων των άρθρων 591 § 1 και 681Β § 1 περ. α και γ του KΠολΔ, όπως είχαν πριν την ισχύ του Ν 4335/2015». Αξίζει να επισημάνουμε στο σημείο αυτό την αντιπαραβολή με την σημερινή ισχύουσα νομοθεσία, η οποία για τις αγωγές που κατατέθηκαν από 01.01.2016 κι έπειτα, προβλέπει την εκδίκαση των σχετικών υποθέσεων κατ’ άρθρο 592 και 593 επ. ΚΠολΔικ.


Σε όλη την έκταση της σχολιαζόμενης απόφασης παρακολουθείται η έκθεση των πραγματικών περιστατικών, όπως αυτά προέκυψαν από την επανεξέταση των αποδεικτικών στοιχείων που νομίμως κατατέθηκαν, παρά την αντίρρηση του συζύγου περί λανθασμένης εκτίμησης αυτών, που συνιστά και τον πρώτο λόγο της έφεσης. Είναι σημαντικό να σημειωθεί εδώ, πως ο ισχυρισμός για «εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου» εκ μέρους του Δικαστηρίου συνιστά τον δεύτερο λόγο έφεσης κατά τον εκκαλούντα και συμπληρώνει κατ’επέκταση και τον κορμό ολόκληρης της έφεσης. Κάθε λόγος βασίζεται σε συγκεκριμένα επιχειρήματα/αιτιάσεις του εκκαλούντος που απορρίπτονται καθ’ολοκληρίαν μέσω του νόμου, όπως τον εφαρμόζει το Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο. Ωστόσο, εκτίθεται και μία συγκεκριμένη κατηγορία από τον εκκαλούντα, η οποία μέσω της επανεξέτασης που υφίσταται η υπόθεση με την άσκηση της έφεσης, αποδεικνύεται ότι βρίσκει έρεισμα στον νόμο, με αποτέλεσμα η εκκαλούμενη απόφαση να παραμείνει ως είχε κατά τα προεκτεθέντα αγώγιμα αιτήματα της συζύγου που έγιναν δεκτά, όμως να εξαφανιστεί κατά εκείνο της επιδίκασης διατροφής του ποσού των πεντακοσίων ευρώ (500€) μηνιαίως.


Τα αιτήματα της συζύγου που έγιναν δεκτά με την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης βρίσκουν αντίθετο τον εκκαλούντα σύζυγο, στελεχώνουν την σύνταξη των λόγων της έφεσης, που ο ίδιος ασκεί, με συγκεκριμένα επιχειρήματα και στοιχειοθετούν τα κρίσιμα νομικά ζητήματα που θα απασχολήσουν τον εν λόγω σχολιασμό και θα εκτεθούν αναλυτικά στη συνέχεια.



