Του Στασινόπουλου Χρήστου
Επιβολή κατάσχεσης επί κοινού τραπεζικού λογαριασμού
εις χείρας πιστωτικού ιδρύματος
(ΑΠ1571/ 2021).
Ποια είναι η νόμιμη διαδικασία επιβολής μίας κατάσχεσης τραπεζικών καταθέσεων σε κοινό λογαριασμό με πλείονες συνδικαιούχους, εις βάρος όμως ενός εξ αυτών;
Η συνδρομή τυχόν ακατάσχετων στο πρόσωπο ενός επηρεάζει την εκτελεστική διαδικασία εις βάρος των άλλων;
Περίληψη απόφασης:
Ο Άρειος Πάγος στην παρούσα απόφασή του πραγματεύεται το ζήτημα της επιβολής κατασχέσεως των καταθέσεων του οφειλέτη, οι οποίες βρίσκονται σε κοινό τραπεζικό λογαριασμό που διατηρεί ο ίδιος μαζί με τρίτο συνδικαιούχο. Στη συγκεκριμένη υπόθεση, στο πρόσωπο του τρίτου – συνδικαιούχου συνέτρεχε ακατάσχετο. Η αίτηση αναίρεσης που εκδικάζεται εν προκειμένω στρέφεται κατά εφετειακής απόφασης, με λόγο αναίρεσης την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 4 ν. 5638/ 1932 και του άρθρου 31§§1,2 ΚΕΔΕ (Κώδικας Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων).
Πραγματικά περιστατικά:
Το 2004 ο ΣΚ και η μητέρα του ΜΚ προβαίνουν στη σύναψη σύμβασης ανοίγματος δύο κοινών τραπεζικών λογαριασμών με το πιστωτικό ίδρυμα «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.» (εφεξής «ΕΤΕ»). Το 2014 η ΜΚ τρέπει τους λογαριασμούς αυτούς από απλούς σε συνταξιοδοτικούς. Στο μεταξύ, ο ΣΚ με βάση το ιστορικό της απόφασης είναι οφειλέτης του Δημοσίου- συγκεκριμένα του ΙΚΑ/ ΚΕΑΟ- με το τελευταίο να διατηρεί εναντίον του απαίτηση ύψους 420.000€ περίπου. Επί τη βάσει αυτής της οφειλής, το ΙΚΑ/ ΚΕΑΟ προβαίνει σε κατάσχεση των δύο άνω τραπεζικών λογαριασμών που διατηρεί ο ΣΚ με τη ΜΚ στην «ΕΤΕ». Επιδίδεται, λοιπόν, το κατασχετήριο έγγραφο από το ΙΚΑ/ ΚΕΑΟ στην «ΕΤΕ» και, αφού τηρείται η προβλεπόμενη από τον ΚΠολΔ διαδικασία, επιβάλλεται δέσμευση και έπειτα απόδοση ορισμένου χρηματικού ποσού στο ΙΚΑ/ ΚΕΑΟ. Η ΜΚ ασκεί αγωγή κατά της «ΕΤΕ» επικαλούμενη το παράνομο της δέσμευσης και απόδοσης του άνω χρηματικού ποσού. Στη διάρκεια της εκκρεμοδικίας, όμως, η ίδια αποβιώνει και στη δικονομική της θέση υπεισέρχεται ο υιός της ΣΚ. Η αγωγή αυτή απορρίπτεται ως ουσία αβάσιμη και ο τελευταίος προσβάλλει την απορριπτική απόφαση με έφεση. Το εφετείο κάνει δεκτή την έφεση και κατόπιν εξέτασης της υπόθεσης απορρίπτει την αγωγή κατ’ ουσίαν. Ο ΣΚ υποβάλλει αίτηση αναίρεσης της εφετειακής απόφασης.