Πραγματικά Περιστατικά και Αναφυόμενα Νομικά ζητήματα


i) Παραχώρηση χρήσης οικογενειακής στέγης ΑΚ 1393


Με την σύναψη του γάμου γεννάται, εκτός των άλλων, η υποχρέωση αμφοτέρων των συζύγων για συμβίωση (ΑΚ1386) και παραμένει ενεργή έως και την λύση του. Σε περίπτωση διακοπής της έγγαμης συμβίωσης, όμως, αυτή παύει να δεσμεύει τα δύο μέρη, κι έτσι προκύπτει η ανάγκη για ρύθμιση της οικογενειακής στέγης για το χρονικό διάστημα που διαρκεί η διάσταση (εξακολουθεί να υφίσταται γάμος νομικά) - κατά παρέκκλιση των διατάξεων του ενοχικού και εμπράγματου δικαίου, οι οποίες όμως ανακτούν την ισχύ τους αυτοδικαίως με την αμετάκλητη λύση του γάμου. Η ΑΚ 1393, λοιπόν, επιστρετεύοντας δύο αόριστα νομικά κριτήρια μεν, ανταποκρινόμενα στην πραγματική κοινωνική ζωή δε, παρέχει την δυνατότητα αγωγής, ώστε να ρυθμιστεί το εν λόγω ζήτημα. Τα κριτήρια αυτά ανάγονται α) στις ειδικές συνθήκες ζωής του κάθε συζύγου (ενδεικτικά «ως τέτοιες δε... θεωρούνται η σωματική και η ψυχική υγεία, οι γενικότερες συνθήκες εργασίας του ενάγοντος και του άλ­λου συζύγου, καθώς και η οικονομική κατάσταση κυρίως του γονέα που έχει τη γονική μέριμνα των τέκνων τους», τη δυνατότητα του συζύγου που θα εκδιωχθεί να διαμένει σε εναλλακτική κατοικία) και β) το συμφέρον των τέκνων. Αξίζει να επισημανθεί πως «το εύλογο ή μη της διακοπής της έγγαμης συμβίωσης του ενάγοντος συζύγου και η τυχόν υπαιτιότητα δεν α­ποτελούν κριτήρια από το νόμο για την παραχώρηση της χρήσης της οικο­γενειακής στέγης, συνεκτιμώνται όμως έμμεσα μαζί με τα άλλα στοιχεία α­πό το Δικαστήριο».Αυτή η τάση έχει υποστηριχθεί άλλωστε από την νομολογία σε πολλές περιπτώσεις, ενδεικτικά παραθέτουμε ένα παράδειγμα από το Εφετείο Θεσσαλονίκης (ΕφΘεσ 469/2009)[1]


Στη θεωρία, ωστόσο, επικρατούν δύο τάσεις όσον αφορά την φύση του δικαιώματος που πηγάζει από την παραχώρησης αυτής της χρήσης, καθώς παραμένει αρρύθμιστη η αιτία (χαριστική ή μη) που υπαγορεύει την σχέση εκείνου που κατέχει την χρήση της οικογενειακής στέγης κι εκείνου που την στερείται. Από την μία, η καταβολή ανταλλάγματος/ μισθώματος (ίσο με την μισθωτική αξία του μισθίου) για την χρήση του ακινήτου σε συνδυασμό με τον συμψηφισμό αυτού στην συνολική διατροφή που οφείλει ο υπόχρεος σύζυγος, ερείδεται στην υπερνομοθετική προστασία της περιουσίας από το Σύνταγμα (Σ17) και το Πρώτο Πρόσθετο Πρωτόκολλο της ΕΣΔΑ (άρθρο 1), αλλά και εγγύτερα στην ανάλογη εφαρμογή της ΑΚ1395 σχετικά με την κατανομή των κινητών, για τα οποία έγκειται στην διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου να επιδικάσει εύλογη αποζημίωση υπέρ του συγκυρίου που στερείται το κινητό, δηλαδή για το ελάσσον. Η αντίπερα όχθη προσπελαύνει τις έννομες σχέσεις που ενδέχεται να συνδέουν τα πρόσωπα με τα πράγματα και παραδέχεται ότι, ενόψει κοινωνικών συνθηκών και λόγων επιείκειας που ταυτίζονται έτσι κι αλλιώς με το πνεύμα της ΑΚ1393, η παραχώρηση αυτή αρκεί να αντιμετωπίζεται ως διατροφή εκ νόμου σε είδος περιρορισμένης έκτασης, η οποία θα συνυπολογίζεται στη συνολική οφειλόμενη διατροφή από τον υπόχρεο σύζυγο.


Στην προκειμένη περίπτωση, είναι σαφές πως ο γάμος νομικώς εξακολουθεί να υφίσταται παρά την διάσταση. Συνάγονται επιπλέον από τα κατετεθέντα αποδεικτικά στοιχεία (ένορκες βεβαιώσεις, προτάσεις διαδίκων) η οικονομική κατάσταση και οι συνθήκες ζωής της εφεσίβλητης, οι οποίες κρίνονται ως ειδικές. Συγκεκριμένα, εξαιρώντας το δεδομένο πως είναι συγκυρία κατά ποσοστό 30% εξ αδιαιρέτου της οικογενειακής στέγης, στερείται λοιπών αξιοποιήσιμων ακινήτων τα οποία θα μπορούσαν να της αποφέρουν κάποια πρόσοδο είτε να εξασφαλίσουν την διαμονή της, σε αντίθεση με τον εκκαλούντα ο οποίος διαμένει ήδη από τον Ιούνιο του 2013 με την νέα σύντροφό του στην εξοχική κατοικία του πρώην ζευγαριού, ενώ παράλληλα ,όπως διαφαίνεται από την εξέταση του Δικαστηρίου, διαθέτει πιο δυναμική οικονομική επιφάνεια σε σχέση με την εν διαστάσει σύζυγό του.


Όσον αφορά την πεποίθηση του ιδίου πως εκείνη ψευδώς διεκδικεί την στέγη με σκοπό την ιδιόχρηση , αλλά την εκμεταλλεύεται ήδη ως μίσθιο με σκοπό την χρηματική απολαυή που αυτό της προσφέρει, το Δικαστήριο διαπιστώνει πως πρόκειται μόνο για ευκαιριακή μίσθωση του ξενώνα κατά εξήντα ευρώ (60 €) ανά διανυκτέρευση, χρήση η οποία της προσφέρει ένα μικρό επιπλέον εισόδημα και δεν ορίζεται ως παράνομη ή καταχρηστική του δικαιώματός της. (Παρ’όλα αυτά συμπληρώνει την αιτιολογία του κατ’ άρθρο 534 ΚΠολΔικ, χωρίς να αλλάζει το διατακτικό του, εφόσον δεν αλλάζει η εν λόγω ουσία και το περιεχόμενο.) Συμπληρωματικά, κρίνεται σχεδόν αδύνατη η ανεύρεση εργασίας από μέρους της, δεδομένης της ηλικίας της, της ελλείψεως εξειδίκευσής της σε κάποιον τόμεα και το γεγονός ότι ακόμα και καθ’όλη την διάρκεια της διατήρησης του έγγαμου βίου, είχε την αποκλειστική αρμοδιότητα συντήρησης του νοικοκυριού και της ανατροφής των τέκνων. Επομένως, όλα τα παραπάνω και δεδομένου ότι τα τέκνα εξακολουθούν να διαμένουν μαζί με την μητέρα τους και ότι η ίδια καλύπτει τα λειτουργικά έξοδα του βίου τους, οδηγεί το Δικαστήριο να μην αλλάξει το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης όσον αφορά το κεφάλαιο αυτό και να εμμείνει στην ολική παραχώρηση της οικογενειακής στέγης προς αποκλειστική χρήση της από την εφεσίβλητη. Ωστόσο, όπως θα εκτεθεί διεξοδικότερα παρακάτω, δεν επιβάλλει την καταβολή ανταλλάγματος σε μορφή μισθώματος προς τον εκκαλούντα, θεωρεί, όμως, την παραχώρηση ως μέρος της συνολικής οφειλόμενης διατροφής από τον ίδιο.


ii) Η αρχική επιδίκαση μηνιαίας διατροφής 500€ ως εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου κατά την πρωτοβάθμια δίκη


- Γιατί επιδικάστηκε αρχικά στον εναγόμενο; - Ποιες αιτιάσεις προέβαλε ο εκκαλών και πώς αυτές απορρίφθηκαν;


Στην εκκαλούμενη απόφαση η καταβολή διατροφής αποτελεί το αγωγικό αίτημα της, αρχικώς, ενάγουσας συζύγου κατά του εναγομένου συζύγου της, το οποίο γίνεται δεκτό κατά την πρωτοβάθμια δίκη, με αποτέλεσμα ο εναγόμενος σύζυγος να υποχρεώνεται μηνιαία στο ποσό των πεντακοσίων ευρώ (500 €) μαζί με τους προβλεπόμενους τόκους στο ενδεχόμενο καθυστέρησης. («Επί της ανωτέρω αγωγής εκδόθηκε[...]οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου[...]υποχρέωσε τον εναγόμενο να προκαταβάλλει στην ενάγουσα[...]το ποσό των 500 ευρώ, ως τακτική μηνιαία διατροφή[...]ήτοι για εύλογη ως προς τη σύζυγο αιτία, συνισταμένη στην εξωσυζυγική σχέση που συνήψε ο εναγόμενος [...]και [...] η ενάγουσα "δεν διατηρούσε οποιαδήποτε εξωσυζυγική ερωτική σχέ­ση»)