Κρίσιμα νομικά ζητήματα:
Εκκινώντας τη μελέτη των νομικών ζητημάτων που προκύπτουν από την ανάγνωση της παρούσας δικαστικής απόφασης, ως λυσιτελής κρίνεται σε πρώτη φάση η εξέταση της έννοιας της σύμβασης τραπεζικής κατάθεσης. Η αποδοχή τραπεζικών καταθέσεων είναι μία εκ των πλειόνων παραδοσιακών δραστηριοτήτων που δύνανται να ασκούν τα πιστωτικά ιδρύματα. Δεν υπάρχει, ωστόσο, κάποιος θετικός εκ του νόμου ορισμός της έννοιας της τραπεζικής κατάθεσης. Κατά την κρατούσα θέση σε θεωρία και νομολογία η αποδοχή τραπεζικών καταθέσεων ως τραπεζική δραστηριότητα πληρούται εννοιολογικά όταν αυτή απευθύνεται σε ευρύ κοινό και όχι σε μεμονωμένα πρόσωπα. Μέσω της δραστηριότητας αυτής τα πιστωτικά ιδρύματα δύνανται να προβαίνουν σε παροχή πιστώσεων, ενώ οι ιδιώτες αποκτούν πρόσβαση σε εναλλακτικούς τρόπους πληρωμής και μεταφοράς χρημάτων. Ως προς τη νομική υφή της, η τραπεζική κατάθεση συνιστά μορφή ανώμαλης παρακαταθήκης, όπως αυτή περιγράφεται στο άρθρο 822ΑΚ. Συγκεκριμένα, το πιστωτικό ίδρυμα παραλαμβάνει τα χρήματα του καταθέτη με υποχρέωση να αποδώσει αυτά όποτε του ζητηθούν. Ο χαρακτηρισμός αυτής της μορφής παρακαταθήκης ως ανώμαλης προκύπτει εκ του γεγονότος ότι το πιστωτικό ίδρυμα διατηρεί καθ’ όλη τη διάρκεια της σύμβασης δικαίωμα χρήσης των κατατεθέντων χρημάτων. Όπως προαναφέρθηκε, η χρήση αυτή θα συνίσταται κατά κανόνα σε χρηματοδοτικές δραστηριότητες. Συνεπώς, η αποδοχή καταθέσεων έχει παθητικό πρόσημο· το πιστωτικό ίδρυμα καθίσταται οφειλέτης των καταθετών, γεγονός ιδιαίτερα κρίσιμο για τον θεσμό της κατάσχεσης εις χείρας τρίτου που θα εξετασθεί μετέπειτα.
Εν συνεχεία, το πλέον κύριο νομικό ζήτημα που εξετάζει η παρούσα απόφαση είναι η έννοια του κοινού τραπεζικού λογαριασμού, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 1 ν. 5638/ 1932. Κατ’ αρχάς, τραπεζικός λογαριασμός εν γένει είναι η λογιστική απεικόνιση των συναλλαγών του πελάτη με το πιστωτικό ίδρυμα με τη μορφή χρεωστικών ή πιστωτικών κονδυλίων σε χρονολογική σειρά. Με το άνοιγμα τραπεζικού λογαριασμού ιδρύεται η σχέση του πιστωτικού ιδρύματος με τον πελάτη[1]. Ο κοινός, εν προκειμένω, είναι ένα είδος τραπεζικού λογαριασμού με πλείονες συνδικαιούχους, όπου καθείς εξ αυτών μπορεί να κάνει χρήση χωρίς τη σύμπραξη των λοιπών. Όπως αναφέρει και ο Άρειος Πάγος, « με την κατάθεση των χρημάτων στο όνομα περισσότερων δημιουργείται ενεργητική ενοχή εις ολόκληρον» (άρθρο 489ΑΚ). Έκαστος των συνδικαιούχων του κοινού τραπεζικού λογαριασμού μπορεί να αναλάβει ολόκληρο το ποσό της κατάθεσης ακόμα και αν δεν ανήκει σε αυτόν εξ ολοκλήρου[2] (φυσικά, άλλο το ζήτημα της μεταξύ τους ευθύνης). Επίσης, ιδιαίτερο γνώρισμα του κοινού τραπεζικού λογαριασμού είναι το αμεταβίβαστο της κατάθεσης· δε χωρεί υπεισέλευση τρίτου στην ενοχική σχέση του λογαριασμού για οποιαδήποτε αιτία. Σύμφωνα μάλιστα με την κρατούσα θέση, επί κληρονομικής διαδοχής η κατάθεση περιέρχεται στους λοιπούς συνδικαιούχους του λογαριασμού χωρίς να αποκτά κάποιο σχετικό δικαίωμα ο κληρονόμος. Αξίζει, πάντως, να σημειωθεί ότι ο ν. 5638/ 1932 ρυθμίζει αποκλειστικά τον διαζευκτικό κοινό λογαριασμό, ο οποίος διακρίνεται από τον συμπλεκτικό ως προς το ότι, στο πλαίσιο του τελευταίου, η χρήση επιτρέπεται μόνο με τη σύμπραξη όλων και όχι από τον καθένα ξεχωριστά.