Το δεύτερο και εξίσου ενδιαφέρον, λοιπόν, νομικό ζήτημα που επηρεάζει σημαντικά την εξέταση της εκκαλούμενης απόφασης είναι το ζήτημα της καταβολής διατροφής κατά το διάστημα που οι σύζυγοι τελούν σε διάσταση. Συνοπτικά, αναφέρω πως η επιδίκαση διατροφής κατά την διάσταση διέπεται, τηρουμένων των αναλογιών, από τις ΑΚ1389, 1390 και 1391 και σκοπό έχει την διατήρηση του βιοτικού επιπέδου που είχε εξασφαλιστεί όσο διαρκούσε ομαλά η έγγαμη συμβίωση. Προς θεμελίωση της παραπάνω αξίωσης απαιτείται η σύμπραξη των εξής προϋποθέσεων: α) ο δικαιούχος είναι ο οικονομικά ασθενέστερος (ΑΚ 1389, 1390), β) η συμβίωση διακόπτεται λόγω ευλόγου αιτίας, η οποία μπορεί να εξειδικεύεται κάθε φορά από την προβλεπόμενη περιπτωσιολογία (ΑΚ1391 §1). Η διατροφή συνίσταται συνήθως σε χρήμα, ως κανόνας, όμως, ενδοτικού δικαίου η ΑΚ1391§1 δύναται να συμφωνηθεί από τα μέρη και να καταβάλλεται ολικά ή μερικά σε είδος. Όταν ο υπόχρεος αναγκάστηκε στην διακοπη της έγγαμης συμβίωσης λόγω παραπτώματος του δικαιούχου, το οποίο μάλιστα συνιστά και λόγο διαζυγίου, η έκταση της διατροφής ελαττώνεται. Χρειάζεται δε να αποδειχθεί κάτι τέτοιο. Επίσης, ο υπόχρεος προς διατροφή, αν δεν διαθέτει επαρκή εισοδήματα, δύναται να περιορίσει αναλόγως , και μόνο να περιορίσει, την υποχρεωτική αυτή δαπάνη αν επικαλεστεί την ένσταση ιδίας διακινδύνευσης κατ’ άρθρο ΑΚ1487 με σκοπό την παραπομπή σε άλλον υπόχρεο (ανιόντα ή κατιόντα) δυνάμει της ΑΚ 1491. Καταληκτικά, βέβαια, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να απαλλαχθεί πλήρως.


Ο ίδιος στην έφεση που ασκεί, σε μια προσπάθεια να αποβάλλει την δέσμευση αυτή από πάνω του, διατυπώνει κάποιες παρόμοιες αιτιάσεις εις βάρος της δικαιούχου, η πλειοψηφία εκ των οποίων απορρίπτεται και δευτεροβαθμίως.


Ακροθιγώς αναφέρω: Α) με σκοπό να επιδικαστεί εις βάρος του στοιχειώδης μόνο διατροφή (150€), καταθέτει ένορκη βεβαίωση της νέας συντρόφου του μέσω της οποίας ψευδώς ισχυρίζεται για την σύζυγό του ότι διατηρούσε ερωτικό δεσμό με άλλον άνδρα κι έτσι αναγκάσθηκε ο ίδιος να διακόψει την έγγαμη συμβίωσή τους («έπρεπε να επιδικάσει σε βάρος του [...]στοιχειώδη (ελαττωμένη) [...]διατροφή, ύψους 150 ευρώ»).


Β) Επικαλείται σοβαρά οικονομικά προβλήματα που φέρουν σε κίνδυνο την προσωπική του αυτοδιατροφή και ότι το μηνιαίο εισόδημά του δεν είναι ικανό να παράσχει το ποσό των πεντακοσίων ευρώ στην σύζυγό του, προτάσεις οι οποίες κρίνονται ως εξόφθαλμα επιτηδευμένες, εφόσον αποδεικνύεται η πολυτελής ζωή που διατελούσε ανεμπόδιστα από οικονομικούς προβληματισμούς ο ίδιος, τόσο με την οικογένειά του υπό φυσιολογικές συνθήκες(«2008 και 2009 παρουσιάζονται και πάλι ζημίες [...]καίτοι ο εκκαλών και η οικογένειά του διήγον [...] βίο πολυ­τελή»), όσο και με την εξωσυζυγική του σχέση παράλληλα («διατείνεται ότι αντιμετωπίζει σοβαρά οικονομικά προβλήματα[...]αυτό όμως δεν τον εμπόδισε α) να πραγματοποιήσει υπερπόντιο ταξίδι στην Αυστραλία[...]τον Ιούνιο του 2014»). Το συμπέρασμα αυτό ενισχύεται λόγω της αναξιοπιστίας που περιβάλλει του πρόσωπό του σε μια σειρά από ατυχείς αντιφάσεις στις προτάσεις του («ο δε προσκομισθείς[...]ισολογισμός της εταιρείας[...]δεν[...]δύναται να προκύψει ασφαλής κρίση περί της μη απολαβής κέρδους»), ψευδείς τραπεζικές καταθέσεις και ελλιπείς φορολογικές δηλώσεις («διατηρώντας[...]κατα­θέσεις άνω των 500.000 ευρώ είχε δηλώσει[...]ως φορολογητέο εισόδημα [...]ποσά των 135 ευρώ και των 18,67 ευρώ») κ.α. Το Δικαστήριο, έτσι, αλλά και σε συνδυασμό με τα περιουσιακά στοιχεία τα οποία γνωρίζει πως βρίσκονται στην ιδιοκτησία του ολικά ή κατά συγκυριότητα καταλήγει πως το εισόδημά του κυμαίνεται στο μηνιαίο καθαρό ποσό των τριών χιλιάδων ευρώ (3.000€) τουλάχιστον, γεγονός που τον καθιστά σίγουρα περισσότερο εύρωστο οικονομικά εν συγκρίσει με την σύζυγό του. Γ) Ο εκκαλών επιμένει στην εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου κατά την πρωτόδικη διαδικασία σχετικά με την απόρριψη της ενστάσεως ιδίας διακινδύνευσης. Το Δικαστήριο υποδεικνύει τις προϋποθέσεις αποδοχής της ενστάσεως - όπως διατυπώθηκαν και παραπάνω ως επικρατούσα θεωρία - το γεγονός, αφενός της ασθενέστερης οικονομικής κατάστασης στην οποία βρίσκεται η δικαιούχος ως επαρκή λόγο για την επιδίκαση του ποσού της διατροφής και αφετέρου κυρίως της μη προβολής κάποιου άλλου υπόχρεου ανιόντα ή κατιόντα με τον οποίο θα μπορούσε να μοιραστεί η ‘ευθύνη’ προς διατροφή της συζύγου του βασει της ΑΚ 1491(ως ένταση παραπομπής). Όπως γίνεται κατανοητό ο υπόχρεος δεν προέβη σε κάτι τέτοιο με αποτέλεσμα να απορριφθεί και αυτή η αιτίασή του.