Άλλη μία νομική έννοια με την οποία ασχολήθηκε στην οικεία απόφασή του ο Άρειος Πάγος είναι αυτή της κατάσχεσης εις χείρας τρίτου (982επ. ΚΠολΔ). Πρόκειται για μορφή κατάσχεσης, επιβαλλόμενη μεν από τον δανειστή κατά του οφειλέτη, στρεφόμενη δε κατά τρίτου. Ο τρίτος σε μία τέτοια περίπτωση είναι οφειλέτης του καθ’ ου η κατάσχεση[3]. Στην περίπτωση των τραπεζικών καταθέσεων, που μας ενδιαφέρει εν προκειμένω, ο δανειστής προβαίνει σε κατάσχεση του ποσού των καταθέσεων του οφειλέτη εις χείρας του πιστωτικού ιδρύματος. Το τελευταίο επέχει θέση τρίτου και μάλιστα οφειλέτη του καθ’ ου ως προς την απαίτηση της τραπεζικής κατάθεσης. Ο ΚΠολΔ προβλέπει μία ειδική εκτελεστική διαδικασία στα άρθρα 982επ. με σύντομες προθεσμίες, υποδηλώνοντας την τελεολογία του νομοθέτη να καταστήσει τη μορφή αυτή κατάσχεσης περισσότερο αποτελεσματική και ταχεία.
Τέλος, ως προς το ζήτημα των ακατάσχετων, κρίσιμη είναι η διάταξη του άρθρου 31§1 ΚΕΔΕ. Σε αυτήν ορίζεται κατ’ αρχάς ότι εξαιρούνται της κατάσχεσης ποσά από συντάξεις, μισθούς και ασφαλιστικά βοηθήματα εφόσον αυτά δεν υπερβαίνουν τα 1000€ μηνιαίως. Αν δε υπερβαίνουν τα 1000€, χωρεί κατάσχεση του 50% του υπερβάλλοντος ποσού με όριο τα 1500€. Από την άλλη, ως ακατάσχετα ορίζονται και τα ποσά των τραπεζικών καταθέσεων μέχρι του ποσού των 1250€. Μάλιστα, σε περίπτωση λογαριασμού μισθοδοσίας/ συντάξεων κ.α. δεν απαιτείται γνωστοποίηση αυτού του λογαριασμού με βάση τα ανωτέρω, αλλά το ακατάσχετο εν προκειμένω ισχύει αυτοδικαίως. Ο λογαριασμός αυτός μπορεί να είναι μόνο ένας, ώστε αν τυχόν μισθοί, συντάξεις, ασφαλιστικά βοηθήματα καταβάλλονται σε κάποιον λογαριασμό, αυτός θα είναι ο μόνος ακατάσχετος. Σχηματικά, πρόκειται για δύο είδη ακατάσχετων: ένα γενικό που αφορά σε απαιτήσεις από μισθούς, συντάξεις και ασφαλιστικά βοηθήματα είτε αυτά βρίσκονται για παράδειγμα στα χέρια του εργοδότη είτε κατατεθειμένα σε έναν τραπεζικό λογαριασμό και ένα ειδικότερο που αφορά σε τραπεζικές καταθέσεις σε λογαριασμό που έχει δηλωθεί ως ακατάσχετος. Αν υφίσταται ακατάσχετο επί κάποιου λογαριασμού, το πιστωτικό ίδρυμα υποχρεούται να προβεί σε αρνητική δήλωση του 985ΚΠολΔ προς τον εκάστοτε δανειστή που επιδιώκει την επιβολή κατάσχεσης εις χείρας τρίτου. Η αρνητική αυτή δήλωση έχει την έννοια ότι το πιστωτικό ίδρυμα δεν είναι οφειλέτης της υπό εκτέλεση απαίτησης, λόγω ακριβώς του ακατάσχετου.
Κατόπιν αυτής της σύντομης θεωρητικής προσέγγισης των άνω εννοιών του Τραπεζικού Δικαίου ας προχωρήσουμε στην εξέταση της μείζονος πρότασης που διατύπωσε ο Άρειος Πάγος στην απόφασή του
Ο Άρειος Πάγος θέλοντας να εξετάσει το ζήτημα της επιβολής κατάσχεσης σε κοινό τραπεζικό λογαριασμό προσφεύγει κατ’ αρχάς στη διάταξη του άρθρου 4 ν. 5638/ 1932. Η διάταξη αυτή εισάγει το αμάχητο τεκμήριο ότι το ποσό των καταθέσεων σε κοινό λογαριασμό ανήκει σε όλους τους δικαιούχους κατ’ ίσα μέρη. Συνέπεια του τεκμηρίου αυτού είναι ότι ο δανειστής μπορεί να προβεί σε κατάσχεση μόνο του ποσού εκείνου που κατά τεκμήριο ανήκει στον οφειλέτη του, ώστε το υπόλοιπο ποσό να περιέρχεται σε μία «ειδική περίπτωση ακατάσχετου» (φρασεολογία που χρησιμοποίησε ο Άρειος Πάγος σε προηγούμενη απόφαση και μνημονεύεται στην παρούσα απόφασή του). Συνοπτικά, όταν ένας δανειστής επιβάλλει κατάσχεση σε κοινό λογαριασμό δεσμεύεται από δύο ακατάσχετα: το ποσοτικό όριο που επιτάσσει ο ΚΕΔΕ και το ως άνω αμάχητο τεκμήριο. Ωστόσο, το ποσοτικό αυτό όριο παραμένει το ίδιο είτε πρόκειται για ατομικό είτε για κοινό τραπεζικό λογαριασμό.