- Η μοναδική αιτίαση που έγινε δεκτή από το Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο- Ποιος παράγων συνετέλεσε, ώστε να διαταχθεί η έκδοση νέας απόφασης


Στην εν λόγω κατηγορία ο εκκαλών διαμαρτύρεται σχετικά με το υπέρογκο ύψος της διατροφής που καλείται να παράσχει στην εφεσίβλητη σύζυγό του. Φυσικά, η σκέψη του κατευθύνεται στο ότι η παραχώρηση χρήσης της οικογενειακής στέγης, η οποία του ανήκει κατά ποσοστό 70% εξ αδιαιρέτου, δεν θεωρήθηκε κατά την πρωτοβάθμια εξέταση ότι έφερε διατροφικό χαρακτήρα, ούτε καν περιορισμένης έκτασης σε είδος, παρόλο που φέρει υψηλή κατασκευαστική αξία(« η α­νέγερση της οποίας[...]του κόστι­σε περί τις 500.000 ευρώ.», «στην υπερπολυτελή οικογενειακή στέγη, η οποία διαθέτει πισίνα, υδρομασάζ, τζακούζι και ακριβά έπιπλα[...]απασχολούσε μόνιμη οικιακή βοηθό,[...] διέμενε με την οικογένεια»). Το αίτημά του, επομένως, το οποίο και γίνεται δεκτό και ικανοποιείται, είναι να υπολογιστεί η μισθωτική αξία του ακινήτου και να συμψηφιστεί στην συνολική διατροφή που οφείλεται εκ μέρους του. Το Δικαστήριο παραδέχεται το σφάλμα στην εφαρμογή του νόμου και διατάσσει την εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης κατά το μέρος αυτό. Εκτιμώντας την μισθωτική αξία του ακινήτου, αλλά και το έξτρα εισόδημα που προσπορίζεται από την περιοδική μίσθωση του ξενώνα, και εφόσον η διατροφή δύναται να παρέχεται σε είδος και όχι μόνο χρηματικά, συμπεραίνεται πως η παραχώρηση της οικογενειακής στέγης, όχι απλά επαρκεί αλλά ίσως και να υπερβαίνει το ύψος της οφειλόμενης διατροφής, αφού κρίνεται να αγγίζει τις τρεις χιλιάδες ευρώ (3.000€).


Συνεπεία της αποδοχής του αιτήματος ως ουσιαστικώς βάσιμου, υπαγορεύεται αυτομάτως η εφαρμογή της 535§1 ΚΠολΔικ και άρα εξαφάνιση της προσβαλλόμενης απόφασης όσον αφορά το συγκεκριμένο κεφάλαιο και εκδίκαση της υποθέσεως κατ’ουσίαν.


iii) Η καταβολή των δικαστικών τελών και των εξόδων (προκαταβληθέντα= 300 €) και της δικαστικής δαπάνης της εφεσίβλητης(= 450 €) από τον εκκαλούντα


Ο εναγόμενος θεωρώντας πως έχει εφαρμοσθεί και πάλι εσφαλμένως ο νόμος, αιτείται τον συμψηφισμό των προκαταβληθέντων χρημάτων που δαπάνησε έως τώρα (300€) με την δικαστική δαπάνη της ενάγουσας ύψους τετρακοσίων πενήντα ευρώ (450€). Είναι σημαντικό, όμως να τεθεί ο εννοιολογικός και λειτουργικός διαχωρισμός των δύο αυτών οικονομικών παραμέτρων μεταξύ τους.


-Τα προκαταβληθέντα


Καταρχάς, κατά την πρωτοβάθμια δίκη το παραπάνω αίτημα έγινε δεκτό για τα προκαταβληθέντα, καθώς ορίζεται πως ο υπόχρεος σε διατροφή σε τέτοιες δίκες ειναι υπεύθυνος για ευνόητους λόγους να καταβάλλει ο ίδιος τα έξοδα και τέλη (εν προκειμένω 300€) - ποσό που αν δεν προβλέπεται μπορεί να καθοριστεί και από τον δικαστή - (173§4, 174§1 ΚΠολΔικ), ενώ αν δεν καταβάλλει καθόλου θεωρείται πως δεν εμφανίστηκε (πλασματική ερημοδικία : 175 ΚΠολΔικ), με αποτέλεσμα να μην τίθεται σε κίνηση η δίκη. Δευτερευόντως και παρομοίως, αντιμετωπίζεται ως ερημοδίκης εκκαλών κατά το αυτό άρθρο, αν, ενώ του δίνεται μία ακόμη ‘ευκαιρία’ πριν τη συζήτηση της έφεσης να καταβάλλει, δεν το πράξει ως συνέπεια η έφεση να απορρίπτεται ως ανυποστήρικτη. Επομένως, ορθώς η καταβολή των προκαταβληθέντων τελών και εξόδων της δικής (300€), εν προκειμένω αφορούν στο πρόσωπο του εναγομένου/εκκαλούντα ως υποχρεου προς διατροφή, όπως και πράττεται από τον ίδιο.


-Ο καταλογισμός της δικαστικής δαπάνης – Η διαφοροποίηση μεταξύ της πρωτόδικης και της εφετειακής απόφασης λόγω του αποτελέσματος


Η δικαστική δαπάνη, από την άλλη, ακολουθεί τις επιταγές της θεωρίας της ήττας. Κατά αυτήν, ηττηθείς εναγόμενος (δηλαδή εκείνος του οποίου ο αντίδικος ικανοποίησε όλα τα αγώγιμα αιτήματά του εις βάρος του) καταδικάζεται να πληρώσει τα έξοδα της όλης δίκης (176 ΚΠολΔικ), εν προκειμένω 450€.


Παρόλ’αυτά, μετά την αποδοχή εν μέρει της εφέσεως ως βάσιμη κατ’ουσίαν (535§1 ΚΠολΔικ), η περίπτωση υπάγεται στην 183ΚΠολΔικ (>178 ΚΠολΔικ), και εφόσον οι διάδικοι εξακολουθούν να τελούν σε γάμο μέχρις ότου αυτός λυθεί αμετάκλητα (ΑΚ 1438), τα εν λόγω έξοδα θα συμψηφιστούν ενιαία και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας μεταξύ τους, όπως υπαγορεύεται από την 179 ΚΠολΔικ. Άρα, τελικά οι διάδικοι στην παρούσα απόφαση θα μοιραστούν τα έξοδα των 450€.


Προσωπική Θέση Γράφουσας


Παρακολουθήσαμε την εκτύλιξη μιας πολιτικής δίκης συντασσομένης των κανόνων της ειδικής διαδικασίας για τις διατροφές, έπειτα από την κατάθεση του εφετηρίου δικογράφου, όπου τηρήθηκαν όλες οι απαραίτητες προϋποθέσεις από τους διαδίκους και από το Δικαστήριο, ώστε αυτή να διεξαγεί βάσει των νομότυπων επιταγών. Η τελική έκβαση της δίκης εκ του αποτελέσματος με βρίσκει σύμφωνη, ως κατακλείδα όμως θα ήθελα να παραθέσω μια προσωπική μου οπτική όσον αφορά τα δύο κρίσιμα νομικά ζητήματα που απασχολούν όλη την έκταση του παραπάνω σχολιασμού, καθώς η σκέψη μου θεμελιώνεται στους δύο παρακάτω συλλογισμούς.


Πρωταρχικά, αξίζει να τονίσουμε το γεγονός πως το Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, ενώ δεν διατυπώθηκε ως αίτημα από τον εκκαλούντα, στην επενεξέταση της υπόθεσης κλήθηκε να αντιμετωπίσει τις δύο αντικρουόμενες απόψεις που διατυπώνονται όσον αφορά την απαίτηση καταβολής ανταλλάγματος ή όχι για την παραχώρηση χρήσης της οικογενειακής στέγης. Αναφερόμενη στο συγκεκριμένο ακίνητο, έχει καταστεί κατανοητό πως πρόκειται για ένα ακίνητο υψηλών προδιαγραφών, που ασφαλώς δυσαρεστεί εκείνον που το στερείται, ωστόσο παρέχεται στην εφεσίβλητη σύζυγο για λόγους επιείκειας, σκεπτικό που θα αυτοακυρωνόταν αν επιδικαζόταν εις βάρος της οικονομικά ασθενέστερης συζύγου κάποιο είδος μισθώματος, ακόμα και συμβολικό.