Στην προκειμένη περίπτωση, το δικαστήριο που δίκασε σε δεύτερο βαθμό στηρίχθηκε στην άνω διάταξη που προβλέπει το αμάχητο τεκμήριο του κοινού λογαριασμού και κατέληξε στο ότι, εφόσον η κατάσχεση, που επιβλήθηκε, αφορούσε στο 50% του συνόλου των καταθέσεων, ο δανειστής έδρασε σύννομα και άρα η κατάσχεση είναι καθ’ όλα έγκυρη. Στο σημείο αυτό το δικάσαν ως εφετείο διατυπώνει μία ενδιαφέρουσα σκέψη. Με βάση το ίδιο, από το γεγονός ότι ένα πρόσωπο καθιστά εαυτόν συνδικαιούχο σε έναν τραπεζικό λογαριασμό μαζί με κάποιον τρίτο, μπορεί να συναχθεί έμμεση αποδοχή των κινδύνων που συνεπάγεται μία τέτοια επιλογή. Και ένας τέτοιος κίνδυνος είναι αναμφισβήτητα η επιβολή κατάσχεσης εις βάρος του ετέρου συνδικαιούχου, εφόσον μάλιστα σε μία τέτοια περίπτωση η προστασία που παρέχει το ακατάσχετο επιμερίζεται σε όσα και τα πρόσωπα των χρηστών του λογαριασμού. Μάλιστα, το εφετείο κάνει δεκτό πως δεν υπάρχει κανένα νομικό έρεισμα από το οποίο μπορεί να συναχθεί πως σκοπός του νομοθέτη είναι να επεκταθεί ολόκληρο το ακατάσχετο στον κάθε συνδικαιούχο, ώστε να καταλάβει εν προκειμένω το 50% του συνόλου των καταθέσεων. Αν, λοιπόν, ήθελε η αρχικώς ενάγουσα να προστατευθεί πλήρως θα ακολουθούσε την επιλογή του ατομικού λογαριασμού, απολαμβάνοντας έτσι το πλήρες ακατάσχετο.
Το δικαστήριο εδώ εισάγει μία θεώρηση, η οποία φαινομενικά προσιδιάζει στο δόγμα του συντρέχοντος πταίσματος του Αστικού Κώδικα (300ΑΚ). Στην ουσία, υποστηρίζει πως δε χωρεί αυξημένη προστασία της αρχικώς ενάγουσας συνδικαιούχου έναντι της κατάσχεσης που επεβλήθη στον κοινό λογαριασμό καθώς με την επιλογή αυτή που έκανε αποδέχθηκε το όποιο νομικό καθεστώς διέπει σχετικώς την περίπτωσή της. Έπρεπε δη να γνωρίζει πως το ακατάσχετο αφορούσε μόνο στο πρόσωπό της και όχι στο πρόσωπο του υιού της με τον οποίο διατηρούσε τον λογαριασμό. Το εφετείο, λοιπόν, απορρίπτει την έφεση κατ’ ουσίαν επί τη βάσει όχι μόνο του νομικού λόγου ότι ο δανειστής τήρησε τις σχετικές διατάξεις αλλά και του ουσιαστικού λόγου ότι η αρχικώς ενάγουσα δε χρήζει περαιτέρω προστασίας. Κατά τη γνώμη του γράφοντος, η κρίση του εφετείου μοιάζει ορθή. Αυτό επιτάσσει άλλωστε και η βασική αρχή του δικαίου “pacta sunt servanta” (οι συμβάσεις πρέπει να τηρούνται). Το εφετείο ορθώς υποστηρίζει πως πρέπει να υπάρχει εύλογη πεποίθηση εκ μέρους της ίδιας ότι, σε περίπτωση κατάσχεσης, ενδεχομένως να τεθούν εν αμφιβόλω και τα δικά της δικαιώματα ως συνδικαιούχος του λογαριασμού. Ο ισχυρισμός της ενάγουσας, επομένως, ότι η κατάσχεση είναι παράνομη δεν αιτιολογείται επαρκώς από την ίδια μόνο εκ του λόγου ότι συντρέχει ακατάσχετο στο πρόσωπό της.