Ενώ η εκκαλούμενη απόφαση παρέμεινε ως είχε κατά το κεφάλαιο της στέγης, πυροδότησε την σκέψη του Δικαστηρίου να ληφθεί υπόψη ως μέρος της συνολικής επιδικαζόμενης διατροφής, αλλά αυτή τη φορά σε είδος. Κατά την γνώμη μου αυτό δεν υποδαυλίζει ούτε αναιρεί το κοινωνικό υπόβαθρο της ΑΚ1393 που σκοπό έχει να διασφαλίσει το βιοτικό επίπεδο ενόσω διαρκεί ακόμα νομικά ο γάμος, αλλά και την προστασία του οικονομικά ασθενέστερου συζύγου. Κι αυτό διότι οι δύο αυτές παράμετροι δεν πρέπει να αξιοποιούνται καταχρηστικά από τον εκάστοτε δικαιούχο. Ειδάλλως αυτομάτως αδικείται ο υπόχρεος, ο οποίος οφείλει ναι μεν να καταβάλλει μία ορισμένη διατροφή στον δικαιούχο, όχι όμως να συμμορφώνεται στην επιβολή ενός υπέρογκου ποσού, καθόσον υπολογίστηκε πως η μισθωτική και μόνο αξία του ακινήτου πλησιάζει τις τρεις χιλιάδες ευρώ μηνιαίως (3.000€).


Βέβαια στο ίδιο πλαίσιο θα μπορούσε ίσως να αντιταχθεί η άποψη ότι με τα ίδια χρήματα η εφεσίβλητη θα εδύνατο να καλύπτει και την μίσθωση ενός μικρότερου ακινήτου – ακόμα κι αν αυτό δεν ήταν τόσο υπερπολυτελές και νεόδμητο - , και τα λειτουργικά του έξοδα αλλά και τυχόν δικές της προσωπικές ανάγκες, έξοδα για τα οποία προβλέπεται σκόπιμα και η παροχή διατροφής κατά την διάσταση ως θεσμός εν γένει. Ίσως και αυτή η υπαγόρευση των αποφάσεων από τον σκοπό που επιθυμούν να προσεγγίσουν κάθε φορά με την επιδίκαση διατροφής, να αποτελεί και το κλειδί επίλυσης του ζητήματος συνολικά.


 

[1] «λόγω παράβασης εκ μέρους του της υποχρέωσης για συζυγική πίστη (δημιουργία ερωτικής σχέσης με άλλη γυναίκα) και λόγω των απειλών που, μετά την κατανάλωση αλκοόλ, επαναλάμβανε σε βάρος της ο εναγόμενος λέγοντας «Μ..., μου προκαλείς αηδία, θα σε ξεκάνω, θα χωρίσουμε είτε θέλεις είτε όχι, [...] θα σε βγάλουν νεκρή από εδώ μέσα, [...] αν δεν κάνεις αυτά που λέω θα τα πουλήσω όλα και θα σε πετάξω στο δρόμο». [...]οι παραπάνω ύβρεις και απειλές του εναγομένου, [...] δημιουργούν σ` αυτήν έντονο συναίσθημα φόβου και ανησυχίας. [...]πρέπει από λόγους επιείκειας να παραχωρηθεί η χρήση της οικογενειακής στέγης αποκλειστικά στην ενάγουσα [...] ενώ πρέπει να διαταχθεί η μετοίκηση του εναγομένου απ` αυτήν προς αποφυγή περαιτέρω διαπληκτισμών και εντόνων αντιπαραθέσεων, που είναι δυνατόν να προκαλέσουν βλάβη στη σωματική και ψυχική υγεία της ενάγουσας.»


Βιβλιογραφία

Απ. Γεωργιάδης, Οικογενειακό Δίκαιο, 2η έκδ., 2017, κεφ.16, σελ. 271-290

ΕφΘεσ 469/2009, παραπομπή 1


Σπυριδοπούλου Ειρήνη Μαρία, φοιτήτρια 3ου έτους στην Νομική Σχολή του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, μέλος της ομάδας σχολιασμού δικαστικών αποφάσεων Αστικού Δικαίου, The Law Project




48 views0 comments
bottom of page