Παρ’ όλα αυτά, το εφετείο έχει σφάλλει στον συλλογισμό του ως προς την εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 4 ν. 5638/ 1932 καθώς και του άρθρου 31 του ΚΕΔΕ το οποίο δεν εφάρμοσε ενώ έπρεπε. Όπως σημειώνει ο Άρειος Πάγος, το δικαστήριο του δευτέρου βαθμού, ενώ δέχτηκε ως προς το ιστορικό της υπόθεσης ότι στους επίδικους τραπεζικούς λογαριασμούς καταθέτονταν μόνο οι συντάξεις της ενάγουσας και χωρίς να διαπιστώσει αν τα ποσά αυτά υπερέβαιναν τα 1000€ μηνιαίως, προχώρησε ευθέως στην εξέταση συνδρομής του οικείου τεκμηρίου χωρίς να εξετάσει αν συντρέχει περίπτωση ακατάσχετου. Μάλιστα, κατά τον χρόνο επιβολής της κατάσχεσης με βάση τα πραγματικά περιστατικά το διαθέσιμο υπόλοιπο ήταν περίπου 270€. Για αυτόν τον λόγο, ο Άρειος Πάγος δέχεται τον προβαλλόμενο λόγο αναίρεσης ως προς αυτό το σφάλμα του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου.
Αναμφισβήτητα η τελική κρίση του Αρείου Πάγου είναι σωστή. Το δικαστήριο ουσίας έκανε ένα συλλογιστικό «άλμα» κατά την εφαρμογή των κρίσιμων διατάξεων, παρακάμπτοντας τη διάταξη του ΚΕΔΕ περί ακατάσχετων. Η λογική ακολουθία εφαρμογής είναι, προτού εξετασθεί το ποσό ως προς το οποίο μπορεί να επιβληθεί κατάσχεση, να εξετασθεί κατ’ αρχάς αν χωρεί εν γένει κατάσχεση στην προκειμένη περίπτωση. Με βάση το ισχύον καθεστώς, οι απαιτήσεις από συντάξεις παραμένουν ακατάσχετες ακόμα και αν κατατίθενται σε ατομικό τραπεζικό λογαριασμό, όπως έγινε εδώ. Μάλιστα αυτό έγινε δεκτό από το εφετείο στη μείζονα σκέψη, οπότε ενδεχομένως να υφίσταται και ένα είδος αντίφασης στον δικανικό συλλογισμό του εφετείου, διότι, ενώ έγινε μνεία στις σχετικές νομικές ρυθμίσεις, αυτές δεν εφαρμόστηκαν εν τέλει στην πραγματική περίπτωση. Εξ αυτού του λόγου, η υπόθεση αναπέμπεται στο ίδιο δικαστήριο προς περαιτέρω εκδίκαση.
Συνοψίζοντας, η κατάσχεση σε κοινό τραπεζικό λογαριασμό είναι πλήρως επιτρεπτή υπό δύο προϋποθέσεις. Πρώτη αρνητική προϋπόθεση είναι να μη συντρέχει περίπτωση ακατάσχετου, όπως αυτά ορίζονται στο άρθρο 31 του ΚΕΔΕ. Έπειτα, απαιτείται η κατάσχεση να αφορά στο ποσό εκείνο που αντιστοιχεί στον οφειλέτη με βάση το αμάχητο τεκμήριο που καθιερώνει η διάταξη του άρθρου 4 ν. 5638/ 1932 ότι τα ποσά των καταθέσεων ανήκουν κατ’ ίσα μέρη στους συνδικαιούχους του λογαριασμού. Αυτή είναι και η σειρά με την οποία πρέπει να εξετάζεται η νομιμότητα της εκάστοτε επιβληθείσας κατάσχεσης, σειρά η οποία δεν τηρήθηκε από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ώστε η απόφασή του τελικώς αναιρέθηκε από τον Άρειο Πάγο.
Στασινόπουλος Χρήστος, Νομική ΕΚΠΑ, 5ο έτος φοίτησης
Μέλος της ομάδας σχολιασμού δικαστικών αποφάσεων του The Law Project.
Comentarios